Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 2, μέρος 2 - Το τρένο με τα αρχικά Α.Β.Β.Π)

Το ταξίδι θα ήταν μεγάλο, δίχως καμία αμφιβολία. Ο Λόμιλ την επομένη το πρωί σφράγισε καλά την είσοδο του σπιτιού, με τα τρία καλικαντζαράκια να τρέχουν ελεύθερα στα γύρω δάση. Θα επέστρεφαν ξανά, όταν με το καλό γυρνούσε και ο ίδιος. Ήθελε να περάσει για πρώτη φορά από το σπίτι της Άλις και να την ενημερώσει για τις διακοπές των κοριτσιών, έχοντας ορίσει ημερομηνία επιστροφής την ημέρα των Χριστουγέννων. Πίσω τους, το όμορφο, παραδοσιακό σπίτι, επανήλθε στην πρότερη μορφή της εγκατάλειψης. Το ξωτικό πίστευε πως ίσως έτσι ήταν καλύτερα, καθώς δε θα κινούσε τις υποψίες των περαστικών. Η διαδρομή για το κέντρο του Μπίμπουρι δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, μα φάνταζε αρκετή, ώστε να αφήσει το περιθώριο σε κουβέντες και γέλια να ξεδιπλωθούν. Ο Λόμιλ είχε υιοθετήσει την αιώνια εμφάνισή του, θα εξηγούσε κάποια άλλη στιγμή στην Άλις την ιστορία του, ίσως όταν θα ήταν πραγματικά έτοιμη.

Αναγνώριζε πως τη ζωή της κόρης του σκέπαζε ένα σύννεφο μελαγχολίας. Τα πάντα γύρω της και μέσα της έμοιαζαν να είναι καλυμμένα με σκόνη. Κάποια στιγμή, γιατί θα ερχόταν αυτή η στιγμή, θα αποφάσιζε να προχωρήσει επιτέλους μπροστά. Μπορεί εκείνος να μη βρισκόταν πλάι της, όμως είχε δύο υπέροχες κόρες που την είχαν ανάγκη και επιζητούσαν την προσοχή της. Εκείνη πάλι έμοιαζε να είχε αγκαλιάσει απόλυτα τη δουλειά της, παραδομένη στη δύνη της εργασιομανίας, προκειμένου να αποφεύγει τυχόν δυσάρεστες σκέψεις και αναμνήσεις που αναμόχλευε το μυαλό της. Έτσι, φτάνοντας σχετικά νωρίς έξω από το σπίτι της και βλέποντας το μικρό της κηπάριο παρατημένο, κάτι σκίρτησε μέσα του. Ένα τσίμπημα θλίψης διαπέρασε την καρδιά του. Είδε την Άλις να ανοίγει την πόρτα, έτοιμη για ακόμη μία ημέρα στη δουλειά και ας ήταν Σάββατο. Μόλις τον είδε, χαμογέλασε αμήχανα και τους πλησίασε.

«Μπαμπά; Δε σε περίμενα τόσο νωρίς…» πρόφερε και κατόπιν κοίταξε τα δύο κορίτσια «Πώς τα περάσατε; Όλα καλά;» ρώτησε όταν είδε άξαφνα το πρόσωπο της Ζόε να φωτίζεται.

«Νομίζω πως ήταν το ωραιότερο βράδυ της ζωής μου» δήλωσε με σιγουριά και είδε την Άλις να απορεί και να προσγειώνει το βλέμμα της στη μεγάλη της κόρη.

«Θα... θα συμφωνήσω με τη μικρή. Περάσαμε μαγικά» δήλωσε ντροπαλά, όταν η προσοχή της αποσυντονίστηκε από την ξαφνική εμφάνιση του Κρίστοφερ. Άπαντες τον κοίταξαν ελαφρώς αποδοκιμαστικά, ωστόσο η Σάρα τον πλησίασε αργά, ρωτώντας τον τι στο καλό γύρευε τέτοια ώρα έξω από το σπίτι της.

