Εξόριστοι (Κεφάλαιο 8)

Φάνης

Ο πατέρας του Φάνη κοιμόταν στην πολυθρόνα μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Ανάμεσα στα δάχτυλά του το σβησμένο του τσιγάρο, στο τραπεζάκι ένα μπουκάλι βότκα σχεδόν άδειο και δίπλα ακουμπισμένο το υπηρεσιακό του περίστροφο.

Τα μάτια του γυάλισαν, σκούπισε τα χείλη του με την ανάποδη της παλάμης του και με περίσσεια προσοχή, το πήρε στα χέρια του. Αισθάνθηκε μια περίεργη ηδονή καθώς ένιωσε μέσα στην χούφτα του το βαρύ παγωμένο μέταλλο, μια έξαψη. Κοίταξε τον πατέρα του, είχε γερμένο το κεφάλι του στο πλάι, το πρόσωπο του είχε μια περίεργη έκφραση . Εκείνη τη στιγμή, ήταν αυτός που αποφάσιζε για τη μοίρα του.

Σήκωσε το όπλο και τον σημάδεψε. Ήταν τόσο απλό, αρκούσε να τραβήξει την σκανδάλη και όλα θα τελείωναν. Όλη αυτή η βία, ο τρόμος που είχε φωλιάσει μέσα του θα εξαφανιζόταν επιτέλους, αυτή η αηδία και η σιχασιά κάθε φορά που τον αντίκριζε. Έγειρε το κεφάλι του καθώς τον σημάδευε. Το δάχτυλό του χάιδεψε την σκανδάλη, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή.

Δεν αρκεί μια σφαίρα να αλλάξει τον κόσμο, σκέφτηκε. Χαμήλωσε το χέρι του. Δεν είχε την δύναμη να το κάνει, αναθεμάτισε τον εαυτό του για αυτό. Έριξε μια βλαστήμια και ξαναέβαλε το περίστροφο στη θέση του. Όλο του το είναι βρισκόταν σε εγρήγορση, σε μια πρωτοφανή υπερένταση. Έτρεξε στην τουαλέτα και ξεκίνησε να αυνανίζεται. Έχοντας κλειστά τα μάτια και, ενώ κόντευε στην τελείωση, από το μυαλό του πέρασε ο Άγγελος. Φαντάστηκε τα καστανά του μάτια και τα σαρκώδη χείλη του και το σώμα του δονήθηκε ολόκληρο από μία άφατη ηδονή. Τελείωσε με μικρά, υπόκωφα βογγητά νιώθοντας ανακούφιση μα και συνάμα ένα τεράστιο κενό, τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς. Έσκυψε το κεφάλι γεμάτος ενοχές. Απέφυγε να κοιτάξει το πρόσωπό του στον καθρέφτη φεύγοντας από το μπάνιο, όντας γεμάτος ντροπή.

Κλείστηκε στο δωμάτιό του και κάθισε στο κρεβάτι του οκλαδόν. Ένιωθε να ξεχειλίζει από οργή για αυτή την κατάρα που κουβαλούσε πάνω του, το μίασμα. Έβγαλε την μπλούζα του και έμεινε γυμνός από τη μέση και πάνω. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου που βρισκόταν δίπλα του και έβγαλε έναν χαρτοκόπτη. Πήρε βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του. Το ξυράφι έσκισε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία το μαλακό δέρμα στο στήθος και από την τομή ξεπήδησε αβίαστα το αίμα.

Έσφιξε τις γροθιές του από το σοκ, μα συγκρατήθηκε και δεν ούρλιαξε. Το μυαλό του άδειασε από οποιαδήποτε σκέψη και γέμισε από αγνό πόνο. Αισθανόταν πως είχε εξαγνιστεί, πως πήρε την εξιλέωση που έπρεπε.

Σκέπασε την πληγή πρόχειρα με ένα κουρέλι και έσκυψε το κεφάλι του. Προσπάθησε να ηρεμήσει ανασαίνοντας αργά και σταθερά. Έμοιαζε να συνέρχεται σιγά σιγά, η κατάστασή του γινόταν ξανά «φυσιολογική». Ακούμπησε με την πλάτη στον παγωμένο τοίχο και έπιασε την κιθάρα που είχε δίπλα του. Άναψε τσιγάρο και ρούφηξε με ευχαρίστηση τον καπνό. Πήρε την πένα και τα δάχτυλα του γλίστρησαν πάνω στις συρμάτινες χορδές. Μια μελωδική παραπονιάρικη φωνή έκανε το epic heavy metal αυτό κομμάτι να ακούγεται σαν μπαλάντα από τα μπλαβιά του χείλη καθώς το τραγουδούσε.



«Δεν έχω πατρίδα, ούτε φίλους, ούτε αδέρφια

Άχρηστη η ζωή μου, μες το έρεβος γυρνώ,

Ξέρω αυτός ο δρόμος πως δεν έχει γυρισμό,

Με βαραίνει αφόρητα η πληγή μέσα στα στήθια,

Κέρδισα χρυσάφι μ’ έναν τρόπο οδυνηρό

Πούλησα το αίμα των συντρόφων στον εχθρό,



Το σπαθί του νικητή, της ψυχής μου η φυλακή,

Του Δαίμονα πιστός, προδότης και δειλός,

Δίχως γεύση το ψωμί, κι η ελπίδα μακρινή,



Ένιωσα το αίμα το σταγμένο στο κορμί μου,

Συμφορά το μίσος που με πνίγει από παντού,

Πάνω μου βαριά η τιμωρία τ’ ουρανού,

Τι καταστροφή, σέρνω αδιάκοπα μαζί μου,

Εκδικείται ο χρόνος σαν προφήτης του κακού». [1]





Σταμάτησε και έμεινε να κοιτά τον λευκό τοίχο απέναντί του. Έτσι ξαφνικά, συνειδητοποίησε πόσο μόνος ήταν στα αλήθεια. Η ενθύμηση αυτή τον πόνεσε πιο πολύ ακόμα και από το ξυράφι, ο πόνος και το κάψιμο του οποίου είχαν αρχίσει να καταλαγιάζουν. Μεμιάς άρχισαν πάλι να ξεπηδούν εικόνες στο μυαλό του, εικόνες που τον στοίχειωναν. Έπιασε το κεφάλι του.

Ακούμπησε δίπλα του την κιθάρα και άνοιξε πάλι το συρτάρι στο κομοδίνο δίπλα του. Έβγαλε ένα παλιό ξεφτισμένο τετράδιο, το ακούμπησε στα γόνατα του και άρχισε να γράφει.

«Με καίει και απόψε, όπως κάθε βράδυ, ένας άσβεστος πυρετός, νιώθω άρρωστος, μη κανονικός και πολλές φορές αισθάνομαι φρικτά διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Τα χείλη του, τα μάτια του, το πρόσωπό του με τυραννούν, κάποιες φορές, θαρρώ πως πάσχω από μια ασθένεια που φυλακίζει την ψυχή μου, πως είμαι απλά ένα απαίσιο τέρας που ζει στο περιθώριο. Και όλα αυτά επειδή δεν μπορώ να εκφράσω τα συναισθήματά μου, επειδή -ντρέπομαι ακόμα και να το γράψω- αγαπώ διαφορετικά. Ώρες ώρες νομίζω πως θέλω να πατήσω λίγο πιο πολύ το ξυράφι στο στήθος μου, να ξεριζώσω την ντροπή που νιώθω, τη φωτιά που με ταλανίζει, να ησυχάσω μια για πάντα…»

Τον έπιασαν τα κλάματα.

Ηλίας Στεργίου




[1]Δημήτρης Κατής, εξόριστοι «Το σπαθί του νικητή».