Εξόριστοι (Κεφάλαιο 17)

Drite

Έτριβε με μανία τα άπλυτα πιάτα μέσα στον νεροχύτη. Τα μάτια της είχαν θολώσει, μα δεν ήταν από την υγρασία. Σαν σύννεφο ο θυμός είχε απλωθεί σε όλο το πρόσωπό της. Είχε αφήσει τον εαυτό της σε μια στιγμή αδυναμίας να γίνει ευάλωτος, έστω και για λίγο. Έτριζε τα δόντια της, μετάνιωνε για το ραντεβού που είχε δώσει.

Σκούπισε με την ανάποδη της παλάμης της τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Έγειρε λίγο πίσω το κορμί της για να μπορέσει να έχει μια εικόνα από το εσωτερικό του καταστήματος. Ήταν σχεδόν γεμάτο μα εκείνος έλειπε. Δεν ήξερε αν αυτό έπρεπε να τη λυπήσει ή να την αγχώσει.

-Τσάμπα κοιτάς, άκουσε την εκνευριστικά ένρινη φωνή της Νατάσας δίπλα της.

Γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένη τη συνάδελφό της. Για μια στιγμή είχε ξεχάσει πως δεν ήταν μόνη της.

-Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, είπε στεγνά και γύρισε στη δουλειά της.

Η Νατάσα φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου που κρατούσε στο στόμα της προς το μέρος της Drite χαμογελώντας κοροϊδευτικά.

-Για τον ιππότη σου λέω, δεν είναι έξω. Την κοπάνησε.

Δεν της απάντησε, μα ένιωθε τα μηνίγγια της να έχουν χτυπήσει κόκκινο. Η Νατάσα πλησίασε και στάθηκε από πίσω της. Πλησίασε το κεφάλι στο αυτί της.

-Τον γουστάρεις τον τύπο;

Η Drite έσφιξε της γροθιές της μέσα στη σαπουνάδα, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της. Η κοπέλα αυτή ήταν ένα εκνευριστικό άτομο που είχε βάλει σκοπό της ζωής της -τουλάχιστον έτσι νόμιζε η Drite- να κάνει τη δική της μαύρη.

-Του είπες πως είσαι αλβανίδα; Αποκλείεται να το ξέρει, αν και κάνει μπαμ από μακριά η φάρα σας. Πώς να το πω βρε παιδί μου, βρωμάτε.

Έκανε πως τη μυρίζει με ένα ύφος σιχασιάς. Μέσα στα απόνερα, κρατούσε ένα μαχαίρι. Δε χρειαζόταν πολλά, μια απότομη κίνηση και θα γλύτωνε από τον μπελά που τη δυνάστευε τρία χρόνια τώρα. Το ήξερε όμως πως αυτό δεν ήταν λύση και ας σιγόβραζε η οργή μέσα στο στήθος της.

-Παράτα με, είπε μέσα από τα δόντια της.

-Γιατί; της είπε ειρωνικά. Θα με κάνεις ντα;

Η Νατάσα έφτυσε δίπλα της και πέταξε τη γόπα μέσα στη λεκάνη με τα πιάτα. Τη σκούντησε βίαια στην πλάτη, καθώς έβγαινε από την κουζίνα γελώντας με σιγουριά. Η Drite κατάπιε και εκείνη την προσβολή, όπως είχε καταπιεί και τόσες χιλιάδες άλλες. Άρχισε να μουρμουρίζει σιγά ένα τραγούδι που της έλεγε η μάνα της όταν ήταν ακόμα μικρή, κάθε φορά που ήταν ταραγμένη και ήθελε να την καθησυχάσει:

«Mbretëroi diellin, por në zemrën time është e nxehtë për shkak se ju e doni...»[1]

-Καημένη, nënë [2], μουρμούρισε και η οργή της μετουσιώθηκε σε παράπονο.

Τόσα χρόνια δίχως στήριγμα, μια αγκαλιά να τρέξει να κρυφτεί. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που επιθυμούσε διακαώς να νιώσει αυτή την αθωότητα, όλα εκείνα τα παιδικά χρόνια που ποτέ δεν είχε ζήσει. Μόνο δυο μουτζουρωμένα χέρια, δυο τεράστια καστανά μάτια, φτώχεια και σκληρότητα. Συνθήκες που διαμόρφωσαν τον άκαμπτο χαρακτήρα της, που στην τελική όμως τη βοήθησε να επιβιώσει.

Ξεροκατάπιε. Κάθε φορά που θυμόταν τη μάνα της, την έπιανε ένα σφίξιμο στο στήθος. Ήταν όμως εκείνη που της είχε μάθει πως κάθε τι κακό, θλιβερό, έπρεπε να το αφήνει πίσω της, να παίρνει δύναμη από αυτό και να προχωρά μπροστά.

«Δεν πρέπει να πατάς στις στάχτες» τις έλεγε χαμογελώντας ζεστά. «Θα κάψεις τα πόδια σου κάποια στιγμή».

-Καημένη, nënë, ψιθύρισε ξανά και κατέβαλλε τεράστια προσπάθεια για να μην κλάψει.

Ηλίας Στεργίου





[1]Βασίλεψε ο ήλιος, μα στην καρδιά μου έχει ζέστη γιατί με αγαπάς εσύ.


[2]Μάνα