Φοίνιξ (Κεφάλαιο 4)

Παρασκευή 25 Αυγούστου, 10:35

Ο Τζέιμς γύρισε πλευρό και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, αλλά η φωνή της μητέρας του τον έβγαλε μία και καλή από τον κόσμο των ονείρων.

«Τζέιμς, μπορείς να ανοίξεις την εξώπορτα, σε παρακαλώ, γιατί κάνω μπάνιο;

Άνοιξε τα μάτια του και σηκώθηκε μηχανικά από το κρεβάτι του. Ξυπόλητος και μόνο με το μποξεράκι κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Το κουδούνι αντήχησε ξανά μέσα στο σπίτι και ο Τζέιμς άνοιξε την πόρτα. Ήρθε αντιμέτωπος με τις κάμερες τριών κινητών τηλεφώνων, δύο τούρτες και δέκα άτομα που του τραγουδούσαν για τα γενέθλιά του. Ένιωσε τα μάγουλά του να παίρνουν μία κοκκινωπή απόχρωση και προσπάθησε να χαμογελάσει, αποτυγχάνοντας παταγωδώς.

«Χαμογελάστε!» αναφώνησε η κυρία Αλεξάνδρα, η οποία στεκόταν πίσω από το μικρότερο γιο της με μία επαγγελματική φωτογραφική μηχανή και τους τραβούσε φωτογραφίες. Τα βίντεο τα είχαν αναλάβει τα παιδιά με τα κινητά τους και θα της τα έστελναν αργότερα μέσα στη μέρα.

«Μαμά!» παραπονέθηκε ο Τζέιμς.

«Άντε, Τζέιμς, πήγαινε να ντυθείς! Είναι ντροπή να είσαι έτσι μπροστά στους καλεσμένους μας!» είπε η μητέρα του. Αμέσως μετά, ξαφνικά ο Κρίστοφερ έπεσε πάνω στον αδελφό του και άρχισε να του ανακατεύει τα μαλλιά.

«Μπα, εγώ λέω να μείνεις με το εσώρουχο που σου πάει κιόλας! Χρόνια πολλά, μικρέ!».

«Ευχαριστώ, μεγάλε. Τώρα, αν μου επιτρέπετε, πάω να βάλω κάτι πάνω μου».

Ο Κρίστοφερ γέλασε ελαφρά και χαλάρωσε το κράτημά του, αφήνοντας τον Τζέιμς να φύγει. «Πάντα με το μποξεράκι, ο κόσμος να χαλάσει» μουρμούρισε χαρούμενα.

«Λοιπόν, παιδιά, μη στέκεστε έτσι! Περάστε μέσα!» δήλωσε η κυρία Αλεξάνδρα και τους έκανε νόημα να καθίσουν στο σαλόνι. «Κρίστοφερ, έλα να με βοηθήσεις στην κουζίνα, σε παρακαλώ!».

Ο νεαρός με τα πράσινα μάτια ανασήκωσε απολογητικά τους ώμους του και ακολούθησε τη μητέρα του.

«Βολευτείτε όπου θέλετε» είπε στους υπόλοιπους.

«Κρις, θα χωρέσουμε τόσοι που είμαστε;» ρώτησε ο Μαξ, δείχνοντας τόσο την παρέα τους, όσο και την παρέα του Τζέιμς, οι οποίοι ήταν τέσσερα άτομα.

«Ναι» φώναξε εκείνος μέσα από την κουζίνα. «Θάλεια, μπορείς να φέρεις και τη δική σας τούρτα, σε παρακαλώ;».

«Έρχομαι!» απάντησε η ξανθιά κοπέλα και αφού έβγαλε τα παπούτσια της, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Οι υπόλοιποι, δηλαδή, η Μυρτώ, ο Μαξ, η Χλόη, ο Άγγελος, η Ηλιάνα και οι τρεις καλύτεροι φίλοι του Τζέιμς, κάθισαν στους καναπέδες του σαλονιού.

«Χωρέσατε;» ρώτησε ο εορτάζων, ο οποίος είχε βάλει ρούχα και τα γυαλιά της μυωπίας για να βλέπει καθαρά.

