Φοίνιξ (Επίλογος)

Ο Φοίνικας άρχισε να γελάει μανιωδώς με τις προσπάθειες της Χλόης να τον παγιδεύσει. «Δεν έχεις μάθει ότι η δύναμή σου είναι η νέμεσις της δικής μου;» τη ρώτησε, αλλά η κοκκινομάλλα απάντησε με ένα ξόρκι, αντί να μιλήσει. Κρύσταλλοι στο χρώμα του νεφρίτη ξεπήδησαν από το έδαφος και φυλάκισαν τον Τζέιμς μέχρι τους ώμους. Εκείνος χαμογέλασε σαρδόνια και με ένα πετάρισμα των βλεφάρων του οι κρύσταλλοι είχαν μετατραπεί σε χρυσαφένια σκόνη πριν εξαφανιστούν.

«Καλή προσπάθεια, αλλά σπαταλάς χρόνο και ενέργεια σε κάτι άσκοπο, νεαρή μου!»

«Τότε τι λες να παλέψουμε χωρίς τη βοήθεια της μαγείας;» πρότεινε η κοπέλα και εμφάνισε το πολυαγαπημένο της κινέζικο σπαθί.

«Και θα διακινδυνεύσεις να τραυματίσεις το μικρό αδελφό του φίλου σου;»

«Έχω κι εγώ άσσους στο μανίκι μου!» απάντησε εκείνη και στα χείλη της άνθισε ένα μειδίαμα. Το σπαθί της τυλίχτηκε με μία σμαραγδένια αύρα και ο Φοίνικας σφύριξε σιγανά.

«Ακόμα και με την ατόφια ενέργεια του Άνορ δε θα καταφέρεις να με βλάψεις!»

«Δεν είναι δικός μου σκοπός να σε βλάψω» είπε η Χλόη, χάιδεψε απαλά το μαρμάρινο δάπεδο με τη μύτη του σπαθιού της κι εκείνο πήρε φωτιά. Οι σμαραγδένιες φλόγες άρχισαν να γλείφουν τις προθήκες και τα εκθέματα, χωρίς όμως να τα καταστρέφουν. Εκείνος χρησιμοποίησε τη δική του δύναμη για να σβήσει τη φωτιά και με ένα χτύπημα των δαχτύλων του, είχε βρεθεί ακριβώς δίπλα από την προθήκη με μερικά αρχαία κοσμήματα. Έσπασε το γυαλί και, χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα αν θα τραυματιστεί ή όχι, έκλεισε μέσα στην παλάμη του ένα κόσμημα. Ήταν ένας απλός ημιπολύτιμος λίθος, ακανόνιστου σχήματος και δεμένος σε ένα απλό κορδόνι. Το χρώμα του άλλαζε ανά δευτερόλεπτο, κάνοντάς το να ιριδίζει. Το Μενταγιόν της Καρδιάς βρισκόταν επιτέλους στα χέρια του. Το βροντερό γέλιο του Σαχίρ αντήχησε σε όλη την αίθουσα, προκαλώντας ανατριχίλα σε όλους τους παρευρισκόμενους.

«Μόνο λόγια είσαι, μικρή κοκκινομάλλα!» σχολίασε ο Φοίνικας και της έδειξε το κόσμημα. «Πάντα θα πετυχαίνω το στόχο μου!» καυχήθηκε, και τότε ο Άγγελος ξερόβηξε για να του τραβήξει την προσοχή.

«Και πάντα θα λογαριάζεις χωρίς τον ξενοδόχο, Σαχίρ!»

