Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 4, μέρος 2 - Το χωριό των Ευχών)

Το βράδυ τους βρήκε ξαπλωμένους στο μικρό ιγκλού, που είχε τη δυνατότητα να μετατρέπει τον θόλο του σε διάφανη μπάλα που αντανακλούσε την ξαστεριά της νύχτας. Ο Γκέντελ βρισκόταν ξαπλωμένος στην μέση του κρεβατιού, ανάμεσα στα κορίτσια, όταν το χέρι του άγγιξε άθελά του εκείνο της Σάρα. Ένιωσε για κλάσματα τα λεπτά της δάχτυλα να τον χαϊδεύουν και κατόπιν να μαζεύονται πίσω. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.

Όλο το βράδυ, η Ζόε στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της, μέχρι που πήρε την απόφαση να σηκωθεί επιτέλους. Ο ύπνος έμοιαζε ως την τελευταία της επιλογή και έτσι, βάζοντας το μπουφάν και το παλτό της, στάθηκε μπροστά στην γυάλινη πόρτα του μικρού τους ιγκλού. Εκείνη άνοιξε αυτόματα επιτρέποντάς της την έξοδο. Ο κόσμος έξω περπατούσε ακόμη, τα κουδουνάκια ηχούσαν και ακούγονταν κάλαντα, συνοδευόμενα από τα μεταλλικά τριγωνάκια. Το κορίτσι επιθυμούσε στην κυριολεξία να ξεχυθεί και να χορέψει μαζί τους, να δοκιμάσει τις μικρές μπουκίτσες τσουρεκιών, πασπαλισμένες είτε με ζάχαρη, είτε με σοκολάτα. Βαδίζοντας, έφτασε μπροστά στο κεντρικό, μεγαλοπρεπές κτήριο των ευχών. Διστακτικά εισήλθε παρατηρώντας το περιβάλλον γύρω της και τις χιλιάδες αιωρούμενες σκάλες.

Από μακριά έψαξε το γράμμα ΄΄Π΄΄, παλεύοντας να βρει το σωστό σημείο και το σωστό συρτάρι. Μόλις το εντόπισε από μακριά και χρησιμοποιώντας τη σκάλα, ανέβηκε και το άνοιξε αναζητώντας το δικό της γράμμα, μέχρι που έπεσε τελικά πάνω σε αυτό της Σάρα. Το θέμα ωστόσο ήταν πως ανακάλυψε όχι ένα γράμμα, μα ολόκληρο πακέτο που αφορούσε και παλαιότερα γράμματά της. Η αδελφή της πίστευε στα κρυφά και διατηρούσε τις ελπίδες της πως οι ευχές της ίσως και να πραγματοποιούνταν. Πήρε στην τύχη το περσινό γράμμα και έπειτα το φετινό, περνώντας στο προπέρσινο. Με έκπληξη κατάλαβε πως η Σάρα ζητούσε κάθε χρόνο, το ίδιο ακριβώς πράγμα. Να έβλεπε ξανά τον πατέρα της, να είχε έστω και ένα κλάσμα του δευτερολέπτου χρόνο μαζί του. Τα μάτια της βούρκωσαν, μουσκεύοντας τα χαρτιά. Μέσα της, αν και μικρή σε ηλικία, καταλάβαινε απόλυτα τη συμπεριφορά της. Ο χαμός του πατέρα τους, με τον οποίο η Σάρα ήταν πολύ κοντά, σε συνδυασμό με την απουσία της μητέρας τους εξαιτίας της δουλειάς τής είχαν προκαλέσει θυμό. Έναν θυμό τον οποίο είχε συσσωρεύσει χρόνια ολόκληρα. Η ίδια ήταν πολύ μικρή για να της προσφέρει ουσιώδη βοήθεια. Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να κάνει είναι να στέκεται απλώς δίπλα της και να τη στηρίζει.

Κλείνοντας το συρτάρι, αποφάσισε να καθίσει σε μία ξύλινη καρεκλίτσα και να σερβίρει στον εαυτό της σοκολάτα με γεύση φουντούκι. Στο συγκεκριμένο μέρος, υπήρχε ένας πάγκος με έτοιμες, ζεστές σοκολάτες σε όποια γεύση μπορούσε να φανταστεί κανείς. Προτίμησε την κούπα που απεικόνιζε το έλκηθρο, το έλκηθρο που ονειρευόταν να το δει να σκίζει ξανά τους ουρανούς.



Πίσω στο ιγκλού, ο Γκέντελ είχε δει τη μικρή να φεύγει, ωστόσο ήξερε πως σε ένα μέρος σαν το Λάϊτλιν και το Όλομ, σε έναν παραμυθένιο τόπο σαν τον δικό τους, δεν υπήρχε απολύτως κανένας κίνδυνος. Ο ίδιος στεκόταν ακουμπισμένος κοντά στο παράθυρο, όταν άκουσε τη Σάρα να αναδεύεται και κατόπιν να ξυπνά από το σοκ της απουσίας της μικρής.

«Πού είναι η Ζόε;» φώναξε και ο Γκέντελ, λουσμένος από το φως της Σελήνης, πάντοτε κολλημένος στο περβάζι, την κοίταξε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο.

«Μην ανησυχείς, πίνει σοκολάτα στο κεντρικό κτήριο» της απάντησε παραξενεύοντάς την.

«Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε ταραγμένη και δύσπιστη, όταν από την τσέπη του, τον είδε να βγάζει μία μικροσκοπική κόκκινη, χριστουγεννιάτικη μπάλα. Μόλις της την έδειξε, το χρώμα υποχώρησε, φανερώνοντας τώρα την αδερφή της να πίνει σοκολάτα στο μέρος των ευχών.

«Μαγικό» μουρμούρισε η Σάρα, κοιτάζοντας τον νεαρό. Τα όμορφα, κυανά του μάτια έλαμπαν και αυτά στο ημίφως. Η κοπέλα τον πλησίασε κάνοντας μία τρυφερή κίνηση και παραμερίζοντας μία τούφα που έκρυβε το μέτωπό του.

«Είσαι πάντοτε θλιμμένος» διαπίστωσε τελικά. «Γιατί;» τον ρώτησε και τον είδε να κατεβάζει τα μάτια στο έδαφος και να γυρίζει προς το παράθυρο.

«Ξέρεις, αυτός ο κόσμος έχει αρκετή μαγεία, σε σημείο που με είχε πείσει πως τα πάντα είναι δυνατά. Μετά τον θάνατο των γονιών μου, η μόνη που στάθηκε στο πλάι μου ήταν η παιδική μου φίλη και παιδικός μου έρωτας. Ωστόσο, μία μέρα αποφάσισε να πιάσει δουλειά στο ΄΄Ρούντολφ΄΄, όπου ερωτεύτηκε έναν τακτικό πελάτη. Μου κόστισε πολύ, καθώς ποτέ μου δεν της εξομολογήθηκα τα αισθήματά μου εξαιτίας της δειλίας μου. Ξέρω πως ακούγεται ανώριμο να αγαπάς κάποιον μία ζωή ολόκληρη και να πιστεύεις πως εκείνος σε συμπληρώνει απόλυτα, πως είναι το τέλειο ταίρι. Μαζί της ήμουν ο εαυτός μου, ο χαρούμενος εαυτός μου και η απώλεια της οικογένειάς μου μού φαινόταν πιο υποφερτή»

Έκανε μία παύση και την κοίταξε απότομα. «Έπρεπε να με σταματήσεις. Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί σου τα λέω αυτά. Είναι μέρες χαράς και γιορτών, οι αρνητικές σκέψεις δεν έχουν χώρο» απολογήθηκε ντροπιασμένος και ένιωσε το χέρι της να κρατά το δικό του.

«Σε καταλαβαίνω. Αυτήν την απώλεια που μόλις ανέφερες, την έχω ζήσει. Τη ζω ακόμη και ίσως αυτή με έκανε την άτακτη Σάρα. Μου βγήκε μία αντίδραση απέναντι σε όλους. Όλα μου έφταιγαν, ακόμη και τα Χριστούγεννα, γιατί... Γιατί κάθε χρόνο έκανα την ίδια ευχή δίχως αποτέλεσμα. Να μπορέσω να ξαναδώ τον μπαμπά μου. Δεν γνώριζα πως ο Άγιος έχει κηρύξει απεργία» τελείωσε χαμογελώντας στραβά, και ήταν η σειρά του Γκέντελ να κάνει ένα βήμα πιο κοντά της, σκουπίζοντας ένα δάκρυ που ετοιμαζόταν να κυλήσει. Κατόπιν την κοίταξε μέσα στα μάτια για αρκετή ώρα, παγωμένος, με ένα βλέμμα τρυφερό, θλιμμένο και φοβισμένο. Τοποθετώντας το ένα του χέρι στο μάγουλό της και πιάνοντας και το τελευταίο δάκρυ, το πρόσωπό του έγειρε μπροστά και τα χείλη του βρήκαν τα δικά της, απαλά, γλυκά, σ’ ένα φιλί εμπιστοσύνης και αγάπης. Η Σάρα χάθηκε στη στιγμή εκείνη, με τις πεταλούδες στο στομάχι της να πετούν αλαφιασμένα, γεμάτες ένταση, όση ένταση κρυβόταν και στο συναίσθημα του φιλιού. Όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν, τα μέτωπά τους ενώθηκαν, κι οι δυο τους κοίταξαν προς τα πάνω βλέποντας ένα μικρό γκι, κρεμασμένο από έναν διάφανο σπάγκο. Τότε, χαμογέλασαν και για πρώτη φορά αληθινά.

Ένας παλιός μύθος λέει ότι το γκι φύτρωσε για πρώτη φορά στις πατημασιές του Χριστού, όταν αυτός βάδιζε στη Γη. Τα αγκαθωτά φύλλα του αλλά και οι κόκκινοι καρποί του, συμβολίζουν τα μαρτύρια του Σωτήρα, λόγος για τον οποίο το γκι λέγεται και το «αγκάθι του Χριστού» σε πολλές γλώσσες της Βόρειας Ευρώπης. Οι βόρειοι λαοί, και κυρίως οι Άγγλοι, πιστεύουν ότι το γκι είναι το σύμβολο της αγάπης, της ειρήνης και της ευημερίας, γι' αυτό άλλωστε και το επιλέγουν για να στολίσουν μ' αυτό τα σπίτια τους τα Χριστούγεννα και το νέο έτος. Σύμφωνα τέλος με τη μυθολογία των Σκανδιναβών, η θεά της αγάπης, Frigga, συνδέεται με το γκι. Ο γιος της Frigga, Balder δεν μπορούσε να πληγωθεί από τίποτα πάνω ή κάτω από τη γη. Ένας εχθρός όμως του Balder, ο Loki, θεός του κακού, ήξερε πως μόνο ένα φυτό δεν φυτρώνει ούτε πάνω, ούτε κάτω στη γη και αυτό ήταν το γκι, που φυτρώνει μόνο πάνω στον κορμό της μηλιάς και της βελανιδιάς.

Έφτιαξε, λοιπόν, ένα βέλος και σκότωσε τον Balder. Για τρεις μέρες, όλα τα στοιχεία του σύμπαντος προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Τελικά, η μητέρα του Frigga κατάφερε να τον επαναφέρει. Η παράδοση λέει ότι τα δάκρυα που έχυσε για τον γιο της μεταμορφώθηκαν σε καρπούς πάνω στο γκι και από τη χαρά της φιλούσε όποιον πέρναγε κάτω από το φυτό. Ίσως λοιπόν οι άνθρωποι σήμερα ξεσήκωσαν το φιλί, εξαιτίας όλων αυτών των μύθων και παραδόσεων. Το δικό τους φιλί ωστόσο, έχοντας την ώθηση της χριστουγεννιάτικης μαγείας, ήταν πιο αληθινό από ποτέ. Απομακρύνθηκαν στα ξαφνικά αμήχανοι, καθώς η πόρτα άνοιγε και μέσα έμπαινε η μικρή που τους κοίταξε γεμάτη νόημα.

«Ώρα για ύπνο, καθώς δεν θα ξυπνάμε το πρωί» ήταν η τελευταία κουβέντα του Γκέντελ που πάλεψε να κρύψει την αμυδρή ερυθρή λάμψη στα μάγουλά του.

H επόμενη μέρα, θα ήταν στα σίγουρα το πρώτο μεγάλο βήμα για τις γιορτές. Οι τρείς τους ξύπνησαν με μία απίστευτη όρεξη και το μόνο βέβαιο ήταν πως και η φύση όλη, τους συμπαραστεκόταν με τον λαμπρότερο ήλιο της. Η Ζόε ήταν από νωρίς έτοιμη και ευδιάθετη, ενώ μεταξύ των άλλων δύο κυριαρχούσε μία αμηχανία. Η Σάρα πάλευε να συνειδητοποιήσει πως στην ουσία είχε φιλήσει ένα αγόρι που είχε ίσως τα μισά χρόνια του παππού της και τα αφτιά του είχαν ένα ιδιόμορφο, κωνικό σχήμα. Από την άλλη, ο Γκέντελ μάλωνε τον εαυτό του για το θράσος του να φιλήσει την εγγονή του Λόμιλ, του πρώην συνεργάτη του. Τι θα σκεφτόταν αν το μάθαινε; Αποτέλεσμα αυτού, ήταν οι αμήχανες κινήσεις και ματιές που πάλευαν να ξεγλιστρήσουν μακριά από τα πρόσωπά τους. Η Ζόε έχοντας καταλάβει την ιστορία, ξεφύσησε από μέσα της ψιθυρίζοντας ένα ΄΄μεγάλοι΄΄ και σκεπτόμενη πως θα προτιμούσε να κολλήσει σε αυτήν την ηλικία.

Κατευθύνθηκαν στο κεντρικό κτήριο κι έκατσαν στα μεγάλα του τραπέζια, καρτερώντας τον νάνο και παρακολουθώντας όσους δούλευαν διαβάζοντας τις ευχές των ανθρώπων, ώστε να τις κρίνουν κατάλληλες να ταξιδέψουν στα κεντρικά του Βόρειου Πόλου. Δέκα λεπτά αργότερα, φάνηκε ο Όρελιν, ο οποίος ενημέρωσε τον Γκέντελ, πως το ποδήλατο του χιονιού του ήταν και πάλι έτοιμο να ταξιδέψει. Θα χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ένα για την διαδρομή της μίας ώρας μέχρι το Όλομ. Το χιόνι ήταν απαλό ακόμη και το ποδήλατο το έσκιζε με ευκολία. Η Σάρα για κάποιον λόγο ευγνωμονούσε στα κρυφά την τύχη της, που δεν είχε χρειαστεί να αγκαλιάζει τον Γκέντελ στη διαδρομή, μιας που η μικρή της αδερφή βρισκόταν ακριβώς στη μέση. Με μικρά διαλείμματα για ένα μικρό σνακ, τελικά είδαν το Όλομ να ξεπροβάλει στο βάθος, με τα υπέροχα, παραδοσιακά του σπίτια και τη γιορτινή του διάθεση. Τα κορίτσια ένιωσαν στα ξαφνικά σαν να είχαν γυρίσει σπίτι.

Κατεβαίνοντας και αφήνοντας το ποδήλατο στο μαγαζί από όπου το είχαν νοικιάσει, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Όρελιν, με τον Γκέντελ να ξεροβήχει, προσπαθώντας να του εξηγήσει πως έπρεπε να κάνουν μία μικρή διάρρηξη προκειμένου να μάθουν πού θα μπορούσαν να τον βρουν. Ο ίδιος είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του στα ξαφνικά και κανένας δεν γνώριζε πως βρισκόταν στο Λάιτλιν.

«Ελπίζω η ζημιά να μην είναι μεγάλη. Εντάξει, δεν είχα ποτέ μου και την παραδοσιακή, σκαλιστή πόρτα για να φοβάμαι..» είπε τώρα πιο εύθυμα, όταν φτάνοντας διαπίστωσαν πως οι μικροί καλικάντζαροι είχαν κάνει τη δουλειά τους και είχαν μπαλώσει το σημείο όπως όπως. «Χρειάζομαι μερικά από τα εργαλεία μου και έπειτα μπορούμε να πάμε στο εργοστάσιο» τους είπε και ένευσαν θετικά. Ξεκλειδώνοντας, βρήκε τα πλάσματα να έχουν παραταχθεί με απόλυτη ευθυγράμμιση μπροστά του, σκούζοντας χαρούμενα και στενεύοντας τα μάτια τους στη θέα των υπόλοιπων.

«Μην ανησυχείτε. Είναι φίλοι» τους είπε ενώ άναβε τα φώτα του σαλονιού, ψαχουλεύοντας σε ένα σημείο πίσω από το τζάκι. «Ο λόγος που αποφάσισα να φύγω» ξεκίνησε να λέει απευθυνόμενος στους υπόλοιπους «ήταν γιατί το εργοστάσιο στην ουσία δεν είχε καθόλου δουλειά. Ποιος θα ήθελε να αγοράσει στολίδια αξίας από τη στιγμή που ο ίδιος ο Άγιος είχε παραιτηθεί; Χαίρομαι ωστόσο που επέστρεψα... αλήθεια» είπε στο τέλος, σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του, με έναν τόνο νοσταλγίας στη φωνή του.

Ακριβώς πίσω από το τζάκι, υπήρχε μία εσοχή στον τοίχο, μία κρυψώνα συγκεκριμένα ενός εργαλείου το οποίο παρήγαγε γυαλί ειδικό, και από το οποίο είχε δημιουργηθεί και το θρυλικό στολίδι. Ο Όρελιν το κοίταξε μερικές φορές και το ενεργοποίησε για να είναι βέβαιος πως λειτουργεί. Ταυτόχρονα, τα τρία πλάσματα τον κοιτούσαν με την ελπίδα να καθρεπτίζεται στο χνουδωτό τους πρόσωπο.

«Λοιπόν, φιλαράκια μου. Πάμε να φέρουμε πίσω τα Χριστούγεννα» τους ανακοίνωσε και τα πλάσματα ξεκίνησαν να τσιρίζουν με ενθουσιασμό. Το επόμενο βήμα ήταν να λάμψει ξανά το υπέροχο, παραδοσιακό κτήριο του εργοστασίου, με τη φωτεινή πινακίδα που διαφήμιζε τα στολίδια, και μόλις αυτό έγινε, η Ζόε κοίταξε γύρω της με θαυμασμό. Ο Όρελιν πήρε στα χέρια του το ραγισμένο στολίδι και το έφερε πολύ κοντά σε έναν μεγεθυντικό φακό, εξετάζοντας προσεκτικά τη ραγισματιά.

«Λοιπόν, δεν είναι τίποτε το σπουδαίο, πιστεύω πως φτιάχνεται. Κάντε λίγη ησυχία μονάχα, γιατί θα χρειαστώ όλη τη συγκέντρωση του Όλομ εδώ πέρα. Τα νιάτα μου τα έχω αφήσει λίγο πίσω και το μάτι θέλει λίγη ώρα για να εστιάσει σωστά» γέλασε, και όλοι κάθισαν κυριολεκτικά σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να τελειώσει, με μοναδικό ήχο εκείνον του εργαλείου που κολλούσε μαγικά τα ραγισμένα κομμάτια του γυαλιού.

Πράγματι, ο Όρελιν συγκεντρώθηκε απόλυτα στο έργο του, αφήνοντας μονάχα μικρούς αναστεναγμούς. Λίγο λίγο, το εργοστάσιο ξεκίνησε να γεμίζει με κόσμο που παραξενεύτηκε από την ξαφνική του λειτουργία, και στο θέαμα του νάνου να κολλά το στολίδι, όλοι παρέμεναν σιωπηλοί, παλεύοντας να του δώσουν όλη τους τη θετική ενέργεια. Τη στιγμή που το εργαλείο απομακρύνθηκε από το στολίδι, είδαν ένα πλατύ χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του.

«Λοιπόν, έτοιμο. Το μυθικό στολίδι του Πνεύματος των Χριστουγέννων είναι και πάλι έτοιμο να υποδεχτεί την άγια λάμψη του. Το μόνο που μένει, είναι να το καλέσετε. Για την ακρίβεια, θα έρθει εκείνο να σας βρει αν το κρίνει απαραίτητο. Αν δει στην καρδιά σας το μικρό διαμάντι της αγάπης σφηνωμένο κάπου βαθιά μέσα της, να είστε σίγουροι πως θα έρθει. Αφήστε τον εαυτό σας ελεύθερο, διώξτε τις μαύρες σκέψεις, ζητήστε συγγνώμη και συγχωρέστε όσους σας πλήγωσαν, από καρδιάς. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αρετή, από το να ξέρεις να συγχωρείς. Κατόπιν, κεράστε χαμόγελα με το αζημίωτο, ζεστάνετε τις καρδιές των ανθρώπων που το έχουν ανάγκη. Μερικές φορές μία μικρή κίνηση ισοδυναμεί με μία τεράστια, επομένως η αξία κρύβεται αλλού. Ελπίζω πως, μετά από τη σημερινή μέρα, θα ανταμώσουμε ξανά σε κάποιο ίσως ταξίδι μας, με κατεύθυνση τον Βόρειο Πόλο. Ανυπομονώ να δημιουργήσω στολίδια για τους ανθρώπους, στολίδια αξίας ανεκτίμητης» τελείωσε ο νάνος και η Ζόε τον αγκάλιασε.

Κατόπιν, πήρε στα χέρια της το γυάλινο άστρο και το κράτησε με προσοχή απόλυτη, σαν να ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου, και το φύλαξε στο κουτάκι του. Βαδίζοντας οι τρείς τους πλέον στην πλατεία του χωριού και έχοντας αφήσει πίσω τον Όρελιν γεμάτο ελπίδες για μαγικές γιορτές, ο Γκέντελ πήρε επιτέλους το λόγο.

«Θα επιστρέψετε πίσω στο πατρικό σας για λίγο, μέχρι το Πνεύμα των γιορτών να έρθει να σας βρει. Μόλις αυτό συμβεί, στείλτε μου μήνυμα μέσω του Λόμιλ, ώστε να σας υποδείξω σε ποιο τρένο θα μπείτε, με τελικό πια σταθμό τον Βόρειο Πόλο και το σπίτι του Άγιου. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας, αλλά αξίζει μία προσπάθεια» τους είπε και από την τσέπη του έβγαλε τον ίδιο χάρτη που είχαν και τα κορίτσια προσπαθώντας να δει τις κινήσεις των τρένων από και προς Λονδίνο.

Κατά πώς έδειχναν τα πράγματα, το τρένο της επιστροφής δεν θα αργούσε, και εκείνος τις οδήγησε πίσω στο πανδοχείο, για να μαζέψουν τα πράγματά τους σιγά σιγά και να ετοιμαστούν. Μόλις θα έκλειναν το δωμάτιο πίσω τους, το μαγικό δέντρο θα ξεστολιζόταν μονάχο του, για να είναι έτοιμο για τον επόμενο πελάτη που θα έμπαινε, γεμάτος με τα δικά του όνειρα. Η αμηχανία δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό ανάμεσα στον Γκέντελ και τη Σάρα, η οποία σκεφτόταν, πως η επιστροφή θα σήμαινε και τον ερχομό της γκρίζας καθημερινότητας και της δικής του απουσίας. Όμως και πάλι, ήταν και η αποστολή του στολιδιού. Αυτό της έδινε τη δύναμη να μετατρέψει τη ρουτίνα σε κάτι το ξεχωριστό και το βέβαιο είναι πως θα το προσπαθούσε. Φέτος, όλος ο κόσμος θα φώναζε ΄΄Καλά Χριστούγεννα΄΄, για να πάρει πίσω σαν απάντηση ένα ηχηρό ΄΄χο χο χο΄΄…

Ιφιγένεια Μπακογιάννη