Επτά ημέρες αργότερα, πατήσαμε τη γη της Ινάλ. Δεν είχαμε συναντήσει καμιά άλλη δυσκολία στον δρόμο μας και αυτό με προβλημάτιζε αρκετά. Είχα μάθει από μικρή να υποπτεύομαι τα πάντα και να μην εμπιστεύομαι την ησυχία. Ποτέ δεν ήταν καλό σημάδι η σιωπή και η εξαφάνιση του εχθρού. Ο Λαχάρ προσπαθούσε να πάρει το μυαλό μου μακριά από τις θεωρίες που έπλαθε και τις συνομωσίες που ανακάλυπτε από το πουθενά. Δεν τα κατάφερε εντελώς μιας και ένα μέρος μου έμεινε κολλημένο στο σκοτάδι που με μεγάλωσε. Καλύτερα να υποπτεύομαι τα πάντα παρά να ζω ξέγνοιαστη. Η άγνοια σε αυτά τα μέρη μπορούσε να σε σκοτώσει.
Δεν ήταν δυνατό να καταφέρει κανείς να περιγράψει με ακρίβεια τούτο το Βασίλειο. Η άπλετη ομορφιά του ακολουθούσε τα χνάρια των χωραφιών και του σπαρμένου κάμπου που χανόταν στον ορίζοντα. Ήταν η εποχή του θερισμού και μπορούσα να διακρίνω μερικούς χωρικούς να εργάζονται κάτω από τον καυτό ήλιο. Κατάπια μια διψασμένη ανάσα και τράβηξα την κουκούλα του μανδύα μου ακόμη περισσότερο πάνω στο κεφάλι μου, ώστε να καλύπτει σχεδόν τα μάτια μου. Υψώνοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς το ανοιχτό πεδίο, διέκρινα τα παχιά τείχη της Ινάλ με τους πυργίσκους τους και στο ψηλότερο σημείο μισόκλεισα τα μάτια μου για να μην τυφλωθώ από το χρυσό φως του ναού του Βασιλείου. Της οικίας των Γερόντων, των αθάνατων ιερέων.
Η Κάλιντα σύριξε σιγανά και χαμογέλασα. Τουλάχιστον νιώθαμε και οι δυο μας άβολα με την παρουσία του ναού τόσο κοντά μας. Επιτέλους, μετά από την ολιγοήμερη σιωπή της, είχε επανέλθει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην παλιά της θέση. Δεν μου είπε που είχε πάει και τι ετοίμαζε. Και εγώ δεν ρώτησα. Μου έφτανε που είχε γυρίσει πίσω διαβεβαιώνοντάς με πως δεν ήταν θυμωμένη που προσπαθούσα να την ελέγξω. Ήταν και ο πρώτος καλός λόγος που άκουσα από εκείνη.
Ανεβαίνοντας το μικρό λοφίσκο, τράβηξα τα χαλινάρια ελαφρά και άφησα το άλογο να κατηφορίσει αργά και προσεκτικά προς τα χωράφια. Ο Χάρου πετούσε από πάνω μας και έκρωξε δυνατά πριν χαθεί στον ορίζοντα. Πρώτα μας προϋπάντησαν τα ψηλά και χρυσαφένια στάχυα που λικνίζονταν στο ρυθμό του αέρα και ύστερα οι παραξενεμένοι αγρότες που σήκωναν τα κεφάλια τους, ωθούμενοι από την περιέργεια για τους αγνώστους. Μόλις ο Λαχάρ ξεπέζεψε, σταμάτησαν όλοι τις εργασίες τους και έτρεξαν κοντά του. Το χαμόγελό του πλατύ, αποκάλυπτε την τέλεια οδοντοστοιχία του και ένα μέρος του χαρακτήρα του ακόμα. Φαινόταν πως οι γεωργοί έτρεφαν αδυναμία στο νεαρό τους πρίγκιπα. Τον πλησίασαν σαν παλιοί φίλοι. Παλιοί γνωστοί που χάθηκαν και τους έφεραν τα νήματα της Μοίρας ξανά κοντά. Μιλούσε στην γλώσσα τους. Εκείνοι την τραχιά μα μαγευτική γλώσσα. Κυλούσε σαν καθάριο ρυάκι και οι λέξεις έβγαιναν σχεδόν τραγουδιστά, τονισμένες καταλλήλως και εκπνέοντας τον ενθουσιασμό τους. Γύρισε προς το μέρος μας και μας έδειξε περήφανος στους υπηκόους του. Μόλις αναφέρθηκε στον Κάιν, αμέσως υποκλίθηκαν βαθιά και περίμεναν το σήμα του για να σηκωθούν όρθιοι. Όταν έφτασε και σε εμένα μου έκανε νόημα να ξεπεζέψω και να πάω κοντά του. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Κατέβασα την κουκούλα μου και ακούμπησα το χέρια μου πάνω στο απλωμένο δικό του. Με τράβηξε ελαφρά προς τα εκείνον και ύστερα με έστρεψε στους υπηκόους του. Είπε κάτι στη γλώσσα τους και οι χωρικοί άφησαν ένα μακρύ επιφώνημα. Έπειτα ο πιο μεγάλος σε ηλικία από αυτούς άγγιξε τον ώμο του Λαχάρ και τον χτύπησε παιχνιδιάρικα λέγοντας κάτι που τους έκανε όλους να γελάσουν. Στράφηκα στον πρίγκιπα της Ινάλ που χασκογελούσε, ζητώντας εξηγήσεις.
«Λοιπόν;» ρώτησα.
«Τους είπα πως είσαι η αγαπημένη μου» ο Λαχάρ χωρίς να πάψει να χαμογελά έσφιξε το χέρι μου μέσα στο δικό του.
Κοκκίνισα ελαφρώς και ύψωσα τα φρύδια μου και γνέφοντας κάνοντάς του νόημα να συνεχίσει.
«Και... Ο Σινάν είπε ότι πρέπει να κουρέψω τα μαλλιά μου, αλλιώς θα πρέπει να το κάνεις εσύ».
«Για αυτό γελούσαν;».
«Ναι, βλέπεις…» μπήκε ανάμεσά μας ο Κάιν σπρώχνοντας τον φίλο του πιο πέρα από μένα «Στην Ινάλ, οι άντρες που διαλέγουν την αγαπημένη τους πρέπει να κόψουν τα μαλλιά τους δηλώνοντας πως δεν είναι πλέον ελεύθεροι. Αν δεν το κάνουν οι ίδιοι, τότε το κάνουν οι σύζυγοί τους, σημαίνοντας την υποταγή του άντρα στην γυναίκα του. Κάτι που το θεωρούν οι άντρες της Ινάλ αρκετά ντροπιαστικό. Βέβαια οι περισσότεροι το αποδέχονται με ιδιαίτερο ενθουσιασμό».
«Σε μερικούς αρέσει η υποταγή» ψιθύρισε στο αυτί μου ο Λαχάρ, στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το κορμί.
«Δηλαδή θα πρέπει να αποχωριστείς αυτή την πλεξούδα;» αναρωτήθηκα πιάνοντας τα πλεγμένα του μαλλιά με τα δυο μου δάχτυλά.
«Εκτός και αν με προτιμάς ελεύθερο» γουργούρισε.
«Ας προχωρήσουμε. Θα έχετε όσες στιγμές θέλετε μετά» ο Κάιν ξερόβηξε με νόημα και έδειξε με το χέρι του το βασίλειο της Ινάλ.
«Κάιν, αν δε σε γνώριζα καλύτερα θα έλεγα πως βιάζεσαι να δεις την αδελφή μου!».
«Λαχάρ δεν πιστεύω να θες να σου κόψω εγώ τα μαλλιά» τον απείλησε ο πρίγκιπας της Σεβέλ και δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα γέλια μου.
Οι χωρικοί παρατηρούσαν την όλη σκηνή με προσοχή και μιλούσαν έντονα μεταξύ τους. Ο Λαχάρ τους χαιρέτησε και τους έστειλε πάλι στις δουλειές τους, ενώ εμείς ανεβήκαμε ξανά στα άλογα και πήραμε το δρόμο για την κεντρική πύλη.
Η κεντρική πύλη του βασιλείου της Ινάλ ήταν τόσο ψηλή που σε ανάγκαζε να τεντώσεις το κεφάλι σου όσο πιο πίσω γινόταν. Είχε το χρώμα της άμμου που πατούσαμε και η ζέστη την έκανε να μοιάζει έτοιμη να λιώσει μπροστά στα μάτια μας. Η θέρμη που ανέδιδε το έδαφος ήταν ικανή να σε κάνει να λιποθυμήσεις, ενώ τα μάτια μου ακόμη προσπαθούσαν να συνηθίσουν την χρυσή λαοθάλασσα που έμπαινε και έβγαινε από το βασίλειο. Δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε χρυσόλευκα μαλλιά και έντονα γαλάζια μάτια. Και αν δεν τα είχε, τότε ήταν έμπορος από μια άλλη μακρινή περιοχή. Το σκούρο δέρμα τους, προσέδιδε κάτι το εξωτικό και τόνιζε την ομορφιά τους. Έμοιαζαν αψεγάδιαστοι και κινούνταν τόσο αρμονικά και ευχάριστα. Σα να ήξεραν προς τα που θα κινηθεί ο μπροστινός τους και απλά συμβιβάζονταν με τις δικές τους κινήσεις.
Ο Λαχάρ έκανε σήμα στους φρουρούς της πύλης και εκείνοι τον υπάκουσαν αμέσως, εκστασιασμένοι με την παρουσία του πρίγκιπά τους. Οι φορεσιές τους ήταν μοναδικές και έφεραν τα πιο όμορφα χρώματα που είχα δει στη ζωή μου. Όλο το βασίλειο ήταν ένας ωκεανός αποχρώσεων. Ένας δερμάτινος θώρακας έκρυβε το σώμα των φρουρών, ενώ πάνω στους ώμους τους έπεφταν δυο κίτρινα μακριά υφάσματα που σχεδόν κυλιούνταν στην άμμο. Γύρω από τη μέση τους τυλιγόταν ένα πορφυρό ζωνάρι και είχαν περασμένο σε αυτό μια πλατιά και μυτερή, κυρτή μαχαίρα. Τα πόδια τους καλύπτονταν από μια αέρινη και ελάχιστα φουσκωτή περισκελίδα που έφτανε ως τα γόνατα και τα πέλματά τους προστατεύονταν από δερμάτινα σανδάλια.
Το έμβλημα της Ινάλ, ένα μεγάλο δέντρο με περίτεχνα πλεγμένα κλαδιά που το υμνούσαν δυο μορφές εκατέρωθέν του με μαλλιά μακριά που μπλέκονταν με τις ρίζες του δέντρου, κόπηκε στα δύο όταν άνοιξε η πύλη. Μπροστά μου ξεχύθηκαν φωνές και άνθρωποι χαμογελαστοί, μαζί με τη μεγαλύτερη αγορά που είχα δει ποτέ μου. Πάγκοι με αμέτρητα μπαχαρικά που σου τρυπούσαν τη μύτη, έδιναν τη θέση τους σε πάγκους με πολύχρωμα υφάσματα. Οι πάγκοι έδιναν και έπαιρναν και οι φωνές των εμπόρων το ίδιο. Γυναικεία γέλια συμπλήρωναν το χαμό και ο θαυμασμός μου δεν μπορούσε να διακοπεί με τίποτα. Ο Λαχάρ με τράβηξε από το χέρι χαμογελώντας, ενώ χαιρετούσε όλους τους υπηκόους του χαρωπά. Εκείνοι του έκαναν νόημα και έπειτα κοιτούσαν τον ουρανό, δοξάζοντας τους Θεούς που επέστρεψαν τον πρίγκιπά τους.
Το χρυσό χρώμα της άμμου, διέκοπταν οι ψηλοί καταπράσινοι φοίνικες και κοκοφοίνικες όπως μου τους είπε ο Λαχάρ. Μερικά παιδιά είχαν ανέβει στα δέντρα και προσπαθούσαν να πιάσουν μερικές καρύδες, ενώ τα άλλα περίμεναν από κάτω τους να πιάσουν τους πολυπόθητους καρπούς.
Βγαίνοντας από την αγορά, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μεγάλο πηγάδι, όπου κόσμος με στάμνες στα χέρια περίμενε να βγάλει λίγο νερό. Μια ηλικιωμένη κυρία προσπαθούσε να ανεβάσει τον βαρύ κουβά, μα με δυσκολία τα κατάφερνε. Ο Λαχάρ άφησε το χέρι μου και πλησίασε την γιαγιά. Της χαμογέλασε και πήρε το σκοινί από τα χέρια της, βγάζοντας γρήγορα τον κουβά γεμάτο νερό και γεμίζοντας τη στάμνα της. Η ηλικιωμένη έπιασε τα χέρια του και τα φίλησε και ύστερα εκείνος έσκυψε προς το μέρος της ώστε να την κοιτά κατάματα και της είπε κάτι στη γλώσσα τους πριν ακουμπήσει το μέτωπό του στα ροζιασμένα χέρια της. Έπειτα φώναξε ένα φρουρό και του είπε να βοηθήσει την κυρία μέχρι το σπίτι της. Ο κόσμος γύρω από τον Λαχάρ πλήθαινε και όλοι έρχονταν να τον χαιρετήσουν, ενώ γελούσαν με αυτά που τους έλεγε. Η καρδιά μου σκίρτησε και ένιωσα πολύ τυχερή που είχα αυτό τον άνθρωπο δίπλα μου. Δεν μου χάρισε απλά λίγο από το φως του. Μου άνοιξε ολόκληρη την όαση και με άφησε να χαθώ μέσα της. Ήταν όσα δε ζήτησα νοητά ή φωναχτά και μου δόθηκε απόλυτα χωρίς να ζητήσει τίποτε σε αντάλλαγμα. Ακόμη με εξέπλησσε.
Ανεβήκαμε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του κάστρου της Ινάλ για αρκετή ώρα ή χρόνια. Ό,τι και να ήταν, νόμιζα ότι θα πέθαινα από το λαχάνιασμα και την λειψυδρία. Το μόνο που ήθελα ήταν λίγη σκιά και αρκετό δροσερό νερό. Όταν πατήσαμε και το τελευταίο σκαλοπάτι, νόμιζα πως θα λιποθυμούσα και χάρηκα όταν είδα τον Κάιν σε μια παρόμοια κατάσταση. Τουλάχιστον δεν ήμουν η μόνη που υπέφερε. Ο Λαχάρ, αντιθέτως, μαζί με τους ιππότες του Κάιν ήταν τόσο άνετοι, σα να μην είχαν ανέβει ποτέ αυτό το μαρτύριο.
Χώθηκα αμέσως κάτω από την σκιά που κρατούσαν οι μεγαλόπρεποι μαρμάρινοι κίονες που στήριζαν την αετωματική στέγη και στάθηκα να ξαποστάσω ωσότου η καρδιά μου ηρεμούσε. Ο Χάρου δεν άργησε να φανεί και πριν έρθει σε εμένα, προσγειώθηκε στο χέρι του Λαχάρ. Τελικά τον είχε συμπαθήσει. «Όπως η αφέντρα του», σκέφτηκα και χαμογέλασα. Έλυσα τον μανδύα από πάνω μου και ανακουφίστηκαν όταν ένα ανεπαίσθητο αεράκι δρόσισε τους ώμους και την πλάτη μου. Αναστέναξα ευχαριστημένη και προχώρησα προς τον Λαχάρ που συνομιλούσε με δυο από τους φύλακες. Εκείνοι έσπρωξαν ευθύς την πύλη και όλοι μαζί προχωρήσαμε στο εσωτερικό του κάστρου. Μισόκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να συνηθίσω την αλλαγή του πολύ ήλιου με τη σκιά και έτριψα λίγο το ελεύθερο μάτι μου.
Όταν το φως και τα χρώματα επανήλθαν, έμεινα με ανοιχτό το στόμα μπροστά στο πανέμορφο θέαμα. Έσφιξα τον μανδύα πάνω στο χέρι μου, προσπαθώντας να σιγουρευτώ ότι βρισκόμουν στη γη και όχι σε κάποιο παράδεισο. Οι τεράστιοι κίονες χώριζαν την λαμπρή αίθουσα σε τρία κλίτη και επάνω τους ήταν σμιλεμένα διάφορα άνθη που έμοιαζαν με αληθινά. Άγγιξα ένα για να βεβαιωθώ ότι δεν κινήθηκε από τον ελαφρύ άνεμο. Ήταν τόσο απαλό που πραγματικά οι αισθήσεις μου μπερδεύτηκαν και δεν ήξερα τι να πιστέψω.
Παντού οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με το έμβλημα της Ινάλ, ενώ οι τοιχογραφίες από μεγάλους και πλούσιους κήπους με εξωτικά ζώα να τους τριγυρίζουν, δεν ήταν καθόλου κουραστικές για τα μάτια μας. Άπλετο φως έμπαινε από τους εξώστες στην μακρόστενη αίθουσα και συγκεντρωνόταν στο κέντρο αυτής, μέσα σε μια κινστέρνα γεμάτη από καθάριο νερό που το έσκιζαν μικρά και πολύχρωμα ψάρια. Η δροσιά σε αυτό το χώρο ήταν ευχάριστη και καλοδεχούμενη.
Περνώντας την κινστέρνα που στα νερά της αντικατοπτρίζονταν τα τοξωτά ανοίγματα της οροφής, περάσαμε στην υπόλοιπη αίθουσα, εκείνη του θρόνου. Υπήρχε μόνο ένας θρόνος στο μικρό ύψωμα μπροστά μας, τον οποίο δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά μιας και μας έκρυβε την θέα ένας από τους συμβούλους του βασιλιά της Ινάλ. Μόλις άκουσαν τα βήματά μας στο γυαλισμένο μάρμαρο, αμέσως ο σύμβουλος έκανε στην άκρη και άφησε το πεδίο ελεύθερο.
Στην αρχή, νόμιζα πως είχα μπροστά μου ένα δεύτερο Λαχάρ. Η μόνες διαφορές τους ήταν η πιο προχωρημένη ηλικία και τα κοντά κομμένα λευκόξανθα μαλλιά. Τώρα έβλεπα από που πήρε τα πανέμορφα χαρακτηριστικά του ο έβδομος πρίγκιπας. Ο βασιλιάς ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα καταγάλανα μάτια του και αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του. Ο Χάρου έγειρε το απαλό κεφαλάκι του στα αριστερά προσπαθώντας να συνηθίσει την εικόνα των δύο σχεδόν όμοιων αντρών. Άπλωσε τα φτερά του και ύστερα τα έκλεισε γέρνοντας το κεφάλι του στα δεξιά. Μπορεί από την άλλη πλευρά να είχε καλύτερη εικόνα.
Ο βασιλιάς της Ινάλ, προχώρησε αγέρωχος και με ίσιο ανάστημα προς εμάς. Το πλούσιο πορφυρό πανωφόρι του, ξεπερνούσε ελάχιστα τα γόνατά του και ήταν στολισμένο με διάφορα άνθη και φύλλα φτέρης από χρυσές κλωστές. Ο γιακάς του ενδύματος έκλεινε σαν πολύτιμο περιδέραιο γύρω από το λαιμό, ενώ μερικά κουμπιά έκλειναν το θώρακά του. Στη βάση του στομαχιού του έδενε ένα χρυσό ζωνάρι, φτιαγμένο από παχύ ύφασμα που φάνταζε απαλό και αέρινο. Μέσα σε αυτό είχε περάσει τη δικιά του κυρτή μαχαίρα που έστεκε περήφανη στο γοφό του.
Το πανωφόρι σκιζόταν στο τέλος του ζωναριού αυτού και άνοιγε στα πόδια για να εμφανίσει μια υφασμάτινη παντελόνα αρκετά χαλαρή, ενώ οι μαύρες μπότες του ήταν δεμένες γερά γύρω από τις γάμπες του.
Τα βήματά του ήταν προσεκτικά και σχεδόν σιωπηλά. Το ύφος του σοβαρό, μα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, η λεπτή μύτη, τα ζουμερά ροδοκόκκινα χείλη του, τα γαλανά αμυγδαλωτά μάτια του, ακόμη και το περιποιημένο τόξο των φρυδιών του, το ελάχιστα συνοφρυωμένο, του απέδιδε μια χαλαρότητα και την απόλυτη ηρεμία.
Στάθηκε απέναντι από τον Λαχάρ και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, σα να ζύγιζε το κουράγιο του. Αυτός ο έλεγχος δεν κράτησε πολύ μιας και ο βασιλιάς ξέσπασε στα γέλια. Ο πρίγκιπας τον μιμήθηκε και αμέσως οι δυο άντρες έδωσαν μια ζεστή και δυνατή αγκαλιά. Ο βασιλιάς έπιασε τον Λαχάρ από τους ώμους και έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο.
Όταν του μίλησε, για κάποιο λόγο απλώθηκε μια θέρμη σε όλο μου το σώμα και ένα ρίγος με διαπέρασε. Είχε την πιο όμορφη και ζεστή φωνή που είχα ακούσει ποτέ μου. Δεν ήταν τραχιά, μα είχε τη σοβαρότητά της. Έμοιαζε στο άκουσμα με μια καθαρή νότα λύρας, λίγο πιο βαριά και σταθερή. Είχε κάτι θελκτικό η φωνή του που σε έκανε να θες να τον ακούς να μιλάει και να μιλάει χωρίς σταματημό. Όταν μιλούσαν οι χωρικοί τη γλώσσα τους μου ακουγόταν πιο βαριά και λίγο πιο σκληρή. Μα όταν τη μίλησε ο βασιλιάς, την έκανε να ακούγεται πιο κελαρυστή και προσεγμένη. Ο Λαχάρ δεν είχε κληρονομήσει αυτή τη χροιά και ας έμοιαζαν λίγο οι φωνές τους.
Ο βασιλιάς σταμάτησε να θαυμάζει τον γιο του και στράφηκε σε εμάς. Αμέσως υποκλίθηκε στον πρίγκιπα Κάιν.
«Αγαπητέ, πρίγκιπα της Σεβέλ! Χαίρομαι που φτάσατε σώοι και αβλαβείς στο βασίλειό μας. Ο Λαχάρ με έχει ενημερώσει για αρκετές από τις εξελίξεις, μα δεν έχω μια πλήρη εικόνα της κατάστασης» είπε ο βασιλιάς.
Ο Κάιν έγνεψε και υποκλίθηκε ελαφρώς.
«Βασιλιά Χακίμ Ελ Αμίν. Φυσικά θα σας ενημερώσω αμέσως. Μπορώ και τώρα να σας πω ό,τι θέλετε, μα νομίζω καλύτερη για την εξήγηση είναι η Αλιάνα».
Ο βασιλιάς στράφηκε σε εμένα και τα μάτια του έλαμψαν.
«Α! Η Αλιάνα...» αναφώνησε και αμέσως υποκλίθηκα για να έρθω αντιμέτωπη με το απλωμένο του χέρι. Τα δάχτυλά του ήταν καλυμμένα από διάφορα δαχτυλίδια φτιαγμένα από ατόφιο χρυσάφι. Ίσιωσα τον κορμό μου και τον κοίταξα έκπληκτη, ενώ άπλωσα διστακτικά το χέρι μου. Μόλις εκείνος το έσφιξε, με τράβηξε πάνω του και έπεσα με φόρα στο φαρδύ θώρακά του. Με έσφιξε σε μια γερή αγκαλιά και νόμιζα ότι έχανα το φως μου, όταν με άφησε ελεύθερη και έκανα λίγα βήματα πίσω τρεκλίζοντας.
«Έχω ακούσει τόσα για σένα! Επιτέλους σε γνωρίζω. Μπράβο υιέ μου!» φώναξε και η φωνή του αντιλάλησε στην μεγάλη αίθουσα.
Πότε άκουσε για μένα; Γύρισα στον Λαχάρ και τον κοίταξα περίεργη. Εκείνος παρατηρούσε την οροφή και ξερόβηξε.
«Πατέρα, δεν προχωράμε καλύτερα;».
Ο βασιλιάς Χακίμ έδεσε τα χέρια του πίσω από την μέση του και το πρόσωπό του έλαμψε.
«Ναι φυσικά! Θέλω να γνωρίσω καλύτερα τη νύ-»
«Ναι ναι!» τον διέκοψε ο Λαχάρ «Προτεραιότητα έχει η πύλη των νεκρών πατέρα» του είπε όλο νόημα.
Τότε ήταν που έγειρα και εγώ το κεφάλι μου στα αριστερά μαζί με τον Χάρου. Ίσως έτσι καταλάβαινα τι γινόταν. Ο βασιλιάς της Ινάλ έγνεψε και μου έκλεισε το μάτι. Πριν προχωρήσουμε, γρήγορα βήματα εισέβαλλαν στα αυτιά μας και πίσω μας εμφανίστηκε μια πανέμορφη, σχετικά ψηλή κοπέλα. Το φόρεμά της ήταν έμοιαζε με τον ήλιο που μόλις ανέτειλε και έπεφτε απαλά επάνω στο λιγνό κορμί της, δένοντας τη μέση της με ένα χρυσό λεπτό ζωνάρι. Στους ώμους της έπεφτε μια μακριά ροδοκόκκινη κάπα που σφάλιζε μπροστά από το στέρνο της με το έμβλημα της Ινάλ. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, κατάξανθα και κυλούσαν πάνω στη μέση της, ενώ μερικά ήταν πλεγμένα σε περίτεχνες πλεξούδες που έδεναν στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Τα έκπληκτα μάτια της, γεμάτα προσμονή, χρωματίζονταν από ένα περίεργο γαλάζιο χρώμα. Εκείνο που έχει ο πάγος. Μα κάθε άλλο παρά κρύα ήταν.
Ο Λαχάρ βγήκε μπροστά μας και εκείνη έτρεξε κατά πάνω του, πέφτοντας με φόρα στην αγκαλιά του.
«Αδερφέ μου!» φώναξε και τσίριξε χαρούμενη. Ο Λαχάρ την έκλεισε μέσα στο στήθος του και φίλησε το κεφάλι της «Μου έλειψες τόσο πολύ!».
Ο έβδομος πρίγκιπας γέλασε και την έστρεψε προς το μέρος μας. Το χαμόγελό της αμέσως χάθηκε μόλις είδε τον Κάιν.
«Πρίγκιπα Κάιν...» ψιθύρισε με τον πιο κρύο τόνο της φωνής της. Ο Κάιν στένεψε το βλέμμα του και προσπάθησε να την χαιρετήσει μα εκείνη τον διέκοψε γυρίζοντας σε εμένα «Εσύ θα πρέπει να είσαι η Αλιάνα! Έχω ακούσει το-» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει και ο Λαχάρ γύρισε το κεφάλι της στο στέρνο του.
«Μα τι χαζομάρες λες γλυκιά μου αδερφή!» είπε και γέλασε αμήχανα. Η κοπέλα ελευθερώθηκε από το κράτημα του αδελφού της και έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της πριν με κοιτάξει ξανά.
«Είμαι η Άιλις! Όγδοη στη σειρά του θρόνου της Ινάλ, η μόνη πριγκίπισσα του βασιλείου και η επόμενη βασίλισσα της Σεβέλ. Εμείς οι δυο, θα γίνουμε πολύ καλές φίλες, Αλιάνα!».
Δεν ήταν δυνατό να καταφέρει κανείς να περιγράψει με ακρίβεια τούτο το Βασίλειο. Η άπλετη ομορφιά του ακολουθούσε τα χνάρια των χωραφιών και του σπαρμένου κάμπου που χανόταν στον ορίζοντα. Ήταν η εποχή του θερισμού και μπορούσα να διακρίνω μερικούς χωρικούς να εργάζονται κάτω από τον καυτό ήλιο. Κατάπια μια διψασμένη ανάσα και τράβηξα την κουκούλα του μανδύα μου ακόμη περισσότερο πάνω στο κεφάλι μου, ώστε να καλύπτει σχεδόν τα μάτια μου. Υψώνοντας ελαφρά το κεφάλι μου προς το ανοιχτό πεδίο, διέκρινα τα παχιά τείχη της Ινάλ με τους πυργίσκους τους και στο ψηλότερο σημείο μισόκλεισα τα μάτια μου για να μην τυφλωθώ από το χρυσό φως του ναού του Βασιλείου. Της οικίας των Γερόντων, των αθάνατων ιερέων.
Η Κάλιντα σύριξε σιγανά και χαμογέλασα. Τουλάχιστον νιώθαμε και οι δυο μας άβολα με την παρουσία του ναού τόσο κοντά μας. Επιτέλους, μετά από την ολιγοήμερη σιωπή της, είχε επανέλθει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην παλιά της θέση. Δεν μου είπε που είχε πάει και τι ετοίμαζε. Και εγώ δεν ρώτησα. Μου έφτανε που είχε γυρίσει πίσω διαβεβαιώνοντάς με πως δεν ήταν θυμωμένη που προσπαθούσα να την ελέγξω. Ήταν και ο πρώτος καλός λόγος που άκουσα από εκείνη.
Ανεβαίνοντας το μικρό λοφίσκο, τράβηξα τα χαλινάρια ελαφρά και άφησα το άλογο να κατηφορίσει αργά και προσεκτικά προς τα χωράφια. Ο Χάρου πετούσε από πάνω μας και έκρωξε δυνατά πριν χαθεί στον ορίζοντα. Πρώτα μας προϋπάντησαν τα ψηλά και χρυσαφένια στάχυα που λικνίζονταν στο ρυθμό του αέρα και ύστερα οι παραξενεμένοι αγρότες που σήκωναν τα κεφάλια τους, ωθούμενοι από την περιέργεια για τους αγνώστους. Μόλις ο Λαχάρ ξεπέζεψε, σταμάτησαν όλοι τις εργασίες τους και έτρεξαν κοντά του. Το χαμόγελό του πλατύ, αποκάλυπτε την τέλεια οδοντοστοιχία του και ένα μέρος του χαρακτήρα του ακόμα. Φαινόταν πως οι γεωργοί έτρεφαν αδυναμία στο νεαρό τους πρίγκιπα. Τον πλησίασαν σαν παλιοί φίλοι. Παλιοί γνωστοί που χάθηκαν και τους έφεραν τα νήματα της Μοίρας ξανά κοντά. Μιλούσε στην γλώσσα τους. Εκείνοι την τραχιά μα μαγευτική γλώσσα. Κυλούσε σαν καθάριο ρυάκι και οι λέξεις έβγαιναν σχεδόν τραγουδιστά, τονισμένες καταλλήλως και εκπνέοντας τον ενθουσιασμό τους. Γύρισε προς το μέρος μας και μας έδειξε περήφανος στους υπηκόους του. Μόλις αναφέρθηκε στον Κάιν, αμέσως υποκλίθηκαν βαθιά και περίμεναν το σήμα του για να σηκωθούν όρθιοι. Όταν έφτασε και σε εμένα μου έκανε νόημα να ξεπεζέψω και να πάω κοντά του. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Κατέβασα την κουκούλα μου και ακούμπησα το χέρια μου πάνω στο απλωμένο δικό του. Με τράβηξε ελαφρά προς τα εκείνον και ύστερα με έστρεψε στους υπηκόους του. Είπε κάτι στη γλώσσα τους και οι χωρικοί άφησαν ένα μακρύ επιφώνημα. Έπειτα ο πιο μεγάλος σε ηλικία από αυτούς άγγιξε τον ώμο του Λαχάρ και τον χτύπησε παιχνιδιάρικα λέγοντας κάτι που τους έκανε όλους να γελάσουν. Στράφηκα στον πρίγκιπα της Ινάλ που χασκογελούσε, ζητώντας εξηγήσεις.
«Λοιπόν;» ρώτησα.
«Τους είπα πως είσαι η αγαπημένη μου» ο Λαχάρ χωρίς να πάψει να χαμογελά έσφιξε το χέρι μου μέσα στο δικό του.
Κοκκίνισα ελαφρώς και ύψωσα τα φρύδια μου και γνέφοντας κάνοντάς του νόημα να συνεχίσει.
«Και... Ο Σινάν είπε ότι πρέπει να κουρέψω τα μαλλιά μου, αλλιώς θα πρέπει να το κάνεις εσύ».
«Για αυτό γελούσαν;».
«Ναι, βλέπεις…» μπήκε ανάμεσά μας ο Κάιν σπρώχνοντας τον φίλο του πιο πέρα από μένα «Στην Ινάλ, οι άντρες που διαλέγουν την αγαπημένη τους πρέπει να κόψουν τα μαλλιά τους δηλώνοντας πως δεν είναι πλέον ελεύθεροι. Αν δεν το κάνουν οι ίδιοι, τότε το κάνουν οι σύζυγοί τους, σημαίνοντας την υποταγή του άντρα στην γυναίκα του. Κάτι που το θεωρούν οι άντρες της Ινάλ αρκετά ντροπιαστικό. Βέβαια οι περισσότεροι το αποδέχονται με ιδιαίτερο ενθουσιασμό».
«Σε μερικούς αρέσει η υποταγή» ψιθύρισε στο αυτί μου ο Λαχάρ, στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το κορμί.
«Δηλαδή θα πρέπει να αποχωριστείς αυτή την πλεξούδα;» αναρωτήθηκα πιάνοντας τα πλεγμένα του μαλλιά με τα δυο μου δάχτυλά.
«Εκτός και αν με προτιμάς ελεύθερο» γουργούρισε.
«Ας προχωρήσουμε. Θα έχετε όσες στιγμές θέλετε μετά» ο Κάιν ξερόβηξε με νόημα και έδειξε με το χέρι του το βασίλειο της Ινάλ.
«Κάιν, αν δε σε γνώριζα καλύτερα θα έλεγα πως βιάζεσαι να δεις την αδελφή μου!».
«Λαχάρ δεν πιστεύω να θες να σου κόψω εγώ τα μαλλιά» τον απείλησε ο πρίγκιπας της Σεβέλ και δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα γέλια μου.
Οι χωρικοί παρατηρούσαν την όλη σκηνή με προσοχή και μιλούσαν έντονα μεταξύ τους. Ο Λαχάρ τους χαιρέτησε και τους έστειλε πάλι στις δουλειές τους, ενώ εμείς ανεβήκαμε ξανά στα άλογα και πήραμε το δρόμο για την κεντρική πύλη.
Η κεντρική πύλη του βασιλείου της Ινάλ ήταν τόσο ψηλή που σε ανάγκαζε να τεντώσεις το κεφάλι σου όσο πιο πίσω γινόταν. Είχε το χρώμα της άμμου που πατούσαμε και η ζέστη την έκανε να μοιάζει έτοιμη να λιώσει μπροστά στα μάτια μας. Η θέρμη που ανέδιδε το έδαφος ήταν ικανή να σε κάνει να λιποθυμήσεις, ενώ τα μάτια μου ακόμη προσπαθούσαν να συνηθίσουν την χρυσή λαοθάλασσα που έμπαινε και έβγαινε από το βασίλειο. Δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε χρυσόλευκα μαλλιά και έντονα γαλάζια μάτια. Και αν δεν τα είχε, τότε ήταν έμπορος από μια άλλη μακρινή περιοχή. Το σκούρο δέρμα τους, προσέδιδε κάτι το εξωτικό και τόνιζε την ομορφιά τους. Έμοιαζαν αψεγάδιαστοι και κινούνταν τόσο αρμονικά και ευχάριστα. Σα να ήξεραν προς τα που θα κινηθεί ο μπροστινός τους και απλά συμβιβάζονταν με τις δικές τους κινήσεις.
Ο Λαχάρ έκανε σήμα στους φρουρούς της πύλης και εκείνοι τον υπάκουσαν αμέσως, εκστασιασμένοι με την παρουσία του πρίγκιπά τους. Οι φορεσιές τους ήταν μοναδικές και έφεραν τα πιο όμορφα χρώματα που είχα δει στη ζωή μου. Όλο το βασίλειο ήταν ένας ωκεανός αποχρώσεων. Ένας δερμάτινος θώρακας έκρυβε το σώμα των φρουρών, ενώ πάνω στους ώμους τους έπεφταν δυο κίτρινα μακριά υφάσματα που σχεδόν κυλιούνταν στην άμμο. Γύρω από τη μέση τους τυλιγόταν ένα πορφυρό ζωνάρι και είχαν περασμένο σε αυτό μια πλατιά και μυτερή, κυρτή μαχαίρα. Τα πόδια τους καλύπτονταν από μια αέρινη και ελάχιστα φουσκωτή περισκελίδα που έφτανε ως τα γόνατα και τα πέλματά τους προστατεύονταν από δερμάτινα σανδάλια.
Το έμβλημα της Ινάλ, ένα μεγάλο δέντρο με περίτεχνα πλεγμένα κλαδιά που το υμνούσαν δυο μορφές εκατέρωθέν του με μαλλιά μακριά που μπλέκονταν με τις ρίζες του δέντρου, κόπηκε στα δύο όταν άνοιξε η πύλη. Μπροστά μου ξεχύθηκαν φωνές και άνθρωποι χαμογελαστοί, μαζί με τη μεγαλύτερη αγορά που είχα δει ποτέ μου. Πάγκοι με αμέτρητα μπαχαρικά που σου τρυπούσαν τη μύτη, έδιναν τη θέση τους σε πάγκους με πολύχρωμα υφάσματα. Οι πάγκοι έδιναν και έπαιρναν και οι φωνές των εμπόρων το ίδιο. Γυναικεία γέλια συμπλήρωναν το χαμό και ο θαυμασμός μου δεν μπορούσε να διακοπεί με τίποτα. Ο Λαχάρ με τράβηξε από το χέρι χαμογελώντας, ενώ χαιρετούσε όλους τους υπηκόους του χαρωπά. Εκείνοι του έκαναν νόημα και έπειτα κοιτούσαν τον ουρανό, δοξάζοντας τους Θεούς που επέστρεψαν τον πρίγκιπά τους.
Το χρυσό χρώμα της άμμου, διέκοπταν οι ψηλοί καταπράσινοι φοίνικες και κοκοφοίνικες όπως μου τους είπε ο Λαχάρ. Μερικά παιδιά είχαν ανέβει στα δέντρα και προσπαθούσαν να πιάσουν μερικές καρύδες, ενώ τα άλλα περίμεναν από κάτω τους να πιάσουν τους πολυπόθητους καρπούς.
Βγαίνοντας από την αγορά, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μεγάλο πηγάδι, όπου κόσμος με στάμνες στα χέρια περίμενε να βγάλει λίγο νερό. Μια ηλικιωμένη κυρία προσπαθούσε να ανεβάσει τον βαρύ κουβά, μα με δυσκολία τα κατάφερνε. Ο Λαχάρ άφησε το χέρι μου και πλησίασε την γιαγιά. Της χαμογέλασε και πήρε το σκοινί από τα χέρια της, βγάζοντας γρήγορα τον κουβά γεμάτο νερό και γεμίζοντας τη στάμνα της. Η ηλικιωμένη έπιασε τα χέρια του και τα φίλησε και ύστερα εκείνος έσκυψε προς το μέρος της ώστε να την κοιτά κατάματα και της είπε κάτι στη γλώσσα τους πριν ακουμπήσει το μέτωπό του στα ροζιασμένα χέρια της. Έπειτα φώναξε ένα φρουρό και του είπε να βοηθήσει την κυρία μέχρι το σπίτι της. Ο κόσμος γύρω από τον Λαχάρ πλήθαινε και όλοι έρχονταν να τον χαιρετήσουν, ενώ γελούσαν με αυτά που τους έλεγε. Η καρδιά μου σκίρτησε και ένιωσα πολύ τυχερή που είχα αυτό τον άνθρωπο δίπλα μου. Δεν μου χάρισε απλά λίγο από το φως του. Μου άνοιξε ολόκληρη την όαση και με άφησε να χαθώ μέσα της. Ήταν όσα δε ζήτησα νοητά ή φωναχτά και μου δόθηκε απόλυτα χωρίς να ζητήσει τίποτε σε αντάλλαγμα. Ακόμη με εξέπλησσε.
Ανεβήκαμε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του κάστρου της Ινάλ για αρκετή ώρα ή χρόνια. Ό,τι και να ήταν, νόμιζα ότι θα πέθαινα από το λαχάνιασμα και την λειψυδρία. Το μόνο που ήθελα ήταν λίγη σκιά και αρκετό δροσερό νερό. Όταν πατήσαμε και το τελευταίο σκαλοπάτι, νόμιζα πως θα λιποθυμούσα και χάρηκα όταν είδα τον Κάιν σε μια παρόμοια κατάσταση. Τουλάχιστον δεν ήμουν η μόνη που υπέφερε. Ο Λαχάρ, αντιθέτως, μαζί με τους ιππότες του Κάιν ήταν τόσο άνετοι, σα να μην είχαν ανέβει ποτέ αυτό το μαρτύριο.
Χώθηκα αμέσως κάτω από την σκιά που κρατούσαν οι μεγαλόπρεποι μαρμάρινοι κίονες που στήριζαν την αετωματική στέγη και στάθηκα να ξαποστάσω ωσότου η καρδιά μου ηρεμούσε. Ο Χάρου δεν άργησε να φανεί και πριν έρθει σε εμένα, προσγειώθηκε στο χέρι του Λαχάρ. Τελικά τον είχε συμπαθήσει. «Όπως η αφέντρα του», σκέφτηκα και χαμογέλασα. Έλυσα τον μανδύα από πάνω μου και ανακουφίστηκαν όταν ένα ανεπαίσθητο αεράκι δρόσισε τους ώμους και την πλάτη μου. Αναστέναξα ευχαριστημένη και προχώρησα προς τον Λαχάρ που συνομιλούσε με δυο από τους φύλακες. Εκείνοι έσπρωξαν ευθύς την πύλη και όλοι μαζί προχωρήσαμε στο εσωτερικό του κάστρου. Μισόκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να συνηθίσω την αλλαγή του πολύ ήλιου με τη σκιά και έτριψα λίγο το ελεύθερο μάτι μου.
Όταν το φως και τα χρώματα επανήλθαν, έμεινα με ανοιχτό το στόμα μπροστά στο πανέμορφο θέαμα. Έσφιξα τον μανδύα πάνω στο χέρι μου, προσπαθώντας να σιγουρευτώ ότι βρισκόμουν στη γη και όχι σε κάποιο παράδεισο. Οι τεράστιοι κίονες χώριζαν την λαμπρή αίθουσα σε τρία κλίτη και επάνω τους ήταν σμιλεμένα διάφορα άνθη που έμοιαζαν με αληθινά. Άγγιξα ένα για να βεβαιωθώ ότι δεν κινήθηκε από τον ελαφρύ άνεμο. Ήταν τόσο απαλό που πραγματικά οι αισθήσεις μου μπερδεύτηκαν και δεν ήξερα τι να πιστέψω.
Παντού οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με το έμβλημα της Ινάλ, ενώ οι τοιχογραφίες από μεγάλους και πλούσιους κήπους με εξωτικά ζώα να τους τριγυρίζουν, δεν ήταν καθόλου κουραστικές για τα μάτια μας. Άπλετο φως έμπαινε από τους εξώστες στην μακρόστενη αίθουσα και συγκεντρωνόταν στο κέντρο αυτής, μέσα σε μια κινστέρνα γεμάτη από καθάριο νερό που το έσκιζαν μικρά και πολύχρωμα ψάρια. Η δροσιά σε αυτό το χώρο ήταν ευχάριστη και καλοδεχούμενη.
Περνώντας την κινστέρνα που στα νερά της αντικατοπτρίζονταν τα τοξωτά ανοίγματα της οροφής, περάσαμε στην υπόλοιπη αίθουσα, εκείνη του θρόνου. Υπήρχε μόνο ένας θρόνος στο μικρό ύψωμα μπροστά μας, τον οποίο δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά μιας και μας έκρυβε την θέα ένας από τους συμβούλους του βασιλιά της Ινάλ. Μόλις άκουσαν τα βήματά μας στο γυαλισμένο μάρμαρο, αμέσως ο σύμβουλος έκανε στην άκρη και άφησε το πεδίο ελεύθερο.
Στην αρχή, νόμιζα πως είχα μπροστά μου ένα δεύτερο Λαχάρ. Η μόνες διαφορές τους ήταν η πιο προχωρημένη ηλικία και τα κοντά κομμένα λευκόξανθα μαλλιά. Τώρα έβλεπα από που πήρε τα πανέμορφα χαρακτηριστικά του ο έβδομος πρίγκιπας. Ο βασιλιάς ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα καταγάλανα μάτια του και αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του. Ο Χάρου έγειρε το απαλό κεφαλάκι του στα αριστερά προσπαθώντας να συνηθίσει την εικόνα των δύο σχεδόν όμοιων αντρών. Άπλωσε τα φτερά του και ύστερα τα έκλεισε γέρνοντας το κεφάλι του στα δεξιά. Μπορεί από την άλλη πλευρά να είχε καλύτερη εικόνα.
Ο βασιλιάς της Ινάλ, προχώρησε αγέρωχος και με ίσιο ανάστημα προς εμάς. Το πλούσιο πορφυρό πανωφόρι του, ξεπερνούσε ελάχιστα τα γόνατά του και ήταν στολισμένο με διάφορα άνθη και φύλλα φτέρης από χρυσές κλωστές. Ο γιακάς του ενδύματος έκλεινε σαν πολύτιμο περιδέραιο γύρω από το λαιμό, ενώ μερικά κουμπιά έκλειναν το θώρακά του. Στη βάση του στομαχιού του έδενε ένα χρυσό ζωνάρι, φτιαγμένο από παχύ ύφασμα που φάνταζε απαλό και αέρινο. Μέσα σε αυτό είχε περάσει τη δικιά του κυρτή μαχαίρα που έστεκε περήφανη στο γοφό του.
Το πανωφόρι σκιζόταν στο τέλος του ζωναριού αυτού και άνοιγε στα πόδια για να εμφανίσει μια υφασμάτινη παντελόνα αρκετά χαλαρή, ενώ οι μαύρες μπότες του ήταν δεμένες γερά γύρω από τις γάμπες του.
Τα βήματά του ήταν προσεκτικά και σχεδόν σιωπηλά. Το ύφος του σοβαρό, μα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, η λεπτή μύτη, τα ζουμερά ροδοκόκκινα χείλη του, τα γαλανά αμυγδαλωτά μάτια του, ακόμη και το περιποιημένο τόξο των φρυδιών του, το ελάχιστα συνοφρυωμένο, του απέδιδε μια χαλαρότητα και την απόλυτη ηρεμία.
Στάθηκε απέναντι από τον Λαχάρ και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, σα να ζύγιζε το κουράγιο του. Αυτός ο έλεγχος δεν κράτησε πολύ μιας και ο βασιλιάς ξέσπασε στα γέλια. Ο πρίγκιπας τον μιμήθηκε και αμέσως οι δυο άντρες έδωσαν μια ζεστή και δυνατή αγκαλιά. Ο βασιλιάς έπιασε τον Λαχάρ από τους ώμους και έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο.
Όταν του μίλησε, για κάποιο λόγο απλώθηκε μια θέρμη σε όλο μου το σώμα και ένα ρίγος με διαπέρασε. Είχε την πιο όμορφη και ζεστή φωνή που είχα ακούσει ποτέ μου. Δεν ήταν τραχιά, μα είχε τη σοβαρότητά της. Έμοιαζε στο άκουσμα με μια καθαρή νότα λύρας, λίγο πιο βαριά και σταθερή. Είχε κάτι θελκτικό η φωνή του που σε έκανε να θες να τον ακούς να μιλάει και να μιλάει χωρίς σταματημό. Όταν μιλούσαν οι χωρικοί τη γλώσσα τους μου ακουγόταν πιο βαριά και λίγο πιο σκληρή. Μα όταν τη μίλησε ο βασιλιάς, την έκανε να ακούγεται πιο κελαρυστή και προσεγμένη. Ο Λαχάρ δεν είχε κληρονομήσει αυτή τη χροιά και ας έμοιαζαν λίγο οι φωνές τους.
Ο βασιλιάς σταμάτησε να θαυμάζει τον γιο του και στράφηκε σε εμάς. Αμέσως υποκλίθηκε στον πρίγκιπα Κάιν.
«Αγαπητέ, πρίγκιπα της Σεβέλ! Χαίρομαι που φτάσατε σώοι και αβλαβείς στο βασίλειό μας. Ο Λαχάρ με έχει ενημερώσει για αρκετές από τις εξελίξεις, μα δεν έχω μια πλήρη εικόνα της κατάστασης» είπε ο βασιλιάς.
Ο Κάιν έγνεψε και υποκλίθηκε ελαφρώς.
«Βασιλιά Χακίμ Ελ Αμίν. Φυσικά θα σας ενημερώσω αμέσως. Μπορώ και τώρα να σας πω ό,τι θέλετε, μα νομίζω καλύτερη για την εξήγηση είναι η Αλιάνα».
Ο βασιλιάς στράφηκε σε εμένα και τα μάτια του έλαμψαν.
«Α! Η Αλιάνα...» αναφώνησε και αμέσως υποκλίθηκα για να έρθω αντιμέτωπη με το απλωμένο του χέρι. Τα δάχτυλά του ήταν καλυμμένα από διάφορα δαχτυλίδια φτιαγμένα από ατόφιο χρυσάφι. Ίσιωσα τον κορμό μου και τον κοίταξα έκπληκτη, ενώ άπλωσα διστακτικά το χέρι μου. Μόλις εκείνος το έσφιξε, με τράβηξε πάνω του και έπεσα με φόρα στο φαρδύ θώρακά του. Με έσφιξε σε μια γερή αγκαλιά και νόμιζα ότι έχανα το φως μου, όταν με άφησε ελεύθερη και έκανα λίγα βήματα πίσω τρεκλίζοντας.
«Έχω ακούσει τόσα για σένα! Επιτέλους σε γνωρίζω. Μπράβο υιέ μου!» φώναξε και η φωνή του αντιλάλησε στην μεγάλη αίθουσα.
Πότε άκουσε για μένα; Γύρισα στον Λαχάρ και τον κοίταξα περίεργη. Εκείνος παρατηρούσε την οροφή και ξερόβηξε.
«Πατέρα, δεν προχωράμε καλύτερα;».
Ο βασιλιάς Χακίμ έδεσε τα χέρια του πίσω από την μέση του και το πρόσωπό του έλαμψε.
«Ναι φυσικά! Θέλω να γνωρίσω καλύτερα τη νύ-»
«Ναι ναι!» τον διέκοψε ο Λαχάρ «Προτεραιότητα έχει η πύλη των νεκρών πατέρα» του είπε όλο νόημα.
Τότε ήταν που έγειρα και εγώ το κεφάλι μου στα αριστερά μαζί με τον Χάρου. Ίσως έτσι καταλάβαινα τι γινόταν. Ο βασιλιάς της Ινάλ έγνεψε και μου έκλεισε το μάτι. Πριν προχωρήσουμε, γρήγορα βήματα εισέβαλλαν στα αυτιά μας και πίσω μας εμφανίστηκε μια πανέμορφη, σχετικά ψηλή κοπέλα. Το φόρεμά της ήταν έμοιαζε με τον ήλιο που μόλις ανέτειλε και έπεφτε απαλά επάνω στο λιγνό κορμί της, δένοντας τη μέση της με ένα χρυσό λεπτό ζωνάρι. Στους ώμους της έπεφτε μια μακριά ροδοκόκκινη κάπα που σφάλιζε μπροστά από το στέρνο της με το έμβλημα της Ινάλ. Τα μαλλιά της ήταν μακριά, κατάξανθα και κυλούσαν πάνω στη μέση της, ενώ μερικά ήταν πλεγμένα σε περίτεχνες πλεξούδες που έδεναν στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Τα έκπληκτα μάτια της, γεμάτα προσμονή, χρωματίζονταν από ένα περίεργο γαλάζιο χρώμα. Εκείνο που έχει ο πάγος. Μα κάθε άλλο παρά κρύα ήταν.
Ο Λαχάρ βγήκε μπροστά μας και εκείνη έτρεξε κατά πάνω του, πέφτοντας με φόρα στην αγκαλιά του.
«Αδερφέ μου!» φώναξε και τσίριξε χαρούμενη. Ο Λαχάρ την έκλεισε μέσα στο στήθος του και φίλησε το κεφάλι της «Μου έλειψες τόσο πολύ!».
Ο έβδομος πρίγκιπας γέλασε και την έστρεψε προς το μέρος μας. Το χαμόγελό της αμέσως χάθηκε μόλις είδε τον Κάιν.
«Πρίγκιπα Κάιν...» ψιθύρισε με τον πιο κρύο τόνο της φωνής της. Ο Κάιν στένεψε το βλέμμα του και προσπάθησε να την χαιρετήσει μα εκείνη τον διέκοψε γυρίζοντας σε εμένα «Εσύ θα πρέπει να είσαι η Αλιάνα! Έχω ακούσει το-» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει και ο Λαχάρ γύρισε το κεφάλι της στο στέρνο του.
«Μα τι χαζομάρες λες γλυκιά μου αδερφή!» είπε και γέλασε αμήχανα. Η κοπέλα ελευθερώθηκε από το κράτημα του αδελφού της και έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της πριν με κοιτάξει ξανά.
«Είμαι η Άιλις! Όγδοη στη σειρά του θρόνου της Ινάλ, η μόνη πριγκίπισσα του βασιλείου και η επόμενη βασίλισσα της Σεβέλ. Εμείς οι δυο, θα γίνουμε πολύ καλές φίλες, Αλιάνα!».
Ella Sarlot