Εξόριστοι (Κεφάλαιο 15)

Drite

Η Drite προχωρούσε σκυφτή και με γοργό βήμα. Δεν ήθελε να αργήσει στη δουλειά, ειδικά μετά τα χτεσινά γεγονότα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε να προστεθεί και ο θείος της, που με τα καμώματά του, υπήρχε κίνδυνος να τραβήξει προσοχή σε άτομα που μόνο απαραίτητη δεν ήταν αυτή την περίοδο. Δεν ήταν ώρα να την κατηγορήσουν και για υπόθαλψη εγκληματία.

Το λεωφορείο την είχε αφήσει, όπως κάθε μέρα, αρκετά μακριά και έπρεπε να καλύψει την απόσταση με τα πόδια ως τα θλιβερό φαγάδικο που ανάλωνε τα χρόνια της σκληρής της εφηβείας. Καθώς κόντευε να φτάσει, διασταυρώθηκε με τον αδύνατο εκείνο νεαρό που την είχε προσβάλλει την προηγούμενη. Μόλις την είδε, έσκυψε το κεφάλι του και τάχυνε το βήμα του για να την αποφύγει. Η Drite όμως πρόλαβε να δει το μελανιασμένο του πρόσωπο και γύρισε απορημένη να τον κοιτάξει, καθώς απομακρυνόταν.

Δε χρειάστηκε και πολύ για να συνδυάσει τα γεγονότα. Έσφιξε τις γροθιές της θυμωμένη, εκείνος ο νεαρός είχε ξεπεράσει το όριο. Από την άλλη όμως, μόλις το σκέφτηκε καλύτερα, άρχισε να νιώθει κάπως κολακευμένη, που κάποιος την υπερασπίστηκε και μάλιστα δε δίστασε να δείρει για χατίρι της.

Κοίταξε ένοχα γύρω της σάμπως και κάποιος θα άκουγε τις μύχιες σκέψεις της. Ακόμη και έτσι να ήταν, δε θα το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Έσπρωξε την πόρτα του μαγαζιού και μπήκε με βαριά καρδιά. Μετά από ένα σύντομο εξάψαλμο, έβαλε τη φόρμα εργασίας και έπιασε δουλειά.

-Τράβα να πάρεις παραγγελία, της είπε στεγνά και εκείνη υπάκουσε απρόθυμα.

Τη δυσαρέσκειά της ακολούθησε η έκπληξη, όταν διαπίστωσε πως ο πρωινός πελάτης της ήταν ο Φάνης.

-Τι θες εδώ; τον ρώτησε με ύφος.

-Καφέ, της απάντησε κεφάτος. Φτιάχνετε καφέ εδώ, δε φτιάχνετε;

Έσφιξε τα χείλη της και τον κοίταξε κατάματα.

-Ξενυχτισμένος φαίνεσαι.

-Μου κάθισε βαρύ το φαγητό σας χτες, είπε χαριτολογώντας.

-Μια φιλική συμβουλή θα σου δώσω, είπε σκύβοντας προς το μέρος του τάχα εμπιστευτικά. Μην έρθεις ξανά από εδώ, έχω δει πως ετοιμάζουν το φαΐ στην κουζίνα.

Της χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε μαζί της.

-Όχι ειλικρινά τώρα, του είπε ελαφρώς νευριασμένη. Γιατί είσαι εδώ;

Ο Φάνης πήρε τον χρόνο του γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και άναψε ένα τσιγάρο, ενώ η Drite τον κοιτούσε με σταυρωμένα τα χέρια.

-Τι κάνεις όταν σχολάσεις;

Έσμιξε τα φρύδια της.

-Έχω προπόνηση.

-Μετά;

-Γιατί ρωτάς;

-Έλεγα να πάμε για καφέ.

-Δεν πίνω καφέ.

-Έστω για ένα ποτό.

-Δεν πίνω αλκοόλ.

-Και πως διασκεδάζεις;

-Δε διασκεδάζω.

Έμεινε να την κοιτά στα μάτια, κάτι που την έκανε να νιώσει άβολα.

-Ξέρεις, μπορώ να γίνω πολύ επίμονος.

Η Drite πήγε και του έφερε τον καφέ που ζήτησε. Έκανε να φύγει μα κοντοστάθηκε. Γύρισε και τον κοίταξε για μια στιγμή διστακτική.

-Στις οκτώ, έξω από το γυμναστήριο.

Το πρόσωπο του Φάνη φωτίστηκε από ένα τεράστιο χαμόγελο και ύψωσε το ποτήρι του προς το μέρος της.

-Στις οκτώ λοιπόν.

Ήπιε μια γουλιά, άφησε τα λεφτά πάνω στο τραπέζι, πήρε τον καφέ του και έφυγε. Είχε δουλειά, δεν ήταν μέρα για μάθημα αυτή, είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει. Είχε περάσει μια δύσκολη νύχτα στο παγκάκι του πάρκου, δεν είχε κλείσει μάτι και δεν σκόπευε να το κάνει και άλλη φορά. Είχε φίλους από το σχολείο που όμως δεν ήθελε να πάει, γιατί θα έπρεπε να τους δώσει εξηγήσεις και ήταν κάτι που στην προκειμένη περίπτωση δε γούσταρε καθόλου. Από την άλλη, η μητέρα του ζούσε μόνη πια, στο δικό της διαμέρισμα. Αυτή τη φορά, θα πήγαινε να μείνει μαζί της, έστω και με το ζόρι. Στο κάτω κάτω, ήταν υποχρεωμένη να το κάνει, μάνα του ήταν που να πάρει!

Κάθισε στο παγκάκι απέναντι από την μπουτίκ που δούλευε. Θα περίμενε να σχολάσει, να την ακολουθήσει και να δει πού μένει, γιατί ήξερε πως αν την συναντούσε εκείνη τη στιγμή, θα του αρνιόταν άλλη μια φορά. Έτσι θα την έφερνε προ τετελεσμένου γεγονότος.

Άναψε τσιγάρο. Αν κάτι είχε μάθει τόσα χρόνια ήταν να κάνει υπομονή. Υπομονή με τις φωνές και τους τσακωμούς των δικών του, υπομονή στο να υπομένει τους εξευτελισμούς στο σπίτι, στο να πνίγει βαθιά μέσα του τα πραγματικά του συναισθήματα, υπομονή στο να κρύβεται από όλους και από όλα, και πιο πολύ από τον εαυτό του.

Μέσα του συντελούνταν μια τεράστια πάλη, συναισθήματα έντονα και αντικρουόμενα. Γνώριζε πολύ καλά τι θεωρούταν «φυσιολογικό» από την κοινωνία και τι όχι. Μόνο που τολμούσε να σκεφτεί ότι μπορεί να ήταν «διαφορετικός», γέμιζε με φρίκη.

Αναζητούσε μια ταυτότητα, επιθυμούσε να νιώσει ότι υπάρχει ως ξεχωριστό άτομο προκειμένου να γίνει αποδεκτό σε όλα αυτά τα κοινωνικά πλαίσια, στο σχολείο, στη γειτονιά. Θυμόταν πώς ήταν όταν δοκίμαζε ιδέες και απόψεις, ρούχα, μουσικές, παρέες, γούστα, σε μια προσπάθεια να «είναι» κάτι, να γίνει κάποιος, που θα είναι ταυτόχρονα ξεχωριστός αλλά και θα ανήκει κάπου. Τρόμαζε με το σκεπτικό της μεγάλης αποδοκιμασίας που θα εισέπραττε από τις κοινωνικά επιβεβλημένες, έμφυλες ταμπέλες, οι οποίες, όπως καλά το ήξερε, ήταν πολύ άκαμπτες και αυστηρές

Το να είναι ετεροφυλόφιλος θεωρούνταν φυσικό, δεδομένο, αναμενόμενο. Αν παραδεχόταν, στον εαυτό πάνω από όλα, τα ομόφυλα, σεξουαλικά συναισθήματά του, αυτό θα συνεπάγονταν κατευθείαν με αποκλειστικά μηνύματα ντροπής και κατακραυγής. Αυτή η αίσθηση διαφορετικότητας τον γέμιζε ενοχή, ερχόταν σαν ένας κόμπος στο στομάχι, μια αίσθηση ότι ήταν κάτι κακό, ελπίζοντας ότι θα εξαφανιζόταν μια μέρα από μόνο του.

Βαθιά μέσα τους ήξερε πως ήταν από «αυτούς», ένας από εκείνους με το «λάθος» φύλο, βιώνοντας ένα τεράστιο άγχος, προσπαθώντας να είναι κρυμμένος, στην ντουλάπα του εγώ του. Ίσως λόγω αυτής του της φοβίας του ήταν τόσο δύσκολο να αναπτύξει υγιείς, αμοιβαίες σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Το να μην παραδεχτεί τη σεξουαλικότητά του έμοιαζε με λύση, αν την αρνιόταν με αρκετή επιμονή και ζήλο, αν τα έφτιαχνε με γυναίκες, θα του περνούσε. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον, γιατί δε θα άντεχε στην ιδέα για το αντίθετο.

Είδε τη μητέρα του καθώς έβγαινε από το μαγαζί, είχε σχολάσει και λογικά θα κατευθυνόταν προς το σπίτι της. Πέταξε το τσιγάρο που κρατούσε και προσπάθησε να την ακολουθήσει από απόσταση για να μην τον καταλάβει.

Ηλίας Στεργίου