Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 2, μέρος 1 - Το τρένο με τα αρχικά Α.Β.Β.Π)

«Πατήματα, πηδήματα, σπρωξίδια, τις νύχτες τα Χριστούγεννα πάνω στα κεραμίδια. Στις καμινάδες τα βιολιά και τα σουραύλια στήσανε και ακόμη τα κοκόρια δε λαλήσανε. Μην είναι οι παρασάνταλοι, οι μαύροι καλικάτζαροι; Μύθοι και παραμύθια αναστηθήκανε, με το χρυσό της μάγισσας ραβδί και μαγευτήκανε. Γάτοι παπουτσωμένοι εγινήκανε και στις κεραμιδένιες τις στέγες ανεβήκανε».

 Ο Έλτον, ή όπως αλλιώς ήταν το κανονικό του όνομα, Λόμιλ Γκάλας, ειδοποίησε την κόρη του πως οι εγγονές του θα διανυκτέρευαν μαζί του. Η αλήθεια, της είχε ξεφύγει ένα παράξενο επιφώνημα σε αυτήν την ανακοίνωση, μην μπορώντας να πιστέψει πως ο πατέρας της είχε βρει στα ξαφνικά τη χαμένη του όρεξη και διάθεση να περάσει λίγες ώρες με τα μέλη της οικογένειάς του. Όμως απάντησε ένα «εντάξει» και έκλεισε το τηλέφωνο.

Τα δύο κορίτσια είχαν στα ξαφνικά αλλάξει διάθεση. Η Ζόε ένιωθε μέσα της μία απίστευτη δύναμη, πως ξαφνικά ήταν ικανή να αναρριχηθεί ακόμη και στο πιο ψηλό βουνό δίχως την παραμικρή βοήθεια. Από την άλλη η Σάρα, η ατίθαση έφηβη με την καλή καρδιά και τα καταπιεσμένα συναισθήματα οργής και θρήνου για τον χαμό του πατέρα της, ένιωθε μπερδεμένη. Μερικές φορές, όσο πιο μεγάλος είσαι, τόσο δυσκολότερα αφήνεις την καρδιά σου να υποδεχτεί όλα αυτά που η λογική σου αρνείται να συλλάβει. Απέναντι στην απόλυτη μαγεία, έστεκε ελαφρώς παγωμένη, ωστόσο η εικόνα μιλούσε από μόνη της.



Ο παππούς τους, έχοντας αφεθεί πλήρως στη νέα του εμφάνιση, την οποία έδειχνε να απολαμβάνει, κάθισε ξανά στον καναπέ του, που τώρα είχε το χρώμα του κεραμιδιού. Η φωτιά στο τζάκι είχε άξαφνα ζωηρέψει, το ξύλινο πάτωμα γυάλιζε και η γλυκιά μυρωδιά των μπισκότων είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα. Μικροί θόρυβοι ακούστηκαν από τη μεριά της κουζίνας και η Ζόε σηκώθηκε όρθια, παλεύοντας να ανακαλύψει την προέλευσή τους.

«Μην τρομάξετε, είναι οι βοηθοί μου. Πλέον, είμαι συνταξιούχος ξωτικό, μα πιστέψτε με, προτού αποσυρθώ από τα καθήκοντά μου, είχα προσφέρει πολλά πράγματα. Κάντε ησυχία για να μην αναστατωθούν. Δεν είναι μεγαλύτεροι από την παλάμη του χεριού της Σάρα» τους είπε και τα κορίτσια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

Οδεύοντας αργά προς την κουζίνα, βρήκαν μπροστά ακριβώς από έναν φούρνο παλαιάς εποχής τρία πλάσματα, χνουδωτά, με τεράστια, μυτερά αυτιά, που τηγάνιζαν παθιασμένα τηγανίτες, αλείφοντάς τες με μέλι και κανέλα. Στη θέα του Λόμιλ Γκάλας, ξεκίνησαν να βγάζουν χαρούμενες, στριγκές κραυγές, μα όταν τα ολοστρόγγυλα μάτια τους έπεσαν στα κορίτσια, ευθύς πάγωσαν και κρύφτηκαν κάτω από το ξύλινο, σκαλιστό τραπέζι της κουζίνας.

«Αυτοί ονομάζονται καλικάντζαροι και μη μου πείτε πως ο κόσμος μας δεν είναι γεμάτος μύθους και δοξασίες περίεργες για εκείνους. Σας φαίνονται τόσο τρομακτικοί;» τις ρώτησε και τον λόγο ευθύς πήρε η Σάρα ελαφρώς ντροπαλά και ξεροβήχοντας αρχικά.

«Για να πω την αλήθεια, νόμιζα πως ήταν πράσινοι, ίσως άσχημοι με παράξενη μυρωδιά» τελείωσε και τα τρία πλάσματα βούρκωσαν.

Η Ζόε έτρεξε ευθύς κάτω από το τραπέζι προσκαλώντας τα, δίχως αποτέλεσμα. Δίπλα της, ο παππούς της πήρε ένα κομμάτι τηγανίτας και της το έδωσε, ώστε να το προσφέρει στα πλάσματα. Εκείνα φάνηκαν να μαγεύονται από τη μυρωδιά της. Το πήραν απαλά, υποκλίθηκαν και το έφαγαν με λαιμαργία. Η επόμενη κίνησή τους ήταν να βρεθούν στην αγκαλιά της μικρής γουργουρίζοντας.

«Εδώ έρχομαι να καταρρίψω έναν τεράστιο μύθο που θέλει τους καλικάντζαρους κακούς και βρωμερούς. Είναι πλάσματα που εργάζονται σκληρά για εμάς τα ξωτικά, αναλαμβάνοντας δύο δουλειές. Την εορταστική σίτισή μας και τον κατάλογο των άτακτων. Όπως βλέπετε, λατρεύουν τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα, ωστόσο δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να απλώσουν χέρι για να κλέψουν. Η ανταμοιβή τους είναι η δική μας προσφορά μέρους του φαγητού που ετοιμάζουν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τα Χριστούγεννα είναι ημέρες προσφοράς. Ελάτε μαζί μου» τις προέτρεψε οδηγώντας τες σε ένα υπέροχο γραφείο, παλιό, σκαλιστό με μία πολυθρόνα ολόλευκη, όπου πάνω της έπεφτε ένα κατακόκκινο ριχτάρι.

Πάνω ακριβώς στο γραφείο, υπήρχε ένα βιβλίο με τον τίτλο: «Άτακτοι». Ο παππούς τους το φύσηξε και αμέσως αυτό άνοιξε. Σε κάθε του σελίδα υπήρχαν γενεαλογικά δέντρα με τα ονόματα των άπιστων και άτακτων της οικογένειας. Στην σελίδα που άνοιξε, η Σάρα είδε επάνω ψηλά το επίθετο Πιρς και τη φιγούρα της ζωγραφισμένη με μία έκφραση θυμού, χέρια σταυρωμένα μπροστά με πείσμα. Έβγαζε τη γλώσσα επιδεικτικά. Τα πλάσματα κούνησαν ταυτόχρονα το κεφάλι τους αποδοκιμαστικά και τον λόγο πήρε ο Λόμιλ Γκάλας ξανά.

«Σάρα μου, λυπάμαι, μα τα τεφτέρια δεν κάνουν λάθος. Όπως θα δεις, προέρχεσαι από μία οικογένεια πιστών στο βάθος του παρελθόντος, μα ομολογώ πως στο σήμερα, μόνο η Ζόε σώζει τη φήμη της οικογένειας. Τίποτε όμως δεν παραμένει στάσιμο και εύκολα μπορείς να μεταπηδήσεις στο βιβλίο των καλών, το οποίο βρίσκεται στα χέρια του Άγιου Βασίλη. Αυτός ήταν ο οδηγός του τόσα χρόνια, ώστε να μπορεί να μοιράζει τα δώρα. Τα ονόματα αναγράφονταν με χρυσά γράμματα και από κάτω βρισκόταν η διεύθυνση.

»Μία χρονιά τον είχα συνοδεύσει σε ένα ταξίδι του για το μοίρασμα των δώρων. Είχαμε ένα μικρό ατύχημα και ο Κόμετ, ο τάρανδος, είχε στραμπουλήσει το πόδι του. Ε, μέχρι να τον βοηθήσουμε και τα σχετικά, χάσαμε πέντε πολύτιμα λεπτά. Για εμάς ο χρόνος, ακόμη και το κλάσμα του δευτερολέπτου, έχει πολύ σημασία μέχρι την ακριβή στιγμή της αυγής. Ακόμη και ένα δευτερόλεπτο πριν να χαράξει, εμείς μπορεί να πίνουμε την τελευταία σταγόνα από το γάλα που αφήνουν τα παιδιά. Τότε λοιπόν, ο Άγιος χρειάστηκε βοηθό και πήγα μαζί του. Δεν υπάρχει ομορφότερο πράγμα από την αλλαγή του χρόνου, καθώς για εμάς, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, αλλάζει τότε, για να υποδεχτούμε την επόμενη ημέρα, με νέες ευχές και γράμματα και επιθυμίες από τα παιδιά. Πετούσαμε στο ουράνιο στερέωμα, νύχτα, όταν μία λάμψη σαν το Βόρειο Σέλας, όπου μέσα της βρίσκονταν κρυμμένα όλα τα χρώματα, ξεκίνησε να μας ακολουθεί. Εμείς πετάξαμε πιο γρήγορα, περνώντας μέσα από ημιδιάφανες, χρονικές πύλες. Κάθε πύλη μετρούσε αντίστροφα χαρίζοντάς μας και μία γεύση από τις αναμνήσεις του χρόνου που είχε σχεδόν περάσει. Δεν έχω ζήσει ποτέ μου ανάλογη συγκίνηση» έκανε μία παύση θέλοντας να βάλει λίγο τσάι με γεύση κανέλα στα ποτήρια όλων.

«Α, υπάρχει και κάτι ακόμη» τους είπε χασκογελώντας και τις ένιωσε να κρατούν την ανάσα τους. «Ο σάκος του Άγιου δεν είναι καθόλου αυτό που φαίνεται. Μπορεί σαν μέγεθος να μοιάζει σχετικά μικρός, ωστόσο σκεφτείτε πως μέσα του πρέπει να χωρέσουν εκατομμύρια δώρα, όλων των μεγεθών. Ως βοηθός του είχα το δικαίωμα να μπω εκεί, αναζητώντας το όνομα και δώρο του ανάλογου θνητού. Πιστέψτε με, χωράει δέκα σαν εσάς μέσα. Είναι μία πολιτεία όπου μπορείς ακόμη και καφέ να κάνεις. Έχει ειδικό σύστημα για να μπορεί ο Άγιος να αντέχει το ξενύχτι. Όπως και να το κάνουμε, έχει και μία ηλικία και πρέπει να το σεβαστούμε» τελείωσε όταν είδε ένα μικρό βιβλιαράκι δίπλα του να πάλλεται. «Έχω μήνυμα» ακούστηκε η φωνή του ελαφρώς βαριεστημένα και είδαν όλοι τους την πένα να ορθώνεται και να ξεκινά να γράφει με καλλιγραφικά γράμματα μόνη της:

«Τα Χριστούγεννα πρόκειται να αναβληθούν ξανά. Ο αριθμός των άπιστων έχει αυξηθεί κατά ένα εκατομμύριο και ο Άγιος είναι έτοιμος να βγει σε σύνταξη. Καμία ιδέα;» Η πένα έπεσε κάτω ξανά ακίνητη και η Ζόε ξεκίνησε να ωρύεται.

«Όχι, παππού! Μην το αφήσεις να συμβεί!» φώναξε και εκείνος αμίλητος έδωσε διαταγή στην πένα ξανά.

«Νομίζω πως έχω μία» έγραψε στον νεαρό βοηθό του, που άκουγε στο όνομα Γκέντελ Γας.

H πένα σταμάτησε άξαφνα να κινείται και άψυχη, σαν σωστό αντικείμενο, δίχως τη λάμψη της μαγείας, αφέθηκε δίπλα ακριβώς από το καστόρινο βιβλιαράκι. Η Σάρα το πήρε διστακτικά στα χέρια της και ξεφύλλισε στα γρήγορα τις σελίδες, σαν να αναζητούσε με αγωνία ένα δείγμα από εκείνα τα καλλιγραφικά γράμματα. Προς μεγάλη της έκπληξη, οι σελίδες ήταν και πάλι λευκές, σαν να μην είχε στάξει ούτε μία μικρή σταγόνα μελάνι.

«Πώς γίνεται αυτό;» ξεκίνησε να αναρωτιέται, κάνοντας έναν διάλογο με τον εαυτό της, μέχρι που ένιωσε το χέρι της Ζόε να αγγίζει το δικό της.

«Είναι μαγεία, Σάρα. Τα Χριστούγεννα είναι μαγεία, δεν το βλέπεις; Χαίρομαι τόσο πολύ που τα ανακαλύψαμε. Δε μετανιώνω ούτε ένα λεπτό που πήρα την απόφαση να έρθω εδώ» της απάντησε χαρούμενα και κατόπιν στράφηκε στον παππού της «Λοιπόν; Υποσχέθηκες στον βοηθό σου, τον Γκέντελ, να του δώσεις μία λύση. Ποια είναι, παππού;» τον ρώτησε και τον είδε να χαμογελά πλατιά, με έναν τρόπο φυσικό, σαν να ερχόταν αυτή η γκριμάτσα κατευθείαν από την ψυχή του.

«Το στολίδι» της απάντησε σηκώνοντάς το και τοποθετώντας το στην παλάμη του. «Αυτό εδώ το γυάλινο στολίδι έχει μία τεράστια ιστορία πίσω του και πολύ σημαντική. Αν η μητέρα σας το γνώριζε, αμφιβάλλω αν θα το άφηνε να καταρρεύσει στο πάτωμα» ξεκίνησε και τα τρία πλασματάκια χοροπήδησαν και κατόπιν τσίριξαν στη θέα του γυάλινου άστρου.

«Για σκεφτείτε λίγο. Στα χριστουγεννιάτικα δέντρα τις περισσότερες φορές τοποθετούμε ένα αστέρι στην κορυφή. Ένα αστέρι ήταν εκείνο που οδήγησε τους Μάγους στον Χριστό, έτσι δεν είναι;» τις ρώτησε και έγνεψαν θετικά. Μπορεί να μην είχαν δει ποτέ τους από κοντά χριστουγεννιάτικο δέντρο, ωστόσο χάρη στα παραμύθια είχαν την εικόνα του στο μυαλό τους.

«Την ημέρα που τσακώθηκα με τη μητέρα σας, την ίδια ημέρα που την είχα παρακαλέσει να φυλάξει το αστέρι αυτό, καθώς ήταν πολύτιμο, εκείνο έπεσε και ράγισε. Είδα μία αμυδρή, χρυσή λάμψη να βγαίνει από τα σπλάχνα του και καλπάζοντας, να το σκάει από το παράθυρο. Αυτό το στολίδι δεν είναι τυχαίο. Μέσα του έκρυβε κομμάτι του πνεύματος των Χριστουγέννων, το οποίο όμως χάθηκε την ημέρα του καβγά. Εκείνη η μικρούλα λάμψη ήταν ό,τι μου είχε απομείνει σαν ελπίδα να αναστήσω τα Χριστούγεννα. Όταν σας είδα με το στολίδι και ειδικά εσένα, Ζόε, μου γεννήθηκε μία ιδέα: πως ο μόνος τρόπος να πείσουμε τον Άγιο να σπείρει τα Χριστούγεννα στον κόσμο, είναι να ανακτήσουμε τη λάμψη, να προσκαλέσουμε το πνεύμα να κατοικήσει ξανά μέσα στο απόλυτο σύμβολο των εορτών, που είναι το άστρο» τελείωσε και για πρώτη φορά είδε τη Σάρα να χαμογελά.

«Πώς θα το κάνουμε αυτό;» ρώτησε αμέσως τον παππού της και εκείνος, έχοντας δώσει εντολή στην πένα να σηκωθεί ξανά, της είπε να ζωγραφίσει στο τετράδιο της επικοινωνίας ένα αστέρι.

Ευθύς το μήνυμα ταξίδεψε μέχρι τον Γκέντελ και σύντομα ήρθε η απάντηση.

«Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Καλή δουλειά, Λόμιλ» του απάντησε. Ο άνδρας κέρασε τις εγγονές του από δύο μεγάλες τηγανίτες, συνοδευόμενες από ζεστό τσάι κανέλας. Έπειτα, τους ζήτησε να καθίσουν ξανά όλοι μαζί στο σαλόνι, ώστε να ξεκινήσει η αφήγηση της όμορφης και εορταστικής ιστορίας αυτού του τόσο ιδιαίτερου στολιδιού.

«Μπορεί να μην το γνωρίζετε, ωστόσο ο Βόρειος Πόλος είναι απλώς ο κεντρικός σταθμός των Χριστουγέννων και το σπίτι του Άγιου. Σε περίπτωση που μου πείτε πως εκατοντάδες επιστήμονες έχουν βρεθεί εκεί, δίχως να έχουν δει το παραμικρό, τότε θα σας απαντήσω πως έχετε δίκιο. Πράγματι, ο μαγικός Βόρειος Πόλος βρίσκεται σε μία παράλληλη χωροχρονική διάσταση και, μόνο αν γνωρίζεις τον τρόπο, μπορείς εύκολα να βρεθείς εκεί. Μολαταύτα, όπως σας είπα και πριν, ο Βόρειος Πόλος είναι αυτό που λέμε τα κεντρικά. Υπάρχουν χιλιάδες χωριά, βουτηγμένα στο χιόνι, όπου ο στολισμός των εορτών είναι μόνιμος, όπου οι γυναίκες βγαίνουν στους δρόμους κουβαλώντας, ένα χριστουγεννιάτικο γλυκό, που στην όψη μοιάζει με κουλούρι, ωστόσο αποτελείται από μυρωδάτη κρέμα και σταφίδες. Τα παιδιά μαθαίνουν από μικρή ηλικία τα μυστικά του εργοστασίου των παιχνιδιών, ενώ άλλοι αναλαμβάνουν την αρχειοθέτηση όλων των γραμμάτων, ανά ηλικία, χώρα και αλφαβητικά. Υπάρχουν φυσικά και οι λάτρεις της τεχνολογίας, οι οποίοι προσπαθούν να εξελίξουν το έλκηθρο, τοποθετώντας του στο κέντρο μία μικρή υδρόγειο σφαίρα, την οποία ο Άγιος γυρνά, επιλέγει χώρα και τις ανάλογες συντεταγμένες και ευθύς μεταφέρεται εκεί μαζί με τους ταράνδους. Αυτό φυσικά είναι κάτι που κατασκευάστηκε εδώ και μία δεκαετία, αλλά εξαιτίας του θανάτου των εορτών, δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πραγματικές συνθήκες.

»Εγώ μεγάλωσα σε ένα τέτοιο, μαγικό, μικρό χωριό ξωτικών, το Όλομ, όπου μορφώθηκα και έγινα ο υπεύθυνος διοργανωτής των Χριστουγέννων, έχοντας στον λαιμό μου να κρέμεται το άστρο αυτό, με το πνεύμα των εορτών. Όταν όμως γνώρισα τη γιαγιά σας, εγκατέλειψα τη θέση μου, αλλά ο Γκέντελ πίστεψε πως θα ήταν καλύτερο να κρατήσω το άστρο εγώ. Πού να ήξερε τότε πως θα είχε αυτήν τη κατάληξη; Πώς λοιπόν θα κάνουμε εκείνη τη ξεχωριστή λάμψη να επιστρέψει;» έθεσε την ερώτηση και κατόπιν πήρε στα χέρια του το βιβλίο του Κάρολου Ντίκενς και ξεκίνησε να διαβάζει μερικά αποσπάσματα.

«Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ᾿ το γραφείο του, ο Εμπενέζερ Σκρούτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δε ζέσταιναν αρκετά. Όχι ότι έλειπαν του Σκρούτζ τα χρήματα για ν᾿ αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Αλλά ο Εμπενέζερ Σκρούτζ ήταν ένας φοβερός τσιγκούνης! Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπόμπ Κράτσιτ, ο κλητήρας του, που έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.

«Θείε, Καλά Χριστούγεννα!»

«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα...» γκρίνιαξε ο Σκρούτζ.

«Θείε μου, μη μουτρώνεις. Ήρθα να σε καλέσω για το μεσημέρι», είπε ο Φρέντ, ο ανιψιός του.

Αλλά ο Σκρούτζ αρνήθηκε την πρόσκληση. Ποτέ του δε γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου».

Όταν το βιβλίο με τη χριστουγεννιάτικη ιστορία, έκλεισε με πάταγο, ο Λόμιλ περίμενε τις πρώτες αντιδράσεις των παιδιών, σε ένα παραμύθι που είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Τον λόγο πήρε αμέσως η Ζόε.

«Θαρρώ πως από την καρδιά του Σκρούτζ έλειπε η αγάπη» είπε τελικά κάνοντας τον παππού της να λάμψει.

«Τότε, μικρή μου νεράιδα, μόλις έδωσες την απάντηση στο τι χρειάζεται, ώστε να επαναφέρουμε το πνεύμα των εορτών και να το καλέσουμε να επιστρέψει, για να σκορπίσει τη λάμψη του σε όλη τη Γη. Χρειάζεται αγάπη! Ποτέ σας μην αναρωτηθείτε πού θα τη βρείτε. Οι απαντήσεις θα ξεπηδήσουν μόνες τους, μέσα από την ψυχή σας, που είναι και η πηγή. Η αγάπη εξάλλου δεν έχει ορισμό, δεν έχει σχήμα, όμως έχει όψη και η είναι η όψη των χαρούμενων προσώπων των ανθρώπων. Η αγάπη σκορπίζει χαμόγελα και ευτυχία. Κρύβεται παντού, από μικρές γωνιές φτωχικών σπιτιών, μέχρι τα πολυτελή παλάτια. Εσείς λοιπόν καθώς είστε οι δικοί μου διάδοχοι στο κουβάλημα του άστρου, θα βρείτε τον τρόπο να προσφέρετε την αγάπη σας, που θα είναι ικανή να αλλάξει τη μοίρα του κόσμου. Πρώτα όμως πρέπει να φτιάξουμε το στολίδι και, πιστέψτε με, υπάρχει τρόπος και δεν ανήκει στον κόσμο που βλέπετε γύρω σας. Πολύ φοβάμαι πως θα χρειαστεί να μεταφερθείτε στη γενέτειρά μου, το Όλομ, και να απευθυνθείτε στο εργαστήρι που το κατασκεύασε. Τα σχολεία κλείνουν για τις γιορτές και εγώ θα πω στη μητέρα σας πως θα κάνετε τις διακοπές σας εδώ, στο σπίτι μου. Λοιπόν, τι λέτε; Σάρα μου;» τη ρώτησε και την είδε για λίγο να διστάζει.

Μέσα της σκέφτηκε πως όλο αυτό το υπέροχο παραμύθι ίσως τη βοηθούσε να απαλύνει τον πόνο της απώλειας και πού ξέρεις; Ίσως στο τέλος ο Άγιος τη λυπόταν και με κάποιον τρόπο κατόρθωνε να πραγματοποιήσει τη μία και μοναδική ευχή της, που αναγραφόταν στο γράμμα που είχε συντάξει για φέτος. Γιατί η Σάρα κάθε χρόνο, στα κρυφά, έστελνε γράμμα στον Άϊ Βασίλη, ευελπιστώντας να λάβει μία μέρα μία απάντηση, ένα σημάδι για να ελπίζει. Κοίταξε τον παππού της, που τώρα έμοιαζε σαν ένας όμορφος άνδρας και τον αγκάλιασε σφιχτά, δίχως να απαντά με λόγια.

«Εκλαμβάνω την κίνησή σου ως ναι» της είπε κάνοντας τη Ζόε να τσιρίξει από ευτυχία.

Η μαγική πένα σηκώθηκε ξανά για να γράψει.

«Σου στέλνω τις εγγονές μου, μαζί με το άστρο» έγραψε στον βοηθό του και σύντομα ήρθε η απάντηση.

«Θα τις συναντήσω στο σταθμό Καρυοθραύστης. Να επιβιβαστούν στο πρωινό τρένο με τα αρχικά Α.Β.Β.Π. Θα είμαι εκεί».

Ιφιγένεια Μπακογιάννη