Το ξίφος του Λευκού Ρόδου βρισκόταν ήδη στο χέρι του, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί, όπως αντίστοιχα έτοιμο ήταν και το Μαύρο Ρόδο στο χέρι του Κρίστοφερ. Στο κινέζικο σπαθί της Χλόης, ένας κινέζικος χαρακτήρας πήρε ζωή, εκείνος της αλλαγής. Ο ίδιος χαρακτήρας λαμπύρισε έντονα και στο κόσμημα, πιάνοντας τον Φοίνικα προ εκπλήξεως. Στο επόμενο δευτερόλεπτο, είχε κάνει την εμφάνισή του και η λέξη «πνεύμα», πάνω στην ασημένια λεπίδα της κοκκινομάλλας. Ο Τζέιμς έπεσε στο μαρμάρινο δάπεδο και κουλουριάστηκε, μαζεύοντας τα γόνατα κοντά στο στέρνο του. Τα μάτια του ήταν σφιχτά κλειστά και στο πρόσωπό του διακρινόταν ένας μορφασμός πόνου. Ο Σαχίρ προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατηθεί από την ψυχή του νεαρού και να μην παραδοθεί στις δυνάμεις των δύο Ρόδων και της Χλόης. Ωστόσο, το πνεύμα του γλίστρησε έξω από το σώμα του κατόχου του και βρέθηκε εκτεθειμένο μπροστά σε όλους. Τα χείλη του είχαν τραβηχτεί, με αποτέλεσμα να φαίνεται η λευκή του οδοντοστοιχία και αγριοκοιτούσε την κοπέλα με τα πράσινα μάτια. Εκείνη του ανταπέδιδε το βλέμμα.

«Παίζεις βρόμικα, αδερφέ μου!» γρύλισε ο Φοίνικας, απευθυνόμενος στον Άνορ που τον κοίταζε μέσω της Χλόης.

«Εσύ είσαι αυτός που έπαιζε βρόμικα από την αρχή, Σαχίρ!»

«Εγώ προσπαθώ να διορθώσω την αδικία των θεών προς εμάς!» δήλωσε με πάθος και έσφιξε τη γροθιά του. Ο Σμαραγδένιος Δράκος εμφανίστηκε κι εκείνος με τη σειρά του. Η έκφραση του προσώπου του ήταν σοβαρή και δεν πρόδιδε κανένα συναίσθημα.

«Αυτό είναι απλώς μία διακαιολογία για να επιτύχεις κάτι άλλο!»

Χρυσές και σμαραγδένιες φλόγες γέμισαν τον εκθεσιακό χώρο του μουσείου και τα δύο αδέρφια άρχισαν να παλεύουν. «Είστε καλά;» ρώτησε η επιθεωρήτρια Μπρέντα Τζόουνς, με τα μάτια της να πέφτουν εναλλάξ μία στη Μυρτώ και μία στην Ηλιάνα. Εκείνες έγνεψαν καταφατικά. Βρισκόταν στο σαλόνι του σπιτιού του Κρίστοφερ μόνο τα δύο κορίτσια, η επιθεωρήτρια και τα Φαντάσματα, η Θάλεια με τον Ερμή. Οι υπόλοιποι της αστυνομίας είχαν φύγει κατόπιν εντολή της ανωτέρου τους και είχαν σύρει μαζί τους μέχρι το τμήμα και την Κασακιάν με τη συνεργό της.

«Όλα είναι μια χαρά, τώρα που ήρθατε. Δεν ξέρω τι θα είχε γίνει αν δεν σας είχα ειδοποιήσει» είπε η Μυρτώ, και η Τζόουνς τοποθέτησε την παλάμη της στον ώμο της, καθησυχαστικά.

«Χαίρομαι που φτάσαμε εγκαίρως... Αλλά για ποιο λόγο να κάνει την κίνησή της τώρα;»

«Επειδή ένα από τα χαρτιά του Λούκας ήταν να αποσυντονίσει τον Μαξ και τον Κρίστοφερ. Να τους αποσπάσει την προσοχή και να τους χτυπήσει εκεί που πονάνε» έδωσε την απάντηση ο Ερμής.

