Αύρα (Κεφάλαιο 10: Ζοκ, η μπλε πόλη)

(Σκάι)

Όσο το όχημα μας μετέφερε σε άγνωστη προς εμένα τοποθεσία, κοιτούσα τη νέα πόλη που άρχισε να σχηματίζεται πλέον μπροστά μας. Είχα συνηθίσει πια τον κατάμαυρο ουρανό της Ντάργουιν και τον τρόπο με τον οποίο τα τεχνητά φώτα καθρεφτίζονταν στους γυάλινους ουρανοξύστες.

Η Ζοκ είχε την ίδια αισθητική με την Ντάργουιν, όμως όλα τα κτίρια ήταν φωτισμένα με γαλάζια και κυανά χρώματα. Οι μικροί αεροδιάδρομοι της πόλης δεν είχαν την πολυπλοκότητα αυτών της πρωτεύουσας. Φτάνοντας στα ενδότερα της περιοχής, ήταν σίγουρο πως αυτή η πόλη αποτελούσε το σπίτι ανθρώπων με μπλε και κυανή αύρα, με μερικές εξαιρέσεις που μάλλον βρίσκονταν εδώ προσωρινά, όπως εμείς.

Στα αριστερά μου, ο Κρις καθόταν αμίλητος και σκεπτικός. Οι μύες του ήταν σφιγμένοι και το σώμα του αντιδρούσε νευρικά. Συνήθως μου ήταν δύσκολο να τον αποκωδικοποιήσω, όμως τώρα είχε ρίξει τις άμυνές του. Ήθελα να μάθω τι του συνέβαινε, τι σκεφτόταν, όμως θεώρησα πως ήταν προτιμότερο να του χαρίσω μερικές στιγμές ηρεμίας.

Όσο εγώ βρισκόμουν σε κώμα, εκείνος είχε θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο για να με σώσει, λίγη ηρεμία λοιπόν ήταν το λιγότερο που μπορούσα να του προσφέρω.

«Φτάσατε στον προορισμό σας».

Η φωνή από το όχημα έσπασε τη σιωπή και επανέφερε τον Κρις στην πραγματικότητα. Μπορούσα να αισθανθώ την ανησυχία του, ακόμη και χωρίς να τον κοιτάω. Γύρισε προς το μέρος μου για να πει κάτι, όταν μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά του χτύπησε χαρούμενα το τζάμι. Εκείνος πάγωσε, κοίταξε ξανά εμένα και μετά μπροστά, πριν ανοίξει τελικά την πόρτα.

«Κρις! Δε το πιστεύω πως είσαι εδώ!» Τη στιγμή που βγήκε από το όχημα, η κοπέλα ήταν ήδη χωμένη στην αγκαλιά του με τη βία, αφήνοντας τον Κρις με ανοιχτά τα χέρια, παγωμένο στη θέση του.

«Κέιτ».

Ξεκίνησε να πει, όμως η κοπέλα προτίμησε να παραβλέψει την απόμακρη προσφώνηση. Άνοιξε τα μάτια της και το μπλε βλέμμα της έπεσε αμέσως πάνω μου. Το πρόσωπό της άλλαξε, από χαρά και ανησυχία, σε περιέργεια και μετά σοβάρεψε. Έκανε ένα προσεκτικό βήμα πίσω, δίνοντας χώρο στον Κρις για να αναπνεύσει.

«Ποια είναι κοπέλα; Δεν ήξερα πως θα έρθεις με παρέα».

Ένιωθα σα να είχα βρεθεί ανάμεσα σε κάτι ανώτερο από εμένα. Σα να έτρεχαν και εγώ ήμουν το εμπόδιο. Μπορούσα να καταλάβω πως η Κέιτ δεν ήταν κάτι απλό για τον Κρις, αλλά δε φαινόταν να είναι κάτι που συνέβη πρόσφατα. Προκειμένου να τον βοηθήσω, αποφάσισα να αναλάβω εγώ να συστηθώ. Είχα κάνει πρόβα τα λόγια μου πολλές φορές κατά τη διάρκεια της διαδρομής και ήλπιζα να έχω έστω και μια στάλα ηθοποιίας μέσα μου. Έδιωξα την ανησυχία μου και χαμογέλασα πηγαίνοντας προς τη μεριά που βρισκόντουσαν εκείνοι.

«Γεια σου, Κέιτ, με λένε Μελ, είμαι συνάδελφος του Κρις».

Στο τέλος της πρότασής μου, το πρόσωπο της Κέιτ φώτισε. Αποφάσισα να μην κοιτάξω τον Κρις, γιατί αυτό ίσως πρόδιδε πράγματα που ήταν καλύτερα να παραμείνουν κρυφά. Σύντομα μας προσκάλεσε στο διαμέρισμά της και, αφού πέρασε τον κωδικό στην ψηφιακή πύλη, βρεθήκαμε να ανεβαίνουμε στον δεύτερο όροφο από τις σκάλες.

Η διακόσμηση στους διαδρόμους ήταν ανύπαρκτη. Καθώς προχωρούσαμε, η Κέιτ στεκόταν δίπλα στον Κρις και εγώ πίσω τους, παρατηρώντας τις κινήσεις τους. Μια φλόγα είχε αρχίσει να ανεβαίνει από το στομάχι μου, την οποία έσπευσα να κατευνάσω. Δεν είχα δικαίωμα να επέμβω στην προσωπική του ζωή. Ένιωθα μια έλξη, η οποία ίσως να οφείλονταν στο γεγονός ότι με έσωσε. Ίσως αυτή να ήταν η δουλειά του εξάλλου. Εγώ ήμουν η δουλειά του, εκείνη δίπλα του ήταν κάτι περισσότερο.

Περπατήσαμε κατά μήκος του μπλε διαδρόμου και σταθήκαμε μπροστά σε μια λευκή πόρτα που θύμιζε αυτές του νοσοκομείου. Η Κέιτ έβαλε προσεκτικά μια κάρτα στην εσοχή της και εκείνη άνοιξε διάπλατα. Μπήκαμε στο διαμέρισμα και, αφού η Κέιτ μας έδειξε το δρόμο για τα δωμάτιά μας, ανακοίνωσε πως έπρεπε να πάει για δουλειά.

Το σπίτι της ήταν λιτά διακοσμημένο, φαινόταν πως δεν περνούσε πολύ χρόνο εδώ. Οι τοίχοι, χρωματισμένοι σε λευκές αποχρώσεις, και τα μαύρα έπιπλα από σκληρά υλικά έδιναν μια ουδέτερη, καλαίσθητη όψη στον χώρο. Σύντομα η Κέιτ περνούσε την έξοδο του διαμερίσματός της, αφήνοντας εμένα και τον Κρις στη μέση του σαλονιού.

«Σκάι».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κρις με πρόσεχε από τη στιγμή που συναντήσαμε την Κέιτ. Ήθελα πολύ να δείξω ανωτερότητα και κατανόηση, αλλά δεν μπορούσα να βρω τη δύναμη μέσα μου. Προχώρησα προς την πόρτα του δωματίου μου, που δυστυχώς τύχαινε να είναι απέναντι από το δωμάτιό που ήταν προορισμένο για να φιλοξενήσει τον Κρις. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, νιώθοντας έναν κυκεώνα πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Μπορούσα να νιώσω πως στεκόταν στην άλλη πλευρά της πόρτας μου, προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα ήταν καλή ιδέα να χτυπήσει ή όχι. Η ησυχία στο δωμάτιο με σκότωνε πιο πολύ από τις πιθανές αλήθειες που γυρνούσαν στο κεφάλι μου.

Το δωμάτιο μπροστά μου είχε την ίδια αίσθηση με το σαλόνι. Άδειο και με μόνο τα βασικά έπιπλα. Μπροστά μου έστεκε ένα σιδερένιο διπλό κρεβάτι σε μαύρο τόνο με τα λευκά σκεπάσματα που έκαναν αντίθεση. Αριστερά μια μικρή λευκή μπάρα με μεταλλικές κρεμάστρες, ένα γραφείο ακριβώς δίπλα στο ίδιο χρώμα και υλικό με το κρεβάτι, στο οποίο μπορούσα να ξεχωρίσω ένα επιτραπέζιο φωτιστικό σε μεταλλικό λευκό χρώμα και τέλος μια ασημένια καρέκλα που έμοιαζε δανεική. Δεξιά μου υπήρχε ένας μακρόστενος καθρέφτης που έφτανε μέχρι τα όρια μιας λευκής πόρτας που οδηγούσε στο μπάνιο.

Με τον Κρις να απομακρύνεται τελικά από την πόρτα μου, αποφάσισα να μπω για ένα ντους, δίνοντας χρόνο στον εαυτό μου να τακτοποιήσει τις σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό μου. Ο χώρος αυτός δε θύμιζε σε τίποτα την πολυτέλεια του δωματίου που μου είχε παραχωρήσει η Βικτώρια. Ένας μικρός μεταλλικός νεροχύτης που είχε κουμπί παροχής νερού έστεκε κάτω από έναν μικρό καθρέφτη και στη γωνία υπήρχε μια μεταλλική ντουζιέρα σε μαύρο χρώμα. Αποφάσισα να μην κοιτάξω γύρω μου και να πάω κατευθείαν στον προορισμό μου. Άφησα τα ρούχα μου να πέσουν στο πάτωμα και σύντομα βρέθηκα μέσα στο ντους. Το ζεστό νερό αγκάλιαζε το πληγωμένο μου σώμα, γιατρεύοντας τον πόνο μου από τις βελόνες και την υπερβολική ακινησία. Μόλις ένιωσα πως μπορούσα να ανασάνω ξανά και είχα ηρεμήσει, βγήκα και φόρεσα μια βαμβακερή λευκή ρόμπα, το μόνο ρούχο που υπήρχε διαθέσιμο στο δωμάτιο, εκτός από τη στολή μάχης. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσα σταθερά χτυπήματα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.

«Σκάι, μπορώ να μπω;»

Ήξερα πως δε θα μπορούσα να αποφύγω για πάντα τη συζήτηση μαζί του. Μάζεψα όλο μου το κουράγιο και άνοιξα την πόρτα. Τον βρήκα να στέκεται μπροστά στην είσοδο του δωματίου μου έκπληκτος με το γεγονός ότι του επέτρεπα να περάσει. Ακριβώς όσο έκπληκτη ήμουν και εγώ.

«Καλύτερα να με λες Μελ. Θα πρέπει να συνηθίζω το νέο μου όνομα». Στην ολοκλήρωση της φράσης μου καθόμουν στην άκρη του κρεβατιού, που ήταν και η πιο σύντομη διαδρομή. Ο Κρις κοίταξε αριστερά και προχώρησε προς το μέρος της καρέκλας. Την τράβηξε προσεκτικά προς το μέρος μου και με αργές κινήσεις βρέθηκε απέναντί μου, προσπαθώντας να σιγουρευτεί πως δεν έχει περάσει τα όριά μου. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και όλο του το σώμα χαλάρωσε.

«Δεν ήξερα πως να σου εξηγήσω για την Κέιτ. Είναι ένα ζήτημα που δε συζητώ ποτέ. Τώρα ξέρω πως έπρεπε να σου έχω μιλήσει νωρίτερα».

Δεν άντεχα να τον κοιτάω στα μάτια. Είχε κάτι στο βλέμμα του που με έκανε να μην μπορώ να του θυμώσω και αυτό με τρόμαζε. Στις πολύ πρόσφατες και μοναδικές αναμνήσεις μου, ο Κρις ήταν αναπόσπαστο κομμάτι μου. Όμως είχε μια ζωή πριν από εμένα, όπως και εγώ πριν από εκείνον. Δε γνώριζα αν είχα οικογένεια, αν είχα έναν δικό μου σύντροφο. Ήταν υποκριτικό να θυμώνω με τον Κρις, όταν δεν γνωρίζα αν έρχομαι και εγώ με κάποιο σημαντικό παρελθόν. Με αυτές τις σκέψεις, αποφάσισα να του δώσω μια ευκαιρία να μου εξηγήσει. Μετακίνησα το σώμα μου στην άκρη του κρεβατιού, προς το μέρος του, και έστρεψα το βλέμμα μου πάνω του. Η κούραση ήταν εμφανής στο πρόσωπό του. Ένα ρυάκι ιδρώτα διέσχιζε τον κρόταφό του και τα χείλη του ήταν σφιγμένα.

«Αν δε νιώθεις έτοιμος να μιλήσεις για αυτό, δεν πειράζει. Ξέρω πως είσαι καλός άνθρωπος και για αυτό βοηθάς κάποια σαν εμένα. Εγώ ζωή μου θεωρώ μόνο τις αναμνήσεις μου και όσες έχω είναι αφότου με βρήκες. Αλλά εσύ έχεις μια ολόκληρη ιστορία πίσω σου. Δεν μπορώ να σε κρίνω για αυτό. Εγώ ανήκω στα πλαίσια της δουλειάς σου. Ίσως να μη θυμάμαι πολλά για τον εαυτό μου, αλλά δεν είναι δύσκολο να καταλάβω πως η Κέιτ είναι σημαντική για εσένα».

Στο άκουσμα των λέξεών μου, ο Κρις έδειχνε πληγωμένος. Γύρισε το κεφάλι του και κοιτούσε το πάτωμα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, γύρισε ξανά προς το μέρος μου, δείχνοντας έτοιμος και αποφασισμένος να ξεδιπλώσει την ιστορία του παρελθόντος του.

«Όταν ήμουν επτά χρονών, οι γονείς μου πέθαναν κατά τη διάρκεια μιας αποστολής. Βρέθηκα στο νοσοκομείο της Ντάργουιν αποχαιρετώντας τους για τελευταία φορά, την ώρα που οι ανώτεροι της λεγεώνας έφτιαχναν τα χαρτιά για να με βάλουν στο ορφανοτροφείο, μέχρι φτάσω στην κατάλληλη ηλικία, για να επιστρέψω στο Γκρέι. Η αδερφή μου ήταν αρκετά μεγάλη για να ξεκινήσει την εκπαίδευσή της στην Άλικα, οπότε θα έμενα μόνος. Τότε ο δόκτωρ Ζακ, που ήταν υπεύθυνος για την υπόθεση των γονιών μου, αποφάσισε να με υιοθετήσει. Είχε χάσει τη γυναίκα του, η οποία ανήκε επίσης στους μαχητές. Ζούσε με την κόρη του στη Ζοκ. Θεώρησε πως επειδή εκείνος δούλευε πολύ, το παιδί του χρειαζόταν παρέα και προκειμένου να τη γλιτώσει από τη μελαγχολία για τον θάνατο της μητέρας της, κάποιος σαν εμένα θα μπορούσε να τη βοηθήσει».

Το παρελθόν του Κρις έμοιαζε πολύ τραυματικό και μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν ήθελε να μιλάει για αυτό. Δεν ήξερα πως είχε χάσει τους γονείς του, ούτε πως είχε μια αδερφή. Όμως δεν ήθελε πολλή σκέψη για να καταλάβω ποια ήταν η κόρη του δόκτωρ Ζακ.

«Για μισό λεπτό, άρα η κόρη του δόκτωρ Ζακ είναι η Κέιτ;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, επιβεβαιώνοντας την υπόθεσή μου.

«Ακριβώς. Όταν ήρθα στο σπίτι τους, η Κέιτ ήταν ακόμη πέντε ετών. Στην αρχή η συγκατοίκηση ήταν δύσκολη, καθώς ανήκαμε σε διαφορετικές ομάδες αύρας και είχαμε διαφορετική συμπεριφορά και ενδιαφέροντα. Όταν έγινα δεκαεννιά, ο πατέρας της πέθανε από μια ασθένεια. Τότε ήρθαμε κοντά και λίγο καιρό αργότερα ήμασταν επίσημα μαζί. Την ίδια περίοδο, η λεγεώνα είχε έλλειψη από ανιχνευτές, με αποτέλεσμα να μου ζητήσουν να γυρίσω πίσω στο Γκρέι και να δεχθώ την εκπαίδευση που μου αναλογούσε. Η Κέιτ όμως είχε τη δική της ζωή και καριέρα εδώ στη Ζοκ».

Πήρε μια βαθιά ανάσα και αφού κοίταξε κάτω για λίγα δευτερόλεπτα, σήκωσε ξανά το κεφάλι του προς το μέρος μου και συνέχισε.

«Τον πρώτο καιρό τα καταφέρναμε. Ύστερα όμως τα προγράμματά μας ήταν πολύ γεμάτα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χρόνος για μετακινήσεις. Μετά από λίγο καιρό, η λεγεώνα έμαθε για τη σχέση μου με την Κέιτ και με διέταξαν να διακόψω. Αν και θεωρητικά μπορείς να έχεις σχέση με όποιον άνθρωπο θες ανεξαρτήτως αύρας, ανά διαστήματα η Ντάργουιν και οι υπόλοιπες περιοχές προτιμούν μίξη της ίδιας αύρας, προσπαθώντας να αυξήσουν τις πιθανότητες γέννησης παιδιών με την αύρα των γονιών, για να διατηρήσουν του αριθμούς τους. Από τη μεριά της, η Ζοκ πίεσε την Κέιτ για το ίδιο πράγμα. Εκείνη όμως δεν το αποδέχτηκε ποτέ, ούτε και εγώ, μέχρι που... Τέλος πάντων».

Ευχήθηκα χίλιες φορές να τελείωνε την πρότασή του, βάζοντας τέλος στο εσωτερικό μου μαρτύριο, όμως ήξερα πως ήδη είχε πει περισσότερα από όσα μπορούσε και ήθελε. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία του για την αντίδρασή μου.

Σχεδόν μηχανικά, ακούμπησα το χέρι του. Τα μάτια μου δεν άφησαν τα δικά του. Προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να του μεταφέρω τις σκέψεις μου. Εκείνος πλησίασε προς το μέρος μου, αργά, παρατηρώντας τις κινήσεις μου στα ερεθίσματά του.

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, τόσο δυνατά που αναρωτιόμουν αν μπορούσε να την ακούσει και εκείνος. Έκανα ένα βήμα πιο κοντά του για να μειώσω την απόσταση ανάμεσά μας, επιβεβαιώνοντας αυτό που ήθελε να μάθει. Άφησε προσεκτικά το χέρι μου και με μια κίνηση βρισκόμουν στην αγκαλιά του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά και το σώμα του έκαιγε. Για λίγο, χαθήκαμε σε ένα ζεστό φιλί, γεμάτο ένταση. Στο τέλος του φιλιού, δεν τον έβλεπα ακόμη, προσπαθούσα να κρατήσω ζωντανή την ανάμνηση αυτού που είχε μόλις συμβεί.

«Σκάι, έχει τελειώσει. Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε εμένα και την Κέιτ. Θέλω να με πιστέψεις».

Ήξερε ακριβώς τι ήθελα να ακούσω και το είχε μόλις πει. Βγήκα ελαφρώς από την αγκαλιά του, για να μπορέσω να τον κοιτάξω, όταν πρόσεξα πως η αύρα του τρεμόπαιζε ξανά.

«Κρις, είσαι καλά; Η αύρα σου…»

Ο Κρις κοίταξε γύρω του και πρόσεξε πως πράγματι κάτι συνέβαινε. Έδειχνε ξαφνιασμένος και αυτό σήμαινε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν φυσιολογικό. Υπέθεσα πως όλη αυτή η εξομολόγηση τον είχε εξουθενώσει. Από τις περιγραφές του νωρίτερα, είμαι σίγουρη πως είχε κοιμηθεί ελάχιστα.

«Καλύτερα να κάνεις ένα μπάνιο και να ξεκουραστείς. Δεν έχεις κοιμηθεί σχεδόν καθόλου εξαιτίας μου. Μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. Σε πιστεύω, Κρις, σε εμπιστεύομαι».

Η αύρα του είχε επανέλθει στη φυσιολογική της κατάσταση, αλλά εκείνος έδειχνε ακόμη κουρασμένος. Έσκυψα μπροστά και ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, σηκώθηκε προσεκτικά και αφού μου χάρισε ένα χαμόγελο για με καθησυχάσει, χάθηκε πίσω από την πόρτα του δωματίου του.

Έπεσα στο κρεβάτι ζαλισμένη ακόμη από τα έντονα συναισθήματα. Αυτό δεν εμπόδιζε την ανησυχία μου για τον Κρις και την αύρα του που για δεύτερη φορά εξαφανίστηκε, έστω και στιγμιαία. Ένιωσα την κούραση να με καταβάλλει και αφέθηκα μέσα στις σκέψεις μου μέχρι που τα μάτια μου εγκατέλειψαν την προσπάθεια να κρατηθούν και υπέκυψα σε έναν βαθύ ύπνο.

Ευριδίκη Πετσά