«Αναρωτιόμουν αν είχες κανονίσει τίποτε το βράδυ. Έλεγα μήπως βγαίναμε» τελείωσε και η Σάρα γούρλωσε τα μάτια της. Υπό άλλες συνθήκες θα ούρλιαζε, πηδώντας στο χιόνι και σχηματίζοντας αγγέλους επάνω του, ωστόσο, τα πράγματα μέσα σε ένα και μόνο βράδυ είχαν αλλάξει. Η ίδια είχε αλλάξει και αποκτήσει έναν ανώτερο σκοπό στη ζωή της: να διαδώσει τα Χριστούγεννα παντού και, αν αυτό ήταν δυνατό, να σκορπίσει την αγάπη. Όμορφη λέξη… Ηχούσε υπέροχα όχι μονάχα στο μυαλό της, μα και στην ψυχή της.

«Λυπάμαι» του απάντησε «Μα από σήμερα ξεκινούν οι διακοπές μου μαζί με τον παππού και την αδερφή μου» του απάντησε ξαφνιάζοντάς τον για τα καλά.

«Είναι δηλαδή πιο ενδιαφέρον ο χρόνος με ένα κοριτσάκι και έναν γέρο;» τη ρώτησε με αναίδεια και την είδε να φουντώνει.

«Θα σε παρακαλέσω να μιλάς καλύτερα για τους δικούς μου. Τώρα με συγχωρείς» πρόφερε γεμάτη πείσμα, τον έσπρωξε ελαφρώς και τον προσπέρασε. Ο Κρίστοφερ αποχώρησε, φανερά ξαφνιασμένος από την αλλαγή της.

«Μπαμπά, μα τω Θεώ, δεν ξέρω τι της είπες, μα συνέχισε έτσι. Μπροστά μου αυτή τη στιγμή έλαβε χώρα ένα επίγειο θαύμα. Η Σάρα μου έστειλε στο καλό αυτό το αλητάκι. Επιτέλους!» αναφώνησε η Άλις.

«Σε άκουσα ξέρεις. Δεν έχω απομακρυνθεί αρκετά» έσκουξε η Σάρα και ευθύς μαζί με τη Ζόε μπήκαν στο σπίτι και ανέβηκαν στα δωμάτιά τους, προκειμένου να χωρέσουν σε μια μικρή βαλίτσα τα απαραίτητα πράγματα, τα οποία κατά κύριο λόγο, ήταν ζεστά και χοντρά ρούχα. Η Ζόε ξεχώριζε τα δικά της, μεταφέροντάς τα στο δωμάτιο της αδερφής της, ωστόσο προτού φύγει, ήθελε να κάνει μία στάση στο μέρος όπου ξεκίνησαν όλα: στο αποθηκάκι των αναμνήσεων, όπως το είχαν ονομάσει. Ανοίγοντας την πόρτα του, ψαχούλεψε τις κούτες παίρνοντας στα χέρια της την κάμερα και χαζεύοντας μερικές στιγμές ακόμη. Η μορφή του πατέρα της, νηφάλια, ευτυχισμένη και λαμπερή, ξεπρόβαλε για ακόμη μία φορά, ανασυρμένη από τη μακρινή ζώνη του παρελθόντος.

«Στο υπόσχομαι, μπαμπά. Θα προσπαθήσω για εσένα να ζωντανέψω τα Χριστούγεννα που τόσο αγαπούσες. Ναι, θα το κάνω για εσένα και για όλα τα παιδιά του κόσμου, που εξακολουθούν να πιστεύουν και περιμένουν ένα δώρο από τον Άγιο. Ευχήσου μου καλή τύχη, αν και δεν ανησυχώ. Έχω στο πλάι μου τον παππού. Εσύ πρέπει να ήξερες την ιστορία του, είμαι σίγουρη. Σε αγαπώ» μίλησε στην κάμερα κλείνοντάς την.

Για πρώτη φορά, είχε καταγράψει το δικό της, μικρό βίντεο, τοποθετώντας την κάμερα ξανά στη θέση της. Η Σάρα τη φώναζε, καθώς η βαλίτσα τους ήταν έτοιμη και οι ίδιες αναχωρούσαν.

«Λοιπόν, εύχομαι να περάσετε τέλεια» τους είπε η μητέρα τους, σφίγγοντας ελαφρώς τα γούνινα κασκόλ γύρω από τον λαιμό τους. «Να μου τηλεφωνείτε» συμπλήρωσε στο τέλος.

«Άραγε εκεί, έχει σήμα;» ακούστηκε η φωνή της Ζόε και η Σάρα τη σκούντησε.

«Πού εκεί;» ρώτησε η Άλις.

«Ε, στο σπίτι του παππού, πού αλλού;» έσωσε την κατάσταση την τελευταία στιγμή η Σάρα.

«Δε μένει και στον Βόρειο Πόλο» τους είπε η μητέρα τους και εκείνες με δυσκολία συγκράτησαν το γέλιο τους.

Αποχαιρέτησαν τη μαμά τους και ακολούθησαν τον Λόμιλ με προορισμό το τρένο του Μπίμπουρι που κατέληγε στον σταθμό Πάντινγκτον του Λονδίνου. Από εκεί και πέρα, τα πάντα αποτελούσαν μία έκπληξη για εκείνες. Η διαδρομή είχε διάρκεια περίπου μία ώρα και είκοσι λεπτά, ωστόσο άξιζε τον κόπο, καθώς τα τοπία που προσπερνούσαν ήταν στην κυριολεξία μαγικά. Είδαν τον Λόμιλ τότε να βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο μόλις το τοποθέτησε στο μικρό τραπεζάκι μπροστά τους, εκείνο ξεκίνησε να ξετυλίγεται και να ανοίγει ολοένα και περισσότερο.

«Αυτός εδώ είναι ένας χάρτης του δικού μου κόσμου. Μόλις φτάσουμε στον σταθμό του Λονδίνου, θα σας οδηγήσω στη σωστή πλατφόρμα για να πάρετε το στολισμένο τρένο. Όπως μπορείτε να δείτε και στον χάρτη, κινείται αυτή τη στιγμή από το Όλομ προς το Πάντιγκτον» τους είπε και εκείνες είδαν στον χάρτη τη μικρογραφία ενός τρένου να κατευθύνεται από τη ζωγραφιά του Όλομ, προς τον δικό τους σταθμό.

«Οι άνθρωποι όμως δεν μπορούν να το δουν, έτσι;» τον ρώτησε η Ζόε και ο Λόμιλ χαμογέλασε.

«Όχι, δεν μπορούν καθώς δε βρίσκεται στον ίδιο τόπο με τα υπόλοιπα τρένα. Ο δικός μας μυστικός σταθμός βρίσκεται σε κοντινή απόσταση μεν, αλλά σε ένα μέρος που αν και πολυσύχναστο, μοιάζει αθώο στα μάτια των ανθρώπων» τους είπε με νόημα εξάπτοντας εμφανώς την περιέργειά τους και κάνοντάς τες να αδημονούν να φτάσουν επιτέλους στον προορισμό τους.

«Ο Γκέντελ πώς μοιάζει;» ρώτησε η Σάρα και ο Λόμιλ το σκέφτηκε λίγο.

«Λοιπόν, αν εξαιρέσεις πως είναι αυστηρός και λίγο μεγάλος ίσως για τα χρόνια των ανθρώπων, μοιάζει ακριβώς σαν ένα αγόρι στην ηλικία σου. Μονάχα που τα μάτια του έχουν ένα παράξενο, κυανό χρώμα που σπάνια το συναντάς σε άνθρωπο και φυσικά τα αυτιά του έχουν την ιδιομορφία των ξωτικών» τελείωσε και η Σάρα έπιασε τον εαυτό της να παλεύει να πλάσει την εικόνα του.

Όταν πια το τρένο έφτασε στο σταθμό του Πάντιγκτον, ο Λόμιλ ξύπνησε τρυφερά τη μικρή Ζόε που κοιμόταν στην αγκαλιά του ανάλαφρα και γαλήνια. Τα κορίτσια αποβιβάστηκαν μαζί με τον παππού τους, ο οποίος βάδιζε προς την έξοδο. Περνώντας απέναντι, στο σημείο που βρισκόταν το επιβλητικό κτίριο του ξενοδοχείου Χίλτον, ο Λόμιλ κατευθύνθηκε σε ένα μικροσκοπικό μαγαζί με το όνομα Ρούντολφ ακριβώς δίπλα του, με μία παράξενη βιτρίνα, στολισμένη με παιχνίδια, χρωματιστές, χριστουγεννιάτικες μπάλες και μινιατούρες τρένων, καρουζέλ και παγοδρομίων, με χιλιάδες μικρές φιγούρες να κινούνται ζωηρά. Η Ζόε είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο τζάμι, σε βαθμό που η ανάσα της θόλωνε μερικά σημεία του.

«Όλα αυτά που βλέπετε είναι εμπνευσμένα από τον κόσμο μου. Τα καρουζέλ, τα μαγικά τρένα, οι φωτισμένες καφετέριες, όλα. Απλώς οι θαμώνες του μαγαζιού δεν έχουν ιδέα για όλο αυτό. Λοιπόν, ελάτε» τους είπε και αγκαλιά μπήκαν στο μαγαζί, με την πόρτα να παίζει μία μελωδία καθώς άνοιγε.

Ευθύς η μυρωδιά της σοκολάτας, της φράουλας και του καβουρδισμένου φουντουκιού ξύπνησε όλες τους τις αισθήσεις, όταν είδαν μία σερβιτόρα, ντυμένη με ρούχα παράξενα, μίας άλλης ίσως εποχής να τους πλησιάζει καλοσυνάτα, ζητώντας τους αν θα ήθελαν να καθίσουν κοντά στη στολισμένη βιτρίνα. Όταν όμως το βλέμμα της αντάμωσε με εκείνο του παππού των κοριτσιών, τα μάτια της ευθύς φωτίστηκαν και με το χέρι της κάλυψε το στόμα για να μη φωνάξει δυνατά και προσελκύσει την προσοχή των πελατών.

«Λόμιλ Γκάλας; Μα τον Άγιο, πάνε χρόνια!» φώναξε εκείνη και έπειτα στράφηκε στα κορίτσια. «Είναι οι κόρες σου;» τον ρώτησε χαρωπά.

«Έλιλ Γκαντ. Τι χαρά! Πόσα χρόνια εργάζεσαι εδώ; Για την ακρίβεια είναι οι εγγονές μου, Σάρα και Ζόε, και πάμε στο πέρασμα με προορισμό το Όλομ» της απάντησε και εκείνη χειροκρότησε.

«Από τη στιγμή που βλέπω εσένα να αναλαμβάνεις δράση, έχω ξεκινήσει να πιστεύω πως η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, θα πάψει να περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό το μαγαζάκι. Εργάζομαι είκοσι χρόνια και ο κόσμος το λατρεύει, λατρεύει τις μυρωδιές, τα παιχνίδια και τις ιδιαίτερες γεύσεις μας. Θα ήταν κρίμα να μην εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Λοιπόν, κατεβείτε στις τουαλέτες και στο σημείο που αναγράφεται η προειδοποίηση πως είναι μόνο για το προσωπικό και μπείτε μέσα» τελείωσε και οι τρείς τους ένευσαν θετικά.

«Αυτό ακούστηκε παράξενο» ψιθύρισε η Σάρα, όταν ξεκίνησαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά που οδηγούσαν στις τουαλέτες αρχικά.

Μπροστά τους φάνηκαν τρεις πόρτες. Οι δύο ανήκαν στις τουαλέτες και η τρίτη ανήκε δήθεν στο προσωπικό του μικρού καφέ. Όπως όμως συνειδητοποίησαν τα κορίτσια, όλοι όσοι εργάζονταν στον «Ρούντολφ» ανήκαν σε εκείνον τον παράξενο και μαγικό κόσμο του παππού τους. Η Ζόε στάθηκε μπροστά από την κλειστή πόρτα προσπαθώντας να αφουγκραστεί τυχόν θορύβους, ή φωνές. Το μόνο που ένιωσε ήταν ένα παγωμένο αεράκι που τύλιγε τους αστραγάλους της, κάνοντάς τη να κοιτάξει κάτω. Με το μικρό της χέρι, έσπρωξε την πόρτα και ένα εκτυφλωτικό φως τους τύλιξε, ενώ το χιόνι ξεκίνησε να εισέρχεται στο εσωτερικό του μαγαζιού εξαιτίας του αέρα. Ένα όμορφο χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της, όταν μπροστά της φάνηκε ένας άλλος κόσμος. Στην ουσία, τα σκαλιά του μικρού, μαγικού μαγαζιού οδηγούσαν στο εσωτερικό ενός σταθμού τρένων. Ήταν στολισμένος με ζαχαρωτά, γιρλάντες έλατων και πολύχρωμα φωτάκια. Όσοι περίμεναν στην παράξενα φωτεινή αποβάθρα φορούσαν ρούχα διαφορετικά από τα συνηθισμένα. Τα παλτό τους ήταν σχετικά πολύχρωμα, ενώ τα μικρά παιδιά φορούσαν στο κεφάλι μυτερά καπέλα αντί για σκούφους, τα οποία τόνιζαν την ιδιομορφία των αυτιών τους.

Οι γονείς δίπλα τους φαίνονταν ευτυχισμένοι και αν εξαιρούσες τα ρούχα τους και την ιδιομορφία των ξωτικών, δε θα τους ξεχώριζες από τους κοινούς ανθρώπους. Βέβαια, η ανάπτυξή τους και το προσδόκιμο ζωής ήταν το διπλάσιο από εκείνο των κοινών ανθρώπων. Οι περισσότεροι που κατευθύνονταν στο Όλομ κουβαλούσαν μαζί τους και σακίδια, στο χρώμα του άχυρου, που έμοιαζαν περισσότερο με τσουβάλια.

«Τι είναι αυτά;» ρώτησε η Σάρα βλέποντας πως σχεδόν όλες οι οικογένειες, αλλά και όσοι περίμεναν μόνοι τους, κρατούσαν από ένα.

«Καθώς πλησιάζει ο καιρός των Χριστουγέννων, συνηθίζεται να πηγαίνουμε όλοι στον Βόρειο Πόλο τρόφιμα για τους ταράνδους του έλκηθρου. Είναι κάτι σαν ευχαριστία. Βέβαια τα τελευταία χρόνια, καθώς γνωρίζετε και εσείς, το έλκηθρο δε λειτουργεί και ο Άγιος έχει μετακομίσει από το Βόρειο Πόλο σε ένα χωριό λίγο πιο μακρινό, μαζί με τη γυναίκα του και τους ταράνδους. Ονομάζεται Μπάτερσερ και είναι ένας οικισμός ξύλινος, όπου εκεί έχουμε τη μεγαλύτερη παραγωγή τόσο γλυκού και αλμυρού βουτύρου. Για παράδειγμα, αν κάποιος επιθυμεί να φτιάξει ένα γλυκό, τότε μπορεί να προμηθευτεί από τα μαγαζιά του συγκεκριμένου χωριού βούτυρο σε όποια γεύση θέλει. Έχουμε από σοκολάτα μέχρι φρούτα, ενώ τα αλμυρά παράγονται με τη συνοδεία μυρωδικών. Το συγκεκριμένο μέρος βρίσκεται πολύ βόρεια και έτσι είναι σχεδόν πάντα χιονισμένο. Το συστατικό του βουτύρου, που καμιά φορά βάζουν ακόμη και μέσα στα ζεστά ροφήματα, βοηθά το σώμα να διατηρεί τη σωστή θερμοκρασία που χρειάζεται. Το τρένο που πηγαίνει εκεί είναι στην κυριολεξία βασιλικό. Κάποια στιγμή, θα ήθελα να σας πάρω παντού… Ίσως τελικά το πραγματοποιήσει αυτό κάποιος άλλος, ωστόσο, ό,τι και αν γίνει, μην ξεχνάτε ποτέ να σκορπίζετε γύρω σας το φως και την αγάπη. Όπως θα διαπιστώσετε, ο κόσμος μου το εκτιμά πολύ» τελείωσε ο Λόμιλ χαϊδεύοντας παράλληλα το μυτερό, βελούδινο καπέλο από ένα κοριτσάκι που τον είχε πλησιάσει για να του προσφέρει καραμέλες.

Το πρόσωπό του ήταν ολοστρόγγυλο, πάλλευκο και ελαφρώς παγωμένο, ενώ τα μάγουλά του είχαν ένα έντονο, ρόδινο χρώμα. Απευθύνθηκε στον Λόμιλ σε μία παράξενη γλώσσα, που αργότερα τα κορίτσια έμαθαν πως ήταν απλώς φιλανδικά. Η μικρή ήξερε εξίσου καλά αγγλικά, αρκετά τουλάχιστον για να ανοίξει αμέσως συζήτηση με τη Ζόε, δείχνοντας ενδιαφέρον εξαιτίας της διαφορετικής της εμφάνισης.

Λίγα λεπτά αργότερα, ακούστηκε το τρένο, το οποίο ήταν κατακόκκινο και είχε μία εμφάνιση παραδοσιακή. Δεν είχε καμία σχέση με τα υπερσύγχρονα τρένα της Αγγλίας, ωστόσο κατά πως φαινόταν, η δουλειά του και η ταχύτητά του ήταν εφάμιλλες με τον σύγχρονο κόσμο.

«Το δικό μου ταξίδι σταματά εδώ» τους είπε ο παππούς τους και ευθύς τον κοίταξαν και οι δύο με μάτια γουρλωμένα.

«Θα αστειεύεσαι; Δεν έχουμε ιδέα από εδώ και επίσης πού στο καλό είναι το εργοστάσιο που δημιούργησε το στολίδι; Πού θα μείνουμε;» ξεκίνησε η Σάρα τις ερωτήσεις φανερά αγχωμένη.

«Μην ανησυχείς καθόλου. Όλα αυτά θα τα αναλάβει ο Γκέντελ, ο οποίος έχει ήδη ενημερωθεί τόσο για το δρομολόγιο, όσο και για την ώρα άφιξης. Αυτό που πρέπει να ξέρετε, είναι πως δε διατρέχετε κανέναν κίνδυνο εδώ. Δεν υπάρχει εγκληματικότητα, ωστόσο, αν αυτό σας κάνει να νιώθετε άνετα, θα σας αφήσω τον χάρτη μου, ο οποίος θα σας δείχνει πού ακριβώς βρίσκεστε κάθε στιγμή» τους είπε και ξεδίπλωσε τον χάρτη, ο οποίος άρχισε να μεγαλώνει.

«Μία από εσάς, θα είναι η ιδιοκτήτρια και θα τοποθετήσει το χέρι της εδώ, στο σημείο που αναγράφει την ανάλογη λέξη» είπε και η Σάρα ακούμπησε την ανοιχτή της παλάμη στο πίσω μέρος του χάρτη και αυτός ευθύς αμέσως ξεκίνησε να σχηματίζει το χέρι της.

«Αυτό σημαίνει πως μονάχα εσύ θα μπορείς να τον ανοίγεις και να τον κλειδώνεις όποτε και όπως θέλεις. Με αυτόν τον τρόπο, φυλάμε τη μαγεία μας, ώστε αν πέσει στα λάθος χέρια, να μην μπορεί να διαβαστεί. Ίσως είναι και ένας τρόπος να ελέγχει ο κόσμος μας ποιος μπαίνει σε αυτόν. Λοιπόν, θα σας χρειαστούν χρήματα και τα δικά μας είναι διαφορετικά. Έχουμε μονάχα νομίσματα και όλα τους από τη μία πλευρά απεικονίζουν τον Βόρειο Πόλο, ενώ από την άλλη το πρόσωπο του Άγιου. Είναι μεταλλικά, αλλά έχουν διαφορετικά χρώματα το καθένα. Τα πιο πολλά είναι τα κόκκινα νομίσματα και με αυτά θα πληρώσετε τη διαμονή σας, αν και είμαι βέβαιος πως ο Γκέντελ δε θα το δεχτεί με τίποτε. Σας φτάνουν επίσης και για την επισκευή του στολιδιού. Το γυαλί του είναι ιδιαίτερο βλέπετε, δεν είναι κοινό και εύχομαι να παράγεται ακόμη ώστε να γίνει σωστή δουλειά. Ελπίζω τα κεντρικά του Βόρειου Πόλου να προμηθεύουν ακόμη το Όλομ με αυτό το γυαλί που μέσα του αντανακλάται το Βόρειο Σέλας» τελείωσε και η Ζόε τον αγκάλιασε βουρκωμένη.

«Θα μου λείψεις, παππού. Χαίρομαι που περάσαμε χρόνο μαζί και να ξέρεις πως αυτά θα είναι τα πιο μαγικά Χριστούγεννα του κόσμου» τελείωσε και εκείνος τη φίλησε αγκαλιάζοντας και τη Σάρα.

«Ποτέ σας να μην ξεχάσετε, πως ακόμη και αν δε γνωρίζετε ποιον δρόμο να ακολουθήσετε, μπορείτε να στραφείτε στον ουρανό και στο πιο λαμπερό του αστέρι. Αυτό θα σας βοηθήσει».

Ιφιγένεια Μπακογιάννη