Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 19)

            Ορόρα

Η Κίρα είχε φύγει και την είχε αφήσει μόνη με τη μητέρα της.

Τέλεια…

«Πάω κι εγώ» είπε γρήγορα η Ορόρα και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Η Κίρα δεν ήξερε πώς να καθησυχάσει τους φόβους του Ντέβαν ή τι να πει για να διώξει τις ανασφάλειές του. Κάθε φορά που ο Ντέβαν ήταν θλιμμένος, ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο πήγαινε ήταν η αδελφή του. Μόνο εκείνη μπορούσε να τον κάνει να χαμογελάσει και να ξεχάσει όποιο πρόβλημα τον στεναχωρούσε.

Ο αδελφός της ήθελε πάντα να ευχαριστεί στους άλλους, πάντα προσπαθούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους και το να αμφιβάλλει για τον εαυτό του και να νιώθει ανεπαρκής ήταν το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ήδη δίπλα του, αλλά αυτή η θέση πλέον ανήκε στην Κίρα. Η Ορόρα τη συμπαθούσε, αλλά έπρεπε να παραδεχθεί ότι ζήλευε λίγο.

«Ορόρα, περίμενε» άκουσε την Ντεσμέρα να φωνάζει πίσω της.

Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της και έβρισε σιγανά. Όταν είχε ξεκινήσει για το Δάσος των Ψιθύρων, είχε μια μικρή ελπίδα πως όταν θα έβλεπε ξανά τη μητέρα της ο θυμός που ένιωθε θα είχε καταλαγιάσει. Ήθελε να μπορέσει κι εκείνη να βρει τη δύναμη να τη συγχωρέσει, όπως είχε κάνει και ο Ντέβαν, να διώξει όλη αυτή την πικρία από την καρδιά της, αλλά δεν μπορούσε. Όταν χτύπησε την πόρτα της Ντεσμέρα και την είδε μετά από τόσο καιρό, συνειδητοποίησε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει.

«Τι είναι;» ρώτησε.

«Υπάρχει κάτι που δεν ήθελα να πω μπροστά στην Κίρα, και αφού ο Ντέβαν έφυγε...»

«Απλά πες μου και άσε τους προλόγους» είπε απότομα. Δε σκόπευε να είναι απότομη, αλλά έτσι της έβγαινε. Ήθελε να φύγει από εκείνο το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα γινόταν.

«Υπάρχει μεγάλη αναταραχή στις Συνάξεις. Οι μάγισσες δε χαίρονται καθόλου με τον ερχομό αυτού του μωρού και την προοπτική να σπάσει η κατάρα».

«Δηλαδή λες πως μπορεί οι μάγισσες να οργάνωσαν την επίθεση;» ρώτησε μπερδεμένη. Τώρα που το σκεφτόταν, η μαγεία θα μπορούσε να είναι η εξήγηση για το πώς είχαν καταφέρει εκείνοι οι άντρες να μπουν στο κάστρο απαρατήρητοι. Τότε όμως γιατί είχαν τους ήλιους των Ρίχακ στους μανδύες τους;

«Δεν ξέρω» απάντησε η Ντεσμέρα. «Όλες οι Συνάξεις στο δάσος δίνουν λόγο στους Ημισελήνους. Μπορεί η Ραζιγιέ να μη θέλει να σπάσει η κατάρα των Ντρόγκομιρ, αλλά αμφιβάλλω αν θα έφτανε τόσο μακριά, ώστε να προσπαθήσει να δολοφονήσει ένα αγέννητο παιδί. Οι Ορεσίβιοι όμως δεν είναι το ίδιο. Η Νιλάι προσπαθεί να ξεσηκώσει και τους υπόλοιπους αρχηγούς των Συνάξεων. Αν τα καταφέρει τότε θα έχετε μεγάλο πρόβλημα».

Η Ορόρα σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό και ξεφύσησε. Αυτό τους έλειπε τώρα… Πριν από αιώνες, οι Ντρόγκομιρ είχαν αρχίσει να κυνηγούν τις μάγισσες, ώστε να μην υπάρχουν άλλοι για να σφετεριστούν τη δύναμή τους. Αυτό ήταν προτού ο Μπράντον Σέλτιγκαρ τους καταραστεί να μην μπορούν να μεταμορφώνονται τη μέρα και ο Οίκος της είχε πολλά περισσότερα μέλη. Οι μάγισσες ζούσαν μεμονωμένες και όχι σε Συνάξεις -οι εξορισμένες μάγισσες ξεκίνησαν να δημιουργούν ομάδες ώστε να επιβιώσουν αργότερα. Τότε ήταν εύκολο να τις κυνηγήσουν και να τις διώξουν από την ενδοχώρα. Τώρα, μια οργανωμένη επίθεση μαγισσών ίσως έδινε ένα τέλος στην κυριαρχία των Ντρόγκομιρ στη Ναβίντια.

«Αυτό είναι όλο;» είπε παγερά, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Οι μάγισσες δεν είχαν ξεσηκωθεί εδώ και αιώνες, γιατί να το κάνουν τώρα; Επειδή ποτέ πριν δεν υπήρχε ένα μωρό των Σέλτιγκαρ και των Ντρόγκομιρ που μπορούσε να σπάσει την κατάρα, είπε μια μικρή χλευαστική φωνή μέσα στο κεφάλι της.

Η Ντεσμέρα ένευσε καταφατικά, αν και έδειχνε σαν να ήθελε να πει και κάτι άλλο, αλλά δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις.

«Ωραία» είπε ξερά η Ορόρα και της γύρισε την πλάτη για να φύγει.

«Τόσο πολύ με μισείς;»

Τα λόγια της μητέρας της την έκαναν να παγώσει στη θέση της. Γιατί δεν μπορούσε απλά να την αφήσει ήσυχη;

«Όχι» απάντησε χωρίς να γυρίσει για να την κοιτάξει. Ήθελε να της πει ότι τη μισούσε, αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει, πιθανότατα επειδή δεν ήταν αλήθεια.

Η Ντεσμέρα έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος της κόρης της.

«Όταν ήσουν μικρή με ακολουθούσες παντού, κρατώντας με από τη φούστα του φορέματός μου. Δεν ήθελες να με αφήσεις ούτε για να πας για ύπνο. Ερχόσουν στο κρεβάτι μου, με κοίταζες με τα μεγάλα σου ματάκια και με ρωτούσες αν μπορούσες να κοιμηθείς μαζί μου. Το θυμάσαι;»

Η Ορόρα γύρισε και κοίταξε σκληρά τη μητέρα της.

«Το θυμάμαι. Θυμάμαι κάθε φιλί που μου έδωσες για καληνύχτα, κάθε ιστορία που μου είπες, κάθε νανούρισμα που μου τραγούδησες. Όπως θυμάμαι και πως είχα τρέξει στους διαδρόμους του κάστρου τη μέρα που ο πατέρας μας είπε ότι έφυγες. Θυμάμαι πως κοιμόμασταν με τον Ντέβαν αγκαλιασμένοι τόσο σφιχτά, επειδή φοβόμασταν πως όταν ξυπνούσαμε ένας από τους δυο μπορεί να είχε εξαφανιστεί, όπως έγινε με εσένα. Θυμάμαι πως έμπαινα στη μέση για να προστατεύσω τον αδελφό μου από την οργή του πατέρα μας κάθε φορά που ξεσπούσε πάνω του, μόνο και μόνο επειδή τα μάτια του ήταν ίδια με τα δικά σου. Δε σε μισώ, μητέρα, απλά δεν μπορώ να σε συγχωρήσω».

Το παράπονο που ένιωθε σχημάτιζε έναν κόμπο στον λαιμό της. Γιατί τους είχε εγκαταλείψει; Γιατί είχε εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα σαν την κλέφτρα χωρίς μια τελευταία εξήγηση ή ένα αντίο; Γιατί δεν τους είχε πάρει μαζί της, αλλά επέλεξε να τους εγκαταλείψει σαν να μη σήμαιναν τίποτα για εκείνη; Γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί τους; Όλες αυτές οι ερωτήσεις την έπνιγαν, αλλά ήξερε πως οι απαντήσεις δε θα την έκαναν να νιώσει καλύτερα. Ακόμα κι αν μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που οδήγησαν την Ντεσμέρα σε αυτή την απόφαση, δε θα μπορούσαν να διαγράψουν τα χρόνια που είχε μεγαλώσει χωρίς μητέρα.

 Ανάγκασε τον εαυτό της να αποστρέψει το βλέμμα της από την πληγωμένη έκφραση της Ντεσμέρας και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντάς την πίσω.

 Φαίη