Λαμπρινή
Είχε ξημερώσει όταν άνοιξε τα μάτια της. Άπλωσε το χέρι της να αγκαλιάσει τον Θάνο, μα δεν ήταν εκεί. Αλλά και πάλι, ποτέ δεν ήταν δίπλα της τον τελευταίο καιρό και ας ήταν στο ίδιο δωμάτιο. Έμεινε για ώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν ήθελε να σηκωθεί, ειδικά σήμερα. Πονούσε, όλο το βράδυ έκλαιγε και δεν κοιμήθηκε, παρά μόνο όταν η νύχτα έφτανε στο τελείωμά της.
Σηκώθηκε απρόθυμα και σκούπισε τα μάτια της. Το στόμα της ήταν στυφό, μα δεν την ενδιέφερε. Σε λίγες ώρες, τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε σημασία. Όχι ότι είχαν ποτέ, όπως διαπίστωνε τελικά.
Κοίταξε τη φωτογραφία της Στέλλας που της χαμογελούσε πάνω στο κομοδίνο της. Χάιδεψε την ασημένια κορνίζα και προσπάθησε να χαμογελάσει.
-Χρόνια σου πολλά, ψυχή μου, είπε με κόπο και αμέσως αναλύθηκε σε αναφιλητά.
Πήρε την κόρη της αγκαλιά και έκλαψε με λυγμούς. Ένα χρόνο, τα μάτια της δεν είχαν στεγνώσει. Στα αυτιά της αντηχούσε ακόμα εκείνο το απαίσιο κουδούνισμα της πόρτας, πριν ένα χρόνο ακριβώς. Ένας αστυνομικός θα της έλεγε ψυχρά πως η κόρη της, η μονάκριβη Στέλλα της, είχε αφήσει την τελευταία της πνοή την ημέρα των γενεθλίων της, από κάποιον ασυνείδητο οδηγό που παραβίασε τον φωτεινό σηματοδότη.
Όλη της η ζωή γκρεμίστηκε εκείνη τη στιγμή, είναι απίστευτο το πόση οδύνη μπορεί να χωρέσει σε ένα και μόνο δευτερόλεπτο. Για μέρες αρνούνταν να φάει ή να πιει. Έκλαιγε ασταμάτητα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε. Όλο της το είναι βρισκόταν υπό την επήρεια του ισχυρού σοκ πού είχε υποστεί, την κατέκλυζε μια έντονη αμηχανία, οργή, επέκρινε τον εαυτό της, τον θεωρούσε υπεύθυνο για αυτό που συνέβη. Αν μπορούσε θα σταματούσε να αναπνέει, μήπως και ακούσει τα βήματα της κόρης της, καθώς θα ελαφροπατούσε στις μύτες των ποδιών της στο διάδρομο, καθώς επέστρεφε από τη βραδινή της έξοδο για να μην την ξυπνήσει.
Στη ζωή τους ήρθε απροειδοποίητα, δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών, πάνω στην τρέλα των νιάτων τους. Το ήξερε η Λαμπρινή, ο Θάνος δεν την αγαπούσε πραγματικά, ποτέ του δεν την αγάπησε. Και αν έμεινε κοντά της τόσα χρόνια, ήταν ίσως από κάποιο αίσθημα υποχρέωσης, που κατάντησε απλά μια συνήθεια.
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι της και άνοιξε την ντουλάπα της. Διάλεξε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα, χτένισε τα πλούσια καστανά μαλλιά της και τα έπιασε σε έναν σφιχτό κότσο ψηλά στο κεφάλι. Τα μάτια της ήταν ρυτιδιασμένα, η όψη της φαινόταν γερασμένη και ας μόνο τριάντα έξι χρονών. Πήγε στην κουζίνα, έπλυνε τα φλιτζάνια του καφέ, τακτοποίησε το πάγκο της και συμμάζεψε το σαλόνι. Δεν ήθελε να αφήσει εκκρεμότητες πίσω της.
Άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε δύο πλαστικά μπουκαλάκια με χάπια και τα έχωσε βιαστικά στην τσάντα της. Σκέφτηκε να γράψει ένα τελευταίο σημείωμα, μα ποιος ο λόγος; Ο Θάνος δε θα το έβλεπε, πιθανόν να μην αντιλαμβανόταν καν την απουσία της.
Δεν είχε νόημα πια να συνεχίσει. Τίποτα δεν είχε σημασία, είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου. Μπορεί να ανέπνεε ακόμα, μα εδώ και ένα χρόνο, ήταν ήδη νεκρή. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω της, έριξε μια τελευταία ματιά στον χώρο. Τύλιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της και αναστέναξε. Δεν της ήταν εύκολο να το κάνει, μα της ήταν ακόμα δυσκολότερο να συνεχίσει.
Κατέβηκε στον δρόμο, φόρεσε τα μαύρα της γυαλιά και άρχισε να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν ήθελε να την αναγνωρίσει κάποιος, δεν είχε όρεξη για κουβέντες εκείνο το πρωινό. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώνει.
Σταμάτησε στο ανθοπωλείο στη γωνία και αγόρασε ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα, δεκαεπτά στον αριθμό. Έφυγε και με βήμα γοργό έφτασε στη μοιραία εκείνη διασταύρωση. Κάθε φορά που κοντοστέκονταν σ’ αυτό το πεζοδρόμιο, η καρδιά της σφίγγονταν. Ακούμπησε πάνω στην κολώνα, έτοιμη να καταρρεύσει. Δάκρυα καυτά πλημμύρισαν τα μάγουλά της, ένας λυγμός πνίγηκε στον λαιμό της. Έσκυψε και απίθωσε σιγά τα λουλούδια στο τσιμέντο. Έκλεισε τα χείλη με την παλάμη της και ξέσπασε σε βουβό θρήνο.
-Γιατί; έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα αναφιλητά της, μα κανείς δεν της απαντούσε.
Γέμισε από οργή, έσφιξε τις γροθιές της και τα χείλη της, τόσο που σχημάτισαν μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Έπειτα χαλάρωσε, ένιωσε πως όλο της το σώμα κατέρρεε από το αβάσταχτο βάρος της θλίψης και του πόνου, τα γόνατα της λύγισαν. Μια σουβλιά διαπέρασε το στήθος της, έβγαλε μια μικρή τσιρίδα.
-Θα τα πούμε σύντομα, αγάπη μου, είπε σιγανά.
Έστειλε ένα φιλί στο κενό και αποχώρησε. Είχε έρθει η ώρα και δεν ήθελε να το καθυστερήσει πλέον άλλο. Κατηφόρισε τον δρόμο. Η λίμνη δεν ήταν μακριά, δέκα, δεκαπέντε λεπτά από εκεί. Τα είχε σχεδιάσει όλα στο μυαλό της. Πρώτα θα έπαιρνε τα χάπια και μετά θα έπεφτε από την προκυμαία. Ήθελε να είναι σίγουρη ότι θα τελείωνε αυτό που πήγαινε να ξεκινήσει.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει δειλά-δειλά πίσω από τα σύννεφα δίνοντας μια υποψία ελπίδας στο μουντό τοπίο. Η Λαμπρινή κοντοστάθηκε. Ποτέ δεν κατάλαβε τον λόγο που τα βήματά της, σαν να απέκτησαν μια δική τους υπόσταση και δεν υπάκουσαν στο συναίσθημα, στάθηκαν έξω από τη μικρή εκείνη εκκλησία των αγίων Αποστόλων.
Ποτέ της δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Αυτοαποκαλούνταν χριστιανή μόνο όταν το είχε ανάγκη, ήταν κάτι το εντελώς τυπικό για εκείνη, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο νόημα ή βάθος. Σπρωγμένη από κάποια άγνωστη βαθύτερη ανάγκη, ανέβηκε τα δύο πέτρινα σκαλιά και μπήκε στα ενδότερα του ναού.
Το εσωτερικό της ήταν κάπως σκοτεινό, το μόνο φως ήταν αυτό που έμπαινε από τα μικρά παράθυρα δεξιά και αριστερά του. Είχε δροσιά, ανατρίχιασε. Ο αέρας μύριζε λιβάνι και μελισοκέρι και ένα αίσθημα κατάνυξης την κατέκλυσε. Όλη εκείνη η ησυχία, η ατμόσφαιρα της προκαλούσαν ένα ανεξήγητο δέος. Όχι πως δεν είχε ξαναβρεθεί σε ερημική εκκλησία, μα ήταν τέτοια η κοσμική συγκυρία που, για μια στιγμή, νόμιζε πως είχε χαθεί, πως ήταν αλλού.
Ένιωσε ήρεμη, γαλήνια. Κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα, έκλεισε τα μάτια και έσκυψε το κεφάλι. Δεν είχε σκοπό να προσευχηθεί, της βγήκε εντελώς αυθόρμητα, όπως και τα δάκρυα που έτρεξαν αβίαστα. Ένα χέρι που την άγγιξε στον ώμο την έκανε να γυρίσει απότομα.
-Αυτό που σκέφτεσαι, άκουσε μια μειλίχια φωνή να της λέει, μην το κάνεις.
Μπροστά της στεκόταν ένας ιερέας, όχι μεγάλος σε ηλικία. Ασκητική μορφή, με γλυκό μα και αυστηρό πρόσωπο ταυτόχρονα. Στα μάτια του μπορούσε να διακρίνει μια απέραντη θλίψη ανάκατη με μια απερίγραπτη γλυκύτητα. Τα μαύρα μακριά του γένια του έδιναν μια επιβλητική και συνάμα απόκοσμη αγαθότητα.
Για μια στιγμή νόμισε πως ονειρευόταν, πως είχε προβεί σε εκείνο το απονενοημένο διάβημα, αλλά για έναν περίεργο λόγο, είχε βρεθεί στον παράδεισο. Αλλά αν ήταν στον παράδεισο, πού ήταν η κόρη της; Τον κοιτούσε χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
-Ο Θεός τα κάνει όλα για κάποιο λόγο.
Σαν να συνήλθε από τον λήθαργο που είχε πέσει και η έκφραση της σκλήρυνε.
-Δε μου αρκεί αυτό, του είπε ξερά.
Ο ιερέας έσκυψε το κεφάλι του. Φαινόταν σκεφτικός.
-Έχετε χάσει ποτέ παιδί, πάτερ; τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε από συγκρατημένη οργή.
-Όχι, της είπε χωρίς να την κοιτά. Μα η μητέρα μου εκοιμήθη πριν από μερικές μέρες μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.
Η Λαμπρινή αισθάνθηκε άσχημα, ξεροκατάπιε.
-Συγγνώμη, είπε με απολογητικό ύφος. Δεν ήξερα.
Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και το πρόσωπό του θαρρείς φωτίστηκε από μια απόκοσμη λάμψη.
-Όταν πεθαίνει κάποιος, άρχισε να λέει, είναι φυσικό να είμαστε συντετριμμένοι, να παρατηρούμε με τρόμο το γεγονός, ότι η αμαρτία σκότωσε το πρόσωπο που αγαπάμε. Αρνούμαστε να δεχτούμε τον θάνατο ως την τελευταία λέξη, το τελευταίο γεγονός της ζωής. Κλαίμε πάνω στον κεκοιμημένο, επειδή αυτό δεν έπρεπε να συμβεί, το πρόσωπο αυτό σκοτώθηκε από το κακό. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να χαιρόμαστε επειδή μια νέα ζωή, απεριόριστη, ελεύθερη, άρχισε για εκείνον που χάθηκε. Και πάλι, μπορούμε να κλαίμε για τον εαυτό μας, για την απώλεια που νιώθουμε, τη μοναξιά μας, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να μάθουμε τι είχε ήδη προβλέψει και προείπε η Παλαιά Διαθήκη: «κραταιά ως θάνατος αγάπη». Αυτή είναι η αγάπη που δεν επιτρέπει να ξεθωριάσει η μνήμη του αγαπημένου, η αγάπη που μας κάνει να μη μιλούμε για τη σχέση μας με τον αγαπημένο στον αόριστο: «Τον αγαπούσα, ήμασταν τόσο κοντά», αλλά μας κάνει να σκεφτόμαστε στον ενεστώτα: «Τον αγαπώ, είμαστε τόσο κοντά».
-Στα αλήθεια σας παρηγορεί αυτό; Αυτή η οδύνη της απώλειας, του χωρισμού;
- Υπάρχει ο χωρισμός πάνω στη Γη και ο πόνος του χωρισμού, αλλά με τον θάνατο δεν υπάρχει χωρισμός από τον Θεό. Υπάρχει στον θάνατο και μια δύναμη της ζωής που μας αγγίζει. Αν η αγάπη μας είναι πιστή, αν έχουμε τη δύναμη να θυμόμαστε, όχι μόνο με το μυαλό αλλά και με την καρδιά μας αυτούς που έχουμε αγαπήσει πάνω στη Γη, τότε, σύμφωνα με τον Χριστό: «όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί εσταί και η καρδία υμών».
Τον κοίταξε μπερδεμένη, αναζητούσε απεγνωσμένα απαντήσεις.
-Αγαπώ, της είπε χαμογελώντας με στοργή, θα πει θυμάμαι, ό,τι δεν ξεχνώ. Όσο η θύμησή τους είναι ζωντανή μέσα μας, όταν καίει σαν το αγιοκέρι, ποτέ δεν πεθαίνουν.
Της έπιασε το χέρι και ένιωσε την υγρή και ζεστή παλάμη του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή, το σώμα της μυρμήγκιασε ολόκληρο. Της χαμογέλασε και αποχώρησε, αφήνοντάς την να κοιτά αποσβολωμένη το κενό.
Ηλίας Στεργίου
Είχε ξημερώσει όταν άνοιξε τα μάτια της. Άπλωσε το χέρι της να αγκαλιάσει τον Θάνο, μα δεν ήταν εκεί. Αλλά και πάλι, ποτέ δεν ήταν δίπλα της τον τελευταίο καιρό και ας ήταν στο ίδιο δωμάτιο. Έμεινε για ώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν ήθελε να σηκωθεί, ειδικά σήμερα. Πονούσε, όλο το βράδυ έκλαιγε και δεν κοιμήθηκε, παρά μόνο όταν η νύχτα έφτανε στο τελείωμά της.
Σηκώθηκε απρόθυμα και σκούπισε τα μάτια της. Το στόμα της ήταν στυφό, μα δεν την ενδιέφερε. Σε λίγες ώρες, τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε σημασία. Όχι ότι είχαν ποτέ, όπως διαπίστωνε τελικά.
Κοίταξε τη φωτογραφία της Στέλλας που της χαμογελούσε πάνω στο κομοδίνο της. Χάιδεψε την ασημένια κορνίζα και προσπάθησε να χαμογελάσει.
-Χρόνια σου πολλά, ψυχή μου, είπε με κόπο και αμέσως αναλύθηκε σε αναφιλητά.
Πήρε την κόρη της αγκαλιά και έκλαψε με λυγμούς. Ένα χρόνο, τα μάτια της δεν είχαν στεγνώσει. Στα αυτιά της αντηχούσε ακόμα εκείνο το απαίσιο κουδούνισμα της πόρτας, πριν ένα χρόνο ακριβώς. Ένας αστυνομικός θα της έλεγε ψυχρά πως η κόρη της, η μονάκριβη Στέλλα της, είχε αφήσει την τελευταία της πνοή την ημέρα των γενεθλίων της, από κάποιον ασυνείδητο οδηγό που παραβίασε τον φωτεινό σηματοδότη.
Όλη της η ζωή γκρεμίστηκε εκείνη τη στιγμή, είναι απίστευτο το πόση οδύνη μπορεί να χωρέσει σε ένα και μόνο δευτερόλεπτο. Για μέρες αρνούνταν να φάει ή να πιει. Έκλαιγε ασταμάτητα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε. Όλο της το είναι βρισκόταν υπό την επήρεια του ισχυρού σοκ πού είχε υποστεί, την κατέκλυζε μια έντονη αμηχανία, οργή, επέκρινε τον εαυτό της, τον θεωρούσε υπεύθυνο για αυτό που συνέβη. Αν μπορούσε θα σταματούσε να αναπνέει, μήπως και ακούσει τα βήματα της κόρης της, καθώς θα ελαφροπατούσε στις μύτες των ποδιών της στο διάδρομο, καθώς επέστρεφε από τη βραδινή της έξοδο για να μην την ξυπνήσει.
Στη ζωή τους ήρθε απροειδοποίητα, δεν ήταν ούτε είκοσι χρονών, πάνω στην τρέλα των νιάτων τους. Το ήξερε η Λαμπρινή, ο Θάνος δεν την αγαπούσε πραγματικά, ποτέ του δεν την αγάπησε. Και αν έμεινε κοντά της τόσα χρόνια, ήταν ίσως από κάποιο αίσθημα υποχρέωσης, που κατάντησε απλά μια συνήθεια.
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι της και άνοιξε την ντουλάπα της. Διάλεξε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα, χτένισε τα πλούσια καστανά μαλλιά της και τα έπιασε σε έναν σφιχτό κότσο ψηλά στο κεφάλι. Τα μάτια της ήταν ρυτιδιασμένα, η όψη της φαινόταν γερασμένη και ας μόνο τριάντα έξι χρονών. Πήγε στην κουζίνα, έπλυνε τα φλιτζάνια του καφέ, τακτοποίησε το πάγκο της και συμμάζεψε το σαλόνι. Δεν ήθελε να αφήσει εκκρεμότητες πίσω της.
Άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε δύο πλαστικά μπουκαλάκια με χάπια και τα έχωσε βιαστικά στην τσάντα της. Σκέφτηκε να γράψει ένα τελευταίο σημείωμα, μα ποιος ο λόγος; Ο Θάνος δε θα το έβλεπε, πιθανόν να μην αντιλαμβανόταν καν την απουσία της.
Δεν είχε νόημα πια να συνεχίσει. Τίποτα δεν είχε σημασία, είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου. Μπορεί να ανέπνεε ακόμα, μα εδώ και ένα χρόνο, ήταν ήδη νεκρή. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω της, έριξε μια τελευταία ματιά στον χώρο. Τύλιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της και αναστέναξε. Δεν της ήταν εύκολο να το κάνει, μα της ήταν ακόμα δυσκολότερο να συνεχίσει.
Κατέβηκε στον δρόμο, φόρεσε τα μαύρα της γυαλιά και άρχισε να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν ήθελε να την αναγνωρίσει κάποιος, δεν είχε όρεξη για κουβέντες εκείνο το πρωινό. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώνει.
Σταμάτησε στο ανθοπωλείο στη γωνία και αγόρασε ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα, δεκαεπτά στον αριθμό. Έφυγε και με βήμα γοργό έφτασε στη μοιραία εκείνη διασταύρωση. Κάθε φορά που κοντοστέκονταν σ’ αυτό το πεζοδρόμιο, η καρδιά της σφίγγονταν. Ακούμπησε πάνω στην κολώνα, έτοιμη να καταρρεύσει. Δάκρυα καυτά πλημμύρισαν τα μάγουλά της, ένας λυγμός πνίγηκε στον λαιμό της. Έσκυψε και απίθωσε σιγά τα λουλούδια στο τσιμέντο. Έκλεισε τα χείλη με την παλάμη της και ξέσπασε σε βουβό θρήνο.
-Γιατί; έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα αναφιλητά της, μα κανείς δεν της απαντούσε.
Γέμισε από οργή, έσφιξε τις γροθιές της και τα χείλη της, τόσο που σχημάτισαν μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Έπειτα χαλάρωσε, ένιωσε πως όλο της το σώμα κατέρρεε από το αβάσταχτο βάρος της θλίψης και του πόνου, τα γόνατα της λύγισαν. Μια σουβλιά διαπέρασε το στήθος της, έβγαλε μια μικρή τσιρίδα.
-Θα τα πούμε σύντομα, αγάπη μου, είπε σιγανά.
Έστειλε ένα φιλί στο κενό και αποχώρησε. Είχε έρθει η ώρα και δεν ήθελε να το καθυστερήσει πλέον άλλο. Κατηφόρισε τον δρόμο. Η λίμνη δεν ήταν μακριά, δέκα, δεκαπέντε λεπτά από εκεί. Τα είχε σχεδιάσει όλα στο μυαλό της. Πρώτα θα έπαιρνε τα χάπια και μετά θα έπεφτε από την προκυμαία. Ήθελε να είναι σίγουρη ότι θα τελείωνε αυτό που πήγαινε να ξεκινήσει.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει δειλά-δειλά πίσω από τα σύννεφα δίνοντας μια υποψία ελπίδας στο μουντό τοπίο. Η Λαμπρινή κοντοστάθηκε. Ποτέ δεν κατάλαβε τον λόγο που τα βήματά της, σαν να απέκτησαν μια δική τους υπόσταση και δεν υπάκουσαν στο συναίσθημα, στάθηκαν έξω από τη μικρή εκείνη εκκλησία των αγίων Αποστόλων.
Ποτέ της δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Αυτοαποκαλούνταν χριστιανή μόνο όταν το είχε ανάγκη, ήταν κάτι το εντελώς τυπικό για εκείνη, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο νόημα ή βάθος. Σπρωγμένη από κάποια άγνωστη βαθύτερη ανάγκη, ανέβηκε τα δύο πέτρινα σκαλιά και μπήκε στα ενδότερα του ναού.
Το εσωτερικό της ήταν κάπως σκοτεινό, το μόνο φως ήταν αυτό που έμπαινε από τα μικρά παράθυρα δεξιά και αριστερά του. Είχε δροσιά, ανατρίχιασε. Ο αέρας μύριζε λιβάνι και μελισοκέρι και ένα αίσθημα κατάνυξης την κατέκλυσε. Όλη εκείνη η ησυχία, η ατμόσφαιρα της προκαλούσαν ένα ανεξήγητο δέος. Όχι πως δεν είχε ξαναβρεθεί σε ερημική εκκλησία, μα ήταν τέτοια η κοσμική συγκυρία που, για μια στιγμή, νόμιζε πως είχε χαθεί, πως ήταν αλλού.
Ένιωσε ήρεμη, γαλήνια. Κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα, έκλεισε τα μάτια και έσκυψε το κεφάλι. Δεν είχε σκοπό να προσευχηθεί, της βγήκε εντελώς αυθόρμητα, όπως και τα δάκρυα που έτρεξαν αβίαστα. Ένα χέρι που την άγγιξε στον ώμο την έκανε να γυρίσει απότομα.
-Αυτό που σκέφτεσαι, άκουσε μια μειλίχια φωνή να της λέει, μην το κάνεις.
Μπροστά της στεκόταν ένας ιερέας, όχι μεγάλος σε ηλικία. Ασκητική μορφή, με γλυκό μα και αυστηρό πρόσωπο ταυτόχρονα. Στα μάτια του μπορούσε να διακρίνει μια απέραντη θλίψη ανάκατη με μια απερίγραπτη γλυκύτητα. Τα μαύρα μακριά του γένια του έδιναν μια επιβλητική και συνάμα απόκοσμη αγαθότητα.
Για μια στιγμή νόμισε πως ονειρευόταν, πως είχε προβεί σε εκείνο το απονενοημένο διάβημα, αλλά για έναν περίεργο λόγο, είχε βρεθεί στον παράδεισο. Αλλά αν ήταν στον παράδεισο, πού ήταν η κόρη της; Τον κοιτούσε χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
-Ο Θεός τα κάνει όλα για κάποιο λόγο.
Σαν να συνήλθε από τον λήθαργο που είχε πέσει και η έκφραση της σκλήρυνε.
-Δε μου αρκεί αυτό, του είπε ξερά.
Ο ιερέας έσκυψε το κεφάλι του. Φαινόταν σκεφτικός.
-Έχετε χάσει ποτέ παιδί, πάτερ; τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε από συγκρατημένη οργή.
-Όχι, της είπε χωρίς να την κοιτά. Μα η μητέρα μου εκοιμήθη πριν από μερικές μέρες μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.
Η Λαμπρινή αισθάνθηκε άσχημα, ξεροκατάπιε.
-Συγγνώμη, είπε με απολογητικό ύφος. Δεν ήξερα.
Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και το πρόσωπό του θαρρείς φωτίστηκε από μια απόκοσμη λάμψη.
-Όταν πεθαίνει κάποιος, άρχισε να λέει, είναι φυσικό να είμαστε συντετριμμένοι, να παρατηρούμε με τρόμο το γεγονός, ότι η αμαρτία σκότωσε το πρόσωπο που αγαπάμε. Αρνούμαστε να δεχτούμε τον θάνατο ως την τελευταία λέξη, το τελευταίο γεγονός της ζωής. Κλαίμε πάνω στον κεκοιμημένο, επειδή αυτό δεν έπρεπε να συμβεί, το πρόσωπο αυτό σκοτώθηκε από το κακό. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να χαιρόμαστε επειδή μια νέα ζωή, απεριόριστη, ελεύθερη, άρχισε για εκείνον που χάθηκε. Και πάλι, μπορούμε να κλαίμε για τον εαυτό μας, για την απώλεια που νιώθουμε, τη μοναξιά μας, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να μάθουμε τι είχε ήδη προβλέψει και προείπε η Παλαιά Διαθήκη: «κραταιά ως θάνατος αγάπη». Αυτή είναι η αγάπη που δεν επιτρέπει να ξεθωριάσει η μνήμη του αγαπημένου, η αγάπη που μας κάνει να μη μιλούμε για τη σχέση μας με τον αγαπημένο στον αόριστο: «Τον αγαπούσα, ήμασταν τόσο κοντά», αλλά μας κάνει να σκεφτόμαστε στον ενεστώτα: «Τον αγαπώ, είμαστε τόσο κοντά».
-Στα αλήθεια σας παρηγορεί αυτό; Αυτή η οδύνη της απώλειας, του χωρισμού;
- Υπάρχει ο χωρισμός πάνω στη Γη και ο πόνος του χωρισμού, αλλά με τον θάνατο δεν υπάρχει χωρισμός από τον Θεό. Υπάρχει στον θάνατο και μια δύναμη της ζωής που μας αγγίζει. Αν η αγάπη μας είναι πιστή, αν έχουμε τη δύναμη να θυμόμαστε, όχι μόνο με το μυαλό αλλά και με την καρδιά μας αυτούς που έχουμε αγαπήσει πάνω στη Γη, τότε, σύμφωνα με τον Χριστό: «όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί εσταί και η καρδία υμών».
Τον κοίταξε μπερδεμένη, αναζητούσε απεγνωσμένα απαντήσεις.
-Αγαπώ, της είπε χαμογελώντας με στοργή, θα πει θυμάμαι, ό,τι δεν ξεχνώ. Όσο η θύμησή τους είναι ζωντανή μέσα μας, όταν καίει σαν το αγιοκέρι, ποτέ δεν πεθαίνουν.
Της έπιασε το χέρι και ένιωσε την υγρή και ζεστή παλάμη του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή, το σώμα της μυρμήγκιασε ολόκληρο. Της χαμογέλασε και αποχώρησε, αφήνοντάς την να κοιτά αποσβολωμένη το κενό.
Ηλίας Στεργίου