Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 17)

Μετά τον γάμο πήγαμε στο εστιατόριο του Τίτο. Εκεί μας περίμενε ένα τραπέζι γεμάτο από λαχταριστό περουβιανό φαγητό. Καθώς τρώγαμε, χτύπησε το τηλέφωνό μου. «Με καλεί ο Κεν. Πηγαίνω λίγο έξω να μιλήσω» είπα στον Τόμας και βγήκα από το μαγαζί.

«Τι κάνεις, κοριτσάρα μου;» ακούστηκε να λέει. «Μια χαρά! Βρίσκομαι στον γάμο ενός συναδέλφου. Εσύ τι κάνεις;» απάντησα χαμογελώντας. «Ω συγγνώμη, δεν το ήξερα. Μήπως ενοχλώ;». «Όχι, καθόλου. Ίσα ίσα». «Να, σήμερα το απογευματάκι, σκεφτόμουν να βγαίναμε εκείνη τη βόλτα στο λιμάνι που λέγαμε, μιας και έχω ρεπό». «Ωραία ιδέα. Θα μου άρεσε πολύ, απλώς... θα είμαι πολύ επίσημα ντυμένη. Δεν προλαβαίνω να αλλάξω» αποκρίθηκα διστακτικά. «Τότε θα βάλω και εγώ κάτι επίσημο και θα σε περιμένω απ’ έξω από το σπίτι μου. Θα κάτσουμε και για δείπνο το βραδάκι. Τι λες;». «Υπέροχα. Θα τα πούμε εκεί. Φιλάκια» είπα χαρούμενη και έκλεισα το τηλέφωνο.

Καθώς έμπαινα μέσα, ο Τόμας με κοίταξε. «Κατάλαβα από την έκφρασή σου. Θα βρεθείτε, έτσι;». «Ναι, μετά από εδώ» «Πρόσεχε με αυτόν τον άνθρωπο, Πέιτζ. Ξέρω, σου αρέσει πολύ, αλλά πρόσεχέ τον. Κάν’ το για χάρη μου» είπε χαμηλόφωνα.

Το απόγευμα αποχωρήσαμε από το εστιατόριο και εγώ οδήγησα κατευθείαν ως το Λάιμ-Χάουζ ανυπομονώντας να δω τον Κεν. Καθώς πάρκαρα το αμάξι, τον είδα να βγαίνει με ένα μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Βγήκα από το αμάξι και τον είδα να με κοιτάει με θαυμασμό από πάνω μέχρι κάτω. Περπατούσαμε στο λιμάνι με μια ομπρέλα κάτω από τη βροχή. Καθώς βράδιαζε, άνοιξαν τα φώτα και το λιμάνι έμοιαζε υπέροχο.

Την ώρα που απολαμβάναμε το ηλιοβασίλεμα, μάς πλησίασε ένας νεαρός με λερωμένα ρούχα και ζητούσε χρήματα. Ξαφνικά, αναγνώρισε τον Κεν. «Κεν, σε παρακαλώ, μού τελείωσε. Θέλω και άλλο, δώσε μου σε παρακαλώ και θα σε ξεχρεώσω όπως θες. Μόνο δώσε μου, γιατί θα τρελαθώ». «Δεν έχουμε να σου δώσουμε πολλά» είπε και έβγαλε μερικές λίρες από την τσέπη. Της έδωσε στον νεαρό και απομακρυνθήκαμε βιαστικά. «Από που σε γνωρίζει αυτός ο κύριος;» απόρησα. «Θα… θα σου πω. Πάμε να καθίσουμε για φαγητό και… θα σου τα εξηγήσω όλα» ανταποκρίθηκε. Κατευθυνθήκαμε στο εστιατόριο Νάρροου του Γκόρντον Ράμσεϊ. Καθίσαμε σε ένα ξύλινο στρογγυλό τραπέζι.

«Έχεις αλλεργία σε κάτι γλυκιά μου;» ρώτησε ευγενικά. «Όχι, μπορούμε να πάρουμε ό,τι θέλεις» χαμογέλασα. «Δύο καπνιστούς σολωμούς με κρέμα γάλακτος, αγγουράκι τουρσί και κάρδαμο. Θα το συνοδεύσουμε με λευκό κρασί» παρήγγειλε στον σερβιτόρο. «Λοιπόν, περιμένω να μου εξηγήσεις κάτι, Κεν» δήλωσα σοβαρά. «Το παλικάρι είναι… γείτονάς μου. Έ… ερχεται και στο ζαχαροπλαστείο και ζητιανεύει γλυκά πού και πού. Του δίνω εμ… μερικά χρήματα κάθε τόσο, αλλά κάνει ναρκωτικά. Δυστυχώς, χαμένη υπόθεση» απάντησε διστακτικά. «Καταλαβαίνω, Κεν, μην ανησυχείς, απλώς να… αυτά που σου είπε». Ο Κεν τραβήχτηκε λίγο «Τι;». «Σαν να σου ζητούσε να δώσεις κάτι άλλο πέρα από χρήματα». «Να εγώ… καμιά φορά του φέρνω… κουτί με γλυκές και αλμυρές λιχουδιές και του αρέσουν πολύ και εμ... αν έχει χρήματα, μού δίνει για να πληρώσει την αξία. Αυ… αυτό εννοούσε» αποκρίθηκε σχεδόν τραυλίζοντας. «Γιατί κομπλάρεις, Κεν; Καλά κάνεις και τον βοηθάς όπως μπορείς». «Να… γιατί εμ... του παίρνω χρήματα πού και πού για να πληρώσω το... το φαγητό που του δίνω. Αισθάνομαι άσχημα που το κάνω. Δεν θέλω να... σχηματίσεις κακή εντύπωση για εμένα» είπε κατεβάζοντας το βλέμμα του. «Μην αισθάνεσαι άσχημα. Έχεις και εσύ τα έξοδά σου, καταλαβαίνω» απάντησα συγκαταβατικά.

Τα αναμμένα κεριά ανάμεσά μας έδιναν μια ρομαντική ατμόσφαιρα και εγώ τον κοιτούσα με λαγνεία, καθώς απολαμβάναμε το γεύμα. «Είσαι πανέμορφη σήμερα με αυτό το φόρεμα» είπε, καθώς έβαζε κρασί στο ποτήρι μου ». «Σε ευχαριστώ πολύ και εσύ είσαι πολύ γοητευτικός» ανταπέδωσα. «Ξέρεις, μου αρέσουν τα ρομαντικά σκηνικά, Κεν, και ομολογώ πως αυτό το ραντεβού έχει αγγίξει την τελειότητα» δήλωσα. «Είσαι της ρομαντικής σχέσης, δηλαδή;». «Ναι, πολύ. Θέλω να έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου, να περάσουμε όμορφα χρόνια ο ένας δίπλα στον άλλον. Δεν θέλω να δίνομαι εύκολα, για να μην μπορεί κανείς να το εκμεταλλευτεί. Με εσένα, βέβαια, είναι αλλιώς τα πράγματα. Δεν ξέρω... δεν μπορούσα να κρατηθώ. Ήθελα να νιώσω το σώμα σου πάνω μου» ανέφερα και ήπια λίγο από το κρασί μου. «Είσαι θελκτική γυναίκα. Σίγουρα κανείς δεν μπορεί να σου αντισταθεί» απάντησε κοιτώντας έντονα το σώμα μου. «Το ίδιο, πιστεύω, ισχύει και για εσένα» ανταπέδωσα. «Φαντάζομαι τη στιγμή που θα βλέπω να πέφτει στο πάτωμα το φόρεμά σου, καθώς θα φιλάω το γυμνό σου σώμα» ψιθύρισε πλησιάζοντας κοντά μου. «Ξέρεις πως να κάνεις μια γυναίκα να αισθανθεί αμήχανα αλλά και να την ανάψεις» δήλωσα κλείνοντας το μάτι πονηρά.

Καθώς τρώγαμε, χτύπησε το τηλέφωνό μου. «Παίρνει τηλέφωνο η μητέρα μου. Μάλλον κάτι συνέβη» ανέφερα και απάντησα στο τηλέφωνο. Σπάνια μου τηλεφωνούν οι γονείς μου. Εδώ και καιρό και συνήθως, όταν γίνεται κάτι δυσάρεστο, γιατί γνωρίζουν πως δεν μπορώ συνέχεια να μιλάω λόγω φόρτου εργασίας. «Έλα, μαμά, τι συμβαίνει;». «Παιδί μου, συγγνώμη που ενοχλώ, αλλά έπεσα και χτύπησα και τώρα θα με πάνε στο νοσοκομείο Τσέλσι και Γουέστμινστερ. Θέλω να έρθεις, αν μπορείς, για να προσέχεις τον πατέρα σου». «Μα, τι έγινε; Πώς έπεσες;» φώναξα. «Γυρνούσα από το σούπερ μάρκετ. Έχει ρίξει πολύ βροχή και γλίστρησα στα σκαλιά της εξώπορτας». «Πω πω, βρε μαμά... Τι να πω τώρα. Εντάξει, έρχομαι» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. «Συγγνώμη, Κεν, πρέπει να φύγω τώρα, γιατί συνέβη κάτι σοβαρό» δήλωσα. «Άκουσα, γλυκιά μου, μην ανησυχείς. Θα έρθω μαζί σου ως εκεί. Είσαι πολύ ταραγμένη και μπορεί να πάθεις τίποτα». «Όχι, τι λες. Δεν χρειάζεται εξάλλου. Είναι μια ώρα μακριά από εδώ, στο Πόρτσμουθ. Δεν μπορώ να δεχθώ να κάνεις τόσο δρόμο για εμένα» είπα και σηκώθηκα να φύγω. «Ένας παραπάνω λόγος που είναι τόσο μακριά. Δεν είσαι συγκεντρωμένη τώρα, μπορεί να πάθεις κανένα ατύχημα με τη βροχή. Δεν το ρισκάρω. Έρχομαι μαζί. Δεν είναι θέμα για εμένα η απόσταση». «Μα...» «Δεν έχει μα. Φύγαμε» με διέκοψε και πλήρωσε βιαστικά τον σερβιτόρο.

Δέσποινα Τ.