Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 3)

Το έντονο φως της πύλης τυφλώνει έναν απλό θνητό αλλά όχι εμένα. Εγώ είμαι συνηθισμένος στις ενέργειές της. Η πύλη της Γης ανοίγει μπροστά μας. Γραπώνω τον Ηρακλή από την μπλούζα του τον τραβάω, για να τον καθοδηγήσω έξω, τελειώνοντας το μικρό μας ταξίδι. Τρίβει τα μάτια του και προσπαθεί απεγνωσμένα να κοιτάξει γύρω του. Ανοιγοκλείνει ξανά έντονα τα μάτια και μετά από μερικά λεπτά χαμογελάει -επιτέλους βλέπει καθαρά! Βρισκόμαστε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μέσα σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο κοντά στο κέντρο της πόλης. Ο Ηρακλής χασκογελάει και κοιτάζει γύρω του ακόμη ζαλισμένος.

 «Αυτό ήταν τέλειο!» μου λέει γεμάτος ενθουσιασμό και κατεβαίνει τις μεγάλες σκάλες τους κτιρίου. Τον ακολουθώ. «Πρώτη φορά κάνω τόσο γρήγορο ταξίδι!» συμπληρώνει καθώς πάει σχεδόν τρέχοντας προς την έξοδο.

«Περίμενε!» του φωνάζω και αυτός σταματάει απότομα. Με κοιτάζει με απορία και κοιτάζω τα ρούχα του. Χτυπάει το χέρι στο κεφάλι του σαστισμένος με τον εαυτό του και γελάει ενώ κοιτάζει το σώμα του. Εγώ κρύβω τα φτερά μου και μια μαύρη και απλή ενδυμασία παίρνει τη θέση της μαύρης πανοπλίας μου.

«Πού νομίζω ότι πάω έτσι;» λέει σαρκαστικά στον εαυτό του και γελάει.


«Μπορείς να βοηθήσεις λίγο, σε παρακαλώ;» με ρωτάει και σηκώνει τα χέρια του ψηλά. Του χαμογελάω πονηρά και τον πλησιάζω. Καθώς τον προσπερνάω για να πάω στην πόρτα ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο του και τα ρούχα του αλλάζουν. Ο λευκός μανδύας του μετατρέπεται σε ένα μαύρο τζιν παντελόνι και ένα μαύρο πουκάμισο.

«Πουκάμισο; Δεν μπορώ να έχω και εγώ ένα απλό T-shirt σαν το δικό σου;» μου λέει με παράπονο και βάζω τα γέλια.

Βγαίνουμε από το κτίριο προσεκτικά χωρίς να μας δει κάποιος. Είναι αργά το βράδυ, περίπου δύο και λίγος κόσμος κυκλοφορεί στα μαύρα δρομάκια. Απομακρυνόμαστε από την κεντρική πλατεία και κατευθυνόμαστε προς το «Trap», το οποίο σημαίνει παγίδα. Καθόλου καλό όνομα μπορώ να πω... Ένα ζευγάρι προχωράει ζαλισμένο προς την αντίθετη πλευρά και κάνουν φασαρία καθώς μιλούν μεταξύ τους. Δύο μαύρες φιγούρες από πίσω τους τους ακολουθούν σαν να χορεύουν σχεδόν στον ρυθμό του ποτού τους. Ο Ηρακλής τους κοιτάζει με αηδία καθώς απομακρυνόμαστε.

«Τους μισώ...» μου λέει και φτύνει τις λέξεις από το στόμα του.

«Είναι επιλογή τους να τους κουβαλούν μαζί τους» του λέω όσο πιο ήρεμος μπορώ και ενοχλημένος ο Ηρακλής κατεβάζει το βλέμμα του κάτω. Είτε θέλει να το πιστέψει είτε όχι, το ξέρει ότι έχω δίκιο και αυτό δεν του αρέσει καθόλου. Προχωράμε μερικά λεπτά χωρίς να μιλάμε. Τελικά λέω να αποσπάσω την προσοχή του από την απέχθειά του για τους δαίμονες και προσπαθώ να τον επαναφέρω στην αποστολή μας.

«Πώς πιστεύεις ότι θα τη βρούμε;» τον ρωτάω καθώς πλησιάζουμε σιγά σιγά στο μπαρ. Το βλέμμα του κατευθείαν αστράφτει και μου χαμογελάει.

«Εύκολο. Θα είναι η πιο όμορφη κοπέλα στον χώρο» μου λέει ενθουσιασμένος και τρίβω με απόγνωση τα μάτια μου, σαν να προσπαθώ να τα καθαρίσω από τη λάσπη που μόλις μου πέταξε στα μάτια.

