Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 5)

 Κάνω υπομονή και δεν ανοίγω την καλύτερή μου όραση μέσα στο δωμάτιο. Δε βλέπω πραγματικά τίποτα με τα ανθρώπινα μάτια μου, αλλά οι ενέργειες εδώ μέσα δεν είναι καθόλου όμορφες. Βρίσκονται τουλάχιστον δυο ακόμα δαίμονες εδώ. Μαζί με το «κατοικίδιό» της τρεις... Ένας βαρύς ήχος, σαν να έρχεται από άλλο δωμάτιο, μου τραβάει την προσοχή. Λόγω έλλειψης όρασης είναι πολύ εύκολο να συγκεντρωθώ στις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Ακούω την Τερψιχόρη να περνάει ανάμεσά μας και να μετακινείται προς τα δεξιά μας. Ανοίγει μια πόρτα και για μερικά δευτερόλεπτα μια δέσμη φωτός γεμίζει πάλι το δωμάτιο.

 Μοιάζει σαν χώρος παλιάς βιβλιοθήκης. Υπάρχουν πολλά αρχαία βιβλία κυρίως στα Λατινικά και στα Ελληνικά στους τοίχους και πολλά από αυτά βρίσκονται ανοικτά στο πάτωμα και πάνω σε ένα γραφείο. Ακουμπισμένο στον τοίχο βλέπω ξανά τη θήκη του σπαθιού. Δεν είναι μεγάλη και βαριά σαν του Ηρακλή. Φαίνεται μακριά και λεπτή, αλλά δεν προλαβαίνω να δω άλλες λεπτομέρειες. Μόνο το πρόσωπο του Ηρακλή είδα κολλημένο στο ταβάνι. Ένας δαίμονας μας κοιτάζει και μας παρακολουθεί. Αμέσως μετά ξανά σκοτάδι. Ένας ήχος με τρομάζει καθώς ο Ηρακλής μάλλον σπάει κάτι που πάτησε στο πάτωμα. Κάτι γυάλινο. Τα λεπτά περνούν και μπαίνω στον πειρασμό να κοιτάξω γύρω μου αλλά δεν το κάνω. Όχι βιαστικές κινήσεις. Δεν πρέπει να καταλάβουν ούτε ποιοι είμαστε ούτε πόσες δυνάμεις έχουμε. Ήδη είδε πολλά.

«Τι έκανες;» ακούω μια βαριά αντρική φωνή και το δωμάτιο σχεδόν τραντάζεται.

«Furorem[1], περίμενε!» ακούω την Τερψιχόρη να παρακαλάει και αμέσως μετά η πόρτα ανοίγει ξανά με δύναμη.

Βλέπω δύο σκιές να μας πλησιάζουν. Η μια είναι της Τερψιχόρης και η άλλη μάλλον του άντρα που ακούσαμε να φωνάζει. Πλησιάζει απειλητικά και με μια κίνηση του χεριού του τα δωμάτιο φωτίζεται. Κλείνω απότομα τα μάτια μου για να τα προστατέψω από το δυνατό φως. Νιώθω ένα χέρι να με πιάνει από τον γιακά και να με σηκώνει ψηλά, χωρίς όμως να με τραυματίσει με κάποιο τρόπο. Η όρασή μου επανέρχεται και βλέπω δύο άγρια μάτια να με κοιτάζουν εξεταστικά. Καρφώνει τα μάτια του βαθιά μέσα στα δικά μου σαν να προσπαθεί να με διαβάσει. Θυμός... Έτσι τον αποκάλεσε η Τερψιχόρη. Πραγματικά… Τα μάτια του είναι γεμάτα θυμό. Κάνει έναν αποδοκιμαστικό ήχο και με αφήνει κάτω. Του είναι αδύνατον να κάνει αυτή την κίνηση στον Ηρακλή και έτσι απλώς τον καρφώνει στα μάτια. Η Τερψιχόρη απλώνει το χέρι της και τον αγγίζει. Μόλις τα δάχτυλά της ακουμπάνε την πλάτη του εκείνος σχεδόν σπασμωδικά κλείνει τα μάτια του.

«Ηρέμησε, Furorem. Δεν μπορούν να μας κάνουν κακό. Είναι και εκείνοι σαν και εμάς...» του λέει με τόσο γλυκιά φωνή που δε θα πίστευα ποτέ ότι βγήκε από το στόμα αυτής της γυναίκας. Σαν μικρό παιδάκι που μόλις σταμάτησε να γκρινιάζει γυρνάει και την κοιτάζει. Μετά κοιτάζει πάλι εμάς με συνοφρυωμένα φρύδια.

«Τι θέλετε;» ρωτάει απότομα. Το βλέμμα μου πέφτει ξανά στον δαίμονα στο ταβάνι για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά αυτή η κίνηση φάνηκε.

«Μπορείς να δεις τον αδερφό μας, ε;» μου λέει και χαμογελάει περίεργα.

«Μπορώ να δω και να αισθανθώ αυτά τα πλάσματα από τότε που γεννήθηκα» του λέω και δεν είναι ψέματα. Το βλέμμα του σοβαρεύει ξανά.

«Ποια πλάσματα εννοείς, νεαρέ;» μου λέει εξεταστικά και νιώθω σαν να παίζω κάποιο επικίνδυνο παιχνίδι. Πρέπει να δώσω τη σωστή απάντηση και εάν δεν τη δώσω κάτι κακό θα γίνει.

«Μην πεις τη λέξη από δ» ακούω τη φωνή της Τερψιχόρης μέσα στο μυαλό μου. Αυτή πρέπει να ήταν η βοήθεια του κοινού.

«Τις σκιές» απαντάω τελικά και κάνει ένα βήμα πίσω με ικανοποίηση.

Ο τύπος είναι περίπου στο ύψος του Ηρακλή. Έχει μικρά μαύρα μάτια και ακατάστατα μαύρα μαλλιά, όπως επίσης και μούσια. Είναι περίπου τριάντα χρόνων και ένα βλέμμα παράνοιας τον διακατέχει. Η αύρα του είναι μόνιμα σε ένταση, κόκκινη με μερικές πιτσιλιές κίτρινου και μαύρου. Αρνητικός άνθρωπος, με οργή, θυμό και ζήλια μέσα του. Στο σημείο που πριν από λίγο τον ακούμπησε η Τερψιχόρη, υπάρχει ένα λευκό στίγμα, που σιγά σιγά γίνεται ροζ. Εκείνη του πιάνει το χέρι και φαίνεται να του μιλάει μέσα στο μυαλό του. Την κοιτάζει για μια στιγμή και εκείνη του χαμογελάει. Πολύ ψεύτικο χαμόγελο, αλλά για εκείνον είναι αρκετό για να ηρεμήσει. Αφήνει το χέρι του και βιαστικά μαζεύει τα βιβλία από το πάτωμα και τα βάζει με ευλάβεια πάνω στα ράφια. Διώχνει τα πράγματα πάνω από το τραπέζι και μας κάνει νόημα να καθίσουμε. Σε εμάς το βλέμμα της είναι αυστηρό. Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο. Καθώς καθόμαστε, ο δαίμονας και ο Furorem μας παρακολουθούν ασταμάτητα. Με το βλέμμα μου όμως ακολουθώ εκείνη. Πάει δίπλα στη θήκη και τη δένει στη μέση της. Το επόμενο δευτερόλεπτο η θήκη έχει εξαφανιστεί. Μάλιστα. Άρα τα όπλα δεν είναι το πραγματικό της ουράνιο αντικείμενο. Το φωτεινό της όπλο είναι το σπαθί. Μας πλησιάζει και παίρνει μια καρέκλα και κάθεται ανάποδα πάνω της. Ο δαίμονας στο ταβάνι και μια ακόμα λυγερή σκιά κάθονται ακριβώς πίσω της και το μικρό της μαύρο χάμστερ παίρνει θέση στον ώμο της.

«Λοιπόν, ποια ήταν η κοπέλα στις φλόγες;» με ρωτάει και δείχνει με τα μάτια της τα χέρια μου. Για μια στιγμή τα κοιτάζω και εγώ.

«Η κοπέλα μου» της απαντάω και νιώθω τόσο άσχημα με αυτές τις λέξεις.

«Η πρώην κοπέλα σου θες να πεις» μου λέει και χαμογελάει. Την κοιτάζω όσο πιο ήρεμος μπορώ.  «Ξέρει η «κοπέλα» σου λοιπόν, ότι την παρακολουθείς τα βράδια;» μου λέει ειρωνικά και ένα κύμα ανακούφισης με διαπερνά. Ευτυχώς δεν είδε τίποτα που να κινήσει υποψίες.

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας...» της λέω και εκείνη βάζει τα γέλια.

«Σωστά, σωστά. Με συγχωρείς.» μου λέει καθώς προσπαθεί να ηρεμήσει από τα γέλια. «Ποια είναι η ιστορία σας;» μας ρωτάει και τους δύο και το βλέμμα της σοβαρεύει χωρίς όμως να έχει διώξει το χαμογελάκι από τα χείλη της. Προσπαθώ να μαζέψω όλα τα στοιχεία που μου έδωσαν για εκείνη, για να βγάλω μια ιστορία αρκετά πειστική.

«Όπως σας είπα και πριν, από μικρός έβλεπα σκιές... Νιώθω και βλέπω σχεδόν τα πάντα. Πριν από μερικά χρόνια, όταν = δεν είχα κανέναν μαζί μου στη ζωή, εμφανίστηκε στο σπίτι μου ένας άντρας με λευκά μαλλιά. Τότε όλα κατέρρεαν. Μου έδειξε πολλά πράγματα, αλλά πριν από τρία χρόνια εξαφανίστηκε. Και τότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν ξέρω τελικά τίποτα. Από εκεί που νόμιζα ότι ήξερα τα πάντα, τελικά βρέθηκα στον βούρκο της άγνοιας» της λέω και φαίνεται να ακούει καθαρά αυτά που της λέω. Δεν έχει αλλάξει καθόλου αύρα ή συναισθήματα στο πρόσωπό της και υποθέτω ότι όλα πάνε καλά. Μετά κοιτάζει τον Ηρακλή.

«Και ο ομορφούλης; Μια από τα ίδια;» με ρωτάει και νομίζω ότι πάλι πέφτω σε παγίδα.

«Όχι. Ο Ηρακλής είναι αδερφός μου» της λέω και βλέπω το ένα της φρύδι να σηκώνεται ειρωνικά καθώς με κοιτάζει επίμονα. «Όχι εξ αίματος. Αλλά ξέρει τα πάντα για εμένα και έχει και εκείνος δυνάμεις. Ό,τι μου μάθαινε ο άντρας, εγώ μετά τα έδειχνα στον Ηρακλή» της λέω γρήγορα και το βλέμμα της ξανά γυρνάει προς τα εκείνον. Το φρύδι της δε χαμηλώνει.

«Καλώς... Και εμένα πώς με βρήκατε;» Άσχημη ερώτηση. Αλλά έχει δίκιο. Κάνει τις ερωτήσεις που θα έπρεπε.

«Ο Verum ήταν ερωτευμένος μαζί σου και μιλούσε όλη την ώρα για μια κοπέλα που όταν του χόρευε όλη η πλάση γύρω ζωντάνευε και για αυτό σε ονόμασε έτσι. Μια μέρα που βγήκαμε για ποτό σε είδαμε να χορεύεις τυχαία και ήμασταν σίγουροι ότι ήσουν εσύ. Και έτσι ξεκινήσαμε να ερχόμαστε πιο συχνά για να βρούμε την ευκαιρία για να σε πλησιάσουμε» πετάγεται ο Ηρακλής γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η καρδιά μου είναι έτοιμη να βγει από το σώμα μου. Τι στο καλό κάνει; Πώς μπορεί να είναι τόσο σίγουρος για τόσες λεπτομέρειες; Τα μάτια της γουρλώνουν και τα μεγάλα της χείλη ανοίγουν ελάχιστα. Το κορμί της φαίνεται σαν να έχει αφεθεί στη βαρύτητα και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Είναι έτοιμη να δακρύσει.

«Σου είχε μιλήσει για εμένα;» γυρνάει και με κοιτάζει και το βλέμμα της γίνεται θλιμμένο. Κουνάω το κεφάλι μου θετικά. «Σου είχε πει τίποτα άλλο;» μου λέει και κουνάω απότομα το κεφάλι μου αρνητικά. Το βλέμμα της επανέρχεται πάλι στο αυστηρό της ύφος.

«Καλώς. Αφού ήσουν μαθητής του Verum, τότε είσαι ευπρόσδεκτος στο καταφύγιό μας» μου λέει και σηκώνεται όρθια. Μπορεί ο Ηρακλής να πέτυχε φλέβα, αλλά όλα αυτά στην πραγματικότητα δε μας αποκαλύπτουν τίποτα για το παρελθόν της. Ποια είναι; Τι ήθελε πραγματικά ο Mendacium από εκείνη; Τι της έμαθε; Τίποτα.

«Αυτός είναι ο Timor[2]. Αυτός ο Infirmi[3]» λέει και δείχνει πρώτα τη σκιά που βρισκόταν στο ταβάνι και μετά τον μακρόστενο δαίμονα.

«Από εδώ ο Mus[4] και ο Furorem» μας λέει και δείχνει το ποντίκι στον ώμο της και τον μεγάλο άντρα δίπλα μας.

Για μια στιγμή, τα βλέμματά μας με τον Ηρακλή διασταυρώνονται και νιώθω πως έχει τις ίδιες σκέψεις με εμένα. Μα καλά... Έχει δαίμονες μέσα στο σπίτι της; Και μας τους συστήνει κι όλας λες και είναι φιλαράκια της; Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα! Και ο τύπος με τα ξεσπάσματα; Μήπως έχουμε μπλέξει σε λέσχη τρελών;

«Όπως θα σου έμαθε ο Verum, υπάρχουν πολλά είδη δαιμόνων» μου λέει και κουνάω το κεφάλι μου θετικά. Δε μου τα έμαθε εκείνος.

«Είναι οι μικροί δαίμονες που δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Συνήθως βάζουν σε μικροσκέψεις τους ανθρώπους γύρω τους» λέω και κοιτάζω τον Mus. Η Τερψιχόρη κουνάει θετικά το κεφάλι της.

«Είναι οι δαίμονες που είναι πιο δυνατοί, αλλά και πάλι σωματικά είναι άκακοι. Δεν μπορούν να σε βλάψουν πάρα μόνο με τις σκέψεις και τους φόβους σου» συνεχίζω.

«Μετά είναι οι δαίμονες που είναι πολύ ισχυροί και συνήθως κάνουν κακό σε όλα τα πλάσματα με όλους τους τρόπους. Με συναισθήματα αρνητικά. Με σκέψεις. Με σημάδια… Με την ίδια τους την παρουσία, μέχρι και σε άτομα που κανονικά δεν μπορούν να τους δουν» συμπληρώνει ο Ηρακλής και με ικανοποίηση η Τερψιχόρη μας κοιτάζει.  

«Τέλος είναι οι μεγάλοι δαίμονες. Αυτοί που φυλάσσονται μέσα στα βάθη της κόλασης. Αυτοί κινούν τα νήματα. Όλα αυτά τα ονόματα... Φόβος... Θυμός... Είναι ονόματα δαιμόνων, αλλά πραγματικά υπάρχει μόνο ένας πιο μεγάλος από όλους. Όπως ο Mendacium. Όχι όπως τα ονόματά τους» λέω και δείχνω με τα μάτια μου τους δαίμονες και τον άντρα δίπλα μας. Ένα στραβό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη της και κοιτάζει τον Furorem δίπλα μας.

«Χμμ... Σωστά και λάθος... Όλα σωστά, εκτός από την τελευταία πρόταση» μας λέει και σηκώνεται όρθια.

«Βλέπετε ο Mus ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Ο Timor και ο Infirmi είναι δεύτερης τάξης. Ο Timor πράγματι έχει πάρει το όνομά του από τον χαρακτήρα του και εννοείται ότι δεν είναι ο μεγάλος όλων. Αλλά ο Furorem είναι ο πρώτος όλων». Τον ακουμπάει στον ώμο και μας χαμογελάει Τι εννοεί; Πώς γίνεται αυτό; Μα αφού έχει μορφή ανθρώπου! Ο Ηρακλής και εγώ με μια κίνηση πεταγόμαστε μερικά βήματα πίσω και παίρνουμε αμυντική στάση. Εκείνη βάζει τα γέλια.

«Μη φοβάστε. Δε θα σας κάνει κακό» μας λέει και προσπαθεί να μας κάνει να την πιστέψουμε. Χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους χαλαρώνω το σώμα μου.

«Πώς είπαμε ότι σε λένε, μικρέ;» με δείχνει με το δάχτυλό της και χαμογελάει πονηρά.

«Λυσίμαχος» της απαντάω.

«Λυσίμαχε, λοιπόν, σου έχω μια ερώτηση» συνεχίζει και κάθεται σε μια αναπαυτική πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο. Νεύω θετικά για να συνεχίσει.

«Έχεις πάει ποτέ στην κόλαση;»

Παρασκευή Γκύζη


[1] *Furorem: Θυμός.

[2] Timor: Φόβος

[3] Infirmi: Αδύναμος

[4] Mus: Ποντίκι