Φοίνιξ (Κεφάλαιο 7)

Σάββατο 26 Αυγούστου, 12:00

Η Μυρτώ χασμουρήθηκε για ακόμα μία φορά και αφού κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να αποκοιμηθεί ξανά, άνοιξε τα γκρι μάτια της. Αν έκρινε από το φως του ήλιου έπρεπε να είναι κοντά μεσημέρι. Τεντώθηκε, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και αφουγκράστηκε. Στο σπίτι επικρατούσε μία απόκοσμη σιωπή, πράγμα που την έκανε να αναρωτιέται τι γινόταν και αν είχε ξυπνήσει η Ηλιάνα. Για τον Μαξ ήταν σίγουρη πως κοιμόταν του καλού καιρού.

Έπνιξε ένα χασμουρητό και με νωχελικά βήματα άρχισε να κατευθύνεται προς το σαλόνι, αλλά πρώτα έκανε μία στάση μπροστά από το δωμάτιο του αδερφού της. «Πόσο ήπιαμε χτες με την Ηλιάνα;» αναρωτήθηκε από μέσα της, βλέποντας τον Μαξ και την Ηλιάνα να κοιμούνται αγκαλιά στο κρεβάτι.

«Τι στο καλό...;» ψέλλισε και έτριψε τα μάτια της, αλλά η εικόνα παρέμενε εκεί. «Τώρα είμαι σίγουρη ότι ήπιαμε παραπάνω απ' όσο θα 'πρεπε!».

Συνέχισε την πορεία της προς το σαλόνι και μάζεψε το μπουκάλι κρασί και τα δύο ποτήρια που είχαν χρησιμοποιήσει το προηγούμενο βράδυ με την κολλητή της. Σήκωσε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί και παρατήρησε πως έλειπε μόνο το ένα τρίτο από αυτό.

«Τελικά δεν ήπιαμε πολύ» δήλωσε στον εαυτό της, καθώς έφερνε σκηνές από τη νύχτα στο νου της. Πρέπει να είχαν πιει το πολύ δύο ποτήρια η καθεμία και πάλι όχι ολόκληρα, μιας και στο ένα ποτήρι είχε μείνει λίγο από το κρασί.

«Βρε, έχε γούστο να τα έχουν και να μας το κρύβουν τόσο καιρό!» μονολόγησε και έπλυνε τα κρυστάλλινα ποτήρια. Τοποθέτησε έναν φελλό στο στόμιο του μπουκαλιού και το άφησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ο Μαξ, ο οποίος χασμουριόταν δυνατά και έξυνε την κοιλιά του.

«Καλημέρα» είπε με βραχνή φωνή.

«Καλώς τον εκδικητή της πόλης και κρυφό εραστή της Ηλιάνας» του απάντησε η αδερφή του και τον κοίταξε πονηρά. Του πήρε δύο δευτερόλεπτα για να αντιληφθεί το υπονοούμενο, διότι το μυαλό του ακόμη υπολειτουργούσε.

«Πες μου ότι τα έχετε και μας το κρύβετε τόσο καιρό να χαρώ» συνέχισε η κοπέλα και έβαλε καφέ στην καφετέρια και δύο κούπες γεμάτες με νερό. Καφές πάνω απ' όλα και μετά τα υπόλοιπα.

«Όχι, πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό; Επειδή κοιμηθήκαμε στο ίδιο κρεβάτι;» ρώτησε ο Μαξ και έκοψε μερικές φέτες ψωμί.

«Αχά! Και πιο συγκεκριμένα, ήσασταν αγκαλιά» του χαμογέλασε με νόημα. Έβγαλε το βούτυρο και τη μαρμελάδα από το ψυγείο και πήρε δύο φέτες ψωμί. Τις τοποθέτησε σε ένα πιάτο και πρώτα άλειψε το βούτυρο και μετά τη μαρμελάδα.

«Επαναλαμβάνω: ε και; Αυτό δε σημαίνει τίποτα» είπε, και η Μυρτώ ανασήκωσε επιδεικτικά το φρύδι της.

«Έλα τώρα, ρε Μυρτώ! Αφού το ξέρεις πως την έχω σαν αδερφή μου την Ηλιάνα! Άσε που το πράγμα δείχνει να προχωράει μια χαρά με τη Σόνια!».

Έκλεισε την καφετέρια και έχυσε τον καφέ στις κούπες. Τις πήρε στα χέρια του και πρόσφερε τη μία στη μικρή του αδερφή. Εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα.

«Μέρα...» ακούστηκε η Ηλιάνα και κάθισε στο σκαμπό. «Τι έχουμε για πρωινό;».

«Ψωμί με μαρμελάδα, θέλεις;» είπε η Μυρτώ και η φίλη της έγνεψε καταφατικά.

«Καφέ έχουμε;».

«Ναι!» απάντησε ο Μαξ και έβαλε ξανά καφέ και νερό στο μηχάνημα. «Σε δύο λεπτά θα είναι έτοιμος, ηλιαχτίδα μου!».

«Ευχαριστώ» είπε η Ηλιάνα μπουκωμένη με μία φέτα ψωμί. «Μυρτώ, πόσο ήπιαμε χτες το βράδυ;»

«Όχι πολύ, γιατί;».

Η κοπέλα με τα καστανόξανθα μαλλιά πήγε να απαντήσει, αλλά την έκοψε ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου που κουδούνιζε. Το σήκωσε η Μυρτώ, η οποία στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της, αφήνοντας τους άλλους δύο μόνους στην κουζίνα.

«Λοιπόν» ξεκίνησε ο Μαξ, «πώς κοιμήθηκες;»

«Η αλήθεια είναι πως είχα καιρό να κάνω τόσο καλό ύπνο… Ευχαριστώ, Μαξ» αποκρίθηκε η Ηλιάνα και του χαμογέλασε. Ο νεαρός της ανταπέδωσε το χαμόγελο και άφησε μπροστά της μία κούπα με αχνιστό καφέ.

«Χαρά μου να βοηθάω, ηλιαχτίδα μου»

«Σου χρωστάω»

«Δε μου χρωστάς τίποτα!» δήλωσε με στόμφο ο Μαξ. «Εσύ και η Μυρτώ είστε η οικογένειά μου!».

«Ωωω! Τι γλυκός πού είσαι!» αναφώνησε η κοπέλα και σηκώθηκε να τον αγκαλιάσει. «Και για μένα είσαι οικογένεια, Μαξ»

«Ω! Τι συγκινητικό!» αναφώνησε η Μυρτώ, όταν τους είδε αγκαλιασμένους.

«Έλα κι εσύ εδώ, στην αγκαλιά μας» την προέτρεψε ο αδερφός της και η κοπέλα υπάκουσε. Ο Μαξ τις έσφιξε στην αγκαλιά του και άφησε στην καθεμία από ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού τους.

Σάββατο 26 Αυγούστου, 12:01

Η Χλόη ήταν από ώρα μέσα στην κουζίνα και ετοίμαζε πρωινό για την ίδια και τον Άγγελο. Τα κόκκινα μαλλιά της ήταν μαζεμένα σε μία αλογοουρά, ήταν ξυπόλυτη και πάνω από το τιραντάκι και το σορτσάκι της φορούσε μία ποδιά. Τα πράσινα μάτια της ήταν προσηλωμένα στην κρέπα που ψηνόταν στο τηγάνι και από τα χείλη της ίσα που ακουγόταν ένα τραγούδι. Άθελά του, το μυαλό της πλανήθηκε στα γεγονότα δύο μήνες πριν. Στο κυνηγητό, την κατηγορία για φόνο, το Μαύρο Ρόδο. Στον χαμό που επικράτησε και το πόσο κοντά της ήταν, τελικά, όχι μόνο το Μαύρο Ρόδο, αλλά και το Λευκό. Αυτή η περιπέτεια της είχε αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο.

«Κόρη μου, η κρέπα θα καεί αν την αφήσεις παραπάνω στη φωτιά» σχολίασε ο Σμαραγδένιος Δράκος μέσα στο κεφάλι της, επαναφέροντάς την στην πραγματικότητα. Γύρισε την κρέπα για να ψηθεί και από την άλλη πλευρά, ευχαριστώντας το γιγαντιαίο ερπετό. Πλέον, με τον Δράκο είχαν αποκτήσει μία καλύτερη σχέση, κι ας ήταν η δεύτερή της δύναμη.

«Χλόη!» ακούστηκε η φωνή του Άγγελου ένα δευτερόλεπτο πριν εκείνος κάνει την εμφάνισή του στην κουζίνα. «Τι καλό ετοιμάζεις, πριγκίπισσα, και μοσχοβολάει όλο το σπίτι;».

Στο πρόσωπό του είχε χαραχτεί ένα χαμόγελο ευχαρίστησης, καθώς με δύο δρασκελιές βρέθηκε από πίσω της. Πέρασε τα μπράτσα του γύρω από τη μέση της και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, όσο εκείνη γυρνούσε την κρέπα στο τηγάνι.

«Ετοιμάζω κρέπες, όπως βλέπεις» απάντησε η Χλόη, κι ο νεαρός άπλωσε το χέρι του για να πάρει μία από το πιάτο, αλλά αυτή τον χτύπησε ελαφρά με την ξύλινη σπάτουλα.

«Υπομονή, τριανταφυλλένιε μου, θα φας σε δύο λεπτά!»

Ο Άγγελος πήρε μία δυσαρεστημένη έκφραση ακούγοντας το καινούριο παρατσούκλι που του είχε βγάλει η κοπέλα του. Έμπνευση για αυτό είχε αποτελέσει η ιδιότητά του ως Λευκό Ρόδο.

«Μη με λες έτσι, ωραία κοιμωμένη! Το ξέρεις πως δε μου αρέσει!»

«Κι εμένα δε μου αρέσει το ωραία κοιμωμένη, αλλά εσύ το συνεχίζεις» του αποκρίθηκε με ένα αγγελικό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της. Το αγόρι της κατάλαβε πως την είχε βάψει κι έτσι υποχώρησε.

«Πάω πάσο. Δε θα σε ξαναφωνάξω έτσι, έχεις το λόγο μου!»

Το χαμόγελο της κοπέλας πλάτυνε και άφησε και την τελευταία κρέπα στο πιάτο μαζί με τις υπόλοιπες.

«Χαίρομαι που το ακούω αυτό! Τώρα μπορούμε να φάμε!».

Σάββατο 26 Αυγούστου, 15:09

Τα δύο αδέρφια είχαν παραγγείλει πίτσες για μεσημεριανό και τώρα τις καταβρόχθιζαν σαν να μην υπήρχε αύριο. Ήταν καθισμένοι στο σαλόνι, με την μπαλκονόπορτα διάπλατα ανοιχτή για να μπαίνει καθαρός αέρας και την τηλεόραση να παίζει μία ταινία δράσης.

«Ωραία η πίτσα;» ρώτησε ο Κρίστοφερ ανάμεσα στις μπουκιές του.

«Μμμ!» μούγκρισε ο μικρός του αδερφός, καθώς ήταν μπουκωμένος με το τρίτο κομμάτι. «Πολύ καλή!» απάντησε αφού κατάπιε.

Ο Κρίστοφερ χαμογέλασε και τον παρατήρησε λίγο καλύτερα. Τα τραύματά του είχαν σχεδόν επουλωθεί και τώρα ήταν σαν σκιές. Περίεργο, σκέφτηκε, ούτε εμείς τα Φαντάσματα δεν έχουμε τέτοια ικανότητα επούλωσης. Και τότε του πέρασε σαν αστραπή μία σκέψη από το μυαλό. Ο Τζέιμς μπορεί να είχε δυνάμεις! Εξ ου και το ξαφνικό ενδιαφέρον για το μεταφυσικό! Αλλά αν ήταν Φάντασμα, ο Κρίστοφερ θα το ένιωθε, διότι τα Φαντάσματα μπορούν να καταλάβουν ποιοι είναι όμοιοί τους. Τα γρανάζια του μυαλού του άρχισαν να δουλεύουν πυρετωδώς, προσπαθώντας να βρει τι είδους δύναμη είχε ο Τζέιμς. Ωστόσο, μόνο με την πληροφορία της γρήγορης επούλωσης τραυμάτων, δεν του ερχόταν κάτι στο νου. Και αν ρωτούσε απευθείας το μικρό του αδερφό, δε θα έπαιρνε απάντηση, παρά μόνο αν αποκαλυπτόταν και ο ίδιος. Συνεπώς, θα το έθετε πλαγίως το θέμα.

«Τζέιμς»

«Τι;»

«Η Μυρτώ μου είπε πως σου πρότεινε μερικούς τίτλους βιβλίων για το φανταστικό και τους μύθους» είπε ο νεαρός με τα πράσινα μάτια και ο Τζέιμς μόνο που δεν πνίγηκε από τη μπουκιά του.

«Εμ, ναι. Ξεκίνησα να διαβάζω μερικά που βρήκα στο διαδίκτυο και είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα όλα!»

«Μα, εσύ άκουγες μύθος ή παραμύθι και άλλαζες κατεύθυνση! Τι σ' έπιασε τώρα;».

Ο Τζέιμς ζύγισε τις επιλογές του. Ή θα του έλεγε την αλήθεια, διακινδυνεύοντας να μην τον πιστέψει, ή θα του έλεγε μία τυχαία δικαιολογία. Προτίμησε το δεύτερο.

«Διάβασα ένα σχετικό άρθρο σε μία εφημερίδα, η οποία έλεγε για διάφορους μύθους και πως αυτοί μπορεί να είναι αλήθεια και είπα να το ψάξω λίγο παραπάνω»

«Μάλιστα...» ήταν το μόνο που απάντησε ο Κρίστοφερ. Ο μικρός τού έλεγε ψέματα, αλλά δεν ήθελε να δώσει περισσότερη διάσταση στο ζήτημα, προς το παρόν, τουλάχιστον.

«Λοιπόν, θα πας σπίτι σήμερα;»

«Έτσι λέω, αλλιώς ποιος τους ακούει» απάντησε, και ο Κρίστοφερ γέλασε ελαφρά.

Μερικές ώρες αργότερα και αφού είχε δώσει το παρόν στο σπίτι, ο Τζέιμς ανακοίνωσε πως θα πήγαινε μια βόλτα στην πόλη. Ήθελε να μείνει για λίγο μόνος του, να σκεφτεί και να απολαύσει μία ήσυχη βραδιά. Τα βήματά του τον οδήγησαν λίγο πιο έξω από το κέντρο της πόλης, σε έρημα και απόμερα σοκάκια, χωρίς καλό φωτισμό. Ωστόσο, αυτό δεν τον ένοιαζε, μιας και η φλόγα που σιγόκαιγε μέσα του είχε αρχίσει να φουντώνει. Στήριξε την πλάτη του σε έναν τοίχο και πήρε μία βαθιά ανάσα.

«Βρε βρε! Για δες ποιος είναι εδώ!» ακούστηκε μία τρομερά γνώριμη φωνή και ένας άντρας ξεπρόβαλλε από τις σκιές. Αν δεν ήταν περασμένες έντεκα, ο Τζέιμς δε θα νοιαζόταν, αλλά η πόλη γινόταν επικίνδυνη μετά από εκείνη την ώρα. Ο νεαρός αναγνώρισε τον μουσάτο από το προηγούμενο βράδυ και τον κοίταξε απαξιωτικά, χωρίς να απαντήσει.

«Δεν περίμενα να σε ξαναδώ τόσο σύντομα και να πάρω την εκδίκησή μου!» συνέχισε ο άντρας και κροτάλισε τα δάχτυλά του. Είχε όρεξη για καβγά και ο Τζέιμς υπέθεσε πως πρέπει να είχε πάρει κάποια ουσία, διότι τα μάτια του γυάλιζαν απόκοσμα.

«Δεν πρόκειται να πέσω στο επίπεδό σου και να παλέψω ξανά μαζί σου για κάτι το οποίο δεν έχω κάνει» δήλωσε ο νεαρός με τα γυαλιά. «Είναι ανώφελο»

Ο άντρας με το μούσι άρχισε να γελάει σαν μανιακός. «Ανώφελο, λέει, είναι να παλέψει!»
Και ξαφνικά αγρίεψε: «Τι σόι άντρας είσαι αν δεν υπερασπιστείς την τιμή σου;»

«Δε θα το κάνω με αυτό τον τρόπο!»

«Είσαι δειλός!» φώναξε και τα λαμπάκια του Τζέιμς άρχισαν να ανάβουν επικίνδυνα.

«Δεν το νομίζω, γιατί, βλέπεις, θέλει θάρρος να φύγεις από μία ανούσια μάχη!» του αντιγύρισε και έκανε να φύγει από εκείνο το απαίσιο μέρος πριν τα πράγματα χειροτερέψουν. Αλλά δεν πρόλαβε να πάει πουθενά, καθώς ο άγνωστος άντρας έβγαλε μία κραυγή και έπεσε κατά πάνω του, ρίχνοντάς τον στη βρόμικη άσφαλτο. Κυλίστηκαν σε αυτή, προσπαθώντας ο ένας να κυριαρχήσει έναντι του άλλου. Ο Τζέιμς κατάφερε να τον πετάξει από πάνω του και σηκώθηκε όρθιος, παίρνοντας μία αμυντική στάση.

Εκείνη τη στιγμή ήταν ευγνώμων που ο Κρίστοφερ και ο Μαξ του είχαν μάθει να παλεύει. Απέφυγε μία μπουνιά και ανταπέδωσε με χτύπημα στο στομάχι, αλλά ο αντίπαλός του δεν έδειξε να πτοείται. Αντάλλαξαν μερικά χτυπήματα ακόμα: μερικές κλωτσιές, γονατιές και αγκωνιές, ώσπου ο άντρας αποφάσισε να βγάλει έναν σουγιά. Σαν ταύρος σε ταυρομαχία επιτέθηκε στον αντίπαλό του. Η φωτιά μέσα στον Τζέιμς άρχισε να φουντώνει όλο και πιο πολύ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τη συγκρατήσει από το να βγει έξω. Τα μάτια του πήραν τη γνωστή χρυσαφένια απόχρωση και μία βαθιά αντρική φωνή αντήχησε μέσα στο κεφάλι του.

«Καψ' τον» ήταν το μόνο που είπε και οι γροθιές του νεαρού καλύφθηκαν από χρυσοκόκκινες φλόγες. Απέφυγε το χέρι του τύπου με τον σουγιά, αλλά δεν επιχείρησε να ανταποδώσει. Όχι ακόμα.

Ο άντρας επιτέθηκε ξανά και αυτή τη φορά ο Τζέιμς του έπιασε το βραχίονα. Το κράτημά του ήταν σαν μέγγενη, με τη φωτιά να καίει το δέρμα του άντρα, ο οποίος άφησε το σουγιά να πέσει με κρότο στην άσφαλτο. Ο άντρας με το μούσι προσπάθησε να ελευθερωθεί από το θανατηφόρο κράτημα του νεαρού, αλλά χωρίς καμία επιτυχία.

«Και τώρα δωσ' του το τελειωτικό χτύπημα» είπε η αρχαία φωνή στο μυαλό του Τζέιμς. Εκείνος έγνεψε καταφατικά, σαν μαριονέτα και πήγε να αποτελειώσει τον αντίπαλό του, μη σκεπτόμενος ότι αυτός δεν ήταν ο εαυτός του. Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Σαν μία άψυχη κούκλα στα χέρια ενός επίδοξου μαριονετίστα. Ίσιωσε την ελεύθερη παλάμη του με τα δάχτυλα να κοιτάνε προς την καρδιά του αντιπάλου και ήταν έτοιμος να τον καρφώσει. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ, καθώς ένα χέρι γράπωσε το δικό του, σταματώντας τον.

Ο νεαρός γύρισε και αντίκρισε έναν άντρα, ντυμένο στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια. Το πρόσωπό του κάλυπτε μία μάσκα, η οποία είχε πάνω της ζωγραφισμένη μία λευκή νεκροκεφαλή και άφηνε να φαίνονται μόνο τα μάτια. Δύο λαμπερά πράσινα μάτια που ήταν καρφωμένα στα χρυσαφί δικά του.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου