Η γαμήλια τελετή γινόταν σε μια μικρή λιμνούλα, μετά την μικρή κατηφόρα στα αριστερά του κάστρου. Εξέδρες μαρμάρινες δέσποζαν σε ένα ημικύκλιο γύρω της, αφήνοντας την λίμνη να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη όπως απλωνόταν στο σκοτάδι. Είχαν στηθεί ψηλοί δαυλοί καρφωμένοι στο δροσερό χορτάρι και πολλοί από τους Θραχάρ είχαν ήδη πιάσει μια θέση στις εξέδρες, μαζί με τις οικογένειές τους. Τα κορίτσια μου έλεγαν την αλήθεια. Ο κάθε άντρας είχε μια γυναίκα και ήταν χαρούμενοι. Πού ήταν οι κοπέλες με το χαμένο μυαλό; Πού ήταν οι νύφες που έκλαιγαν; Πλησιάσαμε την κεντρική εξέδρα και ο βασιλιάς Σιάρλ με οδήγησε στα χαμηλά σκαλοπάτια και μου έδειξε το κάθισμα δίπλα από το θρόνο του. «Παρακαλώ, πρώτα εσείς».
Ο Λαχάρ πίσω μας κάγχασε και έκατσε ακριβώς δίπλα μου, πέφτοντας με φόρα πάνω στο μαρμάρινο κάθισμα. Από την άλλη πλευρά έκατσε ο Κάιν με τους ιππότες του να στέκονται όρθιοι στο πίσω και ψηλότερο μέρος της εξέδρας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξεκουράζονταν ποτέ; Όταν μαζεύτηκε όλος ο λαός, ο βασιλιάς σηκώθηκε και ακούμπησε τα χέρια του στην κουπαστή.
«Λαέ των Θραχάρ, καλώς ορίσατε στην γαμήλια τελετή! Αυτό το χρόνο, δυστυχώς, μόνο τέσσερα κορίτσια ήρθαν σε εμάς, μα καταφέραμε να σώσουμε άλλα δέκα από το βίαιο μέλλον που τους επέβαλλαν. Σήμερα, τους δίνεται η απόλυτη ελευθερία να αποφασίσουν εκείνες τι πραγματικά θέλουν. Μα πριν προχωρήσουμε, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα πολύ χαρμόσυνο γεγονός. Η Σελίν, γυναίκα και κυρία του Ντέμαρκ, έφερε στον κόσμο ένα κορίτσι!».
Αμέσως όλοι άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους και να αφήνουν χαρούμενες φωνές στο χώρο. Ήταν το πρώτο κορίτσι που γεννήθηκε στον τόπο των Θραχάρ. Ο πρώτος λίθος για ένα διαφορετικό μέλλον, μια ευχή και ένα θαύμα. Αυτά ήταν τα λόγια του Σιάρλ, ο οποίος ζήτησε να δει το νεογέννητο. Ένας άντρας σε ώριμη ηλικία, έφερε στην εξέδρα μας το μωρό και το παρέδωσε στον βασιλιά ο οποίος φίλησε το μέτωπό του χαρούμενος και το άφησε να κουρνιάσει για λίγο στην αγκαλιά του. Φαινόταν συνηθισμένος σε αυτό. Του ήταν πολύ οικείες οι κινήσεις και η φροντίδα. Ο βασιλιάς φαινόταν γύρω στα τριάντα και αναρωτιόμουν αν είχε ποτέ του παιδιά ή αν είχε παντρευτεί. Μα αν ήταν παντρεμένος, τώρα δε θα καθόμουν σε αυτό το σημείο.
Ύστερα από αυτή τη διακοπή ο Βασιλιάς έδωσε το μωρό στον πανευτυχή πατέρα και διέταξε τον κόσμο να σωπάσει και να φέρουν τα δεκατέσσερα κορίτσια στη λίμνη. Ήμουν πολύ περίεργη να δω την τελετή. Να δω αν ήταν αλήθεια όλα αυτά που περνούσαν από στόμα σε στόμα και από ψίθυρο σε άλλα αυτιά.
Τα κορίτσια στοιχήθηκαν σε μια ευθεία και φαίνονταν όλες τρομαγμένες. Έτρεμαν και προσπαθήσουν να κρύψουν το τρέμουλο αυτό, πιέζοντας γερά τα χέρια του πάνω στο κορμί τους. Φορούσαν όλες τοπικές ενδυμασίες και κοιτούσαν γύρω τους φοβισμένες. Ο βασιλιάς σηκώθηκε ξανά.
«Μην φοβάστε, αγαπητές μου. Δεν ήρθατε ως εδώ για να πάθετε κακό, ούτε για να παντρευτείτε όπως όλες έχετε ακούσει. Σήμερα είναι η τελετή που σας παραδίδουμε στον εαυτό σας και σε κανέναν άλλο. Έχετε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να διαλέξετε ανάμεσα σε δυο πράγματα που θα σας προσφέρουν αυτά που ζητά η καρδιά σας. Ακούστε με γλυκές μου. Θα σας δώσω δυο επιλογές. Η μία, είναι να μείνετε εδώ, κοντά μας. Θα ενστερνιστείτε τα ήθη και τα έθιμά μας, θα δουλέψετε και θα έχετε μια ζωή όπως την επιθυμείτε. Η άλλη επιλογή, είναι να φύγετε. Θα σας προμηθεύσουμε με τα αναγκαία και μπορείτε να πάρετε το δρόμο είτε της επιστροφής είτε της ελευθερίας σε ένα άλλο βασίλειο. Σκεφτείτε καλά».
Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που γινόταν. Δεν τελούνταν κανένας γάμος μεταξύ των κοριτσιών και όλων των αντρών Θραχάρ. Δεν τις κρατούσαν εδώ με το ζόρι. Αντιθέτως τους έδιναν την επιλογή να μείνουν ή να φύγουν. Αποφάσιζαν εκείνες για τον εαυτό τους. Παντρεύονταν την ελευθερία τους.
Ο βασιλιάς Σιάρλ έκανε νόημα σε δυο γυναίκες του που στέκονταν στην αριστερή μας πλευρά, κοντά στα κορίτσια. Εκείνες, πλησίασαν τα κορίτσια και ένα ένα ανακοίνωνε την απόφασή του. Όλα θα έμεναν εδώ. Ο βασιλιάς χαμογέλασε και άφησε τις γυναίκες να οδηγήσουν τις νεαρές, μέσα στη λίμνη. Μικρές τσιρίδες, βγήκαν από τα στόματά τους, όταν ήρθαν σε επαφή με το κρύο νερό. Οι γυναίκες έφυγαν από κοντά τους και αντικαταστάθηκαν από τα κορίτσια που πριν λίγο περιποιούνταν εμένα. Έδωσαν από ένα φαναράκι στις νύφες και ύστερα έπιασαν από μια λεπτή γυάλινη φιάλη η κάθε μία, γεμάτη αστραφτερό νερό, νερό που έλαμπε.
«Νερό και λάδι ανακατεμένο με τριμμένη ηλιόπετρα» μου ψιθύρισε ο βασιλιάς, πλησιάζοντας πολύ κοντά στο αυτί μου. Γύρισα στο πλάι, ακολουθώντας με τα μάτια μου τη γραμμή του πιγουνιού του, φτάνοντας στα χρυσαφένια μάτια του «Η αγνότητα του ήλιου καθαρίζει τις νύφες και τις παντρεύει με τις αποφάσεις που πρώτη φορά πήραν μόνες τους».
Κάποιος σκούντηξε το χέρι μου, που είχα στηρίξει πάνω στο μπράτσο του καθίσματος. Γύρισα προς τον Λαχάρ. Με κοιτούσε χαμογελαστός, μα το χαμόγελο δεν έφτανε ως τα μάτια του. Έπειτα γύρισε προς τον βασιλιά Σιάρλ και του χάρισε ένα από τα πιο ψεύτικα και ειρωνικά του χαμόγελα.
«Ω, με συγχωρείτε! Δεν ήθελα να διακόψω».
Δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Τον πείραζε κάτι; Ο βασιλιάς γέλασε και ταίριαξε τον τόνο της φωνής του με εκείνο του πρίγκιπα της Ινάλ.
«Δεν διακόψατε τίποτα που να μην μπορεί να συνεχιστεί αργότερα»
Ανασήκωσα τα φρύδια μου και επέστρεψα στις νύφες. Άφηναν τα φαναράκια τους να πλεύσουν στο σκούρο νερό της λίμνης και πολλά χειροκροτήματα συνόδευσαν την πράξη τους, ενώ σήμαναν παράλληλα την λήξη της τελετής. Δέχονταν το νέο τους παρόν και άφηναν το παρελθόν πίσω.
Η αίθουσα του θρόνου είχε στολιστεί καταλλήλως και ετοιμαστεί με τα μακριά και πλατιά τραπέζια που σχημάτιζαν ένα τετράγωνο. Φωνές, πλούσια φαγητά, γέλια, τραγούδια, άφθονο κρασί και ζύθος δεν σε άφηναν στιγμή να ηρεμήσεις. Οι νύφες ήταν πιο χαρούμενες από ποτέ, αλλά μπορεί να έφταιγε και το κρασί που κατέβαζαν σα νερό. Ο Κάιν συνομιλούσε με τον βασιλιά Σιάρλ. Δεν άφηνε στιγμή ανεκμετάλλευτη. Ο Λαχάρ δίπλα μου μιλούσε, ή καλύτερα φλέρταρε, ένα από τα κορίτσια που με βοήθησαν να ετοιμαστώ πριν, την Ρίνα. Έτσι νομίζω πως λεγόταν. Χαμογέλασα και πήρα το μαχαίρι στο δεξί μου χέρι, ενώ στο αριστερό κρατούσα το πιρούνι, προσπαθώντας να κόψω ένα κομμάτι κρέας για να το δώσω στον Χάρου που στεκόταν στην κουπαστή της κλίμακας πίσω μας. Έβαλα λίγη περισσότερη δύναμη και ο αγκώνας μου έφυγε και χτύπησε το μισό χέρι και το στήθος του ηλίθιου πρίγκιπα. Εκείνος τινάχτηκε και άφησε μια σιγανή κραυγή πόνου.
«Ω, με συγχωρείς, δεν υπολόγισα τη δύναμή μου» στράφηκα προς το μέρος του με αθώο βλέμμα.
Ο Λαχάρ έτριψε το στήθος και το χέρι του εναλλάξ, ενώ με κοιτούσε σοβαρός. Εύκολα διέκρινα την παιχνιδιάρικη λάμψη στα καθαρά γαλανά του μάτια. Του έδωσα ένα κομμάτι κρέας.
«Κράτα» τον διέταξα.
Ανασήκωσε το ένα του φρύδι και σφύριξα στον Χάρου. Το γεράκι με άκουσε και βούτηξε προς τα εμάς. Η Ρίνα έσκυψε και ο Λαχάρ δεν τολμούσε να κουνηθεί. Ο Χάρου προσγειώθηκε πρώτα στον ώμο του πρίγκιπα και ύστερα πέταξε στον καρπό του και γαντζώθηκε με προσοχή. Έγειρε το κεφαλάκι του στο πλάι και περίμενε.
«Άντε, λοιπόν!» προέτρεψα τον Λαχάρ. Εκείνος με δισταγμό στην αρχή έφερε το κομμάτι κρέας στο γεράκι και το άφησε όταν ο Χάρου άρχισε να το τσιμπά και να το τρώει με ευχαρίστηση. Μετά από αυτό ο πρίγκιπας του έδωσε και άλλο λίγο και το γεράκι τον άφησε να χαϊδέψει τα φτερά του. Όταν πλησίασε το κεφάλι του, ο Χάρου πέταξε μακριά του.
«Στο κεφάλι, ίσως δε σε αφήσει ποτέ να τον ακουμπήσεις» του είπα πίνοντας λίγο από το κρασί μου.
«Αλιάνα, τι ακριβώς κάνεις;» ο Λαχάρ γύρισε το σώμα του προς τα εμένα, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω.
«Τι εννοείς;» ανταπάντησα αφήνοντας το κύπελλο μου στο τραπέζι «Εδώ και λίγο καιρό ήθελες να πλησιάσεις τον Χάρου. Σου έδωσα αυτή την ευκαιρία, λοιπόν».
«Θέλω να μιλήσουμε για αυτό που έγινε στη γιορτή των Ασράι».
Ξεροκατάπια και έφερα στο μυαλό μου τις αναμνήσεις από εκείνο το βράδυ. Ο Λαχάρ μου είχε πει πως αισθάνεται, μα τον είχα απομακρύνει, λέγοντας πως δεν ένιωθα το ίδιο με εκείνον. Με είχε πιάσει εντελώς απροετοίμαστη και αναζητούσε απαντήσεις σε κάτι που ήταν καινούριο για εμένα. Πρωτόγνωρο και τρομακτικό. Με έκανε να νιώθω ευαίσθητη και αδύναμη.
«Γιατί τώρα; Γιατί να το συζητήσουμε;».
Τον κοιτούσα κατάματα, περιμένοντας την απάντησή του. Με άγχωνε η προσμονή και το γιατί του. Αν μπορούσε το βλέμμα του να κάψει τα πάντα, τώρα θα είχα γίνει στάχτη. Είχε αλλάξει. Ήταν πολύ πιο σοβαρός και κάθε τι αστείο το είχε αφήσει πίσω του, σε ένα άλλο προσωπείο.
Πλησίασε κοντά μου και στήριξε τους αγκώνες του πάνω στα γόνατά του. Σήκωσε το κεφάλι του ώστε να ταιριάζει τα βλέμματά μας και πήρα μια κοφτή ανάσα από την εισβολή του στον προσωπικό μου χώρο. Ήταν σα να έκλεβε τον αέρα μου και λίγους χτύπους από την καρδιά μου. Αγχωνόμουν, αλλά με τρέλαινε ταυτόχρονα. Ίσως έφταιγαν τα μάτια του που μέσα τους μπορούσες να πνιγείς ή τα παράξενα μαλλιά του που ήθελα να αφήσω τα δάχτυλά μου να χαθούν μέσα τους. Ίσως ευθυνόταν ο τρόπος που με περικύκλωνε η παρουσία του. Όχι ασφυκτικά μα ούτε και εντελώς ελεύθερα. Ίσως έφταιγαν όλα που με έκαιγαν σιγά και αργά από μέσα. Και δεν έκανα καμία προσπάθεια να τα απομακρύνω ή να τα σβήσω. Δεν ήξερα πως να ενεργήσω γύρω του. Δυο χέρια ακούμπησαν τους ώμους μας και είδαμε τον Κάιν να μας κοιτά εξεταστικά.
«Αποχωρούμε. Ο βασιλιάς Σιάρλ θέλει να μάθει τον δεύτερο σκοπό της επίσκεψής μας. Όσο για τη συμμαχία, είναι σύμφωνος και θα την υπογράψει άμεσα. Σηκωθείτε και ακολουθήστε μας».
Ο Λαχάρ πέταξε το χέρι του πέρα και σηκώθηκε εκνευρισμένος από την καρέκλα του. Σηκώθηκα και εγώ με τη σειρά μου, προλαβαίνοντας να πιώ και την τελευταία γουλιά από το κρασί μου. Έγλειψα τα χείλη μου και ακολούθησα τους υπόλοιπους, ανεβαίνοντας την δεξιά κλίμακα.
Τα γοργά βήματά μας αντηχούσαν στους τοίχους, αφήνοντας μια μελωδικότητα να πλανιέται στα αυτιά μας. Η αριστερή πλευρά ήταν καλυμμένη με διάφορα πορτρέτα παλαιών βασιλέων, που παρατηρούσαν κάθε μας κίνηση, ενώ στη δεξιά, ανοίγονταν χαμηλά παράθυρα στολισμένα στην κάτω δεξιά γωνία τους με το έμβλημα των Θραχάρ.
Μια πόρτα άνοιξε μπροστά μας και μπήκαμε ένας-ένας στο δωμάτιο, ενώ ο ακόλουθος του βασιλιά έμεινε εκτός και έκλεισε την πόρτα πίσω μας. Το δωμάτιο ήταν πλούσια διακοσμημένο με όμορφες σταχτιές κουρτίνες που κάλυπταν ένα μέρος των δυο μεγάλων λευκών παραθύρων που δέσποζαν στον τοίχο ευθεία μπροστά μας, ενώ οι λευκοί απαλοί και λείοι τοίχοι, στολίζονταν με κρεμαστά εμβλήματα στους τοίχους και το πορτρέτο του αρχαίου προγόνου και μεγάλου αρχηγού των Θραχάρ. Από την οροφή κρεμόταν ένας μικρός πολυέλαιος που έστελνε αρκετό φως μέσα στο δωμάτιο. Το χώρο του πατώματος έπιανε ένα επίσης γκρίζο χαλί, μα λίγο πιο σκούρο από τις κουρτίνες, ενώ πάνω του πατούσε ένα βαρύ γραφείο, με πόδια που κατέληγαν σε ανάσκελα πεσμένους λέοντες. Στηρίχθηκε σε αυτό ο βασιλιάς Σιάρλ και σταύρωσε τα πόδια του μπροστά του. Μας ζύγισε όλους με το χρυσαφί βλέμμα του και ύστερα έδωσε ώθηση στον εαυτό του να σηκωθεί όρθιος.
«Λοιπόν, πρίγκιπα Κάιν. Τι σχέση έχει η Αλιάνα με όλα αυτά;» ρώτησε και στράφηκε σε εμένα περίεργος.
Ο Κάιν ένευσε και πήρα το λόγο:
«Καλύτερα να σας δείξουμε» πρότεινα ξεφυσώντας «Κάλιντα, σειρά σου» ψιθύρισα στον εαυτό μου και πήρα ως απάντηση ένα χαμηλό γελάκι. Τράβηξα την καλύπτρα από το μάτι μου προσεκτικά και την κράτησα μπροστά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα την Κάλιντα ελεύθερη.
«Α...» επιτέλους είπε και έγειρε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, προσπαθώντας να ξεπιαστεί. Ύστερα κοίταξε το φόρεμα που φορούσε «Αρκετά αποκαλυπτικό για σένα Αλιάνα».
Έπειτα κοίταξε τον βασιλιά Θραχάρ με τα δυο διαφορετικά της μάτια. Υποκλίθηκε ψεύτικα.
«Βασιλιά των Θραχάρ».
Ο Σιάρλ προσπάθησε να συγκρατήσει την έκπληξή του μα δεν τα κατάφερε. Πλησίασε διστακτικά την γυναίκα και σε κάθε του βήμα σταματούσε για να σιγουρευτεί πως έβλεπε αυτό που νόμιζε. Αφού πλησίασε αρκετά χαμογέλασε. Της Κάλιντα δεν της άρεσε. Είχε μια περίεργη αύρα που προτιμούσε να κρατήσει για τον εαυτό του. Αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω όταν άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος της. Δεν πρόλαβε να αποφύγει τα δάχτυλά του που ακούμπησαν τα πλαϊνά του κεφαλιού της και την έκαναν να γουρλώσει τα μάτια της.
Μια θέρμη την διαπέρασε, μια ζεστασιά που την έκανε να αισθάνεται διαφορετικά. Την ωθούσε προς τα μέσα, την έσπρωχνε να βρει τη φωτιά και να καεί. Άφησε μια βεβιασμένη ανάσα και χάθηκε.
Ο βασιλιάς Σιάρλ με έπιασε λίγο πριν σωριαστώ στο πάτωμα. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει και ένιωθα περίεργα. Τι είχε γίνει μόλις τώρα; Πετάρισα τα βλέφαρά μου. Έβλεπα και με τα δυο μου μάτια, μα είχε επιστρέψει στον εαυτό μου. Ήμουν εγώ και όχι η Κάλιντα. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και κοίταξα τον βασιλιά που χαμογελούσε.
«Τι έκανες;» ρώτησα.
Εκείνος έσφιξε το χέρι του πάνω στη γυμνή μου πλάτη, βοηθώντας με να σταθώ μα δεν το απομάκρυνε μετά από αυτό.
«Σε βοήθησα να την ελέγξεις».
Απομακρύνθηκα από κοντά του και προσπάθησα να βρω τον Λαχάρ. Τον εντόπισα λίγο πιο δίπλα και πήγα προς τα εκεί, μένοντας ελάχιστα βήματα μακριά του. Ένιωθα πιο ασφαλής.
«Να ελέγξει την Κάλιντα;» αναρωτήθηκε ο Λαχάρ, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος του «Και πώς ακριβώς το κάνεις αυτό;».
Ο βασιλιάς κοίταξε φευγαλέα το πάτωμα και ύστερα γύρισε σε εμάς. Έπλεξε τα χέρια του μπροστά από το σώμα του και τα χρυσά του μάτια έλαμψαν στο φως του πολυέλαιου.
«Δεν ξέρετε και πολλά για τους Θραχάρ, έτσι;».
Ο Λαχάρ πίσω μας κάγχασε και έκατσε ακριβώς δίπλα μου, πέφτοντας με φόρα πάνω στο μαρμάρινο κάθισμα. Από την άλλη πλευρά έκατσε ο Κάιν με τους ιππότες του να στέκονται όρθιοι στο πίσω και ψηλότερο μέρος της εξέδρας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξεκουράζονταν ποτέ; Όταν μαζεύτηκε όλος ο λαός, ο βασιλιάς σηκώθηκε και ακούμπησε τα χέρια του στην κουπαστή.
«Λαέ των Θραχάρ, καλώς ορίσατε στην γαμήλια τελετή! Αυτό το χρόνο, δυστυχώς, μόνο τέσσερα κορίτσια ήρθαν σε εμάς, μα καταφέραμε να σώσουμε άλλα δέκα από το βίαιο μέλλον που τους επέβαλλαν. Σήμερα, τους δίνεται η απόλυτη ελευθερία να αποφασίσουν εκείνες τι πραγματικά θέλουν. Μα πριν προχωρήσουμε, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα πολύ χαρμόσυνο γεγονός. Η Σελίν, γυναίκα και κυρία του Ντέμαρκ, έφερε στον κόσμο ένα κορίτσι!».
Αμέσως όλοι άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους και να αφήνουν χαρούμενες φωνές στο χώρο. Ήταν το πρώτο κορίτσι που γεννήθηκε στον τόπο των Θραχάρ. Ο πρώτος λίθος για ένα διαφορετικό μέλλον, μια ευχή και ένα θαύμα. Αυτά ήταν τα λόγια του Σιάρλ, ο οποίος ζήτησε να δει το νεογέννητο. Ένας άντρας σε ώριμη ηλικία, έφερε στην εξέδρα μας το μωρό και το παρέδωσε στον βασιλιά ο οποίος φίλησε το μέτωπό του χαρούμενος και το άφησε να κουρνιάσει για λίγο στην αγκαλιά του. Φαινόταν συνηθισμένος σε αυτό. Του ήταν πολύ οικείες οι κινήσεις και η φροντίδα. Ο βασιλιάς φαινόταν γύρω στα τριάντα και αναρωτιόμουν αν είχε ποτέ του παιδιά ή αν είχε παντρευτεί. Μα αν ήταν παντρεμένος, τώρα δε θα καθόμουν σε αυτό το σημείο.
Ύστερα από αυτή τη διακοπή ο Βασιλιάς έδωσε το μωρό στον πανευτυχή πατέρα και διέταξε τον κόσμο να σωπάσει και να φέρουν τα δεκατέσσερα κορίτσια στη λίμνη. Ήμουν πολύ περίεργη να δω την τελετή. Να δω αν ήταν αλήθεια όλα αυτά που περνούσαν από στόμα σε στόμα και από ψίθυρο σε άλλα αυτιά.
Τα κορίτσια στοιχήθηκαν σε μια ευθεία και φαίνονταν όλες τρομαγμένες. Έτρεμαν και προσπαθήσουν να κρύψουν το τρέμουλο αυτό, πιέζοντας γερά τα χέρια του πάνω στο κορμί τους. Φορούσαν όλες τοπικές ενδυμασίες και κοιτούσαν γύρω τους φοβισμένες. Ο βασιλιάς σηκώθηκε ξανά.
«Μην φοβάστε, αγαπητές μου. Δεν ήρθατε ως εδώ για να πάθετε κακό, ούτε για να παντρευτείτε όπως όλες έχετε ακούσει. Σήμερα είναι η τελετή που σας παραδίδουμε στον εαυτό σας και σε κανέναν άλλο. Έχετε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να διαλέξετε ανάμεσα σε δυο πράγματα που θα σας προσφέρουν αυτά που ζητά η καρδιά σας. Ακούστε με γλυκές μου. Θα σας δώσω δυο επιλογές. Η μία, είναι να μείνετε εδώ, κοντά μας. Θα ενστερνιστείτε τα ήθη και τα έθιμά μας, θα δουλέψετε και θα έχετε μια ζωή όπως την επιθυμείτε. Η άλλη επιλογή, είναι να φύγετε. Θα σας προμηθεύσουμε με τα αναγκαία και μπορείτε να πάρετε το δρόμο είτε της επιστροφής είτε της ελευθερίας σε ένα άλλο βασίλειο. Σκεφτείτε καλά».
Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που γινόταν. Δεν τελούνταν κανένας γάμος μεταξύ των κοριτσιών και όλων των αντρών Θραχάρ. Δεν τις κρατούσαν εδώ με το ζόρι. Αντιθέτως τους έδιναν την επιλογή να μείνουν ή να φύγουν. Αποφάσιζαν εκείνες για τον εαυτό τους. Παντρεύονταν την ελευθερία τους.
Ο βασιλιάς Σιάρλ έκανε νόημα σε δυο γυναίκες του που στέκονταν στην αριστερή μας πλευρά, κοντά στα κορίτσια. Εκείνες, πλησίασαν τα κορίτσια και ένα ένα ανακοίνωνε την απόφασή του. Όλα θα έμεναν εδώ. Ο βασιλιάς χαμογέλασε και άφησε τις γυναίκες να οδηγήσουν τις νεαρές, μέσα στη λίμνη. Μικρές τσιρίδες, βγήκαν από τα στόματά τους, όταν ήρθαν σε επαφή με το κρύο νερό. Οι γυναίκες έφυγαν από κοντά τους και αντικαταστάθηκαν από τα κορίτσια που πριν λίγο περιποιούνταν εμένα. Έδωσαν από ένα φαναράκι στις νύφες και ύστερα έπιασαν από μια λεπτή γυάλινη φιάλη η κάθε μία, γεμάτη αστραφτερό νερό, νερό που έλαμπε.
«Νερό και λάδι ανακατεμένο με τριμμένη ηλιόπετρα» μου ψιθύρισε ο βασιλιάς, πλησιάζοντας πολύ κοντά στο αυτί μου. Γύρισα στο πλάι, ακολουθώντας με τα μάτια μου τη γραμμή του πιγουνιού του, φτάνοντας στα χρυσαφένια μάτια του «Η αγνότητα του ήλιου καθαρίζει τις νύφες και τις παντρεύει με τις αποφάσεις που πρώτη φορά πήραν μόνες τους».
Κάποιος σκούντηξε το χέρι μου, που είχα στηρίξει πάνω στο μπράτσο του καθίσματος. Γύρισα προς τον Λαχάρ. Με κοιτούσε χαμογελαστός, μα το χαμόγελο δεν έφτανε ως τα μάτια του. Έπειτα γύρισε προς τον βασιλιά Σιάρλ και του χάρισε ένα από τα πιο ψεύτικα και ειρωνικά του χαμόγελα.
«Ω, με συγχωρείτε! Δεν ήθελα να διακόψω».
Δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Τον πείραζε κάτι; Ο βασιλιάς γέλασε και ταίριαξε τον τόνο της φωνής του με εκείνο του πρίγκιπα της Ινάλ.
«Δεν διακόψατε τίποτα που να μην μπορεί να συνεχιστεί αργότερα»
Ανασήκωσα τα φρύδια μου και επέστρεψα στις νύφες. Άφηναν τα φαναράκια τους να πλεύσουν στο σκούρο νερό της λίμνης και πολλά χειροκροτήματα συνόδευσαν την πράξη τους, ενώ σήμαναν παράλληλα την λήξη της τελετής. Δέχονταν το νέο τους παρόν και άφηναν το παρελθόν πίσω.
Η αίθουσα του θρόνου είχε στολιστεί καταλλήλως και ετοιμαστεί με τα μακριά και πλατιά τραπέζια που σχημάτιζαν ένα τετράγωνο. Φωνές, πλούσια φαγητά, γέλια, τραγούδια, άφθονο κρασί και ζύθος δεν σε άφηναν στιγμή να ηρεμήσεις. Οι νύφες ήταν πιο χαρούμενες από ποτέ, αλλά μπορεί να έφταιγε και το κρασί που κατέβαζαν σα νερό. Ο Κάιν συνομιλούσε με τον βασιλιά Σιάρλ. Δεν άφηνε στιγμή ανεκμετάλλευτη. Ο Λαχάρ δίπλα μου μιλούσε, ή καλύτερα φλέρταρε, ένα από τα κορίτσια που με βοήθησαν να ετοιμαστώ πριν, την Ρίνα. Έτσι νομίζω πως λεγόταν. Χαμογέλασα και πήρα το μαχαίρι στο δεξί μου χέρι, ενώ στο αριστερό κρατούσα το πιρούνι, προσπαθώντας να κόψω ένα κομμάτι κρέας για να το δώσω στον Χάρου που στεκόταν στην κουπαστή της κλίμακας πίσω μας. Έβαλα λίγη περισσότερη δύναμη και ο αγκώνας μου έφυγε και χτύπησε το μισό χέρι και το στήθος του ηλίθιου πρίγκιπα. Εκείνος τινάχτηκε και άφησε μια σιγανή κραυγή πόνου.
«Ω, με συγχωρείς, δεν υπολόγισα τη δύναμή μου» στράφηκα προς το μέρος του με αθώο βλέμμα.
Ο Λαχάρ έτριψε το στήθος και το χέρι του εναλλάξ, ενώ με κοιτούσε σοβαρός. Εύκολα διέκρινα την παιχνιδιάρικη λάμψη στα καθαρά γαλανά του μάτια. Του έδωσα ένα κομμάτι κρέας.
«Κράτα» τον διέταξα.
Ανασήκωσε το ένα του φρύδι και σφύριξα στον Χάρου. Το γεράκι με άκουσε και βούτηξε προς τα εμάς. Η Ρίνα έσκυψε και ο Λαχάρ δεν τολμούσε να κουνηθεί. Ο Χάρου προσγειώθηκε πρώτα στον ώμο του πρίγκιπα και ύστερα πέταξε στον καρπό του και γαντζώθηκε με προσοχή. Έγειρε το κεφαλάκι του στο πλάι και περίμενε.
«Άντε, λοιπόν!» προέτρεψα τον Λαχάρ. Εκείνος με δισταγμό στην αρχή έφερε το κομμάτι κρέας στο γεράκι και το άφησε όταν ο Χάρου άρχισε να το τσιμπά και να το τρώει με ευχαρίστηση. Μετά από αυτό ο πρίγκιπας του έδωσε και άλλο λίγο και το γεράκι τον άφησε να χαϊδέψει τα φτερά του. Όταν πλησίασε το κεφάλι του, ο Χάρου πέταξε μακριά του.
«Στο κεφάλι, ίσως δε σε αφήσει ποτέ να τον ακουμπήσεις» του είπα πίνοντας λίγο από το κρασί μου.
«Αλιάνα, τι ακριβώς κάνεις;» ο Λαχάρ γύρισε το σώμα του προς τα εμένα, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω.
«Τι εννοείς;» ανταπάντησα αφήνοντας το κύπελλο μου στο τραπέζι «Εδώ και λίγο καιρό ήθελες να πλησιάσεις τον Χάρου. Σου έδωσα αυτή την ευκαιρία, λοιπόν».
«Θέλω να μιλήσουμε για αυτό που έγινε στη γιορτή των Ασράι».
Ξεροκατάπια και έφερα στο μυαλό μου τις αναμνήσεις από εκείνο το βράδυ. Ο Λαχάρ μου είχε πει πως αισθάνεται, μα τον είχα απομακρύνει, λέγοντας πως δεν ένιωθα το ίδιο με εκείνον. Με είχε πιάσει εντελώς απροετοίμαστη και αναζητούσε απαντήσεις σε κάτι που ήταν καινούριο για εμένα. Πρωτόγνωρο και τρομακτικό. Με έκανε να νιώθω ευαίσθητη και αδύναμη.
«Γιατί τώρα; Γιατί να το συζητήσουμε;».
Τον κοιτούσα κατάματα, περιμένοντας την απάντησή του. Με άγχωνε η προσμονή και το γιατί του. Αν μπορούσε το βλέμμα του να κάψει τα πάντα, τώρα θα είχα γίνει στάχτη. Είχε αλλάξει. Ήταν πολύ πιο σοβαρός και κάθε τι αστείο το είχε αφήσει πίσω του, σε ένα άλλο προσωπείο.
Πλησίασε κοντά μου και στήριξε τους αγκώνες του πάνω στα γόνατά του. Σήκωσε το κεφάλι του ώστε να ταιριάζει τα βλέμματά μας και πήρα μια κοφτή ανάσα από την εισβολή του στον προσωπικό μου χώρο. Ήταν σα να έκλεβε τον αέρα μου και λίγους χτύπους από την καρδιά μου. Αγχωνόμουν, αλλά με τρέλαινε ταυτόχρονα. Ίσως έφταιγαν τα μάτια του που μέσα τους μπορούσες να πνιγείς ή τα παράξενα μαλλιά του που ήθελα να αφήσω τα δάχτυλά μου να χαθούν μέσα τους. Ίσως ευθυνόταν ο τρόπος που με περικύκλωνε η παρουσία του. Όχι ασφυκτικά μα ούτε και εντελώς ελεύθερα. Ίσως έφταιγαν όλα που με έκαιγαν σιγά και αργά από μέσα. Και δεν έκανα καμία προσπάθεια να τα απομακρύνω ή να τα σβήσω. Δεν ήξερα πως να ενεργήσω γύρω του. Δυο χέρια ακούμπησαν τους ώμους μας και είδαμε τον Κάιν να μας κοιτά εξεταστικά.
«Αποχωρούμε. Ο βασιλιάς Σιάρλ θέλει να μάθει τον δεύτερο σκοπό της επίσκεψής μας. Όσο για τη συμμαχία, είναι σύμφωνος και θα την υπογράψει άμεσα. Σηκωθείτε και ακολουθήστε μας».
Ο Λαχάρ πέταξε το χέρι του πέρα και σηκώθηκε εκνευρισμένος από την καρέκλα του. Σηκώθηκα και εγώ με τη σειρά μου, προλαβαίνοντας να πιώ και την τελευταία γουλιά από το κρασί μου. Έγλειψα τα χείλη μου και ακολούθησα τους υπόλοιπους, ανεβαίνοντας την δεξιά κλίμακα.
Τα γοργά βήματά μας αντηχούσαν στους τοίχους, αφήνοντας μια μελωδικότητα να πλανιέται στα αυτιά μας. Η αριστερή πλευρά ήταν καλυμμένη με διάφορα πορτρέτα παλαιών βασιλέων, που παρατηρούσαν κάθε μας κίνηση, ενώ στη δεξιά, ανοίγονταν χαμηλά παράθυρα στολισμένα στην κάτω δεξιά γωνία τους με το έμβλημα των Θραχάρ.
Μια πόρτα άνοιξε μπροστά μας και μπήκαμε ένας-ένας στο δωμάτιο, ενώ ο ακόλουθος του βασιλιά έμεινε εκτός και έκλεισε την πόρτα πίσω μας. Το δωμάτιο ήταν πλούσια διακοσμημένο με όμορφες σταχτιές κουρτίνες που κάλυπταν ένα μέρος των δυο μεγάλων λευκών παραθύρων που δέσποζαν στον τοίχο ευθεία μπροστά μας, ενώ οι λευκοί απαλοί και λείοι τοίχοι, στολίζονταν με κρεμαστά εμβλήματα στους τοίχους και το πορτρέτο του αρχαίου προγόνου και μεγάλου αρχηγού των Θραχάρ. Από την οροφή κρεμόταν ένας μικρός πολυέλαιος που έστελνε αρκετό φως μέσα στο δωμάτιο. Το χώρο του πατώματος έπιανε ένα επίσης γκρίζο χαλί, μα λίγο πιο σκούρο από τις κουρτίνες, ενώ πάνω του πατούσε ένα βαρύ γραφείο, με πόδια που κατέληγαν σε ανάσκελα πεσμένους λέοντες. Στηρίχθηκε σε αυτό ο βασιλιάς Σιάρλ και σταύρωσε τα πόδια του μπροστά του. Μας ζύγισε όλους με το χρυσαφί βλέμμα του και ύστερα έδωσε ώθηση στον εαυτό του να σηκωθεί όρθιος.
«Λοιπόν, πρίγκιπα Κάιν. Τι σχέση έχει η Αλιάνα με όλα αυτά;» ρώτησε και στράφηκε σε εμένα περίεργος.
Ο Κάιν ένευσε και πήρα το λόγο:
«Καλύτερα να σας δείξουμε» πρότεινα ξεφυσώντας «Κάλιντα, σειρά σου» ψιθύρισα στον εαυτό μου και πήρα ως απάντηση ένα χαμηλό γελάκι. Τράβηξα την καλύπτρα από το μάτι μου προσεκτικά και την κράτησα μπροστά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα την Κάλιντα ελεύθερη.
«Α...» επιτέλους είπε και έγειρε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, προσπαθώντας να ξεπιαστεί. Ύστερα κοίταξε το φόρεμα που φορούσε «Αρκετά αποκαλυπτικό για σένα Αλιάνα».
Έπειτα κοίταξε τον βασιλιά Θραχάρ με τα δυο διαφορετικά της μάτια. Υποκλίθηκε ψεύτικα.
«Βασιλιά των Θραχάρ».
Ο Σιάρλ προσπάθησε να συγκρατήσει την έκπληξή του μα δεν τα κατάφερε. Πλησίασε διστακτικά την γυναίκα και σε κάθε του βήμα σταματούσε για να σιγουρευτεί πως έβλεπε αυτό που νόμιζε. Αφού πλησίασε αρκετά χαμογέλασε. Της Κάλιντα δεν της άρεσε. Είχε μια περίεργη αύρα που προτιμούσε να κρατήσει για τον εαυτό του. Αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω όταν άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος της. Δεν πρόλαβε να αποφύγει τα δάχτυλά του που ακούμπησαν τα πλαϊνά του κεφαλιού της και την έκαναν να γουρλώσει τα μάτια της.
Μια θέρμη την διαπέρασε, μια ζεστασιά που την έκανε να αισθάνεται διαφορετικά. Την ωθούσε προς τα μέσα, την έσπρωχνε να βρει τη φωτιά και να καεί. Άφησε μια βεβιασμένη ανάσα και χάθηκε.
Ο βασιλιάς Σιάρλ με έπιασε λίγο πριν σωριαστώ στο πάτωμα. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει και ένιωθα περίεργα. Τι είχε γίνει μόλις τώρα; Πετάρισα τα βλέφαρά μου. Έβλεπα και με τα δυο μου μάτια, μα είχε επιστρέψει στον εαυτό μου. Ήμουν εγώ και όχι η Κάλιντα. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και κοίταξα τον βασιλιά που χαμογελούσε.
«Τι έκανες;» ρώτησα.
Εκείνος έσφιξε το χέρι του πάνω στη γυμνή μου πλάτη, βοηθώντας με να σταθώ μα δεν το απομάκρυνε μετά από αυτό.
«Σε βοήθησα να την ελέγξεις».
Απομακρύνθηκα από κοντά του και προσπάθησα να βρω τον Λαχάρ. Τον εντόπισα λίγο πιο δίπλα και πήγα προς τα εκεί, μένοντας ελάχιστα βήματα μακριά του. Ένιωθα πιο ασφαλής.
«Να ελέγξει την Κάλιντα;» αναρωτήθηκε ο Λαχάρ, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος του «Και πώς ακριβώς το κάνεις αυτό;».
Ο βασιλιάς κοίταξε φευγαλέα το πάτωμα και ύστερα γύρισε σε εμάς. Έπλεξε τα χέρια του μπροστά από το σώμα του και τα χρυσά του μάτια έλαμψαν στο φως του πολυέλαιου.
«Δεν ξέρετε και πολλά για τους Θραχάρ, έτσι;».
Ella Sarlot