«Ως πρώην Φάντασμα το οποίο διώξαμε κακήν κακώς όταν μας πρόδωσε πριν από ενάμιση χρόνο, πιστεύουμε ότι θέλει να πάρει το αίμα του πίσω» συμπλήρωσε η Θάλεια. «Ο Μαξ τον διέλυσε στην τελευταία τους μάχη και αυτό του κόστισε πάρα πολλά»

«Κλασική τακτική αντιπερισπασμού και συνεργασία με τον χειρότερο εχθρό της πόλης...» μονολόγησε η επιθεωρήτρια, που συνεργαζόταν με τα Φαντάσματα, συνεπώς γνώριζε προσωπικά αρκετά από αυτά, μαζί με τον αρχηγό τους, τον Μαξ.

«Αρκεί να μην έχουν ως στόχο την κυριαρχία της...» σχολίασε η Ηλιάνα.

«Τότε θα τους εμποδίσουμε! Γι' αυτό, εξάλλου, υπάρχουμε!»

«Συμφωνώ με τον Ερμή! Εμείς τα Φαντάσματα είμαστε σαν προστάτες της πόλης!»

«Πολύ αισιόδοξους σας βρίσκω...».

«Ηλιάνα, μην σε παίρνει από κάτω!» τη μάλωσε η Μυρτώ. Ο Άγγελος έγνεψε με νόημα στον Κρίστοφερ. Το παιχνίδι είχε αρχίσει και ήταν η ώρα των Ρόδων να αναλάβουν δράση. Η Χλόη είχε φροντίσει να έρθουν έτσι τα πράγματα με τη δύναμη των λέξεων, ώστε να είναι απασχολημένος ο Φοίνικας και να μπορέσουν ο Κρίστοφερ με τον Άγγελο να τον περιορίσουν σημαντικά, μιας και δεν είχαν τη μαγική δύναμη για να τον διαχωρίσουν τελείως από τον Τζέιμς. Η μαγική ισχύς των πνευμάτων υπερτερούσαν των Ρόδων. Ωστόσο, αν ένωναν τις δυνάμεις τους, μπορούσαν να κλειδώσουν τον Σαχίρ σε ένα κελί στο μυαλό του κατόχου του, με σκοπό να περιορίσουν την επιρροή του.

Ο Κρίστοφερ έριξε μία φευγαλέα ματιά στον μικρό του αδερφό που κείτονταν στο πάτωμα και ασυναίσθητα έσφιξε τη λαβή του ξίφους του. Στη συνέχεια στράφηκε μία προς τη Φαίδρα και τον Λούκας και μία προς το Φοίνικα και το Σμαραγδένιο Δράκο πριν απαγγείλει το ξόρκι που του είχε διδάξει ούτε τρεις ώρες νωρίτερα ο Άγγελος.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου, 16:00
Πέντε μέρες μετά

«Ένα λεπτό« διέκοψε τη διήγηση του Κρίστοφερ η Μυρτώ. «Εμάς διαφορετικά μας τα είπες!»

«Όχι!»

«Ναι, Κρις!»

«Όχι! Σας είπα, σ’ εσένα και την Ηλιάνα, ότι ενεργοποιήσαμε το ξόρκι, εμφανίστηκαν δύο τριανταφυλλιές και άπλωσαν τα κλαδιά τους προς το Φοίνικα!»

Είχαν περάσει τρεις μέρες από το περιστατικό στο μουσείο και όλη η παρέα είχε μαζευτεί στο διαμέρισμα του Μαξ και της Μυρτώς για να ενημερώσουν τον Τζέιμς σχετικά με την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο νεαρός είχε αποκοπεί από τους φίλους και την οικογένειά του, διότι ο Σαχίρ τον είχε τρελάνει. Δεν τον άφηνε να κοιμηθεί και συνέχεια φώναζε μέσα στο κεφάλι του και προσπαθούσε να σπάσει το κλουβί στο οποίο τον είχαν φυλακίσει, ώσπου εκείνο το πρωί, απλώς αποδέχτηκε την καινούρια πραγματικότητα και σταμάτησε.

«Και μετά τι έγινε;» ρώτησε ο Τζέιμς, προτρέποντας έτσι τον μεγάλο του αδελφό να συνεχίσει.

«Ο Σαχίρ άρχισε να καταριέται θεούς και δαίμονες -μαζί και εμάς- και με τη βοήθεια των λέξεων της Χλόης, καταφέραμε να τον κλείσουμε μια και καλή στο κλουβί« έδωσε την απάντηση περιληπτικά ο Άγγελος. «Και μας συγχωρείς αν σε έχει τρελάνει... ήταν η μόνη λύση για να τον περιορίσουμε και να μην προσπαθήσει κάτι ανάλογο στο μέλλον...»

«Δεν πειράζει... απλώς δεν καταλαβαίνω πώς ακριβώς έχει περιοριστεί... Σήμερα μου έκανε πρόταση να μου μάθει να χειρίζομαι τις δυνάμεις του!»

«Βασικά…» πήρε το λόγο η Χλόη και βολεύτηκε καλύτερα στη θέση της στον καναπέ. «Το συγκεκριμένο ξόρκι τού αφαιρεί την ικανότητα να πάρει τον έλεγχο του σώματος σου, να μπει στο μυαλό κάποιου τρίτου και να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εσύ δεν έχεις την ικανότητα να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις του».

«Α» ήταν το μόνο που είπε ο νεαρός με τα γυαλιά.

«Μπορούμε να σε εκπαιδεύσουμε εμείς, αν θέλεις» πρότεινε ο Μαξ. «Σαν Φαντάσματα έχουμε μία αποθήκη λίγο πιο έξω από την πόλη, η οποία είναι πλήρως εξοπλισμένη για προπονήσεις. Έχουμε μέχρι και πισίνα και τοίχο αναρρίχησης!»

«Θα το έχω υπόψη μου» απάντησε, κι αφού έκανε μια παύση: «Ο Λούκας τι απέγινε;»

Σιγή απλώθηκε για μερικά δευτερόλεπτα στο χώρο ώσπου να πάρει το λόγο η Θάλεια.

«Έγινε καπνός μετά τη φυλάκιση του Φοίνικα και από τότε είναι σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε»

«Τς... η μόνη που έθεσε σωστά την ιδιότητα που έχει το ξόρκι από τα δύο Ρόδα...» σχολίασε ο Σαχίρ μέσα στο μυαλό του Τζέιμς, αλλά εκείνος τον αγνόησε.

«Θέλω να πιστεύω ότι δε θα μπλεχτεί στα πόδια μας για αρκετό καιρό« δήλωσε ο Ερμής και όλοι συμφώνησαν γνέφοντας καταφατικά.

«Λοιπόν, όχι ότι σας διώχνω -προς Θεού- αλλά αύριο δίνω ένα πολύ σημαντικό και δύσκολο μάθημα, οπότε πρέπει να πάω να διαβάσω!»

«Ναι καλά! Σιγά μην κάτσεις να διαβάσεις, Μαξ!» είπε η Ηλιάνα. «Είμαι σίγουρη ότι θα πιάσεις το κινητό και θα αρχίσεις να μιλάς με τη Σόνια για να κανονίσετε για το βράδυ!»

«Τι; Ορίστε;» αναφώνησε δήθεν έκπληκτος και θιγμένος ο Μαξ. «Με έχεις εμένα να κάνω τέτοια πράγματα;»

«Ναι, ναι!»

«Εδώ που τα λέμε, έχει ένα δίκιο η Ηλιάνα...» την υπερασπίστηκε η Μυρτώ. «Και χτες το απόγευμα πήγες και καλά μέσα στο δωμάτιο να διαβάσεις, αλλά μετά από μισή ώρα σε άκουγα που μιλούσες και χαχάνιζες στο τηλέφωνο!»

«Συκοφαντίες και ψέματα! Δηλώνω αθώος!»

«Όλοι οι ένοχοι...» ειρωνεύτηκε η κοπέλα με τα γυαλιά, κι ο Μαξ κοκκίνισε από τη ντροπή του τόσο, που έμοιαζε με ώριμη ντομάτα.

«Νόμιζα ότι θα με καταλαβαίνατε, ερωτευμένο άνθρωπο! Τόσα ζευγαράκια έχει η παρέα!»

«Μην ανησυχείς, σε καταλαβαίνουμε!» έκανε μια προσπάθεια να τον καθησυχάσει η Χλόη.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου, 16:30
Πέντε μέρες μετά

Ο Μαξ είχε καταφέρει τελικά να τους διώξει από το σπίτι με τη πρόφαση του διαβάσματος. Και μετά από πολύ κορόιδεμα. Τώρα, περπατούσαν προς το διαμέρισμα του Κρίστοφερ, ο ίδιος, ο Τζέιμς και η Θάλεια. Ήταν από τη μεριά του δρόμου με την περισσότερη σκιά, επειδή αν και Σεπτέμβρης, ο ήλιος έκαιγε ακόμα και έκανε τρομερή ζέστη. Το καλοκαίρι δεν είχε φύγει και αυτό γινόταν αισθητό στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πόλη.

«Τζέιμς, εγώ θα γυρίσω σπίτι, θα έρθεις;» ρώτησε ο Κρίστοφερ, ρίχνοντας κλεφτιές ματιές στον αδερφό του και τη Θάλεια, καθώς είχαν σταματήσει μπροστά από την είσοδο του διαμερίσματος. Ο νεαρός με τα γυαλιά στράφηκε προς την κοπέλα, αλλά δεν απάντησε.

«Θέλεις να πάμε για καφέ;» πρότεινε η Θάλεια.

«Καλή ιδέα!» πετάχτηκε ο Κρίστοφερ. «Να ξεσκάσεις λίγο! Όλες αυτές τις μέρες είσαι μόνο στο σπίτι!»

Ο Τζέιμς το σκέφτηκε για τρία δευτερόλεπτα πριν απαντήσει. Όντως τη χρειαζόταν αυτή τη βόλτα.

«Εντάξει! Αλλά θα διαλέξω εγώ το μέρος!»

Άρχισε να την οδηγεί μέσα από τα στενά της πόλης ώσπου να βγουν στον πεζόδρομο και στη συνέχεια έστριψε σε ένα γραφικό δρομάκι, γνωστό για τα φοιτητικά του στέκια.

«Λοιπόν, πώς είσαι;» τον ρώτησε η Θάλεια, καθώς περπατούσαν. «Και μην απαντήσεις καλά!»

Ο νεαρός πήγε να απαντήσει, αλλά με το που άκουσε την τελευταία φράση, το μετάνιωσε και πήρε μία βαθειά ανάσα.

«Απλώς με έχει τρελάνει ο Φοίνικας...»

«Μικρέ...» αναφώνησε ο Σαχίρ μέσα στο μυαλό του. Ο Τζέιμς τον αγνόησε ξανά.

«Και όλο αυτό μού είναι ακόμα πρωτόγνωρο...»

«Το να είσαι κάτοχος μίας από τις ισχυρότερες δυνάμεις στον πλανήτη;»

«Το να έχω υπερφυσικές δυνάμεις γενικώς» διευκρίνισε ο Τζέιμς. «Είναι παράξενο και περίεργο και μου άλλαξε όλη τη ζωή».

«Ναι, αλλά σκέψου ότι είναι κάτι διαφορετικό και σίγουρα δεν είναι κάτι κακό» είπε η Θάλεια, σταματώντας μπροστά από την είσοδο του μαγαζιού, και τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος συμφώνησε με ένα νεύμα και έπιασε το χερούλι της πόρτας.

«Αφού θα έχω εσένα για να με διδάξεις τα μυστικά αυτού του καινούριου κόσμου» δήλωσε χαμογελώντας και κατέβασε το πόμολο, αφήνοντας τη Θάλεια να περάσει πρώτη στο μαγαζί.

Τέλος.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου