Φοίνιξ (Κεφάλαιο 18)

Τρίτη 29 Αυγούστου, 12:59

Ο Λούκας μπήκε μέσα στο διαμέρισμα με φόρα. Ήταν αναψοκοκκινισμένος σαν να έτρεχε και η έκφραση του προσώπου του ήταν ανήσυχη.

«Αλλαγή σχεδίου», ανακοίνωσε, «μας βρήκαν και πρέπει να φύγουμε», ενώ ο Τζέιμς είχε μείνει στήλη άλατος και απλά τον κοιτούσε.

«Τι με κοιτάτε έτσι;» φώναξε πανικόβλητος ο νεαρός με τα μαύρα μαλλιά. «Από λεπτό σε λεπτό θα είναι εδώ!»

Τους έκανε νόημα προς την ανοιχτή πόρτα και μόνο τότε κατάλαβε ο Τζέιμς πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Στο μεταξύ ο Σαχίρ είχε γυρίσει πίσω στον κάτοχό του.

«Πώς μας βρήκαν;» ρώτησε με τη βαθιά του φωνή να αντηχεί μέσα στα κεφάλια των άλλων δύο.

«Με τη δύναμη των ρούνων και από στιγμή σε στιγμή θα είναι εδώ« απάντησε ο Λούκας. «Πάμε!»

Ο Τζέιμς έσφιξε τις γροθιές του και φόρεσε στα γρήγορα τα παπούτσια του. Να πήγαινε κόντρα ή όχι;

«Μικρέ, όχι τώρα. Το ξέρω ότι η οικογένεια και οι φίλοι σου είναι το πρώτο σου μέλημα, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή« προσπάθησε να τον συνετίσει ο Σαχίρ μέσα στο μυαλό του.

«Και πού θα πάμε;» ρώτησε ο νεαρός με τα γυαλιά καχύποπτα.

«Στη Σπηλιά των Θαυμάτων! Το σχέδιο άλλαξε και δεν έχουμε να σπαταλήσουμε άλλο χρόνο, πρέπει να πάρουμε το Μενταγιόν της Καρδιάς σήμερα κιόλας!»

«Ορίστε;» έκανε ο Τζέιμς καθώς έκλεινε την πόρτα του μικρού διαμερίσματος πίσω του. «Πού είναι αυτή η σπηλιά;»

Τοποθέτησε την παλάμη του πάνω από το σκελετό των γυαλιών, ώστε να δημιουργήσει σκιά από τον ήλιο για να μπορεί να βλέπει. Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκε να φορούσε τους φακούς επαφής για να μπορεί να βάλει γυαλιά ηλίου.

«Μετά το φιάσκο με την κλοπή του Μαύρου Ρόδου από την κοκκινομάλλα φίλη σου, η τοποθεσία έχει αλλάξει»

«Δε ρώτησε αν έχει αλλάξει η τοποθεσία, ρώτησα πού πάμε!» του πέταξε εκνευρισμένος εκείνος. Ο Λούκας απλά χαμογέλασε πονηρά, ενώ τα μάτια του ήταν κρυμμένα πίσω από μαύρα γυαλιά ηλίου.

«Θα δεις, μικρέ, θα δεις...»

Ο Τζέιμς τον αγριοκοίταξε, πράγμα που έκανε τον άλλο νεαρό να γελάσει.

«Έλα, μη με κοιτάς έτσι! Θα μάθεις σε λίγο πού πάμε!» δήλωσε και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει μέχρι την πιο κοντινή στάση λεωφορείου.

Τρίτη 29 Αυγούστου, 13:00

Το κουδούνι από το διαμέρισμα του Μαξ και της Μυρτώς άρχισε να χτυπάει μανιωδώς, ξυπνώντας τον. Χασμουρήθηκε δυνατά και σηκώθηκε από το μαλακό του κρεβάτι για να ανοίξει, αδιαφορώντας που ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Του είχαν διακόψει τον ύπνο. Άνοιξε την πόρτα τη στιγμή που ο Ερμής ήταν έτοιμος να χτυπήσει ξανά το κουδούνι.

«Τι θέλετε τέτοια ώρα και βαράτε τα κουδούνια;» ρώτησε αρκετά εκνευρισμένος ο νεαρός με τα γαλανά μάτια.

«Άφησέ μας να μπούμε μέσα και σου λέμε». απάντησε η Φαίδρα και ο Μαξ κατάφερε να διακρίνει την ανησυχία στα γκρι μάτια της. Έκανε στην άκρη και έκλεισε την πόρτα πίσω τους.

«Τι έγινε;»

Η κοπέλα με τα σκούρα κόκκινα, σχεδόν βυσσινί, μαλλιά αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Ερμή πριν μιλήσει.

«Πρέπει να κινηθούμε άμεσα! Εντόπισα τον Λούκας, αλλά το κακό είναι ότι το κατάλαβε!»

Τα μάτια του Μαξ άνοιξαν διάπλατα και μουρμούρισε μία βρισιά μέσα απ' τα δόντια του.

«Ίσα που προλαβαίνουμε να τον εμποδίσουμε να βρει το Μενταγιόν της Καρδιάς!»

«Πού θα σας βρούμε;» ρώτησε ο Ερμής.

«Ντυμένοι με κανονικά ρούχα, αλλά κατάλληλα για μάχη όσο πιο γρήγορα μπορείτε στην πλατεία!»

Οι δύο νέοι έγνεψαν καταφατικά και εξαφανίστηκαν. Ο Μαξ ειδοποίησε τη Χλόη και τη Θάλεια και πήγε κι εκείνος με τη σειρά του να ετοιμαστεί. Η Χλόη έκλεισε το τηλέφωνο και έτρεξε προς το δωμάτιο που ήταν ο Κρίστοφερ με τον Άγγελο, με το δεύτερο να ενημερώνει τον πρώτο για τις δυνάμεις του Μαύρου Ρόδου.

«Ο Λούκας κάνει την κίνησή του!» ήταν το μόνο που είπε και έτρεξε να ετοιμαστεί. Οι δύο νεαροί αλληλοκοιτάχτηκαν έντρομοι και πετάχτηκαν από τις θέσεις τους.

«Μου φαίνεται θα εφαρμόσουμε τη θεωρία νωρίτερα απ' ότι περιμέναμε!» δήλωσε ο Άγγελος.

«Ας ελπίσουμε ότι θα την εφαρμόσουμε σωστά στην πράξη, τουλάχιστον...» σχολίασε ο Κρίστοφερ και έσφιξε τη λαβή του στο καινούριο του ξίφος, εκείνο που τους είχε δημιουργήσει τόσα προβλήματα πριν από δύο μήνες, το Μαύρο Ρόδο.

Βρέθηκαν όλοι, εκτός από την Ηλιάνα και τη Μυρτώ, στην πλατεία της πόλης, ακριβώς κάτω από το κεντρικό ρολόι που έδειχνε μία και τέταρτο το μεσημέρι. Ήταν ντυμένοι με απλά και άνετα ρούχα, ενώ κανείς τους δεν είχε κάποιο όπλο πάνω του. Στην ανάγκη, μπορούσαν να τα εμφανίσουν. Οι εκφράσεις τους ήταν σοβαρές και ανήσυχες.

«Φαίδρα, μπορείς να εντοπίσεις τον Λούκας;» ρώτησε ο Μαξ και η κοπέλα σχημάτισε έναν ρούνο στην παλάμη της. Το σχέδιο τής έκαψε ελαφρώς το δέρμα, αλλά δεν αντέδρασε, καθώς το είχε συνηθίσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο ρούνο πάνω στο σώμα της για να εντοπίσει κάποιον.

«Βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού μουσείου» τους απάντησε, μετά από τρία λεπτά στην αναμονή. Ο Άγγελος με τον Κρίστοφερ αντάλλαξαν ανήσυχα βλέμματα.

«Πρέπει να πάμε άμεσα εκεί!» δήλωσε ο Άγγελος.

«Χρειαζόμαστε σχέδιο!» είπε ο Μαξ.

«Όχι, δε χρειαζόμαστε! Το σχέδιο είμαστε εμείς!» απάντησε ο Κρίστοφερ, εννοώντας τον εαυτό του και τον Άγγελο. Με ένα χτύπημα των δαχτύλων της Χλόης και με τη δύναμη του Σμαραγδένιου Δράκου, όλοι τηλεμεταφέρθηκαν στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης μέσα σε δευτερόλεπτα.

«Παιξτε το τουρίστες» τους έδωσε την οδηγία η κοκκινομάλλα τηλεπαθητικά, μιας και είχαν χωριστεί σε μικρές ομάδες των δύο και τριών ατόμων.
Η τριάδα των Φαντασμάτων, η Φαίδρα με τη Θάλεια και τον Ερμή, είχαν μεταφερθεί ακριβώς έξω από την είσοδο του μουσείου.

«Φαίδρα». αναφώνησε η Θάλεια, «κανένα νέο για την τοποθεσία του Λούκας;»

Η κοπέλα έστρεψε το γκρίζο βλέμμα της στο ρούνο που ήταν ακόμα χαραγμένος στην παλάμη της. «Είναι στην είσοδο της συλλογής με τα κτερίσματα και τα ταφικά μνημεία» ανακοίνωσε, και στο άκουσμα της ονομασίας της συλλογής ο Ερμής αναρίγησε, παρά τις ζεστές ακτίνες του ηλίου που τον έλουζαν.

«Ήταν ανάγκη να πάνε εκεί αντί για τα αγάλματα; Πόσο κλισέ τόπος!»

Τα κορίτσια τον κοίταξαν αποδοκιμαστικά. «Παίζεις πολλά βιντεοπαιχνίδια». δήλωσε η Φαίδρα.

«Και βλέπεις πολλές ταινίες» συμπλήρωσε η Θάλεια.

Ο νεαρός απλά αναστέναξε ηττημένος. «Δε θα με καταλάβετε ποτέ...» σχολίασε και κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του μουσείου με τα κορίτσια να τον ακολουθούν κατά πόδας. Στην αίθουσα με τα αγάλματα είχαν τηλεμεταφερθεί η Χλόη και ο Μαξ. Η κοπέλα περίμενε να έχει περισσότερο κόσμο το μουσείο, αλλά διαψεύστηκε και αυτό ήταν υπέρ τους. Η αίθουσα είχε δέκα άτομα, από τα οποία τα οκτώ είχαν κάποια φωτογραφική μηχανή ή κινητό για να απαθανατίσουν τα έργα τέχνης.

«Αυτή η αίθουσα με ανατριχιάζει. Είναι λες και όλα τα αγάλματα κοιτάνε την ψυχή σου» σχολίασε ο Μαξ. «Επίτηδες μας έφερες εδώ;»

«Μπορεί« του απάντησε αινιγματικά εκείνη και επεξεργάστηκε με το σμαραγδί της βλέμμα το χώρο.

«Μπορείς να νιώσεις τον Φοίνικα;»

«Ναι, και είναι κοντά. Για την ακρίβεια, έχουμε έναν όροφο διαφορά»

Η Ηλιάνα ρούφηξε μέχρι και την τελευταία σταγόνα από το χυμό στο ποτήρι με το καλαμάκι, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει έναν εκνευριστικό θόρυβο. Η Μυρτώ σήκωσε το γκρίζο βλέμμα της από την οθόνη του υπολογιστή και αγριοκοίταξε τη φίλη της, η οποία της χαμογέλασε αθώα. Χωρίς να σπάσει την οπτική επαφή με την κοπέλα, πάτησε με δύναμη το πλήκτρο enter. Εκείνη συνέχισε απτόητη να ρουφάει με το καλαμάκι ό,τι είχε απομείνει μόνο και μόνο για να σπάσει τα νεύρα.

«Ηλιάνα...»

Κι άλλη ηχορύπανση με το καλαμάκι ως απάντηση.

«Ηλιάνα, κοφ' το!» τη διέταξε μέσα από τα δόντια της η Μυρτώ. Η κοπέλα ρούφηξε μέχρι και τον αέρα και άφησε το γυάλινο ποτήρι στο χαμηλό τραπεζάκι.

«Να! Τελείωσα!»

«Επιτέλους! Δεν έχεις να ασχοληθείς με κάτι καλύτερο από το να μου σπας τα νεύρα;»

«Θα είχα, αλλά δε με άφησαν να πάω μαζί τους» απάντησε η Ηλιάνα και ανασήκωσε τους ώμους της.

«Είμαστε πιο χρήσιμες μένοντας-»

«Εννοείς ότι θα ήμασταν μπελάς αν πηγαίναμε… Δεν τους αδικώ για τον τρόπο σκέψης, διότι, όντως, θα τους επιφέραμε προβλήματα. Ήδη έχουν εκείνον τον Λούκας και τον Φοίνικα να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη, δε χρειάζεται να νταντεύουν κι εμάς»

Η Μυρτώ δεν απάντησε, επειδή ήξερε ότι η φίλη της είχε δίκιο σε αυτό που έλεγε. Μόνο μπελάδες θα τους προξενούσαν, παρόλο που και οι δύο κοπέλες γνώριζαν πολεμικές τέχνες, μόνο που εκεί τον πρώτο λόγο τον είχαν οι υπερφυσικές δυνάμεις και η μαγεία.

«Ηλιάνα, είπαν καθόλου πού θα είναι;» ρώτησε η φίλη της, κι η κοπέλα με τα μελί μάτια πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να θυμηθεί τι είχε ακούσει σχετικά με την αποστολή τους, πριν απαντήσει.

«Κάτι πήρε το αυτί μου για το αρχαιολογικό μουσείο, αλλά δεν είμαι και απολύτως σίγουρη»

Ακόμα και αυτή η τοποθεσία ήταν καλύτερη από το τίποτα για τις δύο φίλες. Τουλάχιστον είχαν ένα σημείο αναφοράς, καθώς κανείς από τους υπόλοιπους δεν τους είπε πού θα πήγαιναν από φόβο και ανησυχία μην κάνουν καμία τρέλα και τους ακολουθήσουν. Η Μυρτώ άρχισε να πληκτρολογεί με ταχύτητα και μέσα στα επόμενα τρία λεπτά είχαν μία καθαρή εικόνα τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού χώρου του μουσείου.

«Αισθάνομαι λες και πρόκειται να δούμε κάποια ταινία δράσης» σχολίασε η Ηλιάνα. «Να ο Μαξ! Μαζί με τη Χλόη!» αναφώνησε και έδειξε με το δείκτη της δύο φιγούρες που μόλις είχαν εμφανιστεί στην οθόνη. Αμέσως πήρε το κινητό στο χέρι της και πληκτρολόγησε τον αριθμό του Μαξ, ο μόνος αριθμός που γνώριζε απ' έξω μετά της Μυρτώς. Παρατήρησε το νεαρό στην οθόνη να ψάχνει τις τσέπες του και στη συνέχεια να τοποθετεί τη συσκευή στο αυτί του.

«Έλα, Ηλιάνα μου» τον άκουσε μέσα από το ακουστικό, ενώ στην κάμερα τον έβλεπε να κοιτάω ανήσυχος τριγύρω για την παραμικρή απειλή.

«Μην ανησυχείς, μανάρι μου, δεν υπάρχει καμιά απειλή στο χώρο που βρίσκεσαι για να κοιτάς γύρω γύρω»

Τον είδε πρώτα να εκπλήσσεται και στο επόμενο δευτερόλεπτο να βρίσκει ξανά βρίσκει την αυτοκυριαρχία του, πράγμα το οποίο την έκανε να χαμογελάσει πονηρά.

«Οι κάμερες ασφαλείας...» μονολόγησε. «Πώς μας βρήκατε;»

«Μία καλή δημοσιογράφος δεν αποκαλύπτει ποτέ τις πηγές της!» απάντησε με περηφάνεια η Ηλιάνα.

«Ό,τι πεις, ηλιαχτίδα μου!» χαμογέλασε ο Μαξ στην κάμερα, σοβάρεψε ωστόσο απότομα.

«Θέλω να γίνετε με τη Μυρτώ τα μάτια και τα αυτιά μας»

«Ο Λούκας είναι στην αίθουσα με τα κτερίσματα» ενημέρωσε η Μυρτώ. «Και μαζί του είναι και ο Τζέιμς, ενώ ακριβώς από πίσω τους είναι ο Κρις με τον Άγγελο»

Ο Μαξ γύρισε και κοίταξε τη Χλόη έντρομος. Είχαν αργήσει και το γλέντι είχε αρχίσει χωρίς εκείνους στον κάτω όροφο. Αφού μουρμούρισε μία βρισιά, αντάλλαξε μερικές κουβέντες ακόμα με την Ηλιάνα, κοίταξε προς την κάμερα ασφαλείας και τερμάτισε την κλήση.

«Τι έγινε;» ρώτησε η κοκκινομάλλα.

«Η αδελφή μου ελέγχει τις κάμερες του μουσείου. Θα είναι τα μάτια μας από εδώ και πέρα και στο τέλος θα διαγράψει το υλικό»

Η Χλόη κούνησε απλά το κεφάλι της και με ένα νεύμα προέτρεψε τον Μαξ να την ακολουθήσει.

«Καλύτερα να εκκενώσουμε κάπως το μουσείο» πρότεινε η Ηλιάνα. «Με έναν συναγερμό για πυρκαγιά, ίσως;»

«Όχι πυρκαγιά. Απλώς θα πούμε μέσα από τα μεγάφωνα ότι προέκυψε ένα θέμα με μία συγκεκριμένη έκθεση και το μουσείο πρέπει να κλείσει σήμερα για τη συντήρησή της» είπε η κοπέλα με τα γκρι μάτια και άρχισε να πληκτρολογεί μανιωδώς. Μπορεί να τις είχαν αφήσει πίσω και τον πρώτο λόγο να τον είχε η μαγεία, αλλά αυτό δε σήμαινε απολύτως τίποτα σε αυτές που ήθελαν να βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις.

Ο Ερμής, η Φαίδρα και η Θάλεια είχαν μόλις μπει στο κτίριο όταν ακούστηκε η σχετική ανακοίνωση από τα μεγάφωνα που παρακαλούσε όλους τους επισκέπτες να περάσουν έξω.

«Εμείς μένουμε μέσα». τους ανακοίνωσε ο Μαξ τηλεπαθητικά.

«Κάποιος πρέπει να μείνει στην είσοδο για παν ενδεχόμενο» επεσήμανε η Θάλεια.

«Θα μείνω εγώ. Εσείς πηγαίνετε» είπε ο Ερμής, και οι δύο κοπέλες εξαφανίστηκαν μέσα στο δαίδαλο του κτιρίου τρέχοντας, κόντρα στο ρεύμα των τουριστών που κατευθυνόταν στην έξοδο, μέχρι που έφτασαν έξω από την αίθουσα με τα κτερίσματα. Σταμάτησαν έξω από την είσοδο της αίθουσας και αλληλοκοιτάχτηκαν. Ή τώρα ή ποτέ! Σκέφτηκαν ταυτόχρονα και μπήκαν μέσα.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου