Ματωμένες Πύλες (Κεφάλαιο 20)

Κάτι δεν πάει καλά. Κάτι μου κρύβει. Για ποιο λόγο το κάνει αυτό; Χθες το βράδυ την ένιωσα τόσο όμορφα. Δεν το έκανε αυτό για να περάσει η ώρα της. Δεν ήταν κάτι χωρίς συναισθήματα. Την ένιωσα! Ήταν, μπορώ να πω, ευτυχισμένη. Τι την έπιασε; Τα οράματά μου μέσα στον ναό… Μήπως έδειχναν ότι η Εχεκράτεια θα με αφήσει και θα προχωρήσει χωρίς εμένα; Μήπως οι δύο γυναίκες, που μου είπαν να διαλέξω, εννοούσαν μια από τις δυο τους; Γιατί είπαν ότι είμαι αδύναμος; Γιατί είπαν ότι τα συναισθήματά μου με παρέσυραν πάλι;
Όταν φίλησα για πρώτη φορά την Εχεκράτεια πετάχτηκε μακριά μου σαν να συνέβη κάτι τραγικό. Ίσως πράγματι δεν πρέπει να είμαστε μαζί για κάποιον λόγο. Ίσως η δοκιμασία της το υπενθύμισε και εκείνης, για αυτό έφυγε. Τώρα πια όμως δεν είναι τόσο απλό. Πρώτη φορά με κοιτάζει κάποιος με τόση φλόγα στα μάτια. Είναι αυθόρμητη, ενεργητική, δυναμική, δυνατή και ταυτόχρονα ευαίσθητη και ευάλωτη. Δεν μπορώ να διαγράψω αυτά τα συναισθήματα από μέσα μου. Δεν μπορώ να την αφήσω να φύγει μακριά μου. Αυτό που αισθάνομαι είναι τόσο δυνατό που πονάει. Και εκείνη όμως νιώθει το ίδιο, το ξέρω. Για ποιον λόγο δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, λοιπόν; Δεν είναι γραφτό μας; Εγώ πάντως ξέρω είναι ότι τη μοίρα μας τη γράφουμε εμείς οι ίδιοι. Το ίδιο μου είπε και η Εχεκράτεια κάποτε. Γιατί λοιπόν δε γράφει και η ίδια τη μοίρα της; Τι τη σταματάει; Τι είναι αυτό που θέλει;
Χάνομαι μέσα στις σκέψεις μου για την Εχεκράτεια, τη Spero, τον δαίμονα και τα ιερά όπλα. Περνάει η ώρα τρομερά γρήγορα και ακούω βήματα δίπλα μου. Σηκώνω το κεφάλι μου και αντικρίζω την όψη της Εχεκράτειας. Είναι πιο σοβαρή από ποτέ. Δε με κοιτάζει ούτε δευτερόλεπτο, παρά μόνο παρακολουθεί τον ναό μπροστά της. Σε μερικά λεπτά ανεβαίνει τα σκαλιά και την ίδια στιγμή ανοίγει η μεγάλη πύλη. Η κοπέλα που βοηθάει την άγγελο στις δοκιμασίες μας κάνει νόημα να περάσουμε. Ανεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας. Μόλις μπαίνουμε μέσα, βλέπουμε τον Ηρακλή να περιμένει, με την πλάτη του γυρισμένη προς τα εμάς, όρθιος στη μέση της αίθουσας. Σταματάμε δίπλα του και φτιάχνουμε μια σειρά. Δεξιά μου ο Ηρακλής και αριστερά μου η Εχεκράτεια. Η άγγελος έρχεται αργά μπροστά μας, κρατώντας μια πλάκα στα χέρια της. Φαίνεται πολύ σκεπτική, σαν να ζυγίζει κάτι στο κεφάλι της πολύ προσεκτικά κάτι. Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάζει.

«Λυσίμαχε, συγχαρητήρια. Κέρδισες την εύνοια της τρίαινας του Ποσειδώνα» μου λέει και μου κάνει νόημα να πάω ένα βήμα μπροστά.

Όχι… Αυτό δεν είναι καλό… Δεν κέρδισα την αστραπή. Η τελευταία μας ευκαιρία είναι η Εχεκράτεια. Εάν κερδίσει τον κεραυνό ο Ηρακλής, τότε όλοι οι κόποι μας θα πάνε χαμένοι. Τι θα συμβεί μετά; Θεέ μου, κάνε να μην έγιναν όλα αυτά για το τίποτα… Η Άγγελος συνεχίζει να σκέφτεται κοιτώντας την πλάκα στα χέρια της και επεξεργάζεται μία την Εχεκράτεια και μια τον Ηρακλή. Πάει μπροστά από την κοκκινομάλλα και την εξετάζει για μια ακόμα φορά με το βλέμμα της. Τελικά την προσπερνάει και πάει μπροστά από τον Ηρακλή.

«Ηρακλή, συγχαρητήρια. Σε διάλεξαν δύο όπλα. Η ασπίδα της θεάς Αθηνάς και ο κεραυνός του Δία». Πολύ κακό αυτό. Πάρα πολύ κακό.

«Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα αυτή τη στιγμή» συνεχίζει και επιστρέφει πάλι στο κέντρο.

«Στην Εχεκράτεια ανταποκρίθηκαν και τα τρία όπλα». Τι; Τι εννοεί και τα τρία; Όλα τα όπλα θέλουν για να τα εξουσιάζει; Πώς γίνεται αυτό;

«Ο Λυσίμαχος είχε μόνο μια ανταπόκριση, συνεπώς ήταν εύκολο να του δώσω την τρίαινα. Ηρακλή, δεν μπορώ να σου δώσω έτσι απλά κάποιο ιερό όπλο» του λέει και κάνει μερικά ακόμα βήματα πίσω.

«Ο νικητής θα πάρει την αστραπή του Διός! Δεν υπάρχουν μυστικά ή κρυμμένα μηνύματα. Είναι μια καθαρή μάχη. Εάν επιθυμεί όμως κάποιος από τους δύο να μην παλέψει, νικητής θα θεωρηθεί ο αντίπαλός του» τους λέει και κοιτάζω και τους δύο.

Πώς γίνεται να παλέψει μια γυναίκα ενάντια σε έναν άντρα αναρωτιέμαι και αμέσως το ξανασκέφτομαι. Πώς μπορεί να παλέψει η Εχεκράτεια ενάντια στον Ηρακλή; Την είδα να παλεύει και είναι απίστευτη, αλλά ο τύπος έχει τρομερή αντοχή! Πρώτα από όλα, είναι τεράστιος! Εκείνη είναι σαν μυρμήγκι μπροστά του. Βαθιά μέσα μου εύχομαι να τη λυπηθεί και να τα παρατήσει, αλλά δεν πρόκειται να συμβεί αυτό. Κανείς δεν κάνει πίσω. Ούτε ο Ηρακλής, ούτε φυσικά η Εχεκράτεια. Η κοπέλα που μας συνοδεύει με ακουμπάει απαλά και μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω. Κάθομαι μπροστά από την τρίαινα και περιμένω να δω τη συνέχεια.

«Πολύ καλά. Οι κανόνες είναι απλοί: δεν υπάρχουν κανόνες. Ο πρώτος που θα βγει εκτός μάχης παίρνει το τρίτο όπλο» τους λέει και πλησιάζει ανάμεσά τους.

«Διαλέξτε όπλα!» βροντοφωνάζει στο κέντρο του ναού.

«Sai» λέει η Εχεκράτεια και ένα ζευγάρι από λεπτεπίλεπτα όπλα εμφανίζονται στους γοφούς της. Ταιριάζουν τέλεια πάνω της, αλλά δε νομίζω ότι μπορεί να κάνει πολλά πράγματα απέναντι στον Ηρακλή.

«Σπάθα» λέει ο Ηρακλής και ένα μεγάλο σπαθί εμφανίζεται με μία ζώνη στη μέση του.

«Κάτι τελευταίο. Μην πεθάνετε» τους λέει η άγγελος και απομακρύνεται.

Δε μου αρέσει καθόλου αυτό που πρόκειται να συμβεί. Δε συμφωνώ με αυτή την τακτική και πραγματικά φοβάμαι πολύ. Ξέρω για τι είναι ικανοί και οι δύο και αυτό είναι που με τρομάζει πραγματικά… Η Εχεκράτεια και ο Ηρακλής απομακρύνονται και παίρνουν θέσεις μάχης. Ο χώρος είναι ευτυχώς τεράστιος και ελπίζω να μην γκρεμίσουν όλο τον ναό.

Η μάχη ξεκινάει και η Εχεκράτεια πάει τρέχοντας κατά πάνω του. Ο Ηρακλής δεν είναι χαζός -ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει. Χτυπάει με δύναμη κάτω τη σπάθα του και ένα χρυσό τοίχος εμφανίζεται μπροστά του. Η Εχεκράτεια όμως με τόση φόρα δεν προλαβαίνει να σταματήσει. Έτσι επιταχύνει. Βάζει δύναμη στα πόδια της και με κάθε της βήμα φως βγαίνει, όταν το πέλμα της ακουμπάει το μάρμαρο. Απίστευτο! Ανεβαίνει το τοίχος τρέχοντας και με το μυτερό όπλο στα χέρια της καρφώνει το τοίχος και φτάνει στην κορυφή με τεράστια ταχύτητα. Ο Ηρακλής βγάζει το σπαθί του από το πάτωμα και το τοίχος εξαφανίζεται ρίχνοντας κάτω την Εχεκράτεια.

Καθώς πέφτει, προσπαθεί να του επιτεθεί με δύναμη, αλλά το σπαθί του τη σταματάει. Ο ήχος που βγαίνει μέσα από τα όπλα τους είναι εκκωφαντικός. Από τηο σημείο ένωσής τους φως ελευθερώνεται. Συνεχίζουν να επιτίθενται ο ένας στον άλλον και η Εχεκράτεια γλιστράει κάτω από τα πόδια του. Φαίνεται ότι τον γρατζούνισε στο μπούτι, αλλά δε νομίζω να κατάλαβε και τίποτα. Εκείνος εκνευρισμένος αρχίζει να της επιτίθεται. Αποφεύγει τα χτυπήματά του, το ένα μετά το άλλο, σαν σκιά. Είναι γρήγορη, αλλά εκείνος έχει τρομερό χτύπημα. Κάθε φορά που χρησιμοποιεί τα όπλα της, νιώθω το σώμα της να τρέμει από τους κραδασμούς της δύναμής του. Χτυπάει ξανά και ξανά και η κοκκινομάλλα κινείται σαν φτερό ανάμεσα στα κύματα των ανέμων. Ένας πολύ κακός ήχος ακούγεται και το δεξί όπλο της Εχεκράτειας σπάει. Γίνεται θρύψαλα! Αυτά τα όπλα πάνε μαζί. Δεν μπορεί να χειριστεί μόνο ένα. Το ρίχνει με δύναμη πάνω του αλλά εκείνος το αποκρούει με το τεράστιο σπαθί του.

Ο Ηρακλής ετοιμάζεται να της επιτεθεί, αλλά εκείνη βάζει τότε τα μεγάλα μέσα. Η Γη γύρω μας τραντάζεται και το μάρμαρο σπάει στη μέση. Ο Ηρακλής παραλίγο να χάσει την ισορροπία του, αλλά αποφασιστικά πηδάει πάνω από το κενό. Σηκώνει με ορμή το σπαθί του και πάει να τη χτυπήσει. Δεν πρέπει να συμβεί αυτό. Θα την κόψει στα δύο! Γιατί δεν κάνει κάποιος κάτι; Το σπαθί φτάνει κοντά της και βάζει τα χέρια της μπροστά καθώς πέφτει κάτω. Ένα δυνατό φως την περιβάλει και την προστατεύει. Είναι εγκλωβισμένη όμως. Τι θα κάνει; Κοιτάζω ανήσυχος την άγγελο δίπλα μου, αλλά εκείνη φαίνεται ατάραχη. Ο Ηρακλής πιέζει το όπλο του πάνω στην ασπίδα και ένα μεγάλο φως βγαίνει από την τριβή τους. Βάζει όλο και πιο πολλή δύναμη και η ασπίδα της Εχεκράτειας ραγίζει. Τη βλέπω μέσα από το φως να πονάει και να υποφέρει ολόκληρη. Πρέπει να βάζει πολλή δύναμη για να μπορέσει να καλυφθεί απέναντί του. Η μύτη της ματώνει και το χέρι της τρέμει καθώς προσπαθεί να κρατήσει σταθερή την ασπίδα. Φαίνεται έτοιμη να σπάσει. Η Εχεκράτεια θα χάσει.

«Κάνε κάτι! Θα τη σκοτώσει!» φωνάζω στη γυναίκα μπροστά μου. Η κίνησή του χεριού της με κάνει να σωπάσω και να καθίσω πίσω στη θέση μου. Δεν την πειράζει καθόλου; Δεν τη νοιάζει;

Το φως μας τυφλώνει όλους και δεν μπορώ να κοιτάζω πια. Ακούγεται η ασπίδα να σπάει και τρομαγμένος περιμένω να φύγει η λάμψη από τη μέση για να δω τι έγινε. Ελπίζω να είναι καλά… Το φως σιγά σιγά σβήνει και βλέπω την κοκκινομάλλα όρθια, να τρίβει πονεμένα το χέρι της. Στα πόδια της βρίσκεται ο Ηρακλής αναίσθητος. Δεν κουνιέται καθόλου. Τι συνέβη; Δε φαίνεται να έχει χτύπησε, ειδικά σε αντίθεση με την Εχεκράτεια που φαίνεται σπασμένη. Είναι απαίσιο που αναγκάζομαι να τη βλέπω πάλι σε αυτή την κατάσταση και αποστρέφω το βλέμμα μου από πάνω της. Η άγγελος χτυπάει παλαμάκια και πάει κοντά της χαμογελώντας. Ακουμπάει τον Ηρακλή και μετά την Εχεκράτεια. Τέλος σηκώνει το όπλο της Εχεκράτειας. Το επεξεργάζεται σοβαρή και μετά χαμογελάει ξανά.

«Δηλητήριο;» ρωτάει και τότε καταλαβαίνω τι συνέβη. Όταν η Εχεκράτεια γρατζούνισε τον Ηρακλή, το όπλο της είχε δηλητήριο. Μόλις έσπασε η ασπίδα, το δηλητήριο τον έκανε να καταρρεύσει.

«Υπνωτικό» τη διορθώνει η Εχεκράτεια με βαριά φωνή.

«Έλα, παιδί μου, να καθίσεις» της λέει και τη βάζει να κάτσει δίπλα μου, μπροστά από τον κεραυνό.

Ο Ηρακλής συνέρχεται σιγά σιγά και κοιτάζει με απορία γύρω του. Ούτε ο ίδιος κατάλαβε τι συνέβη. Κοιτάζει την Εχεκράτεια κάτω από την αστραπή και μετά κοιτάζει το πληγωμένο του μπούτι. Γελάει ηττημένος και σηκώνεται όρθιος. Πάει μπροστά από την κοκκινομάλλα και κάνει κάτι που δεν περίμενε κανείς μας. Γονατίζει στα πόδια της και της φιλάει το χέρι. Τους κοιτάζω άναυδος και μια μικρή έκρηξη ζήλιας βγαίνει από μέσα μου. Η Εχεκράτεια στην αρχή γουρλώνει τα μάτια της. αλλά στη συνέχεια του χαμογελάει γλυκά. Σκύβει το κεφάλι της τιμητικά στον Ηρακλή και εκείνος κάθεται κάτω από την ασπίδα.

«Συγχαρητήρια σε όλους! Αύριο θα γίνει η τελετή που θα σας ενώσει με τους υπόλοιπους άρχοντες των ουρανών. Είστε τρομεροί πολεμιστές και πιστεύω ότι θα γίνετε ακόμα μεγαλύτεροι αρχηγοί» μας λέει και σηκώνει τα χέρια της ψηλά προς το άγαλμα του Διός. Ο χώρος πίσω μας φωτίζεται και νιώθω ένα τεράστιο κύμα ενέργειας και ζωντάνιας να με κατακλύζει!

«Τα όπλα σας θα τα έχετε πάντα μαζί σας. Ανήκουν σε εσάς και εσείς σε εκείνα. Να τα ακούτε. Έχουν πολλά να σας πουν» μας λέει καθώς μας ακουμπάει έναν έναν στο μέτωπο και μας σταυρώνει.

Ο Ηρακλής σηκώνεται όρθιος και βγάζει από πάνω του τη θρυλική ασπίδα. Το φως της είναι πανέμορφο και φαίνεται ανίκητη! Το ίδιο κάνω και εγώ. Βάζω το χέρι μου στην πλάτη μου και πιάνω την τρίαινα. Την τραβάω και η ομορφιά της με θαμπώνει. Η Εχεκράτεια σηκώνεται όρθια και χωρίς να πει κάτι απομακρύνεται. Η άγγελος την ακουμπάει στον ώμο πριν φύγει.

«Καλή μου. Είσαι πολύ δυνατή. Ελπίζω να συνεχίσεις να ζεις με τέτοια δύναμη μέσα σου για πολλούς αιώνες. Το σπίτι σου σε περιμένει να ξεκουραστείς. Είναι αυτό με το έμβλημα του λωτού στην πόρτα» της λέει και η Εχεκράτεια της χαμογελάει γλυκά. Αλλά είναι ψεύτικο… Το χαμόγελό της είναι τελείως υποκριτικό. αλλά μόνο εγώ το βλέπω αυτό. Κέρδισε. Κατάφερε και κερδίσει αυτό που ψάχνουμε τόσους μήνες. Τα καταφέραμε! Γιατί όμως δεν είναι χαρούμενη;

«Το παιχνίδι τελείωσε, Μαξ. Η ιστορία μου έφτασε στο τέλος της…» ακούω την Εχεκράτεια να λέει μέσα στο μυαλό μου και φεύγει από τον ναό.

Τοποθετώ την τρίαινα πίσω στην πλάτη μου και βγαίνω από τον ναό τρέχοντας. Ανοίγω την πόρτα μπροστά μου και βλέπω εκατοντάδες άτομα να ζητωκραυγάζουν. Φωνάζουν τα ονόματά μας και χαίρονται που περάσαμε τις δοκιμασίες. Είναι όλοι εδώ. Ο Καλλικράτης, ο Άδμητος, ο άγγελος στον ναό του Απόλλωνα και η κοπέλα με τα σανδάλια. Όλοι ζητωκραυγάζουν και φωνάζουν για τους καινούριους άρχοντες. Με το βλέμμα μου ψάχνω να βρω την Εχεκράτεια, αλλά δεν μπορώ να την εντοπίσω πουθενά. Πώς γίνεται να χάθηκε; Κατεβαίνω τα σκαλιά και προσπαθώ να πάω προς το σπίτι μου. Όλοι με ακουμπάνε και με χτυπάνε στην πλάτη φιλικά. Χαμόγελα παντού. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου, ακούω μόνο συγχαρητήρια. Μερικοί μου ζητάνε να δουν το όπλο, αλλά δεν πρόκειται να κάνω κάποιου είδους επίδειξη. Τους αποφεύγω ευγενικά με χαμόγελο και μπαίνω στο σπίτι.

Και τώρα; Έχω την αστραπή, αλλά έχασα την Εχεκράτεια. Τώρα τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω;

Για μια ακόμα φορά τα ερωτήματά μου δε σταματούν…

Για μια ακόμα φορά είμαι χαμένος…

Παρασκευή Γκύζη