«Τι; Δεν την είδες στο τραπέζι; Ήταν θεά η κοπέλα!» μου λέει καθώς κουνάει απότομα τα χέρια μπροστά του.

«Είσαι σοβαρός; Αυτό πρόσεξες;» τον ρωτάω εκνευρισμένος.

«Ναι! Όπως επίσης θυμάμαι ότι είναι αρκετά ψηλή για γυναίκα, με χρυσό-πορτοκαλί μαλλιά, μεγάλα μάτια, χρώματος αγνώστου, ζωηρά σαρκώδη χείλια και έχει ένα μεγάλο τατουάζ στην πλάτη της με το δέντρο της ζωής» συμπληρώνει και σταματάω για να τον κοιτάξω άναυδος.

«Εντάξει, πιστεύω ότι θα τη βρούμε εύκολα» του λέω απότομα και συνεχίζω να βαδίζω μπροστά μου. Ταυτόχρονα προσπαθώ να σχηματίσω με τις λεπτομέρειες που μου επανέλαβε ο Ηρακλής την εικόνα της στο μυαλό μου. Πόσες τέτοιες γυναίκες να υπάρχουν σε ένα κλαμπ;

Φτάνουμε έξω από αυτό το μαγαζί και περιμένουμε πίσω από δύο κοπέλες με προκλητικό ντύσιμο για να μπούμε μέσα. Ο άντρας στην πόρτα ανοίγει την είσοδο στις κοπέλες και κάνουμε ένα βήμα μπροστά. Φουσκώνει τα μπράτσα του και μεγαλώνει το ανάστημά του για να δείξει τεράστιος. Κοιτάζει στην αρχή τον Ηρακλή και μετά εμένα -με μισό μάτι. Τότε ο Ηρακλής κάνει ακριβώς το ίδιο κόλπο: επιδεικνύει με γελοίο τρόπο τους μυς του. Ο τύπος με κοιτάει για μια τελευταία φορά και περιμένω να μας μιλήσει ή να κάνει κάτι, τέλος πάντων. Δεν καταλαβαίνω προς τι όλο αυτό το θέατρο. Τελικά μου μισοχαμογελαει και μας ανοίγει την πόρτα. Μπαίνουμε μέσα και η πόρτα πίσω μας κλείνει. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν αυτό το σκηνικό.

Κοιτάζω τον Ηρακλή δίπλα μου και βλέπω έναν άλλον άνθρωπο. Πριν λίγα λεπτά ήταν γεμάτος ενέργεια και ενθουσιασμό. Τώρα είναι σοβαρός και τα χείλη του έχουν πάρει την αντίθετη κλίση από αυτή του χαμόγελου. Κοιτάζω γύρω μου και καταλαβαίνω αμέσως τον λόγο˙ ο χώρος είναι γεμάτος δαίμονες! Φαίνεται περισσότερο σαν μπαρ για δαίμονες παρά σαν κέντρο διασκέδασης ανθρώπων. Πάμε προς το μπαρ και βρίσκουμε δύο θέσεις για να καθίσουμε. Όλοι χορεύουν και χτυπιούνται στον ρυθμό της επαναλαμβανόμενης μουσικής. Ο ένας ακολουθεί τον άλλον χωρίς να ξέρει τι κάνει ή γιατί. Δεν υπάρχει τίποτα το ωραίο εδώ μέσα και δεν μπορώ να καταλάβω εάν οι άνθρωποι έχουν διαλέξει να ευχαριστούν έτσι τους εαυτούς τους ή αυτό είναι ένα παιχνιδάκι των δαιμόνων. Ο δυνατός ήχος με κουράζει και η ενέργεια αυτού του μέρους με ενοχλεί απίστευτα. Ο Ηρακλής κατεβάζει το πρώτο του ποτό με μια γουλιά και κατ' ευθείαν παραγγέλνει το δεύτερο. Καταλαβαίνω ότι δεν του αρέσει καθόλου εδώ μέσα αλλά πρέπει να βρούμε την κοπέλα.

Η άθλια μουσική συνεχίζεται και νιώθω σαν σειρήνες να ηχούν μέσα στα αυτιά μου. Ο Ηρακλής έχει φτάσει στο τέταρτο ποτό του και συνεχίζει. Ελπίζω να μη μεθάει εύκολα, γιατί αλλιώς θα έχουμε πρόβλημα. Πάντως δε φαίνεται καθόλου ζαλισμένος. Έχει περάσει πολλή ώρα και η κοπέλα ακόμα να εμφανιστεί. Το μπαρ σιγά σιγά γεμίζει με χορεύτριες για να ενθαρρύνουν και να ερεθίσουν περισσότερο τον κόσμο στον υποτιθέμενο ρυθμό. Ο Ηρακλής εκνευρίζεται και άλλο. Τα πόδια που κουνιούνται συνεχώς μπροστά του δε φαίνεται να τον βοηθούν. Συνεχίζω να σκανάρω το δωμάτιο, αλλά πουθενά το κορίτσι. Ίσως δεν ήθελε να έρθει σήμερα. Ίσως να μην είναι αυτή η μέρα μας.

Σκουντάω τον Ηρακλή δίπλα μου για να του πω να φύγουμε και ρίχνω μια τελευταία ματιά γύρω μου. Δεν ανταποκρίνεται. Τον χτυπάω πιο δυνατά και γυρνάω να τον κοιτάξω. Κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό μια γυναικεία φιγούρα που χορεύει ακριβώς μπροστά του. Μάλλον το αλκοόλ τον χτύπησε στο κεφάλι τελικά. Πάω να τον αποτραβήξω και εκείνος εκνευρισμένος μου φωνάζει αλλά δεν τον ακούω καθαρά. Του κάνω νόημα ότι δεν καταλαβαίνω τι μου λέει και τότε αρπάζει το κεφάλι μου και με αναγκάζει να κοιτάξω τη γυναίκα μπροστά του.

Άναυδος γουρλώνω τα μάτια μου και για μια στιγμή αφήνω το στόμα μου να χάσκει. Είναι αυτή, η Τερψιχόρη! Είχε δίκιο ο Ηρακλής. Πράγματι είναι η πιο όμορφη κοπέλα εδώ μέσα. Ο χορός της δεν έχει καμία σχέση με των υπολοίπων χορευτριών. Δεν είναι προκλητικός. Δεν είναι τρανταχτός. Απλώς σε παρασέρνει. Κάνει την εκνευριστική μουσική να έχει ένα νόημα. Τα ρούχα της δεν έχουν καμία σχέση με τα εσώρουχα των υπολοίπων. Φοράει ένα γκρι φόρεμα μέχρι λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Στη γυμνή πλάτη της διαγράφεται πεντακάθαρα το τατουάζ της και φοράει απλά χαμηλά μποτάκια. Βλέπω τον Ηρακλή να μου χαμογελάει και προσπαθεί να δείξει ότι χαίρεται που τη βλέπει και κουνάει το σώμα του στον ρυθμό της μουσικής. Δεν μπορώ να ακολουθήσω τις κινήσεις του και απλώς την κοιτάζω. Δεν είμαι ο μόνος άλλωστε που έχει μαγευτεί με τις κινήσεις της. Μπορεί μέχρι και να είναι συνηθισμένο αυτό για εκείνη. Η κοπέλα πίσω από το μπαρ της πιάνει το πόδι για να της κάνει νόημα ότι θέλει να της πει κάτι. Εκείνη σκύβει με προσοχή και τεντώνει τον λαιμό της. Το βλέμμα της που πριν λίγο ήταν γεμάτο ζωντάνια και χαρά ξαφνικά σοβαρεύει και φαίνεται πολύ εκνευρισμένη. Απότομα κατεβαίνει από την μπάρα και την ακολουθώ με το βλέμμα μου.

«Τι λες να συνέβη;» μου λέει ο Ηρακλής μέσα στο μυαλό μου.

«Δεν μπορώ να φανταστώ...» του απαντάω και πίνω την τελευταία γουλιά από το ποτό μου.

Η κοπέλα μπαίνει μέσα σε μια πόρτα και την κλείνει πίσω της. Ένας ακόμα φουσκωτός άντρας στέκεται μπροστά της και δεν κουνιέται. Δε φαίνεται ότι θα μπορέσουμε να περάσουμε με απλώς το παιχνίδι των ματιών και έτσι περιμένουμε διακριτικά να δούμε τι θα κάνουμε. Δεν περνάει πολλή ώρα και η κοπέλα βγαίνει εκνευρισμένη από το δωμάτιο. Η ντουλάπα μπροστά της κάνει στην άκρη για να περάσει. Καθώς διασχίζει βιαστικά το δωμάτιο ένας άντρας την πιάνει από το χέρι και τη σταματάει. Τα μάτια της αλλάζουν και φαίνεται ευγενική. Του χαμογελάει αμήχανα και φαίνεται να τον ευχαριστεί. Μάλλον της κάνει κομπλιμέντα για το σόου. Προσπαθεί να τραβήξει το χέρι της για να φύγει. Αργά διασχίσουμε το δωμάτιο και τους πλησιάζουμε. Πριν φτάσουμε πολύ κοντά ο τύπος της αφήνει το χέρι και εκείνη φεύγει. Την ακολουθούμε διακριτικά και βγαίνουμε έξω.

Την ψάχνω με το βλέμμα μου και την εντοπίζω στο απέναντι πεζοδρόμιο. Έχει ακουμπήσει την τσάντα της πάνω σε μια μηχανή και εκνευρισμένη την ψάχνει με αδέξιες και σπασμωδικές κινήσεις ενώ ψιθυρίζει συνεχώς. Σηκώνει για μια στιγμή τα μάτια της και διασταυρώνονται με τα δικά μου. Για μερικά δευτερόλεπτα μένει να με κοιτάζει. Προσπαθώ να φανώ ατάραχος. Την προσοχή της παίρνει πάλι η τσάντα της. Μετά από λίγο βγάζει από μέσα της ένα ζευγάρι κλειδιά. Καβαλάει τη μηχανή που τόση ώρα είχε κάνει τραπεζάκι και βάζει μπρος. Νιώθω τον Ηρακλή δίπλα μου να ενθουσιάζεται ξανά και του ρίχνω μια μπουνιά στο μπράτσο για να τον συνεφέρω. Γυρνάει ενοχλημένος και με κοιτάζει. Σηκώνω τα χέρια μου ψηλά σαν να τον ρωτάω τι ακριβώς κάνει.

«Τι;» μου λέει ήρεμος.

«Δεν ήρθαμε για να φλερτάρουμε, νεαρέ μου!» του λέω επικριτικά και εκείνος χαμογελάει.

«Στο είπα» μου λέει γεμάτος ευχαρίστηση και σταυρώνει τα χέρια μπροστά από το στήθος του.

«Ποιο πράγμα;» τον ρωτάω καθώς κοιτάζω τον δρόμο που μόλις έφυγε η κοπέλα.

«Ήταν η πιο όμορφη εκεί μέσα» μου απαντάει με ικανοποίηση στον τόνο του και ένας αναστεναγμός απόγνωσης βγαίνει από μέσα μου. Τι ήθελα και τον έφερα μαζί μου;

«Χωρίς τα μαγικά μου μάτια δε θα την έβρισκες τόσο εύκολα!» συμπληρώνει τις σκέψεις μου και κατευθείαν εκνευρισμένος κλειδώνω οτιδήποτε μπορεί ο Ηρακλής να διαβάζει πάνω μου.

«Ναι, ναι... Το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα;» τον διακόπτω και εκείνος κάνει μια απότομη κίνηση στο χέρι του. Κοιτάζει το ρολόι που μόλις έφτιαξε πάνω του και γεμάτος αυτοπεποίθηση κοιτάζει ψηλά στο τίποτα.

«Θα επιστρέψει σε λίγο. Δεν τελείωσε ακόμα» μου λέει χωρίς να με κοιτάξει. Γιατί να επιστρέψει; Αφού έφυγε σχεδόν τρέχοντας. «Θα επιστρέψει που σου λέω. Δεν τελείωσε με τον τύπο μέσα» επαναλαμβάνει και παίρνω και βαθιά ανάσα.

Θα τον εμπιστευτώ. Άλλωστε τι έχουμε να χάσουμε; Αλλά νιώθω ανήσυχος. Νιώθω ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί. Καλύτερα να έχουμε τα μάτια μας ανοικτά για παν ενδεχόμενο. Προχωράμε λίγο πιο μακριά από την είσοδο του μπαρ και μετά από λίγη ώρα καθόμαστε στο πλατύσκαλο ενός κτιρίου. Δε μιλάμε μεταξύ μας και συμπεριφερόμαστε σαν πράγματι να περιμένουμε να επιστρέψει. Μάλλον χάνουμε τον χρόνο μας. Δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω. Όχι για σήμερα τουλάχιστον. Δεν πρόλαβα καν να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και ένας δυνατός ήχος μηχανής σταματάει λίγα μέτρα μακριά μας. Σηκώνω το κεφάλι μου και με την άκρη του ματιού μου αναγνωρίζω τα μαύρα μποτάκια της. Ο Ηρακλής είχε δίκιο. Επέστρεψε. Ακολουθώ τα βήματά της και μπαίνει γρήγορα μέσα στο μπαρ. Κοιτάζω τον Ηρακλή δίπλα μου και εκείνος ήρεμος μου κάνει νόημα να μην κουνηθώ. Πώς μπορεί να είναι τόσο σίγουρος για τις κινήσεις της;

«Συγγνώμη...» μουρμουρίζω με το ζόρι. «Όταν βγει έξω πώς θα την πλησιάσουμε; Έτσι απλά θα της συστηθούμε;» τον ρωτάω μετά από λίγο αμήχανα και εκείνος γελάει.

«Δεν ξέρω ακριβώς. Είχε έναν δαίμονα πάνω της» μου λέει με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα.

«Τι;» τον κοιτάζω και προσπαθώ να θυμηθώ πώς την είδα.

«Είχε έναν πολύ μικρό δαίμονα πάνω στον ώμο της. Σαν να τον κουβαλούσε. Εάν μπορέσουμε να της μιλήσουμε, μην τον κοιτάξεις. Εάν σε δει θα μας καταλάβει. Σίγουρα το ξέρει ότι βρίσκεται εκεί» μου εξηγεί και πέφτω σε βαθιά περισυλλογή. Δηλαδή έχει οικειοθελώς έναν δαίμονα κολλημένο πάνω της; Και τι ελπίδες έχει αυτή η κοπέλα να επανέλθει πάλι πίσω στο φως; Συνεχίζει να μη μου αρέσει κάτι…

Η πόρτα μπροστά μας ανοίγει και βγαίνει από μέσα η Τερψιχόρη. Τα βήματά της είναι, όπως πριν, δυνατά και γρήγορα. Απομακρύνεται και έρχεται προς το μέρος μας. Πίσω της ακριβώς βγαίνει και ο τύπος που νωρίτερα την είχε σταματήσει με θαυμασμό μέσα στο μπαρ. Εκείνη εκνευρισμένη προσπερνάει τη μηχανή της και αμέσως μετά εμάς. Ψάχνει και πάλι την τσάντα της και βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα. Ανάβει ένα και παίρνει μια βαθιά ανάσα από αυτό καθώς συνεχίζει τον δρόμο της. Ακριβώς μπροστά μας περνάει και ο τύπος που ήρθε πίσω της. Είναι στα πέντε μέτρα περίπου μακριά της, αλλά φαίνεται να την ακολουθεί. Καθώς απομακρύνονται σηκώνομαι όρθιος. Σκουντάω τον Ηρακλή και με μια κίνηση πετάγεται πάνω σαν στρατιώτης. Αυτός ο άντρας δε μου αρέσει καθόλου.

Τους παρακολουθούμε στενά και ο τύπος φαίνεται να κάνει οκταράκια από το ποτό. Το αίμα μέσα μου φουντώνει και νιώθω να βράζω από την οργή. Εύχομαι μέσα μου να μην τολμήσει να της κάνει κάτι. Και εάν τολμήσει… βρήκε λάθος μέρα! Τα βήματά μας πολύ μαλακά σαν να περπατάμε στον αέρα και οι φιγούρες μας κρύβονται εύκολα μέσα στις σκιές. Τους ακολουθούμε χωρίς να μας έχουν καταλάβει. Η Τερψιχόρη στρίβει σε ένα στενό που σιμώνεται με αδιέξοδο. Μα καλά, πού πάει τέτοια ώρα στα στενά ολομόναχη; Ο άντρας πίσω της ακριβώς στρίβει μαζί της και αρχίζω και τρέχω. Εάν έψαχνε ευκαιρία, μόλις τη βρήκε. Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ και με ακολουθεί πίσω μου ο Ηρακλής. Στρίβουμε απότομα στη γωνία και ακούμε έναν περίεργο ήχο και αμέσως μετά ουρλιαχτά. Κοιτάζω ταραγμένος στο πάτωμα μπροστά μου και βλέπω τον άντρα τυλιγμένο σαν μωρό να σφίγγει το πόδι του και να φωνάζει. Ακριβώς μπροστά του σε θέση ετοιμότητας βρίσκεται η Τερψιχόρη και μας σημαδεύει με ένα όπλο.

«Ήρθατε να βρείτε τον φίλο σας;» μας λέει ειρωνικά καθώς μας σημαδεύει. Σηκώνω τα χέρια ψηλά και ο Ηρακλής κάνει το ίδιο. Ένα πνιχτό γελοίο βγαίνει από μέσα του και λέει φωναχτά.

«Τι θα μπορούσε να πάει στραβά, ε;» επαναλαμβάνει τα λόγια μου και εγώ δεν ξέρω πώς να μας βγάλω από τη δύσκολη θέση.

Ή θα φανερωθούμε ή θα φάμε σφαίρα...

 Παρασκευή Γκύζη