Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 18)

Πόρτσμουθ 23:15

Έχοντας φύγει όπως-όπως από το εστιατόριο Νάρροου μέσα από καταρρακτώδη βροχή, φτάσαμε με τον Κεν εν τέλει στο σπίτι της μητέρας μου. Μόλις μπήκαμε στο διώροφο ξύλινο σπίτι αφήσαμε τα βρεγμένα μας μπουφάν στον παλιό ξύλινο καλόγερο που βρισκόταν στην αρχή του σαλονιού. Εγώ έψαξα τον πατέρα μου, ενώ ο Κεν έκατσε στον λευκό γωνιακό καναπέ μπροστά από το αναμμένο τζάκι, για να ζεσταθεί. Ο πατέρας μου καθόταν στην κουζίνα, στα αριστερά του σαλονιού. «Είσαι καλά, πατέρα;» «Καλώς την. Καλά είμαι, παιδί μου. Η μητέρα σου μάς την έκανε σήμερα». «Μου είπε ότι έπεσε στην εξώπορτα. Χτύπησε σοβαρά;» ρώτησα με αγωνία. «Ένα στραμπούληγμα πρέπει να είναι είπαν οι νοσοκόμοι που την παρέλαβαν. Θα γυρίσει σύντομα». «Χαίρομαι» ανέφερα ανακουφισμένη «...γιατί και εγώ δεν μπορώ να κάτσω εδώ». «Καλά, βρε Πέιτζ, τώρα σε παρατήρησα καλύτερα. Γιατί είσαι τόσο επίσημα ντυμένη;» αναρωτήθηκε ο πατέρας μου κοιτώντας με από πάνω ως κάτω. Τι να σου εξηγώ και εσένα τώρα… Άσ’ το είχα πολύ μεγάλη μέρα σήμερα». «Ε, αφού είναι έτσι, δεν κοιμάσαι εδώ απόψε και αύριο πας στη δουλειά; Έξω ρίχνει ασταμάτητα». «Δεν… δεν ήρθα μόνη μου» δήλωσα διστακτικά. «Δηλαδή; » ρώτησε. «Είναι και ένας φίλος μου που με συνόδευσε για να μην πάθω τίποτα με την βροχή». «Πού είναι;». «Μέσα». «Ε, τότε πάμε, καλέ, στον άνθρωπο να τον γνωρίσω και εγώ» «Πατέρα, απλώς παρέα κάνουμε. Μην πεις τίποτα περίεργο». «Έννοια σου εσύ» απάντησε και μου έδειξε να πάμε προς το σαλόνι.
Το άγχος μου κορυφωνόταν καθώς πλησιάζαμε στον Κεν. «Καλησπέρα σας» είπε ευγενικά ο Κεν και έδωσε το χέρι του στον πατέρα μου «Είμαι ο Κεν, ο φίλος της Πέιτζ». «Χαίρω πολύ, νεαρέ μου. Εγώ είμαι ο Λεονάρντο, ο μπαμπάς της. Μου είπε τη συνόδευσες ως εδώ τόσο δρόμο για να μην πάθει τίποτα με την βροχή». «Ναι, είναι αλήθεια» ψέλλισε και έμοιαζε να ντρέπεται. «Καλά έκανες, παλικάρι μου. Να είσαι καλά. Λοιπόν, απόψε θα κοιμηθείτε εδώ. Δεν το συζητώ. Τόσο δρόμο κάνατε ως εδώ» «Ευχαριστούμε, μα μήπως σας βάζουμε σε κόπο;» ρώτησε ο Κεν. «Κανένας κόπος. Λοιπόν, εσείς πηγαίνετε επάνω στο διπλό να βολευτείτε και εγώ θα κοιμηθώ στον ξενώνα». Δεν μας άφησε περιθώρια για αντιρρήσεις, οπότε έσβησε ο πατέρας μου το τζάκι και ανεβήκαμε όλοι μαζί στον επάνω όροφο.

Είχε τρεις πόρτες καθώς ανέβαινες τη σκάλα. Πίσω από τη μία ήταν το μικρό μπάνιο, στην άλλη ο ξενώνας και στην τρίτη το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Εγώ με τον Κεν μπήκαμε και αμέσως εκείνος εξερευνούσε με το βλέμμα του το μέρος. Κοιτούσε τους ξύλινους τοίχους που υπήρχαν κρεμασμένα πολλά μικρά λευκά κάδρα με διάφορες οικογενειακές φωτογραφίες. Πάνω απο το κρεβάτι υπήρχε μια μεγάλη χειροποίητη λευκή ονειροπαγίδα. Μετά γύρισε το βλέμμα του σε εμένα. Τον πλησίασα και είπα διστακτικά «Δεν έχω ρούχα να σου δώσω για να αλλάξεις. Εγώ όλο και κάποιο νυχτικό θα βρω δικό μου ξεχασμένο εδώ, αλλά για εσένα δεν έχω… πως θα ζεσταθείς;» τον ρώτησα νιώθοντας άσχημα που δεν τον απέτρεψα από την ιδέα του να με ακολουθήσει. «Μην ανησυχείς. Θα ζεσταθώ απο το καυτό κορμί σου κάτω απο τα σκεπάσματα» ψέλλισε στο αυτί μου και με φίλησε με πάθος. «Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και πολύ ήσυχοι, Κεν. Ο πατέρας μου είναι απέναντι» ψιθύρισα. «Εντάξει, μωρό μου δεν θα κάνουμε κάτι εδώ. Μην αγχώνεσαι. Εξάλλου είμαστε πολύ κουρασμένοι και οι δυο» χαμογέλασε, με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο και ξαπλώσαμε. «Αύριο δεν δουλεύεις, Κεν;» «Ναι, θα πρέπει να είμαι εκεί το απόγευμα». «Γιατί ήρθες τόσο δρόμο αφού δουλεύεις μάτια μου; Θα είσαι κουρασμένος αύριο». «Μια χαρά θα είμαι, μην ανησυχείς. Μου έλειψε η αγκαλιά σου και ήθελα απόψε να σε χορτάσω» αποκρίθηκε και με φίλησε με στοργή.

Το επόμενο πρωί ετοίμασα πρωινό και καταπιάστηκα να μαγειρέψω και περίμενα να γυρίσει η μητέρα μου από το νοσοκομείο, ώστε να μπορέσω να φύγω. «Κεν, δεν θα γυρίσουμε μαζί...» είπα αφού τηλεφώνησα στην μητέρα μου. «Μίλησα με τη μαμά μου. Περιμένει ακόμη το εξιτήριο». «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα μείνεις εδώ, δηλαδή;». «Όχι, θα πληρώσουν μια γυναίκα να τους βοηθάει για λίγο καιρό». «Ξέρετε κάποια; Μπορώ να σου συστήσω μια συγγενή μου, αν θες» δήλωσε έχοντας μια ευδιάκριτη υπερένταση. «Αλήθεια έχεις γνωστή; Θα με σώσεις, γιατί άντε να βρούμε τώρα τελευταία στιγμή αξιόπιστο άτομο να βάλουμε στο σπίτι». «Ναι, βέβαια. Ονομάζεται Ελίζ, είμαστε δεύτερα ξαδέρφια και μένει κοντά στο Μάουτμπαντεν Σέντερ». «Ωραία, είναι τρία λεπτά από εδώ, οπότε θα μπορεί να έρχεται να τους βοηθάει. Φυσικά με το αζημίωτο». «Θα τα βρείτε. Είμαι σίγουρος. Κάτσε να της τηλεφωνήσω. Όσο πιο σύντομα έρθει τόσο το καλύτερο».

Λίγη ώρα αργότερα χτύπησε το κουδούνι. Στην πόρτα είδα μια κοπέλα μέτριου αναστήματος με γκρι αγορέ μαλλιά και χακί μπουφάν. «Η Ελίζ είναι, αστέρι μου, άνοιξε» φώναξε ο Κεν από την κουζίνα που έπινε καφέ. «Καλησπέρα σας» είπε ευγενικά μόλις άνοιξα την πόρτα. «Με έστειλε ο Κεν Σόχερτι. Ψάχνω κάποια Πέιτζ». «Εγώ είμαι. Πέιτζ Ρόζεουν. Μέσα είναι και ο Κεν. Πέρασε, κορίτσι μου» ανταπέδωσα αφήνοντας την να περάσει στο σαλόνι. Άφησε το χακί μπουφάν για να στεγνώσει από τις στάλες βροχής και κατευθύνθηκε στο σαλόνι.

Στη συντροφιά μας ήρθε ο Κεν και ο πατέρας μου με έναν ακόμη καφέ για την Ελίζ. «Πες μας λίγα πράγματα για εσένα. Έχεις οικογένεια;» ρώτησε ο πατέρας μου. «Έχω μια κόρη, είναι έντεκα. Μένουμε οι δυο μας εδώ κοντά και προσπαθώ να βρω ένα εισόδημα για να βγάζω τα προς το ζην». «Είσαι καιρό άνεργη, δηλαδή;» ρώτησα συμπονετικά. «Εδώ και εννιά μήνες ψάχνω κάτι μόνιμο από τότε που χώρισα με τον πατέρα της κόρης μου. Εργαζόμουν ως γραμματέας του στο δικηγορικό του γραφείο. Από τότε κάνω μερικά μεροκάματα καθαρίζοντας σπίτια ή κρατώντας κανένα παιδάκι, αλλά ίσα που αγοράζω το φαγητό μας». «Κοίταξε, Ελίζ, εμείς θέλουμε σίγουρα εδώ μια γυναίκα ώσπου να αναρρώσει η μητέρα μου. Σίγουρα ένα μήνα θα δουλεύεις εδώ, ίσως και παραπάνω. Τώρα, εγώ μπορώ να μιλήσω και στη μητέρα μου ώστε να σε κρατήσουν σαν οικιακή βοηθό μόνιμα» «Θα ήταν ευλογία για εμένα έστω και σαν καθαρίστρια να έρχομαι για να βγάζω το ψωμί μου» ανταποκρίθηκε βουρκωμένη. Βλέποντας την συγκινημένη παρασύρθηκα και εγώ και ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό μου. «Να σου δείξουμε το σπίτι» αναφώνησε ο πατέρας μου, βοηθώντας να διαλύσουμε το βαρύ κλίμα της συζήτησης.

Δέσποινα Τ.