Φοίνιξ (Κεφάλαιο 10)

Κυριακή 27 Αυγούστου, 20:55

Ο Τζέιμς μόλις που είχε τελειώσει με την τακτοποίηση των ρούχων στη ντουλάπα του, όταν ο μεγάλος του αδελφός έκανε την είσοδό του μέσα στο δωμάτιο. Τον επεξεργάστηκε από την κορυφή ως τα νύχια, μιας και το προηγούμενο βράδυ δεν είχε την ευκαιρία, λόγω του σοκ που είχε πάθει. Είχαν αποκαλυφθεί αρκετά μυστικά για να κάτσει να ασχοληθεί με το τι φορούσε ο Κρίστοφερ. Ωστόσο, τώρα που τον παρατηρούσε λίγο καλύτερα, το ντύσιμό του θύμιζε όντως εκδικητή. Μαύρο δερμάτινο τζάκετ, μαύρο παντελόνι, μαύρες αρβύλες, μαύρα γάντια και ένα μεγάλο και φαρδύ σπαθί στην πλάτη. Μόνο η μάσκα του έλειπε.

«Είσαι όντως ντυμένος σαν εκδικητής από κάποιο κόμιξ» του ξέφυγε, κι ο Κρίστοφερ γέλασε ελαφρώς.

«Αλήθεια; Κι εγώ που νόμιζα ότι μόνο είμαι επίκαιρος μόνο τις Απόκριες!»

«Μπα! Όλοι λατρεύουν τους εκδικητές!»

«Εδώ θα διαφωνήσω. Γνωρίζω πολλούς, οι οποίοι θα προτιμούσαν να μην υπήρχαμε».

«Αναφέρεσαι στους κακοποιούς της πόλης;» μάντεψε ο Τζέιμς και ο αδελφός του έγνεψε καταφατικά.

«Λοιπόν, εγώ πρέπει να φύγω. Αν με χρειαστείς κάτι, πάρε με τηλέφωνο στο κινητό»

«Δε θα σε εμποδίσω από το έργο σου ως Φάντασμα;»

«Το πολύ πολύ δε θα το σηκώσω αν έχω δουλειά και θα σε πάρω κάποια άλλη στιγμή» απάντησε ο Κρίστοφερ και έφυγε, αφήνοντας τον Τζέιμς μόνο.

«Ωραία» μονολόγησε ο νεαρός και έπεσε φαρδύς πλατύς στο καινούριο του κρεβάτι. «Ο αδερφός μου και ο Μαξ είναι Φαντάσματα, εγώ κάτοχος μίας από τις δύο ισχυρότερες δυνάμεις, ο Άγγελος είναι το Λευκό Ρόδο και η Χλόη έχει τον Σμαραγδένιο Δράκο... Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετακόμισα κιόλας! Σκέτο μπέρδεμα!»

«Κοίτα, έτσι όπως το θέτεις, είναι όντως ένα μπέρδεμα» σχολίασε μία άγνωστη φωνή. Ο Τζέιμς πετάχτηκε όρθιος από την έκπληξη. Η φωνή ανήκε σε έναν νεαρό κοντά στην ηλικία του, με μαύρα ατημέλητα μαλλιά και βιολετί μάτια. Ήταν μερικά εκατοστά πιο κοντός από αυτόν και στηριζόταν στην άκρη του γραφείου. Οι αστράγαλοί του ήταν σταυρωμένοι, οι παλάμες του ακουμπισμένες στην επιφάνεια του επίπλου. Γενικά, η στάση του απέπνεε χαλαρότητα και αυτοπεποίθηση.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε και αναρωτήθηκε από μέσα του πώς στο καλό είχε μπει μέσα στο σπίτι τόσο αθόρυβα. «Και τι θέλεις εδώ;»

Ένα μειδίαμα χαράχτηκε στο πρόσωπο του αγνώστου. «Το όνομά μου είναι Λούκας», είπε, «και όσο για το τι θέλω εδώ, θα μπορούσα να σε αφήσω να μαντέψεις, αλλά προτιμώ να σου πω: είμαι εδώ για να γνωρίσω τον Φοίνικα»

«Ποιον Φοίνικα;»

«Ω, έλα τώρα! Μην κάνεις τον ανήξερο! Δεν ωφελεί σε τίποτα!» έκανε ο Λούκας φανερά ενοχλημένος. «Ξέρω πως είσαι ο κάτοχος του Φοίνικα»

«Και για να έχουμε καλό ερώτημα, από πού το έμαθες;».

«Τέτοια πράγματα δε μένουν κρυφά για πολύ»

«Δεν απαντάς στην ερώτησή μου, όμως» επέμεινε ο Τζέιμς, κι ο Λούκας έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.

«Και δεν πρόκειται να το κάνω, μικρέ. Είμαι εδώ για διαφορετικό σκοπό»

«Χμ, κι εδώ είναι το σημείο που γελάς σαν μανιακός και το ανακοινώνεις;»

«Χαχαχα! Να 'σαι καλά! Μ' έκανες και γέλασα!» άρχισε τότε να γελάει ο απρόσκλητος επισκέπτης, και το γέλιο του ήταν ένας γάργαρος και καθαρός ήχος που ουδεμία σχέση είχε με γέλιο μανιακού, κι έκανε τέλος πως σκουπίζει δάκρυα από τις άκρες των ματιών του με τον δείκτη του.

«Τέρμα τα αστεία» σοβάρεψε κατόπιν απότομα η έκφρασή του.

«Νόμιζα ότι τόση ώρα έκανες πλάκα!» τον ειρωνεύτηκε ο Τζέιμς, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο μέχρι να σκεφτεί πώς θα ειδοποιούσε τον Κρίστοφερ. «Θέλω να μάθω για ποιο λόγο είσαι εδώ και τι θέλεις από εμένα!»

«Μα για να δω τον κάτοχο του Φοίνικα, δηλαδή εσένα!»

«Ασ' τα αυτά! Τι διάολο θέλεις;» επέμεινε εκείνος, με την υπομονή του να φτάνει στα όριά της.

«Ωραία, αφού θες να ξέρεις, θα σου πω: χρειάζομαι τη βοήθειά σου»

«Μάλιστα. Σχετικά με;» ρώτησε ξανά το αγόρι και σταύρωσε τα χέρια μπροστά από το στέρνο του, υιοθετώντας μία αμυντική στάση απέναντι στον άγνωστο εισβολέα.

«Όχι εδώ. Δε θέλω να διακινδυνεύσω να μας ακούσει ο αδερφός σου»

«Ή εδώ ή πουθενά!» φώναξε ο Τζέιμς, χωρίς να σχολιάσει την αναφορά στο πρόσωπο του Κρίστοφερ. Ο νεαρός με τα μαύρα μαλλιά, μειδίασε και έκανε ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του.

«Ίδιος ο Κρις... Αν δεν έρθεις μαζί μου με το καλό, θα αναγκαστώ να σε πάρω με το ζόρι»

«Γνωρίζεις τον αδερφό μου;».

«Ναι, ήμασταν φίλοι»

«Και τότε, γιατί δεν τον έχω ακούσει να σε αναφέρει ποτέ;» ρώτησε και ανασήκωσε το φρύδι του ο Τζέιμς.

«Γιατί, είχες ακούσει ποτέ να αναφέρει ότι ανήκει στα Φαντάσματα;» του αντιγύρισε ο Λούκας.

«Δε βλέπω να φοράς τη στολή τους, αν ανήκεις σε εκείνους»

«Ήμουν ένας από αυτούς. Μετά, ας πούμε ότι απλά βαρέθηκα και άλλαξα παρέες»

Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένστικτο του νεαρού με τα γυαλιά τού φώναζε να φύγει όσο είχε καιρό. Ο Λούκας δεν ήταν κάποιος με τον οποίο θα ήθελε να κάνει παρέα.

«Μάλιστα. Κι εγώ τώρα υποτίθεται ότι πρέπει να σε πιστέψω!».

«Δική σου επιλογή το αν θα το κάνεις ή όχι» δήλωσε ο δεύτερος νεαρός. «Αλλά εγώ χρειάζομαι τη βοήθειά σου»

«Δεν. Έρχομαι. Μαζί. Σου» απάντησε ο Τζέιμς, φροντίζοντας να δώσει έμφαση σε κάθε λέξη της πρότασης.

«Δεν είναι ότι έχεις και άλλη επιλογή, για να είμαι ειλικρινής» του αντιγύρισε ο Λούκας, τα μάτια του έλαμψαν και ακριβώς μπροστά του εμφανίστηκε ένας ρούνος μέσα σε έναν κύκλο, μωβ χρώματος.

Ο Τζέιμς κοίταζε μπερδεμένος μία το σχέδιο μέσα στον κύκλο και μία τον Λούκας. Δε γνώριζε πώς να αντιδράσει. Μόνο να μπορούσε να ελέγξει και να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Φοίνικα, τώρα θα είχε γλιτώσει από αυτή την κατάσταση!

«Δεν έχεις ξαναδεί κάποιον ρούνο;» τον ρώτησε ο Λούκας. «Θα υποθέσω πως όχι»

Ο Τζέιμς δε μίλησε, απλά έσφιξε το σαγόνι του και πήρε μία βαθιά ανάσα. Δεν ήξερε να παλεύει καλά για να επιτεθεί στον Λούκας και ήταν σίγουρος ότι και να ήξερε να παλεύει, πάλι δε θα έκανε την πρώτη κίνηση. Ειδικά αν ο νεαρός που είχε απέναντί του ήταν πρώην Φάντασμα. Είχε δει πως πάλευαν ο Κρίστοφερ και ο Μαξ και δεν είχε καμία ελπίδα.
Αλλά από την άλλη, δεν ήθελε να παραδώσει τα όπλα έτσι απλά.

«Αν με ακούς, Φοίνικα, σε παρακαλώ, χρειάζομαι τη βοήθειά σου» σκέφτηκε, προσπαθώντας να έρθει σε επαφή με τη θρυλική δύναμη του πλάσματος. Ωστόσο, καμία αρχαία φωνή δεν απάντησε μέσα στο κεφάλι του. Εκπληκτικά! Ακόμα και η ίδια μου η δύναμη με αγνοεί! σκέφτηκε απελπισμένα.

«Και τι ακριβώς κάνει αυτός ο ρούνος;» έκανε επιφυλακτικά ο Τζέιμς.

«Σε τηλεμεταφέρει» απάντησε ο Λούκας και μεμιάς η εικόνα του δωματίου άρχισε να ξεθωριάζει, για να δώσει τη θέση της σε ένα άλλο δωμάτιο. Ο νεαρός με τα καστανά μάτια άρχισε να ζαλίζεται και θα σωριαζόταν στο έδαφος αν δεν ήταν ο Λούκας να τον στηρίζει. Ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του για να εστιάσουν καλύτερα και ένιωσε να ανακτά ξανά την ισορροπία του.

«Μην ανησυχείς, θα το συνηθίσεις κάποια στιγμή» ειρωνεύτηκε ο Λούκας και έβαλε τον Τζέιμς να καθίσει στο κρεβάτι του δωματίου. Το δωμάτιο αυτό καθ' αυτό δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Αποτελούνταν από ένα μονό ξύλινο κρεβάτι, μία δίφυλλη ντουλάπα, ένα γραφείο και μία καρέκλα. Οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι σε ένα μονότονο λευκό και δεν υπήρχε κάποια ταπετσαρία ή κάποιος πίνακας να τους στολίζει.

«Το ξέρω, το δωμάτιο δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά αν θέλεις να το διακοσμήσεις ή να προσθέσεις και να αφαιρέσεις οτιδήποτε, απλά πες μου» είπε σαν να διάβασε τις σκέψεις του ο νεαρός με τα βιολετί μάτια.

«Ναι, δε θα μείνω εδώ για πολύ καιρό» φρόντισε να του ξεκαθαρίσει ο Τζέιμς.

«Συγγνώμη φίλε μου, αλλά αυτό δεν είναι δική σου απόφαση»

«Ούτε και δική σου» αντέσκοψε κι ο Λούκας του χαμογέλασε σαρδόνια.

«Τζέιμς, εδώ μέσα εγώ αποφασίζω τι γίνεται. Κοίτα να το χωνέψεις αυτό… Σε αφήνω να ξεκουραστείς προς το παρόν, τα λέμε αύριο το πρωί»

Έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τον Τζέιμς μόνο στο δωμάτιο. Εκείνος άφησε να περάσουν τρία λεπτά, προτού σηκωθεί από το στρώμα και αρχίσει να ψάχνει τρόπο διαφυγής. Το μοναδικό παράθυρο του δωματίου είχε κάγκελα και η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Έβρισε χαμηλόφωνα και γύρισε και κάθισε πίσω στο κρεβάτι.

Φοίνικα, το ξέρω ότι με ακούς, οπότε βγες έξω να κάνουμε μία κανονική κουβέντα! σκέφτηκε όντας αρκετά εκνευρισμένος ο Τζέιμς. Για την ακρίβεια βρισκόταν στα όρια της αγανάκτησης με την τωρινή του κατάσταση. Δεν υπολόγιζε τα λόγια που σκεφτόταν, πόσο μάλλον σε ποιον τα απηύθυνε. Μπορεί να ήταν λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες που έμαθε για την ύπαρξη του Σαχίρ, αλλά ένιωθε ότι έπρεπε να κουβεντιάσουν.

Ένα σιγανό γέλιο αντήχησε τότε μέσα στο κεφάλι του. Φοίνικα, σε παρακαλώ, θέλω να μιλήσουμε! επέμεινε ο Τζέιμς.

«Ωραία, λοιπόν, ας μιλήσουμε» απάντησε ο Σαχίρ με τη βαθιά του φωνή.

«Για ποιο λόγο δεν απάντησες πριν που σε κάλεσα στο σπίτι του αδερφού μου;»

«Επειδή αυτός ο νεαρός, ο Λούκας, φαίνεται πως επιζητεί τη βοήθειά μου»

«Αυτός ο Λούκας φωνάζει ότι είναι μπελάς!» αναστέναξε ο Τζέιμς και αναρωτήθηκε πού είχε μπλέξει.

«Ναι, αλλά δεν άκουσες τι έχει να μας πει» συνέχισε ο Φοίνικας.

«Θα τον άφηνα, αν δε με είχε απαγάγει και κλειδώσει σε ένα δωμάτιο!» είπε το προφανές ο νεαρός, το οποίο ήταν και εν μέρει αλήθεια.

«Με τη δική μου δύναμη μπορείς να βγεις από εδώ μέσα»

«Ωραία, θέλω να φύγω από εδώ, θα με βοηθήσεις να το κάνω;»

«Όχι μέχρι να μάθουμε τι θέλει ο Λούκας».

Πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα από τα καστανά του μαλλιά και τα τράβηξε ελαφρώς. Δεν πίστευε αυτό που άκουγε! Δεν ήταν δυνατόν ο Φοίνικας να ήθελε όντως να ακούσει τι είχε να πει ο ίδιος του ο απαγωγέας! Γιατί, τεχνικά, ο Λούκας τον κρατούσε παρά τη θέλησή του. Μόνο να μπορούσε να ελέγξει την καινούρια του δύναμη! Τώρα θα είχε φύγει!

«Δεν ωφελεί να κάνεις αυτές τις σκέψεις, Τζέιμς» δήλωσε το θρυλικό πτηνό, αποκαλώντας τον για πρώτη φορά με το όνομά του. «Δεν έχω σκοπό να φύγω πριν μάθω για ποιο λόγο με χρειάζεται ο Λούκας»

«Εγώ, όμως, θέλω να γυρίσω πίσω! Δε θέλω να ακούσω τι έχει να πει ένας, φανερά, ψυχασθενής!»

«Βιάζεσαι να κρίνεις και αυτό είναι λάθος, νεαρέ μου»

«Δε με ενδιαφέρει! Με έφερε εδώ παρά τη θέλησή μου! Αυτό δεν το κάνει ένας φυσιολογικός άνθρωπος!»

«Πολλοί φυσιολογικοί άνθρωποι έχουν κάνει παράλογα πράγματα» σχολίασε ο Σαχίρ με δασκαλίστικο ύφος.

«Ναι, ναι... Και γι'αυτό ο πανίσχυρος Φοίνικας θέλει να μάθει για ποιο λόγο ένας άνθρωπος χρειάζεται τη βοήθειά του» ειρωνεύτηκε ο νεαρός. Είχε κουραστεί από την κουβέντα τους για το συγκεκριμένο ζήτημα. Ο Φοίνικας δε θα τον βοηθούσε να φύγει μέχρι να άκουγε κάτι, το οποίο είτε δε θα τον ευχαριστούσε είτε δε θα του κινούσε το ενδιαφέρον από τον Λούκας.

«Φοίνικα...»

«Παρακαλώ» έκανε βαριεστημένα το θρυλικό πτηνό.

«Το όνομά σου είναι Σαχίρ, σωστά;»

«Ναι».

«Και ποια είναι η σχέση σου με τον Σμαραγδένιο Δράκο;» ρώτησε ο Τζέιμς και ένιωσε την απροθυμία του να φουντώνει.

«Είναι ο μεγάλος μου αδερφός»

«Ω» αναφώνησε ο νεαρός, και μετά: «Μπορεί να μη γνωρίζω πολλά για μαγεία και τους μύθους και τους θρύλους, αλλά θέλω να ρωτήσω κάτι ακόμα»

«Σε ακούω»

«Για ποιο λόγο διάλεξες εμένα για κάτοχο της δύναμής σου;»

Αυτή η ερώτηση έπιασε απροετοίμαστο τον Σαχίρ. Για την ακρίβεια, ούτε και ο ίδιος το είχε συλλογιστεί αυτό. Πάντα υπήρχε μία σύνδεση ανάμεσα στη δύναμη και τον κάτοχο σε τέτοιες περιπτώσεις, και ο άντρας με τα λευκά μαλλιά ποτέ δεν είχε δώσει παραπάνω από την απαραίτητη σημασία.

«Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου, Τζέιμς. Πάντα ανάμεσα στον κάτοχο και τη δύναμη υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση. Εγώ και ο Άνορ, επιλέγουμε τον κάτοχό μας με βάση αυτής της σύνδεσης»

«Μάαλισταα...» έκανε ο νεαρός, τραβώντας τη λέξη παραπάνω από το κανονικό.

«Λυπάμαι αν σε απογοήτευσα, αλλά αυτό είναι η αλήθεια»

«Έχω κι άλλη ερώτηση» δήλωσε ο Τζέιμς και ο Φοίνικας τον προέτρεψε να την πει.

«Τι εννοούσες όταν είπες πως είσαι ο βασιλιάς του κόσμου;»

Επικράτησε ησυχία, και μετά από ένα λεπτό ακριβώς, ο Σαχίρ έδωσε την απάντηση.

«Ψάχνω τρία συγκεκριμένα αντικείμενα για να καταφέρω να γίνω ο άρχοντας του κόσμου. Όταν τα αποκτήσω, κανείς δε θα μπορεί να με νικήσει, ούτε καν ο Σμαραγδένιος Δράκος και οι θεοί!»

Τα μάτια του Τζέιμς άνοιξαν διάπλατα. Πού είχε μπλέξει; Τι έκανε για να το αξίζει όλο αυτό και προ πάντως, για ποιο λόγο ο Φοίνικας είχε επιλέξει αυτόν, από τη στιγμή που είχε τέτοιες βλέψεις!

«Όχι, όχι! Εγώ δε θα βοηθήσω να γίνει κάτι τέτοιο!» δήλωσε με στόμφο ο νεαρός. Ο Σαχίρ γέλασε με την αφέλεια του κατόχου του.

«Μα, το παίρνω ως δεδομένο πως θα με βοηθήσεις. Ειδικά με τον αδερφό και έναν φίλο σου να ανήκουν στα Φαντάσματα. Και να μην αναφέρω το Λευκό Ρόδο»

«Ναι, αλλά ξεχνάς ότι εμπλέκεται και ο Σμαραγδένιος Δράκος, Σαχίρ! Εκείνος με τη Χλόη, είμαι σίγουρος ότι θα σε σταματήσουν!»

«Είσαι πολύ αισιόδοξος και αφελής, μικρέ!»

Ξανθίππη Γιωτοπούλου