Όλη η επόμενη μέρα κύλησε περίεργα. Η Άλις βρισκόταν ως συνήθως στη δουλειά και τα κορίτσια στο σχολείο. Για την ακρίβεια, η Σάρα καθόταν στο προαύλιο μαζί με την Έλεν, την παράξενη φίλη της, η οποία μουτζούρωνε τα μάτια της με ένα γκρίζο μολύβι και ήταν μονίμως ντυμένη στα μαύρα και. Ως συνήθως, πάλευαν να εντοπίσουν τον Κρίστοφερ, τον νεαρό με τον οποίο ήταν ερωτευμένη η Σάρα εδώ και δύο χρόνια και εξαιτίας του οποίου είχε μπλεχτεί ουκ ολίγες φορές σε περιπέτειες, με τελευταία την αναμέτρηση με το αυτοκίνητο του καθηγητή τους. Μία ο θυμός, μία ο θαυμασμός για το πρόσωπο του ξανθού νεαρού και η Σάρα είχε βάλει στην άκρη τους καλούς της τρόπους και ας φοβόταν μήπως έμπλεκε μία μέρα.
«Στο σπίτι τελευταία σκαλίζουν το θέμα των Χριστουγέννων» μουρμούρισε στην Έλεν που για ακόμη μία φορά έμοιαζε αφηρημένη.
«Έχω σκεφτεί και εγώ τις εποχές που στόλιζαν. Μάλιστα, έχω αναρωτηθεί πώς θα ήταν αυτός ο τόπος, αν περιλάμβανε λαμπιόνια και στολίδια. Όχι φυσικά πως πιστεύω σε ξωτικά και ιπτάμενους ταράνδους, αλλά θα είχε πλάκα. Ξέρω όμως πως σε πονά, γιατί τότε περίπου έχασες τον μπαμπά σου» τελείωσε η φίλη της και η Σάρα αναστέναξε.
«Η αλήθεια είναι πως όλα τα σπασμένα τα πληρώνει αδίκως η αδερφή μου. Ο θάνατος του μπαμπά μου κόστισε, δεν ήταν εύκολο, ούτε τώρα είναι. Η μαμά λείπει όλη ώρα στη δουλειά και το σπίτι είναι μονίμως άδειο» της απάντησε, όταν είδε τον Κρίστοφερ να την πλησιάζει χαμογελώντας.
«Γεια σου, όμορφη» της είπε κλείνοντάς της το μάτι «Είσαι σήμερα να αρπάξουμε επιτέλους το αυτοκίνητο του γέρου; Θα έχει πλάκα. Θέλεις να περάσω να σε πάρω κατά τις εννέα;» τη ρώτησε και η νεαρή, για ακόμη μία φορά, έπιασε τον εαυτό της να μην μπορεί να του αρνηθεί, παρά το γεγονός πως τη διακατείχε ένας φόβος.
«Ε-εντάξει» απάντησε τελικά και εκείνος άφησε ένα φιλί στο μάγουλό της κάνοντάς τη να κοκκινίσει.
Η Έλεν δίπλα της την κοίταξε ελαφρώς αποδοκιμαστικά.
«Δεν είσαι εσύ αυτό, Σάρα, και αν του αρέσεις, τότε πρέπει να το κάνει γι' αυτό που είσαι. Δε χρειάζεται να τον ακολουθείς στις ανωριμότητές του» τη συμβούλεψε και η κοπέλα έκρυψε το κεφάλι της στο πρόσωπό της. Κοιτάζοντας την ώρα, ήξερε πως έπρεπε να περάσει από το δημοτικό σχολείο για να παραλάβει τη Ζόε. Μία βόλτα στον καθαρό αέρα του Μπίμπουρι ήταν ό,τι έπρεπε.
Από την άλλη, η Ζόε όλη την ημέρα ήταν αφηρημένη. Το μυαλό της έτρεχε διαρκώς σε εκείνο το παράξενο στολίδι με τα αρχικά Α.Β.Β.Π. Τι σήμαιναν άραγε; Κοιτώντας το ρολόι του τοίχου στην τάξη της, ήξερε πως σε πέντε λεπτά σχολούσε και έπρεπε να αναλάβει επιτέλους δράση. Από το τζάμι του παραθύρου της τάξης της που είχε θέα την τεράστια, καγκελένια πόρτα, είδε την αδερφή της να στέκεται κατηφής όπως πάντα και να την περιμένει. Δεν είχε αργήσει ποτέ της να την παραλάβει και η μικρή καταλάβαινε πως αυτό ήταν μία έμμεση πράξη αγάπης. Πως δεν την ξεχνούσε και τη σκεφτόταν. Βγαίνοντας έτρεξε με φόρα και με προορισμό την αγκαλιά της.
«Ούτε να το σκέφτεσαι» της γκρίνιαξε η Σάρα και η Ζόε κατσούφιασε.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» τη ρώτησε η μικρή.
«Όμοια με τη χθεσινή και την προηγούμενη. Η δική σου;» ρώτησε με τη σειρά της.
«Παράξενη. Όλη μέρα σκεφτόμουν. Ξέρεις, δε σου το είπα, μα εχθές βρήκα ένα στολίδι χριστουγεννιάτικο, μέσα σε ένα ξύλινο κουτί. Είχε επάνω χαραγμένα κάποια παράξενα αρχικά με χρυσά γράμματα. Μύριζε τζίντζερ και κανέλα και... και κρέμα από εκείνη που έφτιαχνε ο μπαμπάς. Μυρίζει σπίτι και ευτυχία, από εκείνη που υπήρχε κάποτε» της είπε και ευθύς τα μάτια της καρφώθηκαν στη γη. Ήθελε να κλάψει, μα δεν έπρεπε. Είχε υποσχεθεί στον πατέρα της πως θα έμενε δυνατή.
Από εκείνη τη στιγμή, καμία επιπλέον κουβέντα δεν ειπώθηκε. Οι δυο τους μπήκαν στο σπίτι, στο βασίλειο των Πίρς, όπως έλεγε χαϊδευτικά ο μπαμπάς τους και βρήκαν τη μητέρα τους να κοιτάζει το στολίδι χαμένη στις δικές της αναμνήσεις.
«Ήταν του παππού σας, του δικού μου πατέρα. Το λάτρευε και θύμωσε μόλις το ράγισα. Ήταν σαν να ξερίζωσα ένα κομμάτι του. Θαρρώ πως δε μου το συγχώρεσε ποτέ» είπε λυπημένα έχοντας ακούσει την πόρτα να ανοίγει.
Η Σάρα έμεινε να κοιτάζει το υπέροχο, διάφανο αστέρι, τη στιγμή που τα ρουθούνια της Ζόε γαργάλισε το άρωμα του πατέρα της. Κάθε φορά αυτό το αντικείμενο της επεφύλασσε και από μία μικρή έκπληξη. Ξαφνικά το είχε αγαπήσει και εκείνη. Είχε νιώσει εκείνο το μαγικό δέσιμο, είχε αισθανθεί τους παλμούς του, σαν να είχε δική του καρδιά. Τότε της ήρθε μία καταπληκτική ιδέα: να βρει και να μιλήσει με τον παππού της. Η ημέρα είχε λίγες ακόμη ώρες φωτός και αν ήθελε να φτάσει στη μικρή, πέτρινη μονοκατοικία λίγο έξω από το χωριό έπρεπε να βιαστεί. Η μητέρα της θα έφευγε σε μισή ώρα και η Σάρα θα ήταν ως συνήθως κλειδωμένη στο δωμάτιό της.
Πράγματι, μία ώρα αργότερα και με το δειλινό να απέχει κανένα μισάωρο, η Ζόε ένιωσε πιο αποφασισμένη από ποτέ. Ήθελε επιτέλους να βρει τον παππού της και, αν αυτό ήταν δυνατό, να τον πείσει να συγχωρέσει τη μητέρα της, της οποίας η αδεξιότητα την οδήγησε να σπάσει το μικρό στολίδι. Αρπάζοντας τον λευκό της σκούφο, το μπουφάν και το κασκόλ της, άνοιξε την πόρτα με προσοχή.
«Για εσένα, μπαμπά» σκέφτηκε και με το κουτί στην αγκαλιά, κατέβηκε τα τέσσερα σκαλοπάτια της εισόδου και βγήκε στον δρόμο.
Έξω έκανε κρύο καθώς το φως του ήλιου χαμήλωνε στον ορίζοντα, με τη γιγάντια, φωτεινή σφαίρα να χάνεται αργά στους λόφους. Το κουτί με κάποιον μαγικό τρόπο ανάβλυζε μία θέρμη διατηρώντας τα χέρια της ζεστά.
«Ζόε!» άκουσε τη λαχανιασμένη φωνή της αδερφής της «Τρελάθηκες; Πού πηγαίνεις μόνη σου; Σε λίγο νυχτώνει» συνέχισε να φωνάζει η Σάρα παλεύοντας να τη φτάσει.
«Πηγαίνω στον παππού και πίστεψέ με, δεν μπορείς να με σταματήσεις» της απάντησε εκείνη εκνευρισμένη.
«Άρχισες πάλι τις βλακείες με τα στολίδια; Τι έχετε πάθει πλέον όλοι σας;» ειρωνεύτηκε και άξαφνα, το ποτήρι για τη Ζόε ξεχείλισε.
«Τότε, γύρνα πίσω στους φίλους σου και άσε μας εμάς με τις βλακείες μας. Μία χαρά μπορούμε και χωρίς εσένα. Λυπάμαι, Σάρα, αλλά ειλικρινά δε σε αντέχω άλλο! Και τώρα γύρνα σπίτι και άσε με να φτάσω στον παππού πριν νυχτώσει!» της φώναξε η αδερφή της και η Σάρα αναστέναξε.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνη σου, αναγκαστικά θα έρθω και ελπίζω να μην το μετανιώσω» τελείωσε και οι δυο τους περπάτησαν αρχικά στον κεντρικό δρόμο και κατόπιν ακολούθησαν ένα πιο μοναχικό και ήσυχο μονοπάτι, το οποίο στρίβοντας, τους εμφάνισε μία ατημέλητη μονοκατοικία, γκρίζα και πέτρινη, όμοια σχεδόν με τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.
Ο ήλιος είχα χαθεί και ο άνεμος δυνάμωσε, όταν έπιασαν τη μικρή, ξύλινη καγκελόπορτα, ανοίγοντάς την. Ο κήπος του ήταν ξερός, σαν να επικρατούσε εκεί ένας αιώνιος χειμώνας, μολαταύτα τα φώτα ήταν αναμμένα. Στάθηκαν μπροστά στο κατώφλι, χτυπώντας διακριτικά, ωστόσο κανένας δεν τους άνοιξε. Η Σάρα πήρε την πρωτοβουλία να χτυπήσει πιο δυνατά, ώσπου τελικά η πόρτα υποχώρησε και μπροστά τους εμφανίστηκε ο παππούς τους, ο οποίος, παρά τα δύο χρόνια που είχαν να τον δουν, δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Μπορεί να ήταν ηλικιωμένος, μα ήταν όμορφος και γεροδεμένος για την ηλικία του. Είχε μία παράξενη εμφάνιση πάντοτε, καθώς όλα του τα χαρακτηριστικά ήταν έντονα.
«Τι γυρεύετε εδώ;» έσκουξε ελαφρώς και η Σάρα ύψωσε το φρύδι της.
«Εγγονές σου είμαστε, έπρεπε να είχαμε τηλεφωνήσει πρώτα;» τον ρώτησε και εκείνος για λίγο την κοίταξε εξεταστικά.
«Χμμ, Σάρα Πίρς. Άτακτη πολύ. Ο καθηγητής σου και εγώ σε ευγνωμονούμε που δεν έβαλες απόψε το χεράκι σου για να κλέψεις το αυτοκίνητο» μούγκρισε κάνοντάς τη να χλομιάσει.
«Μα, εγώ δεν... Πώς;» πήγε να πει, ωστόσο εκείνος τη σταμάτησε καρφώνοντας τα σμαραγδένια του μάτια αρχικά στη Ζόε και κατόπιν στο μικρό κουτί.
«Ζόε μου, πού βρήκες το άστρο; Στο έδωσε η κόρη μου;» τη ρώτησε με τη θλίψη να καθρεπτίζεται στα μάτια του.
«Όχι, παππού, τυχαία το βρήκα. Ήρθα απόψε εδώ όμως γιατί μου έλειπες. Δεν ξέρω τι συνέβη ανάμεσα σε εσένα και στη μαμά, όμως εγώ σε αγαπώ» του είπε και μία αγκαλιά μεγάλη απλώθηκε για να την κλείσει μέσα της.
«Καλωσήρθες στο σπίτι μου, Ζόε, και εγώ σε περίμενα εδώ και καιρό».
Τα δύο κορίτσια μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού, το οποίο κάθε άλλο παρά ζεστό έμοιαζε. Σίγουρα ήταν καλύτερο από ένα εγκαταλελειμμένο, ωστόσο ακόμη και αυτό ούρλιαζε μία κάποια εγκατάλειψη και κλεισούρα. Φαινόταν φτωχικό, σαν να μην ήθελε ο ιδιοκτήτης του να κάνει την παραμικρή αλλαγή, αφήνοντας τον χρόνο να χαράξει επάνω τα σημάδια του. Η Σάρα κοιτούσε ολόγυρα, ωστόσο από το μυαλό της πάλευε να φύγει η ατάκα του παππού της σχετικά με την κλοπή που σχεδίαζε να κάνει. Όλο αυτό της δημιουργούσε μία αμηχανία και προσπαθούσε να σκεφτεί από πού στο καλό είχε αντλήσει ο γέρος όλες αυτές τις πληροφορίες. Εκείνος τις οδήγησε στο καθιστικό του αμίλητος, το οποίο έμοιαζε το ίδιο απεριποίητο και μουντό, όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Η φλόγα στο τζάκι σιγόκαιγε και ήταν η μόνη πηγή θερμότητας. Κάθισαν όλοι μαζί και τότε ο παππούς Έλτον έκανε σήμα στη Ζόε να του δώσει το κουτί με το στολίδι. Για λίγο το περιεργάστηκε σκεπτικός και χαμογέλασε θλιμμένα.
«Το συγκεκριμένο αντικείμενο το είχα δώσει στη μητέρα σας, όταν ακόμη ήταν παιδί. Της είχα πει να το φυλάξει και να το παραδώσει σε εσάς, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Από ό,τι κατάλαβα ωστόσο, εκείνο είχε άλλη άποψη. Ήθελε να βρεθεί νωρίτερα και νομίζω πως έπεσε επάνω στα σωστά χέρια» πρόφερε κοιτάζοντας τη Ζόε με τρυφερότητα.
«Ζόε Πιρς, να ξέρεις πως είσαι η αγαπημένη φιγούρα των Χριστουγέννων. Σε αντίθεση με την αδερφή σου, εσύ βαδίζεις στον σωστό δρόμο» της είπε και η Σάρα ίσα που βαστούσε την ανάσα της. Ωστόσο, εξαιτίας του εκνευρισμού της, σηκώθηκε απότομα επάνω και τον κοίταξε στα μάτια.
«Εντάξει, νομίζω πως όλο αυτό το αστείο πρέπει να τελειώσει. Πες μου επιτέλους πώς γνωρίζεις για τη ζωή μου; Με παρακολουθείς; Σε έβαλε μήπως η μαμά; Λέγε!» του φώναξε ωστόσο εκείνος άναψε μία ξύλινη, σκαλιστή πίπα, την κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο και απέφυγε για αρχή να απαντήσει στην ερώτησή της.
«Γνωρίζετε τι σημαίνουν τα αρχικά Α.Β.Β.Π;» τις ρώτησε και, αφού δεν έλαβε απάντηση, συνέχισε «Σημαίνουν Άγιος Βασίλης, Βόρειος Πόλος. Όλη αυτή η κατασκευή είναι ένα αυθεντικό στολίδι προερχόμενο από τα σπλάχνα των Χριστουγέννων. Σάρα, δεν είναι του χαρακτήρα μου να κατασκοπεύω και η αλήθεια είναι ότι δεν το έχω και ανάγκη. Γνωρίζω πολύ καλά τι συμβαίνει στη ζωή σου και ας βρισκόμαστε σε απόσταση. Σε διαβεβαιώ, πως υπάρχουν και καλύτεροι σε αυτόν τον κόσμο, εκτός του Κρίστοφερ και δε χρειάζεται να βανδαλίζεις αυτοκίνητα για να του αποδείξεις πως αξίζεις την αγάπη του. Πίστεψε στον εαυτό σου για αρχή και αυτό είναι αρκετό» της είπε προκαλώντας της σοκ. Ξαφνικά τα μάτια της γέμισαν δάκρυα βουβά που κύλησαν στα μάγουλά της. «Έχεις πολύ θυμό μέσα σου, Σάρα. Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι' αυτό; Τον πόνο όταν τον μοιραζόμαστε με αγαπημένα πρόσωπα τον ξορκίζουμε κατά κάποιον τρόπο» τελείωσε και η κοπέλα κάρφωσε τα μάτια της στα σμαραγδένια δικά του.
«Έχω βαρεθεί να μου λένε όλοι να μη στεναχωριέμαι και να με λυπούνται. Ειδικά εσύ πάλευες να πείσεις κάποτε τη μαμά πως τα Χριστούγεννα ίσως και να έφερναν πίσω τον μπαμπά. Όλα αυτά είναι σαχλαμάρες!» φώναξε και ο παππούς της φύσηξε τον καπνό.
«Σάρα μου, όταν λέμε να τον φέρουν πίσω, δεν εννοούμε με σάρκα και οστά. Αυτό που κάποτε ζήτησα από τη μητέρα σας ήταν να έχει πίστη στη δύναμη αυτών των τόσο ξεχωριστών ημερών που είναι ικανές να πραγματοποιήσουν κάθε ευχή, με ένα δικό τους τρόπο. Αν δεν πιστέψεις, πώς θα μάθεις; Ο μπαμπάς σας έφυγε και αυτό δε θα μπορούσε κανείς να το αλλάξει. Ωστόσο, μερικές φορές οι αγαπημένοι μας σκαρφίζονται τρόπους για να επικοινωνούν μαζί μας και τα Χριστούγεννα, να είσαι σίγουρη, πως μπορούν να σου μεταφέρουν τα μηνύματά τους. Να ξέρεις, πως ο πατέρας σου είναι περήφανος για εσένα, Σάρα. Σου λείπει και το καταλαβαίνω, μα μην αφήνεις τον θυμό σου να επηρεάζει αυτό που είσαι. Ούτε ο πατέρας σου θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο…» τελείωσε ωστόσο η κοπέλα δεν είχε το κουράγιο να τον κοιτάξει στα μάτια. Δεν ήθελε να φαίνεται ευάλωτη, η περηφάνια του χαρακτήρα της δεν της το επέτρεπε.
«Εύκολο να το λες εσύ» ψιθύρισε με τα δάκρυα έτοιμα να κυλήσουν ξανά, ωστόσο ο Έλτον πήρε ήρεμα τον λόγο.
«Πίστεψέ με, τίποτε στη ζωή δεν είναι εύκολο. Ούτε η δική μου ζωή ήταν, μα όταν κάτι το θέλεις πολύ και παλεύεις πιστεύοντας σε αυτό, να είσαι βέβαιη πως θα υπάρξει ανταμοιβή» της απάντησε.
«Μα γιατί, παππού; Τι δυσκολίες αντιμετώπισες;» ρώτησε η Ζόε ανυπομονώντας να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας. Τον είδε τότε να σηκώνεται και να πιάνει με προσοχή το γυάλινο στολίδι στα χέρια του κοιτάζοντάς το με λατρεία.
«Ας πούμε, πως κάποτε χρειάστηκε να πάρω μία σοβαρή απόφαση που μου άλλαζε τη ζωή. Μία απόφαση για την οποία δε μίλησα ποτέ σε κανέναν, ωστόσο θαρρώ πως ίσως ήρθε πλέον η ώρα να το μοιραστώ» τελείωσε και σηκώθηκε επάνω αργά, χαμογελώντας στις εγγονές του.
Κατευθύνθηκε σε έναν παλιό πίνακα και αφού τον ξεκρέμασε, τις πλησίασε ξανά.
«Καθώς γνωρίζετε, η γιαγιά σας ήταν για εμένα ο μεγαλύτερος και ο μοναδικός μου έρωτας. Ο χαμός της μου κόστισε πολύ. Εκείνη ήταν ο λόγος που η ζωή μου κάποτε άλλαξε ριζικά» τους είπε χαϊδεύοντας τη ζωγραφιά που του είχαν φτιάξει, αντιγράφοντας μία φωτογραφία τους.
Ξαφνικά τα κορίτσια παρατήρησαν πως μία αμυδρή, χρυσή λάμψη βρισκόταν έξω ακριβώς από το παράθυρο του σαλονιού. Ο Έλτον χαμογέλασε και η λάμψη διαπέρασε το τζάμι και συγκεντρώθηκε στην παλάμη του χεριού του. Τη στιγμή εκείνη το δέρμα του ξεκίνησε να αλλάζει και να γίνεται ολοένα και νεότερο, το ίδιο και η όψη του, μέχρι που το παρουσιαστικό του έμοιαζε με εκείνο ενός άνδρα γύρω στα σαράντα πέντε. Εκείνος δεν έπαψε λεπτό να χαμογελά και γυρνώντας στο πλάι, αποκάλυψε τα αυτιά του που είχαν σχήμα κωνικό. Τα δύο κορίτσια είχαν μείνει άναυδα και ίσως ελαφρώς τρομοκρατημένα μπροστά στο απίστευτα μαγικό θέαμα. Η Σάρα ένιωσε ένα πνιχτό γέλιο να σκαρφαλώνει στον λαιμό της, εξαιτίας της αμηχανίας.
«Εντάξει, παππού, ωραία τα εφέ, μα τώρα γύρνα σε παρακαλώ στην προηγούμενη μορφή σου. Δεν ξέρω πώς το έκανες, μα αυτό ξεπερνά τα όρια της φαντασίας» πάλεψε να βρει μία λογική εξήγηση η Σάρα, τη στιγμή που η Ζόε είχε την απάντηση τόσο στο μυαλό, όσο και στην καρδιά της.
«Είσαι… Είσαι ξωτικό;» τον ρώτησε και εκείνος χαμογέλασε.
«Τελικά, ορθώς βρίσκεσαι στη λίστα με τους πιο πιστούς ανθρώπους. Είμαι περήφανος για εσένα και ναι, αυτή είναι η αληθινή μου όψη, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. Ήμουν ευτυχισμένος όταν ακόμη υπήρχαν τα Χριστούγεννα στη Γη και μου υπενθύμιζαν κάθε μέρα τον τόπο της καταγωγής μου. Η ύπαρξη μου ωστόσο απαιτεί πολύ πίστη από όλους, ώστε να μπορέσουν να δουν πίσω από τη μάσκα την ανθρώπινη. Το αληθινό μου όνομα είναι Λόμιλ Γκάλας και υπήρξα το δεξί χέρι του Άγιου για πολλά πολλά χρόνια. Ευτυχώς προτού φύγω φρόντισα να αφήσω έναν σκληρό και άξιο αντικαταστάτη, ο οποίος, δυστυχώς, μαζί με τον Άγιο και έπειτα από πολύωρες συζητήσεις, αποφάσισαν να αποσύρουν τα Χριστούγεννα από τον κόσμο και να σταματήσουν να φτιάχνουν δώρα για τους αχάριστους ανθρώπους που όλη μέρα τους αμφισβητούσαν. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά… Εδώ έχω τη λίστα των καλών και πιστών ανθρώπων, μικρών και μεγάλων» τελείωσε δίνοντας πίσω στη Ζόε το κουτί της.
Καθώς προχωρούσε από τη μία άκρη του σπιτιού έως την άλλη, αυτό μεταμορφωνόταν σε κάτι παραμυθένιο. Κάθε του βήμα και μία εντολή για αλλαγή, μέχρι που το σπίτι θύμιζε στο τέλος κάποιο πολυτελές σαλέ, κρυμμένο μέσα στα βουνά.
«Όταν ακόμη υπήρχαν τα Χριστούγεννα...» σκέφτηκε για πρώτη φορά με θλίψη η Σάρα.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
«Στο σπίτι τελευταία σκαλίζουν το θέμα των Χριστουγέννων» μουρμούρισε στην Έλεν που για ακόμη μία φορά έμοιαζε αφηρημένη.
«Έχω σκεφτεί και εγώ τις εποχές που στόλιζαν. Μάλιστα, έχω αναρωτηθεί πώς θα ήταν αυτός ο τόπος, αν περιλάμβανε λαμπιόνια και στολίδια. Όχι φυσικά πως πιστεύω σε ξωτικά και ιπτάμενους ταράνδους, αλλά θα είχε πλάκα. Ξέρω όμως πως σε πονά, γιατί τότε περίπου έχασες τον μπαμπά σου» τελείωσε η φίλη της και η Σάρα αναστέναξε.
«Η αλήθεια είναι πως όλα τα σπασμένα τα πληρώνει αδίκως η αδερφή μου. Ο θάνατος του μπαμπά μου κόστισε, δεν ήταν εύκολο, ούτε τώρα είναι. Η μαμά λείπει όλη ώρα στη δουλειά και το σπίτι είναι μονίμως άδειο» της απάντησε, όταν είδε τον Κρίστοφερ να την πλησιάζει χαμογελώντας.
«Γεια σου, όμορφη» της είπε κλείνοντάς της το μάτι «Είσαι σήμερα να αρπάξουμε επιτέλους το αυτοκίνητο του γέρου; Θα έχει πλάκα. Θέλεις να περάσω να σε πάρω κατά τις εννέα;» τη ρώτησε και η νεαρή, για ακόμη μία φορά, έπιασε τον εαυτό της να μην μπορεί να του αρνηθεί, παρά το γεγονός πως τη διακατείχε ένας φόβος.
«Ε-εντάξει» απάντησε τελικά και εκείνος άφησε ένα φιλί στο μάγουλό της κάνοντάς τη να κοκκινίσει.
Η Έλεν δίπλα της την κοίταξε ελαφρώς αποδοκιμαστικά.
«Δεν είσαι εσύ αυτό, Σάρα, και αν του αρέσεις, τότε πρέπει να το κάνει γι' αυτό που είσαι. Δε χρειάζεται να τον ακολουθείς στις ανωριμότητές του» τη συμβούλεψε και η κοπέλα έκρυψε το κεφάλι της στο πρόσωπό της. Κοιτάζοντας την ώρα, ήξερε πως έπρεπε να περάσει από το δημοτικό σχολείο για να παραλάβει τη Ζόε. Μία βόλτα στον καθαρό αέρα του Μπίμπουρι ήταν ό,τι έπρεπε.
Από την άλλη, η Ζόε όλη την ημέρα ήταν αφηρημένη. Το μυαλό της έτρεχε διαρκώς σε εκείνο το παράξενο στολίδι με τα αρχικά Α.Β.Β.Π. Τι σήμαιναν άραγε; Κοιτώντας το ρολόι του τοίχου στην τάξη της, ήξερε πως σε πέντε λεπτά σχολούσε και έπρεπε να αναλάβει επιτέλους δράση. Από το τζάμι του παραθύρου της τάξης της που είχε θέα την τεράστια, καγκελένια πόρτα, είδε την αδερφή της να στέκεται κατηφής όπως πάντα και να την περιμένει. Δεν είχε αργήσει ποτέ της να την παραλάβει και η μικρή καταλάβαινε πως αυτό ήταν μία έμμεση πράξη αγάπης. Πως δεν την ξεχνούσε και τη σκεφτόταν. Βγαίνοντας έτρεξε με φόρα και με προορισμό την αγκαλιά της.
«Ούτε να το σκέφτεσαι» της γκρίνιαξε η Σάρα και η Ζόε κατσούφιασε.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» τη ρώτησε η μικρή.
«Όμοια με τη χθεσινή και την προηγούμενη. Η δική σου;» ρώτησε με τη σειρά της.
«Παράξενη. Όλη μέρα σκεφτόμουν. Ξέρεις, δε σου το είπα, μα εχθές βρήκα ένα στολίδι χριστουγεννιάτικο, μέσα σε ένα ξύλινο κουτί. Είχε επάνω χαραγμένα κάποια παράξενα αρχικά με χρυσά γράμματα. Μύριζε τζίντζερ και κανέλα και... και κρέμα από εκείνη που έφτιαχνε ο μπαμπάς. Μυρίζει σπίτι και ευτυχία, από εκείνη που υπήρχε κάποτε» της είπε και ευθύς τα μάτια της καρφώθηκαν στη γη. Ήθελε να κλάψει, μα δεν έπρεπε. Είχε υποσχεθεί στον πατέρα της πως θα έμενε δυνατή.
Από εκείνη τη στιγμή, καμία επιπλέον κουβέντα δεν ειπώθηκε. Οι δυο τους μπήκαν στο σπίτι, στο βασίλειο των Πίρς, όπως έλεγε χαϊδευτικά ο μπαμπάς τους και βρήκαν τη μητέρα τους να κοιτάζει το στολίδι χαμένη στις δικές της αναμνήσεις.
«Ήταν του παππού σας, του δικού μου πατέρα. Το λάτρευε και θύμωσε μόλις το ράγισα. Ήταν σαν να ξερίζωσα ένα κομμάτι του. Θαρρώ πως δε μου το συγχώρεσε ποτέ» είπε λυπημένα έχοντας ακούσει την πόρτα να ανοίγει.
Η Σάρα έμεινε να κοιτάζει το υπέροχο, διάφανο αστέρι, τη στιγμή που τα ρουθούνια της Ζόε γαργάλισε το άρωμα του πατέρα της. Κάθε φορά αυτό το αντικείμενο της επεφύλασσε και από μία μικρή έκπληξη. Ξαφνικά το είχε αγαπήσει και εκείνη. Είχε νιώσει εκείνο το μαγικό δέσιμο, είχε αισθανθεί τους παλμούς του, σαν να είχε δική του καρδιά. Τότε της ήρθε μία καταπληκτική ιδέα: να βρει και να μιλήσει με τον παππού της. Η ημέρα είχε λίγες ακόμη ώρες φωτός και αν ήθελε να φτάσει στη μικρή, πέτρινη μονοκατοικία λίγο έξω από το χωριό έπρεπε να βιαστεί. Η μητέρα της θα έφευγε σε μισή ώρα και η Σάρα θα ήταν ως συνήθως κλειδωμένη στο δωμάτιό της.
Πράγματι, μία ώρα αργότερα και με το δειλινό να απέχει κανένα μισάωρο, η Ζόε ένιωσε πιο αποφασισμένη από ποτέ. Ήθελε επιτέλους να βρει τον παππού της και, αν αυτό ήταν δυνατό, να τον πείσει να συγχωρέσει τη μητέρα της, της οποίας η αδεξιότητα την οδήγησε να σπάσει το μικρό στολίδι. Αρπάζοντας τον λευκό της σκούφο, το μπουφάν και το κασκόλ της, άνοιξε την πόρτα με προσοχή.
«Για εσένα, μπαμπά» σκέφτηκε και με το κουτί στην αγκαλιά, κατέβηκε τα τέσσερα σκαλοπάτια της εισόδου και βγήκε στον δρόμο.
Έξω έκανε κρύο καθώς το φως του ήλιου χαμήλωνε στον ορίζοντα, με τη γιγάντια, φωτεινή σφαίρα να χάνεται αργά στους λόφους. Το κουτί με κάποιον μαγικό τρόπο ανάβλυζε μία θέρμη διατηρώντας τα χέρια της ζεστά.
«Ζόε!» άκουσε τη λαχανιασμένη φωνή της αδερφής της «Τρελάθηκες; Πού πηγαίνεις μόνη σου; Σε λίγο νυχτώνει» συνέχισε να φωνάζει η Σάρα παλεύοντας να τη φτάσει.
«Πηγαίνω στον παππού και πίστεψέ με, δεν μπορείς να με σταματήσεις» της απάντησε εκείνη εκνευρισμένη.
«Άρχισες πάλι τις βλακείες με τα στολίδια; Τι έχετε πάθει πλέον όλοι σας;» ειρωνεύτηκε και άξαφνα, το ποτήρι για τη Ζόε ξεχείλισε.
«Τότε, γύρνα πίσω στους φίλους σου και άσε μας εμάς με τις βλακείες μας. Μία χαρά μπορούμε και χωρίς εσένα. Λυπάμαι, Σάρα, αλλά ειλικρινά δε σε αντέχω άλλο! Και τώρα γύρνα σπίτι και άσε με να φτάσω στον παππού πριν νυχτώσει!» της φώναξε η αδερφή της και η Σάρα αναστέναξε.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνη σου, αναγκαστικά θα έρθω και ελπίζω να μην το μετανιώσω» τελείωσε και οι δυο τους περπάτησαν αρχικά στον κεντρικό δρόμο και κατόπιν ακολούθησαν ένα πιο μοναχικό και ήσυχο μονοπάτι, το οποίο στρίβοντας, τους εμφάνισε μία ατημέλητη μονοκατοικία, γκρίζα και πέτρινη, όμοια σχεδόν με τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού.
Ο ήλιος είχα χαθεί και ο άνεμος δυνάμωσε, όταν έπιασαν τη μικρή, ξύλινη καγκελόπορτα, ανοίγοντάς την. Ο κήπος του ήταν ξερός, σαν να επικρατούσε εκεί ένας αιώνιος χειμώνας, μολαταύτα τα φώτα ήταν αναμμένα. Στάθηκαν μπροστά στο κατώφλι, χτυπώντας διακριτικά, ωστόσο κανένας δεν τους άνοιξε. Η Σάρα πήρε την πρωτοβουλία να χτυπήσει πιο δυνατά, ώσπου τελικά η πόρτα υποχώρησε και μπροστά τους εμφανίστηκε ο παππούς τους, ο οποίος, παρά τα δύο χρόνια που είχαν να τον δουν, δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Μπορεί να ήταν ηλικιωμένος, μα ήταν όμορφος και γεροδεμένος για την ηλικία του. Είχε μία παράξενη εμφάνιση πάντοτε, καθώς όλα του τα χαρακτηριστικά ήταν έντονα.
«Τι γυρεύετε εδώ;» έσκουξε ελαφρώς και η Σάρα ύψωσε το φρύδι της.
«Εγγονές σου είμαστε, έπρεπε να είχαμε τηλεφωνήσει πρώτα;» τον ρώτησε και εκείνος για λίγο την κοίταξε εξεταστικά.
«Χμμ, Σάρα Πίρς. Άτακτη πολύ. Ο καθηγητής σου και εγώ σε ευγνωμονούμε που δεν έβαλες απόψε το χεράκι σου για να κλέψεις το αυτοκίνητο» μούγκρισε κάνοντάς τη να χλομιάσει.
«Μα, εγώ δεν... Πώς;» πήγε να πει, ωστόσο εκείνος τη σταμάτησε καρφώνοντας τα σμαραγδένια του μάτια αρχικά στη Ζόε και κατόπιν στο μικρό κουτί.
«Ζόε μου, πού βρήκες το άστρο; Στο έδωσε η κόρη μου;» τη ρώτησε με τη θλίψη να καθρεπτίζεται στα μάτια του.
«Όχι, παππού, τυχαία το βρήκα. Ήρθα απόψε εδώ όμως γιατί μου έλειπες. Δεν ξέρω τι συνέβη ανάμεσα σε εσένα και στη μαμά, όμως εγώ σε αγαπώ» του είπε και μία αγκαλιά μεγάλη απλώθηκε για να την κλείσει μέσα της.
«Καλωσήρθες στο σπίτι μου, Ζόε, και εγώ σε περίμενα εδώ και καιρό».
Τα δύο κορίτσια μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού, το οποίο κάθε άλλο παρά ζεστό έμοιαζε. Σίγουρα ήταν καλύτερο από ένα εγκαταλελειμμένο, ωστόσο ακόμη και αυτό ούρλιαζε μία κάποια εγκατάλειψη και κλεισούρα. Φαινόταν φτωχικό, σαν να μην ήθελε ο ιδιοκτήτης του να κάνει την παραμικρή αλλαγή, αφήνοντας τον χρόνο να χαράξει επάνω τα σημάδια του. Η Σάρα κοιτούσε ολόγυρα, ωστόσο από το μυαλό της πάλευε να φύγει η ατάκα του παππού της σχετικά με την κλοπή που σχεδίαζε να κάνει. Όλο αυτό της δημιουργούσε μία αμηχανία και προσπαθούσε να σκεφτεί από πού στο καλό είχε αντλήσει ο γέρος όλες αυτές τις πληροφορίες. Εκείνος τις οδήγησε στο καθιστικό του αμίλητος, το οποίο έμοιαζε το ίδιο απεριποίητο και μουντό, όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Η φλόγα στο τζάκι σιγόκαιγε και ήταν η μόνη πηγή θερμότητας. Κάθισαν όλοι μαζί και τότε ο παππούς Έλτον έκανε σήμα στη Ζόε να του δώσει το κουτί με το στολίδι. Για λίγο το περιεργάστηκε σκεπτικός και χαμογέλασε θλιμμένα.
«Το συγκεκριμένο αντικείμενο το είχα δώσει στη μητέρα σας, όταν ακόμη ήταν παιδί. Της είχα πει να το φυλάξει και να το παραδώσει σε εσάς, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Από ό,τι κατάλαβα ωστόσο, εκείνο είχε άλλη άποψη. Ήθελε να βρεθεί νωρίτερα και νομίζω πως έπεσε επάνω στα σωστά χέρια» πρόφερε κοιτάζοντας τη Ζόε με τρυφερότητα.
«Ζόε Πιρς, να ξέρεις πως είσαι η αγαπημένη φιγούρα των Χριστουγέννων. Σε αντίθεση με την αδερφή σου, εσύ βαδίζεις στον σωστό δρόμο» της είπε και η Σάρα ίσα που βαστούσε την ανάσα της. Ωστόσο, εξαιτίας του εκνευρισμού της, σηκώθηκε απότομα επάνω και τον κοίταξε στα μάτια.
«Εντάξει, νομίζω πως όλο αυτό το αστείο πρέπει να τελειώσει. Πες μου επιτέλους πώς γνωρίζεις για τη ζωή μου; Με παρακολουθείς; Σε έβαλε μήπως η μαμά; Λέγε!» του φώναξε ωστόσο εκείνος άναψε μία ξύλινη, σκαλιστή πίπα, την κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο και απέφυγε για αρχή να απαντήσει στην ερώτησή της.
«Γνωρίζετε τι σημαίνουν τα αρχικά Α.Β.Β.Π;» τις ρώτησε και, αφού δεν έλαβε απάντηση, συνέχισε «Σημαίνουν Άγιος Βασίλης, Βόρειος Πόλος. Όλη αυτή η κατασκευή είναι ένα αυθεντικό στολίδι προερχόμενο από τα σπλάχνα των Χριστουγέννων. Σάρα, δεν είναι του χαρακτήρα μου να κατασκοπεύω και η αλήθεια είναι ότι δεν το έχω και ανάγκη. Γνωρίζω πολύ καλά τι συμβαίνει στη ζωή σου και ας βρισκόμαστε σε απόσταση. Σε διαβεβαιώ, πως υπάρχουν και καλύτεροι σε αυτόν τον κόσμο, εκτός του Κρίστοφερ και δε χρειάζεται να βανδαλίζεις αυτοκίνητα για να του αποδείξεις πως αξίζεις την αγάπη του. Πίστεψε στον εαυτό σου για αρχή και αυτό είναι αρκετό» της είπε προκαλώντας της σοκ. Ξαφνικά τα μάτια της γέμισαν δάκρυα βουβά που κύλησαν στα μάγουλά της. «Έχεις πολύ θυμό μέσα σου, Σάρα. Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι' αυτό; Τον πόνο όταν τον μοιραζόμαστε με αγαπημένα πρόσωπα τον ξορκίζουμε κατά κάποιον τρόπο» τελείωσε και η κοπέλα κάρφωσε τα μάτια της στα σμαραγδένια δικά του.
«Έχω βαρεθεί να μου λένε όλοι να μη στεναχωριέμαι και να με λυπούνται. Ειδικά εσύ πάλευες να πείσεις κάποτε τη μαμά πως τα Χριστούγεννα ίσως και να έφερναν πίσω τον μπαμπά. Όλα αυτά είναι σαχλαμάρες!» φώναξε και ο παππούς της φύσηξε τον καπνό.
«Σάρα μου, όταν λέμε να τον φέρουν πίσω, δεν εννοούμε με σάρκα και οστά. Αυτό που κάποτε ζήτησα από τη μητέρα σας ήταν να έχει πίστη στη δύναμη αυτών των τόσο ξεχωριστών ημερών που είναι ικανές να πραγματοποιήσουν κάθε ευχή, με ένα δικό τους τρόπο. Αν δεν πιστέψεις, πώς θα μάθεις; Ο μπαμπάς σας έφυγε και αυτό δε θα μπορούσε κανείς να το αλλάξει. Ωστόσο, μερικές φορές οι αγαπημένοι μας σκαρφίζονται τρόπους για να επικοινωνούν μαζί μας και τα Χριστούγεννα, να είσαι σίγουρη, πως μπορούν να σου μεταφέρουν τα μηνύματά τους. Να ξέρεις, πως ο πατέρας σου είναι περήφανος για εσένα, Σάρα. Σου λείπει και το καταλαβαίνω, μα μην αφήνεις τον θυμό σου να επηρεάζει αυτό που είσαι. Ούτε ο πατέρας σου θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο…» τελείωσε ωστόσο η κοπέλα δεν είχε το κουράγιο να τον κοιτάξει στα μάτια. Δεν ήθελε να φαίνεται ευάλωτη, η περηφάνια του χαρακτήρα της δεν της το επέτρεπε.
«Εύκολο να το λες εσύ» ψιθύρισε με τα δάκρυα έτοιμα να κυλήσουν ξανά, ωστόσο ο Έλτον πήρε ήρεμα τον λόγο.
«Πίστεψέ με, τίποτε στη ζωή δεν είναι εύκολο. Ούτε η δική μου ζωή ήταν, μα όταν κάτι το θέλεις πολύ και παλεύεις πιστεύοντας σε αυτό, να είσαι βέβαιη πως θα υπάρξει ανταμοιβή» της απάντησε.
«Μα γιατί, παππού; Τι δυσκολίες αντιμετώπισες;» ρώτησε η Ζόε ανυπομονώντας να ακούσει τη συνέχεια της ιστορίας. Τον είδε τότε να σηκώνεται και να πιάνει με προσοχή το γυάλινο στολίδι στα χέρια του κοιτάζοντάς το με λατρεία.
«Ας πούμε, πως κάποτε χρειάστηκε να πάρω μία σοβαρή απόφαση που μου άλλαζε τη ζωή. Μία απόφαση για την οποία δε μίλησα ποτέ σε κανέναν, ωστόσο θαρρώ πως ίσως ήρθε πλέον η ώρα να το μοιραστώ» τελείωσε και σηκώθηκε επάνω αργά, χαμογελώντας στις εγγονές του.
Κατευθύνθηκε σε έναν παλιό πίνακα και αφού τον ξεκρέμασε, τις πλησίασε ξανά.
«Καθώς γνωρίζετε, η γιαγιά σας ήταν για εμένα ο μεγαλύτερος και ο μοναδικός μου έρωτας. Ο χαμός της μου κόστισε πολύ. Εκείνη ήταν ο λόγος που η ζωή μου κάποτε άλλαξε ριζικά» τους είπε χαϊδεύοντας τη ζωγραφιά που του είχαν φτιάξει, αντιγράφοντας μία φωτογραφία τους.
Ξαφνικά τα κορίτσια παρατήρησαν πως μία αμυδρή, χρυσή λάμψη βρισκόταν έξω ακριβώς από το παράθυρο του σαλονιού. Ο Έλτον χαμογέλασε και η λάμψη διαπέρασε το τζάμι και συγκεντρώθηκε στην παλάμη του χεριού του. Τη στιγμή εκείνη το δέρμα του ξεκίνησε να αλλάζει και να γίνεται ολοένα και νεότερο, το ίδιο και η όψη του, μέχρι που το παρουσιαστικό του έμοιαζε με εκείνο ενός άνδρα γύρω στα σαράντα πέντε. Εκείνος δεν έπαψε λεπτό να χαμογελά και γυρνώντας στο πλάι, αποκάλυψε τα αυτιά του που είχαν σχήμα κωνικό. Τα δύο κορίτσια είχαν μείνει άναυδα και ίσως ελαφρώς τρομοκρατημένα μπροστά στο απίστευτα μαγικό θέαμα. Η Σάρα ένιωσε ένα πνιχτό γέλιο να σκαρφαλώνει στον λαιμό της, εξαιτίας της αμηχανίας.
«Εντάξει, παππού, ωραία τα εφέ, μα τώρα γύρνα σε παρακαλώ στην προηγούμενη μορφή σου. Δεν ξέρω πώς το έκανες, μα αυτό ξεπερνά τα όρια της φαντασίας» πάλεψε να βρει μία λογική εξήγηση η Σάρα, τη στιγμή που η Ζόε είχε την απάντηση τόσο στο μυαλό, όσο και στην καρδιά της.
«Είσαι… Είσαι ξωτικό;» τον ρώτησε και εκείνος χαμογέλασε.
«Τελικά, ορθώς βρίσκεσαι στη λίστα με τους πιο πιστούς ανθρώπους. Είμαι περήφανος για εσένα και ναι, αυτή είναι η αληθινή μου όψη, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει. Ήμουν ευτυχισμένος όταν ακόμη υπήρχαν τα Χριστούγεννα στη Γη και μου υπενθύμιζαν κάθε μέρα τον τόπο της καταγωγής μου. Η ύπαρξη μου ωστόσο απαιτεί πολύ πίστη από όλους, ώστε να μπορέσουν να δουν πίσω από τη μάσκα την ανθρώπινη. Το αληθινό μου όνομα είναι Λόμιλ Γκάλας και υπήρξα το δεξί χέρι του Άγιου για πολλά πολλά χρόνια. Ευτυχώς προτού φύγω φρόντισα να αφήσω έναν σκληρό και άξιο αντικαταστάτη, ο οποίος, δυστυχώς, μαζί με τον Άγιο και έπειτα από πολύωρες συζητήσεις, αποφάσισαν να αποσύρουν τα Χριστούγεννα από τον κόσμο και να σταματήσουν να φτιάχνουν δώρα για τους αχάριστους ανθρώπους που όλη μέρα τους αμφισβητούσαν. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά… Εδώ έχω τη λίστα των καλών και πιστών ανθρώπων, μικρών και μεγάλων» τελείωσε δίνοντας πίσω στη Ζόε το κουτί της.
Καθώς προχωρούσε από τη μία άκρη του σπιτιού έως την άλλη, αυτό μεταμορφωνόταν σε κάτι παραμυθένιο. Κάθε του βήμα και μία εντολή για αλλαγή, μέχρι που το σπίτι θύμιζε στο τέλος κάποιο πολυτελές σαλέ, κρυμμένο μέσα στα βουνά.
«Όταν ακόμη υπήρχαν τα Χριστούγεννα...» σκέφτηκε για πρώτη φορά με θλίψη η Σάρα.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη