Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 28 - Θραχάρ)

Τις κραυγές της μάνας δεν άργησαν να ακολουθήσουν οι φωνές των τρομοκρατημένων κατοίκων. Αμέσως οι μανάδες άρχισαν να μαζεύουν τα παιδιά τους και να κρύβονται πίσω από τους άντρες, οι οποίοι βγήκαν σε μια σειρά μπροστά και μερικοί έτρεξαν προς την άτυχη νύφη. Ο Ρέντφεϊ αμέσως πήδηξε από την εξέδρα και πλησίασε την οικογένεια της νεκρής. Ο Κάιν μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε και βρεθήκαμε σύντομα στο πλάι του αρχηγού του χωριού που προσπαθούσε να ηρεμήσει την μητέρα και την υπόλοιπη οικογένεια. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην κοπέλα. Πόσο νέα και όμορφη, με όλη τη ζωή μπροστά της, ένα μέλλον που θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Μα δεν έχουν όλη την ίδια επιλογή. Σε άλλους η μοίρα φέρεται άκαρδα. Δεν το σκέφτεται πριν κόψει το νήμα. Πλησίασα το κορίτσι και δοκίμασα να βγάλω το σπαθί από πάνω της. Δεν της άξιζε κάτι τέτοιο.

Πριν προλάβω να αγγίξω τη λαβή του σπαθιού ο Ρέντφεϊ μου έκοψε τη φόρα σπρώχνοντάς με πίσω.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» γρύλισε και το πρόσωπό του σπάστηκε σε μια έκφραση αηδίας. Ω Θεοί, κρατήστε την υπομονή μου.

«Δεν νομίζετε πως πρέπει να φροντίσετε το σώμα; Δεν μπορεί να μείνει έτσι» απάντησα στον ίδιο τόνο, δείχνοντας την κοπέλα.

«Το σώμα θα μεταφερθεί ακριβώς έτσι όπως είναι στους Θραχάρ, μαζί με την οικογένειά της. Πρέπει να τους πουν ότι η κόρη τους αυτοκτόνησε, να το αποδείξουν και να δεχτούν την τιμωρία της που τόλμησε να πράξει κάτι τέτοιο».

«Θα μεταφέρουν την νεκρή τους κόρη για μια μέρα, μέσα στην αφόρητη ζέστη, για να αποδείξουν πως ήταν αυτόχειρας; Και τι τιμωρία τους αναλογεί;».

«Ξεκλήρισμα».

Οι κραυγές πόνου και οδύνης της μάνας έγιναν πιο δυνατές και δεν ήξερα για ποιον έκλαιγε. Για εκείνους ή για την κόρη της. Ίσως και για τα δυο. Ίσως όχι.

Προχωρούσαμε στο μακρύ μονοπάτι του Μαύρου Δάσους που οδηγούσε στους Θραχάρ. Τα άλογα των νυφών τα συνόδευαν οι οικογένειές τους, ενώ μπροστά τους οδηγούσε ο Ρέντφεϊ. Ο Κάιν πλεύρισε το άλογό μου.

«Πες μου πως δεν έχεις προηγούμενα με τους Θραχάρ… Ότι μόνο με τις Ασράι είχες προβλήματα».

«Μην ανησυχείς. Δεν έφτασα ως αυτούς» απάντησα ξερά και χτύπησα τα χαλινάρια του αλόγου να τον προσπεράσει.

Δεν ήθελα να μιλήσω. Προτιμούσα να μείνω μόνη μου. Ακριβώς εμπρός μου είχα την οικογένεια της νεκρής νύφης. Η μάνα περπατούσε απαρηγόρητη, στηριζόμενη πάνω στον ώμο του συζύγου της, ενώ ο αδερφός της κοπέλας κρατούσε το κουφάρι της για να μην πέσει από το άλογο. Την είχαν περάσει σα σακί πάνω στη σέλα, αφήνοντας το αίμα της να τρέχει στάλα-στάλα και να κυλά πάνω στην κοιλιά του αλόγου, πριν καταλήξει στο τραχύ έδαφος. Με ενοχλούσε η κακομεταχείριση του σώματός της. Της άξιζε να θαφτεί και να τιμηθεί καταλλήλως. Δεν έφταιγε εκείνη για τίποτα που η γραμμή της ζωής της πήρε άλλη πορεία. Άλλη από εκείνη που ήθελε να της δώσει. Ήταν άδικο. Γιατί έπρεπε να υποστεί κάτι που δε διάλεξε; Γιατί την τυραννούσαν; Αυτή και τα υπόλοιπα κορίτσια που τώρα δεν έβγαζαν μιλιά και ξέκλεβαν μερικά κρυφά δάκρυα να ρίξουν για εκείνη.

Το άλογό μου χλιμίντρησε και ο Χάρου πήγε και πιάστηκε στη χαίτη, πάνω την κορυφή του κεφαλιού του. Άνοιξε τα φτερά του διάπλατα και έκρωξε δυνατά. Κοίταξα μπροστά και διέκρινα ένα λαμπρό κόκκινο φως. Επιτέλους, μετά από μισή μέρα και κάτι παραπάνω πάνω στη σέλα, φτάναμε στο βασίλειο των Θραχάρ. Είχε πέσει ήδη το βράδυ και ήταν η κατάλληλη ώρα να γίνουν οι γάμοι.

Ένα-ένα τα άλογα έβγαιναν από το μονοπάτι και στέκονταν μπροστά από δυο σειρές τεράστιων κιόνων, που στην κορυφή τους δέσποζαν κατακόκκινες φλόγες. Οι πτυχώσεις των κιόνων τρεμόπαιζαν και έμοιαζαν σα να χόρευαν με τις σκιές του σκοταδιού. Ακριβό υλικό για να φτιάξει κανείς το κάστρο του. Ακόμα και τα τείχη είχαν λίγο από αυτό, μα στην πλειοψηφία στολιζόταν και από γκρίζους ασβεστόλιθους ανάμεσα στις ενώσεις. Στο τέλος των σειρών εκατέρωθέν μας, βρισκόταν μια θεόρατη δίφυλλη πύλη από κατάλευκο μάρμαρο. Πάνω της δέσποζε το έμβλημα των Θραχάρ:

Τέσσερις άντρες, χωρισμένοι ανά δύο βρίσκονταν στις δυο πλευρές ενός πελώριου θρόνου. Δυο άντρες ακουμπούσαν το θρόνο με τα ακροδάχτυλα τους, ενώ ανασηκώνονταν λίγο για να πιάσουν έναν ήλιο που φώτιζε τον ουρανό, πάνω από μια πέμπτη μορφή. Οι άλλοι δυο άντρες βρίσκονταν γονατιστοί, δίπλα από τους πρώτους, σε στάση προσευχής. Πάνω στο θρόνο καθόταν μια γυναίκα, ντυμένη με ένα μακρύ φόρεμα που κάλυπτε κάθε σημείο του σώματός της. Είχε το κεφάλι της σκυμμένο και κρατούσε με τα δυο της χέρια την κοιλιά της, ενώ από πάνω ο ήλιος που έλαμπε έριχνε πάνω της ακτίνες που έμοιαζαν με δάκρυα.

Η πόρτα άνοιξε με ένα μακρόσυρτο βαρύ θόρυβο και το έμβλημα σκίστηκε στα δύο. Μου φάνηκε μακάβριο το πως η γυναικεία μορφή κόπηκε. Τα κορίτσια μπροστά ανακάθισαν ανήσυχα στις σέλες και οι γονείς τους τις έφεραν όλες σε μια ευθεία. Μέσα από το κάστρο βγήκε μια ομάδα είκοσι περίπου ανδρών, με έναν να βρίσκεται μπροστά από άλλους. Αυτός πρέπει να ήταν και ο βασιλιάς Σιάρλ.

Βγαίνοντας στο άπλετο φως, τον διέκρινα πολύ καλύτερα. Ήταν αρκετά νέος και πολύ επιβλητικός άντρας. Τα κοντά καστανά μαλλιά του ανασηκώνονταν με κάθε αέρινο βήμα του. Το πρόσωπό του ήταν αρκετά αρρενωπό και οι γωνίες του προσώπου του ήταν αρκετά έντονες, αλλά όχι επιβαρυντικές στο παρουσιαστικό του. Λίγα μελαχρινά γένια και ελάχιστο μούσι είχαν σχηματιστεί γύρω από τα λεπτά του χείλη και αγκάλιαζαν τη γραμμή του πηγουνιού του. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι του και τότε είδα τα παράξενα μάτια του. Ήταν τόσο χρυσά που θα τον κατηγορούσε κανείς πως ήταν από ατόφιο χρυσάφι. Εξέταζαν τις νύφες μία προς μία και όταν έφτασαν στην τελευταία, σκοτείνιασαν και έγιναν καφετιά. Το γερό κορμί του σφίχτηκε και οι πλάτες του άνοιξαν, κάνοντας την αέρινη λευκή πουκαμίσα του να κολλάει πάνω του. Οι άντρες πίσω του χωρίστηκαν σε δυο γραμμές και στάθηκαν με την πλάτη γυρισμένη στους κίονες.

Ο βασιλιάς Σιάρλ, κατευθύνθηκε στην πρώτη νύφη και την κατέβασε απαλά από τη σέλα της. Πήρε στο χέρι του το τρεμάμενο δικό της και το φίλησε. «Καλώς ήρθες, νύφη μας» της είπε και εκείνη αμέσως χαλάρωσε. Του χαμογέλασε όταν εκείνος την έφερε ανάμεσα από τους υπόλοιπους και της έκανε νόημα να προχωρήσει. Εκείνη περνούσε τους άντρες που γονάτιζαν και επαναλάμβαναν την φράση του αρχηγού τους. Ο βασιλιάς χαιρέτησε τους γονείς και πλησίασε την μητέρα της.

«Ευλογημένη να είσαι για το δώρο που μας προσέφερες» γονάτισε μπροστά της, φίλησε το χέρι της και ύστερα το ακούμπησε στο κούτελό του. Ύστερα εισέπνευσε και προχώρησε στην επόμενη νύφη, όπου έκανε ακριβώς τα ίδια. Έφτασε και στην τελευταία νύφη, που βρισκόταν νεκρή πάνω στη σέλα και το σώμα της είχε αρχίσει ήδη να μυρίζει άσχημα. Ξεφύσησε και ακούμπησε το χέρι της κοπέλας που κρεμόταν άχαρα. Το φίλησε και άρχισε να ψιθυρίζει κάτι σε μια παράξενη γλώσσα.

«Προσευχή για τους νεκρούς. Οι Θραχάρ πιστεύουν πως αν δεν προσευχηθούν για αυτούς και ζητήσουν συγχώρεση για τους αποθανόντες, τότε οι Θεοί δεν τους αφήνουν να ηρεμήσουν στο βασίλειο των ψυχών» είπε ο Κάιν όσο πιο σιγανά μπορούσε.

«Και που ξέρεις εσύ για τα έθιμά τους;» ρώτησα γεμάτη περιέργεια. Με μια πρώτη ματιά η εντύπωση που μου έδωσαν οι Θραχάρ, δεν ήταν η χειρότερη. Έδειχναν να σέβονται τις γυναίκες ιδιαίτερα. Μα περίμενα να δω τι θα κάνουν στην οικογένεια της νεκρής κοπέλας. Έτρεμαν και οι τρεις σαν το φύλλο και η μάνα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει.

«Κάποτε ο πατέρας μου είχε πολύ φιλικές σχέσεις μαζί τους. Τους είχε επισκεφθεί, μα ποτέ δεν μας είπε τι είχε δει ή τι γινόταν στο βασίλειό τους. Είχε ορκιστεί να μη μιλήσει. Αυτό δεν τον σταμάτησε από το να γράψει μερικά πράγματα, τα οποία ο έφηβος εαυτός μου διάβασε».

Ο βασιλιάς Σιάρλ, την πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της, όπως έκανε και στις άλλες γυναίκες. Η μητέρα σταμάτησε να κλαίει για λίγο και έμεινε να κοιτάζει αποχαυνωμένη τον άντρα μπροστά της. Ο Σιάρλ σηκώθηκε όρθιος και κάθε δείγμα χρυσού από τα μάτια του είχε εξαφανιστεί. Έβαλε τα χέρια του μέσα στην δερμάτινη παντελόνα του και χαμογέλασε με οίκτο στα μέλη της οικογένειας. Με μια κίνηση που το μάτι μου δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί, έπεσαν και οι τρεις νεκροί.

«Κανείς τους δεν έκλαιγε για εκείνη» είπε και έσκυψε το κεφάλι. Γύρισε προς τον Ρέντφεϊ και έκανε νόημα στους άντρες του να μαζέψουν τη σωρό της κοπέλας και να κάψουν την οικογένειά της χωρίς να προσευχηθούν για εκείνους.

«Βασιλιά Σιάρλ» είπε ο Ρέντφεϊ και υποκλίθηκε αμέσως.

«Ρέντεφεϊ» συνέχισε ο βασιλιάς και κοίταξε τον μισητό αρχηγό «Πήρα το γράμμα σου. Μπορείς να εξαφανιστείς τώρα και να οδηγήσεις τις οικογένειες πίσω στο χωριό σας. Δε θα σε χρειαστώ άλλο».

Ο αρχηγός δεν μίλησε ξανά. Ανέβηκε στο άλογο και είπε στις οικογένειες να τον ακολουθήσουν. Πλέον μέναμε εμείς μόνο. Ο Κάιν ξεπέζεψε και ακολουθήσαμε το παράδειγμά του όλοι.

«Βασιλιά Σιάρλ» τον προσφώνησε ο Κάιν και υποκλίθηκε ελαφρώς μπροστά του.

«Πρίγκιπα Κάιν!» είπε ο άντρας γεμάτος θαυμασμό «Επιτέλους γνωρίζω τον γιο του περίφημου βασιλιά Ράβαϊν! Είχα ακούσει την ιστορία του από τον πατέρα μου πολλές φορές. Λυπάμαι πολύ για το τέλος του».

Δεν μπορούσα να συνηθίσω την φωνή του. Ήταν τόσο ζεστή και κουκούλωνε ένα ελαφρύ βράχνιασμα που τον έκανε να ακούγεται μυστήριος και σοβαρός, παρά τα συναισθήματα που χρωμάτιζαν την χροιά του.

«Σας ευχαριστώ πολύ. Με τιμά αυτό» ξεκίνησε να λέει ο Κάιν «Βασιλιά Σιάρλ, έχουμε έρθει για να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό που αφορά και το δικό σας βασίλειο».

«Φυσικά. Είμαι διατεθειμένος να σας ακούσω, μα πρώτα θέλω να γνωρίσω την πρεσβεία σας. Είναι τυπικό έθιμο».

Ο Κάιν έγνεψε και οι ιππότες του πέρασαν ένας, ένας μπροστά από τον Βασιλιά Σιάρλ. Εκείνος τους παρατήρησε προσεκτικά και τα μάτια του έλαμψαν έντονα.

«Έχετε ένα πολύ πιστό στρατό, πρίγκιπα Κάιν» σχολίασε και στράφηκε προς τον Λαχάρ.

«Πρίγκιπα της Ινάλ» είπε και υποκλίθηκε και ο ίδιος. Ο Λαχάρ πέρασε από μπροστά του και στάθηκε ύστερα δίπλα από τον Κάιν, αφήνοντας εμένα για τελευταία.

Προχώρησα προς τον βασιλιά και στάθηκα μπροστά του. Ετοιμάστηκα να υποκλιθώ, μα εκείνος με σταμάτησε. Με κοίταξε για αρκετή ώρα παρατηρητικά και τα μάτια του έλαμψαν. Χαμογέλασε και γονάτισε μπροστά μου υψώνοντας το χέρι του προς το μέρος μου.

«Οι γυναίκες δεν υποκλίνονται σε εμάς. Εμείς οφείλουμε να τις σεβόμαστε και να τις προσέχουμε. Είναι η αρχή και το τέλος του ανθρώπου και της πλάσης. Πρέπει να τις υμνούμε. Μου επιτρέπετε;» ρώτησε και έγνεψε προς το χέρι μου.

Ο Χάρου στεκόταν στον ώμο μου και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι περίεργος. Ακόμη και εκείνος εκπλησσόταν από την συμπεριφορά του παράξενου βασιλιά. Ξεροκατάπια και άκουσα τον Λαχάρ να ξεροβήχει πίσω μας. Χωρίς να το δώσω καμιά σημασία, έδωσα διστακτικά το χέρι μου στον βασιλιά Σιάρλ. Εκείνος το έπιασε προσεκτικά και σήκωσε το βλέμμα του προς εμένα, κοκαλώνοντας με. Ένιωσα σα να είχε εισβάλλει ένα ζεστό κύμα μέσα μου και ανακάτευε τα σωθικά μου. Ήταν τόσο ευχάριστο που σχεδόν χαμογέλασα. Ο βασιλιάς φίλησε το χέρι μου απαλά και αρκετά αισθησιακά, χωρίς να διακόψει τη σύνδεση των ματιών μας.

«Καλώς ήρθατε, κυρία μου» ψιθύρισε.

Ο Λαχάρ πίσω μας έβηξε δυνατά «Χωρίς να θέλω να σας διακόψω, μήπως θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε πιο σημαντικά πράγματα; Με όλο το σεβασμό Βασιλιά Σιάρλ».

Εκείνος σηκώθηκε και άφησε το χέρι μου όσο προσεκτικά το είχε πιάσει και συνέχισε να με κοιτάζει:

«Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από τον ερχομό μιας ιδιαίτερης γυναικείας παρουσίας εδώ;».

«Βασιλιά Σιάρλ,» μίλησε τώρα ο Κάιν «αυτό που ήρθαμε να συζητήσουμε είναι πιο σημαντικό ακόμη και από τις ζωές μας».

Ο βασιλιάς μου χαμογέλασε και γύρισε προς τους δυο πρίγκιπες, γεμάτος σοβαρότητα και η αύρα του μετέφερε την επιβλητικότητα και την περηφάνια του, παντού γύρω του.

«Τότε, να μην καθυστερούμε άλλο! Μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό μετά τους γάμους. Πριν προχωρήσουμε, όμως, στο βασίλειο θα πρέπει να πάρετε όρκο πως δεν θα μιλήσετε για ό,τι θα δείτε μέσα εδώ. Ο όρκος είναι του λαού μου και μπορεί ακόμη και να σας σκοτώσει αν τον σπάσετε. Για αυτό σας συνιστώ να προσέχετε».

Ο Κάιν έγνεψε και ο βασιλιάς μας είπε λίγα λόγια και μας έδειξε το σωστό τρόπο να τα προφέρουμε. Μόλις ολοκληρώσαμε τους όρκους, χτύπησε τα χέρια του και οι φλόγες φούντωσαν τόσο που φαινόταν σα να είχε πάρει ο ουρανός ο ίδιο φωτιά. Προχωρούσαμε και πίσω μας κάθε κίονας έσβηνε μετά το πέρασμά μας, ώσπου φτάσαμε στην μεγαλόπρεπη πύλη και με ένα τελευταίο βήμα, περάσαμε στο βασίλειο των Θραχάρ. 
 
Ella Sarlot