Φάνης
Η «επιβράβευση» του Φάνη για τον ξυλοδαρμό του Άγγελου ήταν η αποβολή του από το σχολείο για μια μέρα. Ο διευθυντής τον προειδοποίησε, όπως και όλες τις υπόλοιπες φορές βέβαια, πως δε θα ανεχόταν άλλες τέτοιες παραβατικές συμπεριφορές, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει το ειρωνικό του χαμόγελο.
Δε γύρισε σπίτι. Ο πατέρας του θα έλειπε στη δουλειά, μα δεν ήθελε να ρισκάρει μια πιθανή συνάντηση μαζί του. Είχε μια πολύ άσχημη διάθεση, όλα αυτά που κουβαλούσε μέσα του ήταν βαρύ φορτίο για εκείνον. Μια έντονη μελαγχολία, ένα αίσθημα ανασφάλειας και ενοχής τον είχε κυριεύσει. Κάθισε σε ένα παγκάκι και άναψε τσιγάρο. Έβγαλε το κινητό του και σχημάτισε για πολλοστή φορά τον αριθμό της μάνας του. Χτύπησε αρκετές φορές, μόλις ετοιμάστηκε να το κλείσει, του απάντησε.
«Γιατί έφυγες, πού είσαι;»
«Φάνη, αγόρι μου, έγιναν πολλά…»
«Θέλω να βρεθούμε».
«Κοίτα, Φάνη…»
«Θέλω να βρεθούμε, τώρα!»
Η Ειρήνη δεν μπόρεσε παρά υποκύψει και να συμφωνήσει σε αυτή τη συνάντηση με τον γιο της. Το ραντεβού δόθηκε σε ένα καφέ, στα όρια της πόλης, κάπου που θα μπορούσε να αποφύγει τις δυσάρεστες συναντήσεις.
Τη βρήκε βυθισμένη στην καρέκλα της, με ένα τσιγάρο στο χέρι και το βλέμμα της απλανές, να κοιτά κάπου έξω στο κενό. Όταν τον είδε, σχεδόν δεν αντέδρασε, παρά μόνο ένα κουρασμένο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. Κάθισε απέναντί της με ύφος που φανέρωνε οργή, μα εκείνη δεν έδειχνε να ενοχλείται.
-Γιατί εξαφανίστηκες; ήταν η πρώτη του κουβέντα.
Τράβηξε ήρεμη μια ρουφηξιά και γύρισε προς το μέρος του.
-Θα παραγγείλεις κάτι; ρώτησε ατάραχη.
-Δε θέλω τίποτα! Το μόνο που θέλω είναι να μου πεις γιατί σηκώθηκες και έφυγες στα καλά καθούμενα!
Πήρε την κούπα και ήπιε αργά μια μεγάλη γουλιά.
-Κοίταξε, Φάνη, είπε με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να τον κοιτά. Συνέβησαν πολλά, απλώς δεν μπορούσα να μείνω άλλο.
-Εγώ φταίω; είπε απότομα.
Άνοιξε τα διάπλατα τα μάτια της. Έσβησε το τσιγάρο της βιαστικά και είπε εκνευρισμένη:
-Μην το ξαναπείς αυτό, μ’ ακούς;
-Τότε γιατί; Εμένα δε με σκέφτηκες;
Η Ειρήνη έμοιαζε να ηρεμεί κάπως και έκανε μια αόριστη χειρονομία στον αέρα.
-Εσύ είσαι μεγάλος πια, είπε ανάβοντας καινούργιο τσιγάρο. Σε λίγο θα φύγεις, θα γλιτώσεις.
Χτύπησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο γυάλινο τραπέζι κάνοντας τους λιγοστούς θαμώνες να γυρίσουν και να τους κοιτάξουν.
-Δεν κάθομαι ούτε μια μέρα μαζί του! φώναξε. Θα μείνω μαζί σου.
Γούρλωσε τα μάτια της.
-Πες μου πού μένεις να έρθω! επέμενε.
-Αυτό είναι αδύνατον! είπε.
Ο Φάνης την κοίταξε απορημένος και αντιλήφθηκε έναν στιγμιαίο δισταγμό στο βλέμμα της. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά κοιτάζοντας αμήχανα τον χώρο γύρω της.
-Είναι νωρίς ακόμα, είπε μαλακώνοντας τη φωνή της και σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι. Άσε πρώτα να τακτοποιηθώ πρώτα και βλέπουμε, εντάξει, γλυκέ μου;
Του χάιδεψε το μάγουλο μα τα λόγια της δεν τον καθησύχασαν. Έγειρε πίσω στο κάθισμα του θυμωμένος και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.
-Έλα, του είπε ξαναβρίσκοντας την προηγούμενη στωικότητα της και ανάβοντας ένα νέο τσιγάρο. Δεν είναι και τόσο τραγική η κατάσταση.
Ο Φάνης χαμογέλασε ειρωνικά.
-Χρειάζεσαι μήπως χρήματα;
-Δεν είναι τα λεφτά που μου λείπουν ξέρεις.
Η Ειρήνη πήρε το ύφος της θιγμένης και αποτραβήχτηκε. Έπειτα μαλάκωσε πάλι το βλέμμα της, έβγαλε από την τσάντα της πενήντα ευρώ και του τα έβαλε με τη βία στην χούφτα του.
- Θα στρώσουν τα πράγματα, θα δεις.
-Και τότε εσύ γιατί έφυγες;
-Δεν είναι το ίδιο.
-Με χτύπησε! της φώναξε και κατέβασε τον γιακά της μπλούζας του. Το βλέπεις αυτό; Ώρες ώρες νομίζω πως θα με σκοτώσει!
Η Ειρήνη έπιασε το μέτωπό της και προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του. Είχε βουρκώσει, κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να παραμείνει ψύχραιμη.
-Σου είπα, κάνε υπομονή…
-Ως πότε; είπε αγριεμένος. Ως πότε;
Της έπιασε τα χέρια και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. Αντιστάθηκε. Τίναξε τα χέρια του και σηκώθηκε απότομα. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.
-Πρέπει να φύγω, είπε.
Πέταξε ένα χαρτονόμισμα πάνω στο τραπέζι και κίνησε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα της φανέρωνε απόγνωση, κάτι θέλησε να πει μα τα λόγια πνίγηκαν στα χείλη της. Φόρεσε τα μαύρα της γυαλιά και εξαφανίστηκε.
Ηλίας Στεργίου
Η «επιβράβευση» του Φάνη για τον ξυλοδαρμό του Άγγελου ήταν η αποβολή του από το σχολείο για μια μέρα. Ο διευθυντής τον προειδοποίησε, όπως και όλες τις υπόλοιπες φορές βέβαια, πως δε θα ανεχόταν άλλες τέτοιες παραβατικές συμπεριφορές, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει το ειρωνικό του χαμόγελο.
Δε γύρισε σπίτι. Ο πατέρας του θα έλειπε στη δουλειά, μα δεν ήθελε να ρισκάρει μια πιθανή συνάντηση μαζί του. Είχε μια πολύ άσχημη διάθεση, όλα αυτά που κουβαλούσε μέσα του ήταν βαρύ φορτίο για εκείνον. Μια έντονη μελαγχολία, ένα αίσθημα ανασφάλειας και ενοχής τον είχε κυριεύσει. Κάθισε σε ένα παγκάκι και άναψε τσιγάρο. Έβγαλε το κινητό του και σχημάτισε για πολλοστή φορά τον αριθμό της μάνας του. Χτύπησε αρκετές φορές, μόλις ετοιμάστηκε να το κλείσει, του απάντησε.
«Γιατί έφυγες, πού είσαι;»
«Φάνη, αγόρι μου, έγιναν πολλά…»
«Θέλω να βρεθούμε».
«Κοίτα, Φάνη…»
«Θέλω να βρεθούμε, τώρα!»
Η Ειρήνη δεν μπόρεσε παρά υποκύψει και να συμφωνήσει σε αυτή τη συνάντηση με τον γιο της. Το ραντεβού δόθηκε σε ένα καφέ, στα όρια της πόλης, κάπου που θα μπορούσε να αποφύγει τις δυσάρεστες συναντήσεις.
Τη βρήκε βυθισμένη στην καρέκλα της, με ένα τσιγάρο στο χέρι και το βλέμμα της απλανές, να κοιτά κάπου έξω στο κενό. Όταν τον είδε, σχεδόν δεν αντέδρασε, παρά μόνο ένα κουρασμένο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της. Κάθισε απέναντί της με ύφος που φανέρωνε οργή, μα εκείνη δεν έδειχνε να ενοχλείται.
-Γιατί εξαφανίστηκες; ήταν η πρώτη του κουβέντα.
Τράβηξε ήρεμη μια ρουφηξιά και γύρισε προς το μέρος του.
-Θα παραγγείλεις κάτι; ρώτησε ατάραχη.
-Δε θέλω τίποτα! Το μόνο που θέλω είναι να μου πεις γιατί σηκώθηκες και έφυγες στα καλά καθούμενα!
Πήρε την κούπα και ήπιε αργά μια μεγάλη γουλιά.
-Κοίταξε, Φάνη, είπε με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να τον κοιτά. Συνέβησαν πολλά, απλώς δεν μπορούσα να μείνω άλλο.
-Εγώ φταίω; είπε απότομα.
Άνοιξε τα διάπλατα τα μάτια της. Έσβησε το τσιγάρο της βιαστικά και είπε εκνευρισμένη:
-Μην το ξαναπείς αυτό, μ’ ακούς;
-Τότε γιατί; Εμένα δε με σκέφτηκες;
Η Ειρήνη έμοιαζε να ηρεμεί κάπως και έκανε μια αόριστη χειρονομία στον αέρα.
-Εσύ είσαι μεγάλος πια, είπε ανάβοντας καινούργιο τσιγάρο. Σε λίγο θα φύγεις, θα γλιτώσεις.
Χτύπησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο γυάλινο τραπέζι κάνοντας τους λιγοστούς θαμώνες να γυρίσουν και να τους κοιτάξουν.
-Δεν κάθομαι ούτε μια μέρα μαζί του! φώναξε. Θα μείνω μαζί σου.
Γούρλωσε τα μάτια της.
-Πες μου πού μένεις να έρθω! επέμενε.
-Αυτό είναι αδύνατον! είπε.
Ο Φάνης την κοίταξε απορημένος και αντιλήφθηκε έναν στιγμιαίο δισταγμό στο βλέμμα της. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά κοιτάζοντας αμήχανα τον χώρο γύρω της.
-Είναι νωρίς ακόμα, είπε μαλακώνοντας τη φωνή της και σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι. Άσε πρώτα να τακτοποιηθώ πρώτα και βλέπουμε, εντάξει, γλυκέ μου;
Του χάιδεψε το μάγουλο μα τα λόγια της δεν τον καθησύχασαν. Έγειρε πίσω στο κάθισμα του θυμωμένος και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.
-Έλα, του είπε ξαναβρίσκοντας την προηγούμενη στωικότητα της και ανάβοντας ένα νέο τσιγάρο. Δεν είναι και τόσο τραγική η κατάσταση.
Ο Φάνης χαμογέλασε ειρωνικά.
-Χρειάζεσαι μήπως χρήματα;
-Δεν είναι τα λεφτά που μου λείπουν ξέρεις.
Η Ειρήνη πήρε το ύφος της θιγμένης και αποτραβήχτηκε. Έπειτα μαλάκωσε πάλι το βλέμμα της, έβγαλε από την τσάντα της πενήντα ευρώ και του τα έβαλε με τη βία στην χούφτα του.
- Θα στρώσουν τα πράγματα, θα δεις.
-Και τότε εσύ γιατί έφυγες;
-Δεν είναι το ίδιο.
-Με χτύπησε! της φώναξε και κατέβασε τον γιακά της μπλούζας του. Το βλέπεις αυτό; Ώρες ώρες νομίζω πως θα με σκοτώσει!
Η Ειρήνη έπιασε το μέτωπό της και προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του. Είχε βουρκώσει, κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να παραμείνει ψύχραιμη.
-Σου είπα, κάνε υπομονή…
-Ως πότε; είπε αγριεμένος. Ως πότε;
Της έπιασε τα χέρια και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. Αντιστάθηκε. Τίναξε τα χέρια του και σηκώθηκε απότομα. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.
-Πρέπει να φύγω, είπε.
Πέταξε ένα χαρτονόμισμα πάνω στο τραπέζι και κίνησε να φύγει. Στην πόρτα κοντοστάθηκε για μια στιγμή, γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα της φανέρωνε απόγνωση, κάτι θέλησε να πει μα τα λόγια πνίγηκαν στα χείλη της. Φόρεσε τα μαύρα της γυαλιά και εξαφανίστηκε.
Ηλίας Στεργίου