Αύρα (Κεφάλαιο 3: Μια σύντομη υπόσχεση)

(Σκάι)


Άρχισα να συνέρχομαι και διαπίστωσα πως ένιωθα σαφώς καλύτερα απ’ ότι την πρώτη φορά. Τα μάτια μου, αν και βαριά, δεν έκαιγαν πια και μπορούσα πλέον να σηκωθώ από το κρεβάτι χωρίς να παραπονεθεί το σώμα μου. Ένας νέος όρος, κόκκινος αυτή τη φορά, συνδεδεμένος επάνω μου, άφηνε τα ίχνη του να κυλήσουν προς τη γνωστή τους διαδρομή. Με μια κίνηση, επίδοξα πλέον, αφαίρεσα το αυτοκόλλητο που κρατούσε τη βελόνα, χωρίς να προσέξω αν είχαν προλάβει να εισχωρήσουν μέσα μου. Άρχισα να παρατηρώ το δωμάτιο πιο καθαρά. Δεν υπήρχαν παράθυρα, παρά μόνο ένα παράξενο κλιματιστικό που δρόσιζε ευχάριστα το δωμάτιο.

Η διακόσμηση ήταν λιτή έως ανύπαρκτη. Το πάτωμα ήταν από αστραφτερό λευκό πλακάκι και οι τοίχοι είχαν μια απαλή γαλάζια απόχρωση. Μια μικρή ντουλάπα έστεκε στην άλλη πλευρά του δωματίου, σε γκρι τόνους. Πλησίασα προς τα εκεί και ανοίγοντάς τη βρέθηκα να κοιτάω τον εαυτό μου σε έναν καθρέφτη που ήταν κολλημένος πάνω στην πόρτα της ντουλάπας.

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα αντικρίζοντας τον εαυτό μου για πρώτη φορά. Μακριά κάστανα μαλλιά πλαισίωναν το πρόσωπο και το σώμα μου, τα οποία δεν είχα παρατηρήσει μέχρι τώρα. Φορούσα μια γαλάζια, σατέν πιτζάμα που δε μου ταίριαζε καθόλου. Ναι! Πράγματι δεν ήταν η καλύτερη επιλογή χρώματος.

Την παράσταση στο πρόσωπό μου έκλεβαν τα δύο πράσινα μάτια μου, διακοσμημένα με μαύρους κύκλους. Στα χέρια μου υπήρχαν μερικές λεπτεπίλεπτες γρατζουνιές, το σημάδι από τον ορό και ένα μικρό μαύρο σχέδιο στο εσωτερικό του καρπού μου.

«Τατουάζ» θύμισα στον εαυτό μου τη λέξη, περήφανη για το κατόρθωμά μου. Ενώ δεν είχα πρόβλημα να αναγνωρίζω πράγματα, με τις λέξεις υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα. Το τατουάζ, παρόλο που ήταν μικρό, ένιωθα πως ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Αποτελούνταν από δύο νούμερα, προσεκτικά σχεδιασμένα σε μια λεπτεπίλεπτη γραμματοσειρά. Εικοσιεπτά.

Χαμένη όπως ήμουν μέσα στη σκέψη μου, προσπαθώντας να βρω το νόημα αυτού του αριθμού, μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να ακούσω τα χτυπήματα στην πόρτα.

«Περάστε» είπα όσο πιο σοβαρά μπορούσα, έκλεισα την ντουλάπα και προχώρησα προς το μεταλλικό κρεβάτι.

«Επιτέλους ξύπνησες, νομίζαμε πως έπεσες πάλι σε κώμα. Ο δόκτωρ Ρεν μου είπε να σου φέρω φαγητό, αλλά μου είπαν ότι κοιμάσαι και αποφάσισα να περιμένω έξω». Ήταν το αγόρι που με είχε σώσει κατά την πρώτη μου απόπειρα να σηκωθώ. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όμως αυτή τη φορά έδειχνε πιο χαλαρός από ότι ήταν πριν με τον γιατρό.

«Σε λένε Κρις, σωστά; Συγγνώμη, ο δόκτωρ Ρεν μου είπε πως έχω αμνησία, οπότε όλα είναι λίγο θολά μέσα στο κεφάλι μου».

Μπορούσα ακόμα να δω το περίεργο κόκκινο χρώμα γύρω του, αλλά δεν ήθελα να ακουστώ τελείως παρανοϊκή.

«Ναι, εγώ είμαι ο Κρις και εσύ είσαι η Σκάι απ’ όσο έμαθα. Τώρα όμως πρέπει να φας κάτι, γιατί μπορεί ο όρος να σε κράτησε ενυδατωμένη, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε χρειάζεσαι κανονικό φαγητό. Αυτές είναι οι ακριβείς λέξεις που χρησιμοποίησε ο γιατρός».

Ο Κρις πλησίασε προς το κρεβάτι και πηγαίνοντας να αφήσει το δίσκο, στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας το πάτωμα και το χάπι για τον πονοκέφαλο.

«Σκάι, πόση ώρα φορούσες αυτόν τον όρο;»

Απόρησα με την ερώτησή του, αλλά η αλήθεια είναι πως την πρώτη φορά που ξύπνησα, ο όρος ήταν διάφανος. Τώρα στο πάτωμα δέσποζαν μερικές κόκκινες σταγόνες που δεν είχαν καταφέρει να φτάσουν σε εμένα πριν τραβήξω τη βελόνα για δεύτερη φορά.

«Νομίζω ότι μου τον έβαλαν όταν κοιμήθηκα. Θυμάμαι πως την πρώτη φορά που ξύπνησα ο ορός ήταν διάφανος. Γιατί ρωτάς;»

Ο Κρις δε με κοιτούσε. Ακούμπησε τον δίσκο πάνω σε ένα τραπεζάκι για φαγητό και χάθηκε σε σκέψεις. Έβγαλε προσεκτικά ένα ύφασμα από την τσέπη του μαύρου τζιν του και σκούπισε τις σταγόνες από το πάτωμα. Έπειτα σηκώθηκε ξανά όρθιος και το τοποθέτησε σε διαφορετική τσέπη.

«Το χάπι αυτό γιατί στο άφησε ο γιατρός;»

Έκανα ένα βήμα και ανέβηκα στο κρεβάτι. Ξαφνικά ένιωθα μια τρομερή αδυναμία στα πόδια μου. Κάθε προσπάθειά μου να ανακαλέσω ακόμη και πρόσφατες αναμνήσεις ήταν εξουθενωτική.

«Είπε πως θα με βοηθούσε με τον πονοκέφαλο, αλλά με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησα δεν πονούσε τόσο το κεφάλι μου, οπότε το άφησα για ώρα ανάγκης».

Ο Κρις πλησίασε το κρεβάτι μου και ξαφνιασμένη έκανα ένα βήμα πιο πέρα.

«Σκάι, ξέρω ότι δε με ξέρεις και δεν μπορείς να με εμπιστευτείς, αλλά προσπάθησε να μην παίρνεις ό,τι σου δίνει ο Ρεν. Κρύψε το χάπι και πες ότι το πήρες πριν φας. Σε παρακαλώ, μην αναφέρεις τίποτα. Θα σου εξηγήσω αργότερα».

Ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει από το άγχος που μου προκάλεσαν τα λόγια του Κρις, ο οποίος με κοιτούσε με πολύ σοβαρό ύφος, μα ταυτόχρονα σχεδόν ικετευτικό.

«Μου ζητάς να εμπιστευτώ εσένα και όχι τον γιατρό. Μου χρωστάς σίγουρα εξηγήσεις. Θα κρύψω το χάπι για τώρα, αλλά αν δε μου εξηγήσεις σύντομα τι συμβαίνει, θα μιλήσω στον δόκτωρ Ρεν για όσα μου είπες. Εντάξει;»

Ο Κρις έκανε ένα βήμα πίσω και οι μύες του συσπάστηκαν.

«Σύμφωνοι. Έρχεται ο Ρεν. Πρέπει να φύγω. Να είσαι προσεκτική. Κάτι δεν πάει καλά».

Πριν προλάβω να μιλήσω, ο Κρις έκλεινε την πόρτα πίσω του και εγώ άρχισα να ακούω βήματα στον διάδρομο. Με μια γρήγορη κίνηση, έκρυψα το χάπι πίσω από το προσκέφαλο του κρεβατιού και πήρα τον δίσκο για να προσποιηθώ ότι τρώω. Ο Κρις φαινόταν τρομερά ανήσυχος και παρόλο που τον έβλεπα για δεύτερη φορά, όλα μέσα μου φώναζαν να τον εμπιστευτώ. Δεν είχε λόγο να μου πει ψέματα άλλωστε. Όμως έπρεπε να μάθω τι συμβαίνει.

Δυο σταθερά χτυπήματα στην πόρτα διέκοψαν τις σκέψεις μου και σύντομα ο δόκτωρ Ρεν ήταν μέσα στο δωμάτιο, μαζί με μια γυναίκα που μάλλον ήταν νοσοκόμα.

«Η ωραία κοιμωμένη μας ξύπνησε και βλέπω βρήκε την όρεξή της» είπε ο δόκτωρ Ρεν και πλησίασε κοιτώντας για ακόμη μια φορά τις μετρήσεις στα μηχανήματα και στα χαρτιά. Με αγωνία κοίταξα τον κόκκινο όρο, που είχε φτάσει στη μέση και τη θυμωμένη νοσοκόμα να με κοίτα και να ξεφυσά, επειδή έβγαλα τον ορό μου.

«Συγγνώμη, με φαγούριζε». Ήταν ότι πιο παιδικό μπορούσα να πω, όμως ένιωθα ότι η υποκριτική δεν ήταν το δυνατό μου σημείο. Ο Δόκτωρ Ρεν κοίταξε τη νοσοκόμα η οποία αποχώρησε από το δωμάτιο κακήν κακώς.

«Μην παρεξηγείς τη νοσοκόμα Κάθριν, είναι πολύ καλή στη δουλειά της, αλλά όχι και τόσο κοινωνική. Επίσης, δε χρειάζεται να αγχώνεσαι για τον όρο. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι είχε κάνει τη δουλειά του πριν τον βγάλεις. Ζωτικά είσαι μια χαρά. Αυτό είναι πολύ θετικό. Πες μου, σε βοήθησε το χάπι με τον πονοκέφαλο που είχες;»

Θυμήθηκα τον Κρις να κοιτάει επίμονα το κίτρινο χάπι. Δεν έδωσε τόση σημασία στον όρο, αλλά επέμεινε πολύ στο να μην πάρω το χάπι. Αποφάσισα να κρατήσω την υπόσχεσή μου και να μην αποκαλύψω ότι δεν το πήρα.

«Ναι, όταν ξύπνησα δεν είχε περάσει τελείως ο πονοκέφαλος και, αφού ο Κρις έφερε το φαγητό, το πήρα κατευθείαν και τώρα νιώθω καλύτερα. Μόνο που, γιατρέ, ακόμη βλέπω χρώματα γύρω από εσάς, τον Κρις και τη νοσοκόμα Κάθριν. Μήπως δεν πάει κάτι καλά με τα μάτια μου ή μήπως είναι από την πίεση;»

Τα μάτια του γιατρού έλαμψαν. Πλησίασε ελάχιστα και κοιτούσε γύρω μου, σαν να έψαχνε για κάτι που δεν ήταν εκεί.

«Πες μου, Σκάι, βλέπεις κάποιο χρώμα γύρω σου;»

Η αλήθεια είναι πως πριν που κοίταξα στον καθρέφτη ή ακόμα νωρίτερα όταν κοιτούσα τον ορό στο χέρι μου δεν έβλεπα κάτι γύρω μου.

«Όχι, δε βλέπω κανένα χρώμα γύρω μου, είναι κακό αυτό;»

Ο δόκτωρ Ρεν άφησε τα χαρτιά πίσω στο κομοδίνο και περπάτησε για λίγα δευτερόλεπτα σκεπτικός, πριν επιστρέψει στη φυσιολογική του έκφραση.

«Είναι σίγουρα ενδιαφέρον! Τώρα τελείωσε το φαγητό σου και θα σου στείλω ρούχα με τη νοσοκόμα Κάθριν. Θέλει να σε δει ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Εκείνη θα σου λύσει όλες τις απορίες!»

Για ακόμη μια φορά δεν είχα την ευκαιρία να μάθω τίποτα περισσότερο, καθώς στο τέλος της πρότασής του, ο Δόκτωρ Ρεν έκλεινε ήδη την πόρτα πίσω του. Άρχισα να τρώω την κρύα σούπα που έφερε ο Κρις, και μόνο τότε κατάλαβα πόσο πολύ πεινούσα. Έπρεπε να συγκεντρώσω όλες μου τις δυνάμεις για να πάρω τις αναμνήσεις μου πίσω. Γιατί ο Κρις ήταν προβληματισμένος; Γιατί ο δόκτωρ Ρεν ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τις παραισθήσεις μου; Ποιο είναι το σημαντικό πρόσωπο που θα μου λύσει τις απορίες;

Αυτά τα τρία ερωτήματα ταλαιπωρούσαν το κεφάλι μου, μέχρι που χτύπησε η πόρτα και η νοσοκόμα Κάθριν μπήκε αφήνοντας τα ρούχα και ένα ζευγάρι παπούτσια μπροστά στο κρεβάτι μου, πριν χαθεί ξανά, αφήνοντάς με μόνη μου, με τις σκέψεις μου να ταλαιπωρούν το εύθραυστο μυαλό μου.

Ευριδίκη Πετσά