Πρόσεξε πως ο Πίτερ, ένας νεαρός αδύνατος και μετρίου αναστήματος με κοντά σκούρα καστανά μαλλιά και μούσι μερικών ημερών, καθόταν πάνω στα πόδια του Τζόναθαν. Μία απελπισμένη κίνηση, μιας και δεν είχε χώρο, συν ότι ήθελε να τη σπάσει στο φίλο του, επειδή του έλεγε ότι είχε παχύνει τελευταία. Ο Τζόναθαν είχε ξανθά μαλλιά που του έφταναν μέχρι τον ώμο και γκρι μάτια, ενώ το ύψος του δεν ξεπερνούσε το 1,83 και φρόντιζε να διατηρείται σε φόρμα. Μαζί με τον Πίτερ ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το ποδόσφαιρο. Δίπλα από αυτούς και στριμωγμένος ανάμεσα στους ίδιους και τον Άγγελο, καθόταν ο Δημήτρης. Εκείνος ήταν στο ύψος του Τζέιμς, είχε μαύρα μαλλιά και μάτια και το χόμπι του ήταν η μουσική και το τραγούδι. Οι τρεις κολλητοί του Τζέιμς. Και με αυτόν, η παρέα των τεσσάρων.



«Όπως βλέπεις» απάντησε ο Πίτερ και έδειξε και τον δεύτερο καναπέ στον οποίο ήταν καθισμένοι η Μυρτώ, η Χλόη, ο Μαξ και στα πόδια του η Ηλιάνα.

«Μαξ, άφησέ με! Είμαστε μαζί με άλλα πόσα άτομα!» παραπονέθηκε η κοπέλα με τα καστανόξανθα μαλλιά που είχε γίνει κόκκινη από τη ντροπή της. «Θέλω να κάτσω στο πάτωμα!».

Ο Μαξ έσφιξε ελαφρώς τη μέση της και πλησίασε το στόμα του στο αυτί της. «Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω, οπότε μπορείς να το απολαύσεις, μπορείς να με απολαύσεις, ηλιαχτίδα μου» της ψιθύρισε αισθησιακά.

«Μα, αγάπη μου, έχει τόσο κόσμο εδώ! Δε θα προτιμούσες αυτά να τα κάναμε κάπου αλλού;» τον ρώτησε όλο νόημα, γυρνώντας το κεφάλι της έτσι, ώστε να έχουν οπτική επαφή.

Ο Τζέιμς καθάρισε το λαιμό του για να τραβήξει την προσοχή όλων μακριά από τον Μαξ και την Ηλιάνα. «Εμ, έχετε γνωριστεί μεταξύ σας;».

«Δεν προλάβαμε» απάντησε ο Δημήτρης.

«Λοιπόν, τη Μυρτώ την ξέρετε, είναι η κοπέλα του αδερφού μου και ο Μαξ είναι ο δικός της αδερφός»

Τα δύο αδέρφια χαμογέλασαν.

«Η κοπέλα που κάθεται πάνω στον Μαξ είναι η κολλητή της Μυρτώς, η Ηλιάννα, στο κέντρο του καναπέ η Χλόη και δίπλα στον Δημήτρη βρίσκεται ο Άγγελος» τελείωσε τον πρώτο γύρο των συστάσεων ο Τζέιμς.
Τα αγόρια είπαν ομόφωνα ένα απλό «γεια».

«Και από εδώ είναι ο Δημήτρης, ο Τζόναθαν και πάνω του ο Πίτερ» είπε ο νεαρός με τα γυαλιά και ήταν σειρά των υπολοίπων να χαιρετήσουν.

«Ήρθε και η τούρτα!» ανακοίνωσε ο Κρίστοφερ κατά την είσοδό του στο σαλόνι, κρατώντας έναν δίσκο γεμάτο με πιάτα. Πίσω του ακολουθούσε η Θάλεια, η οποία κρατούσε έναν δεύτερο δίσκο με ποτήρια, δύο χυμούς και κουταλάκια. Ο καθένας πήρε από ένα πιάτο και ένα κουταλάκι και άρχισε να τρώει.

«Ποια τούρτα κόψατε;» ρώτησε ο Άγγελος. «Είναι πολύ νόστιμη!».

«Της αγάπης μου από εδώ!» απάντησε ο Κρίστοφερ και έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της κοπέλας με τα γκρι μάτια.

«Άγγελε, δεν είπαμε πως δε θα φας; Είσαι σε μία ηλικία που το ζάχαρο είναι επικίνδυνο, μωρό μου» σχολίασε με ένα διαβολικό χαμόγελο η Χλόη. Η παρέα του Τζέιμς τον κοίταξε περίεργα.

«Γιατί, πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε απροκάλυπτα ο Τζόναθαν.

«Θα γίνω είκοσι το Νοέμβριο, απλά τους αρέσει να με κοροϊδεύουν» απάντησε ο Άγγελος. «Και πληροφοριακά, η Χλόη με περνάει έναν μήνα. Εγώ είμαι το θύμα της υπόθεσης!».

«Ό,τι πεις, Μαθουσάλα» σχολίασε ο Μαξ και επικεντρώθηκε στο κομμάτι της τούρτας του.

«Με περνάς τρία χρόνια, να σου θυμίσω».

«Ναι ναι, ό,τι πεις, παππού» είπε με επίπεδη φωνή ο νεαρός με τα γαλανά μάτια πριν φάει και την τελευταία μπουκιά από την τούρτα.

«Ηλιάνα» έκανε ο Τζέιμς. «Ο Ζικ θα έρθει απόψε;»

«Όχι δυστυχώς, γύρισε στην πόλη του».

«Θα σου πρότεινα να γίνω εγώ το ραντεβού σου για απόψε, αλλά δυστυχώς είμαι πιασμένος, ηλιαχτίδα μου» σχολίασε ο Μαξ και την κοίταξε λυπημένα.

«Δηλαδή, δε θα έρθεις απόψε, Μαξ;».

«Δυστυχώς δεν μπορώ, Τζέιμς. Λυπάμαι».

«Ραντεβουδάκι με τη Σόνια;» ρώτησε με πονηρό τόνο ο Άγγελος τηλεπαθητικά.

«Πολύ θα ήθελα, αλλά το βλαμμένο ο Κρις με έχει βάλει να τον καλύψω στη βάρδια απόψε. Όπως και η Θάλεια. Τριπλή δουλειά για τον Μαξ, τι χαρά!» απάντησε εκείνος.

Το βλέμμα του Άγγελου πήγε στιγμιαία στην ξανθιά κοπέλα που καθόταν στο πάτωμα δίπλα στον Τζέιμς. «Είναι Φάντασμα;».

«Ναι. Βέβαια, σε αντίθεση με τον Κρις, εκείνη θα έρθει. Δηλαδή, δε θα την καλύψω για όλο το βράδυ».

Η Χλόη έπιασε τα βλέμματα που αντάλλασσε το αγόρι της με τον αδερφό της Μυρτώς και σήκωσε ερωτηματικά το φρύδι της, κίνηση που δεν έμεινε απαρατήρητη από τον Άγγελο.

«Θα σου πω στο σπίτι» της είπε μέσα στο μυαλό της και η κοκκινομάλλα έγνεψε καταφατικά.

Λίγο αργότερα, όλοι είχαν φύγει, εκτός από τον Κρίστοφερ, ο οποίος ήθελε να περάσει χρόνο με την οικογένειά του εκείνη τη μέρα. Έτσι, έκατσε για μεσημεριανό. Ήταν λες και δεν είχε φύγει ποτέ από το σπίτι, πριν από τρία χρόνια. Καταχώνιασε τις αναμνήσεις εκείνης της βραδιάς στο πίσω μέρος του μυαλού του και επικεντρώθηκε στο πιάτο με το παστίτσιο. Δεν είχε σκοπό να αφήσει να τον κατακλύσουν οι αναμνήσεις, ειδικά στα γενέθλια του μικρού του αδερφού.

«Τζέιμς, δε θα ανοίξεις τα δώρα;» ρώτησε τον αδερφό του, όταν είχαν σηκωθεί, πλέον, από το τραπέζι.

«Θες να τα ανοίξουμε μαζί, όπως παλιά;».

Ο νεαρός με τα πράσινα μάτια χαμογέλασε. «Όπως παλιά!» συμφώνησε και κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιο του Τζέιμς για να ανοίξουν τα δώρα. Είχαν δώσει ραντεβού στις δέκα και μισή το βράδυ και μέχρι τις έντεκα είχαν μαζευτεί όλοι στο σημείο συνάντησης, εκτός από τον Μαξ.

«Η Ιωάννα δε θα έρθει;» ρώτησε ο Τζόναθαν, στρώνοντας λίγο καλύτερα το πουκάμισό του. Για τη συγκεκριμένη του ερώτηση κέρδισε μία αγκωνιά στο πλευρό από τον Πίτερ.

«Καλά, ηλίθιος είσαι, Πίτερ; Αυτό πόνεσε!».

Ο Πίτερ τον κοίταξε με ένα βλέμμα όλο νόημα. «Τι συμφωνήσαμε πιο πριν;» είπε μέσα από τα δόντια του.

«Τι συμφωνήσατε;» ρώτησε ο Τζέιμς.

«Να μην αναφέρουμε την Ιωάννα καθόλου σήμερα, μιας και είναι η μέρα σου» απάντησε ο Δημήτρης. «Βλέπεις, μάθαμε τι έγινε».

«Και όχι με τον καλύτερο τρόπο, τολμώ να πω» συμπλήρωσε ο Πίτερ και μηχανικά το χέρι του πήγε στο μαύρο σκουλαρίκι στον αριστερό του λοβό.

«Μάλιστα...».

«Εμείς είμαστε δίπλα σου ό,τι και να χρειαστείς, αδελφέ» είπε ο Τζόναθαν βάζοντας την παλάμη του στον ώμο του Τζέιμς.

«Ευχαριστώ» είπε ο νεαρός. «Τώρα πάμε στο μπαρ να διασκεδάσουμε και να πιούμε!».

Το μπαρ στο οποίο είχαν κάνει κράτηση, ήταν ένα από τα καλύτερα της πόλης, με ωραία μουσική, προσιτές τιμές και τα κοκτέιλ που λάτρευε όλη η νεολαία. Το μαγαζί βρισκόταν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, με απευθείας θέα τον έναστρο ουρανό. Ο Τζέιμς ανέφερε σε έναν σερβιτόρο πως είχαν κάνει κράτηση, όπως επίσης και το όνομά του, κι εκείνος τους τοποθέτησε στα τραπέζια τους. Τους άφησε μερικούς καταλόγους και τους είπε πως θα περνούσε σε πέντε λεπτά για να πάρει την παραγγελία τους.

«Τι θα πάρεις;» ρώτησε ο Τζέιμς τη Θάλεια.

«Κάτι χωρίς αλκοόλ» απάντησε εκείνη με το βλέμμα της να μη φεύγει από τον κατάλογο.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο νεαρός να την επεξεργαστεί, άθελά του. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν πιασμένα σε μία γαλλική πλεξούδα και το ανοιχτό κίτρινο φόρεμα που φορούσε την κολάκευε απίστευτα και αναδείκνυε τη μαυρισμένη από τον ήλιο επιδερμίδα της. Το σύνολο συμπλήρωναν καφέ δερμάτινα σανδάλια και μία χρυσή αλυσίδα στο λαιμό της, από την οποία κρεμόταν μία μικρή χρυσή καρδιά.

«Εσύ τι θα πάρεις;» τον ρώτησε με τη σειρά της, βγάζοντάς τον από την ονειροπόληση.

«Δεν έχω ιδέα, ακόμα» απάντησε και στράφηκε προς το δικό του κατάλογο. Ήταν η σειρά της κοπέλας να τον παρατηρήσει.

Είχε αντικαταστήσει τα γυαλιά της μυωπίας με φακούς επαφής, τα καστανά του μαλλιά ήταν καλοχτενισμένα και το σκούρο μπλε πουκάμισο τού ταίριαζε απόλυτα, όπως και το μαύρο παντελόνι. Μπορεί να ήταν πολύ απλά ντυμένος, ακόμα κι αν ήταν τα γενέθλιά του, αλλά δεν έπαυε να είναι γοητευτικός.

Ο σερβιτόρος κράτησε το λόγο του και εμφανίστηκε μετά από πέντε λεπτά ακριβώς, με το κινητό του έτοιμο για να πάρει παραγγελία. Ευχαρίστησε την παρέα και έφυγε. Ο Κρίστοφερ μιλούσε με τον Άγγελο όταν το μάτι του έπεσε πάνω σε μία γνωστή φυσιογνωμία που πλησίαζε το τραπέζι, στο οποίο καθόταν με τον Τζέιμς και τη Θάλεια.
Ήταν η πρώην κοπέλα του μικρού του αδερφού, ντυμένη και βαμμένη στην τρίχα, με τα τακούνια από τις γόβες της να ακούγονται παρά τη δυνατή μουσική.

«Ω! Μα τι τύχη να σας συναντήσω όλους εδώ!» αναφώνησε δήθεν έκπληκτη η ξανθιά νεαρή. «Εκτός από σένα, γλυκιά μου» αναφέρθηκε στη Θάλεια και πετάρισε τις βλεφαρίδες της.

«Και τώρα που έκανες αισθητή την παρουσία σου, καλύτερα να πας σε εκείνον που σε περιμένει» σχολίασε ο Τζέιμς με ψυχρή φωνή.

«Μα ούτε ένα χρόνια πολλά να μη σου πω;».

«Νομίζω τον άκουσες» επενέβη ο Άγγελος.

«Εσένα ποιος σου μίλησε;» του πέταξε πικρόχολα εκείνη.

«Γιατί, εσένα ποιος σου έδωσε δικαίωμα να έρθεις εδώ και να μας ενοχλήσεις;» την αποστόμωσε ο Κρίστοφερ, αγριοκοιτάζοντάς την.

«Πάντα το ήξερα πως δε με συμπαθούσες!» είπε πικρόχολα η Ιωάννα.

«Ποτέ δεν το έκρυψα».

«Και είμαι σίγουρη πως χάρηκες όταν χωρίσαμε».

«Όσο χάρηκα κι εγώ, Ιωάννα» δήλωσε ο Τζέιμς. «Και τώρα, σε παρακαλώ, θέλω να περάσω το υπόλοιπο της βραδιάς με την παρέα μου».

Η Ιωάννα, δεν απάντησε, απλά πήρε μία ξινή έκφραση, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε. Την είδαν που κατευθύνθηκε προς έναν μελαχρινό με μούσι, ο οποίος φαινόταν κοντά στα εικοσιπέντε και γαντζώθηκε πάνω του.

«Και πολύ άργησε για να βρει καινούριο παιχνίδι...» ειρωνεύτηκε ο Τζέιμς.

Η Θάλεια πήγε να απαντήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε ο σερβιτόρος με τα ποτά τους. Άφησε το δικό της ακριβώς μπροστά της κι εκείνη τον ευχαρίστησε και χαμογέλασε αμήχανα. Τελικά είχε παραγγείλει ένα κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ, μόνο και μόνο επειδή μετά από την έξοδο είχε να κάνει τη βάρδιά της ως Φάντασμα.

«Σαν μία κούκλα Μπάρμπι είναι» παρατήρησε ο Άγγελος.

«Σαν μία διαβολική Μπάρμπι» συμπλήρωσε η Θάλεια.

«Συγγνώμη που σ’ το λέω έτσι αδελφέ μου, αλλά πήρες μία πολύ σωστή απόφαση» δήλωσε ο Κρίστοφερ. Ο Τζέιμς απλά έγνεψε και ανακοίνωσε πως έπρεπε να επισκεφτεί την τουαλέτα.

Μπήκε στις ανδρικές τουαλέτες και έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω του. Τώρα για ποιο λόγο έπρεπε να εμφανιστεί η Ιωάννα; Επίτηδες το έκανε; Πήρε μία βαθιά ανάσα και έστρωσε τα μαλλιά του πριν βγει από το μπάνιο. Με το που άνοιξε την πόρτα, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον μουσάτο, τον καινούριο φίλο της Ιωάννας. Ήταν στο ίδιο ύψος με τον Τζέιμς, απλά πιο γεροδεμένος, με μικρά μάτια σαν χάντρες που τον κοίταζαν με μίσος και απέχθεια.

«Ώστε εσύ είσαι αυτός που τόλμησε να απειλήσει την κοπέλα μου!» γρύλισε απειλητικά, δείχνοντας τα δόντια του σαν κανένα σκυλί.

«Ορίστε; Ποια είναι η κοπέλα σας και τι ακριβώς της έκανα;».

Το μάτι του τύπου γυάλισε επικίνδυνα. «Ώστε παίζεις τον ανήξερο, ε;».

«Δεν τον παίζω, είμαι ανήξερος» τον διόρθωσε ο Τζέιμς, κι ο άντρας τον έπιασε βίαια από τον γιακά του πουκαμίσου του. Η ανάσα του τον χτύπησε στο πρόσωπο και μπόρεσε να διακρίνει τη μυρωδιά του αλκοόλ. Ήταν νωρίς για να είναι μεθυσμένος, αλλά σίγουρα είχε κατεβάσει μία σεβαστή ποσότητα ποτού.

«Καλύτερα να αφήσεις το θέατρο, μικρέ! Μου τα είπε όλα!».

«Ποιος σου τα είπε όλα;» προσπάθησε να μάθει ο Τζέιμς.

«Σταμάτα να υποκρίνεσαι!» του είπε μέσα από τα δόντια του και τον έσυρε ως το δρόμο.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου