Κίρα
Πριν καν προλάβει να καταπιεί την μπουκιά που μασούσε, το στομάχι της άρχισε να συσπάται. Η Κίρα σηκώθηκε απότομα από την τραπεζαρία όπου εκείνη, ο Ντέβαν, η Ορόρα, η Κάλικ, και η Ντεσμέρα δειπνούσαν, και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Ντέβαν να πιάνει μια πετσέτα και να σηκώνεται, για να την ακολουθήσει.
Δεν πρόλαβε να πάει μακριά. Σταμάτησε στην άκρη του διαδρόμου και διπλώθηκε στα δυο, καθώς το βραδινό της έκανε μια δραματική επανεμφάνιση. Ένιωσε ένα χέρι να τρίβει απαλά την πλάτη της.
«Μη με κοιτάς» είπε βραχνά, νιώθοντας την πικρή χολή να καίει τον λαιμό της. «Είμαι αηδιαστική».
«Υπερβολές» της είπε ο Ντέβαν και της έδωσε την πετσέτα. Η Κίρα την πήρε με ευγνωμοσύνη από το χέρι του και σκούπισε το στόμα της.
«Το παιδί μας με μισεί».
«Αυτό κι αν είναι υπερβολή. Απλώς δεν του αρέσει το ψητό με μανιτάρια, αυτό είναι όλο».
«Μα δεν του αρέσει τίποτα απ' ό,τι τρώω! Το μόνο που του αρέσει είναι οι τάρτες με πορτοκάλι. Και τα πορτοκάλια».
«Στον γιο μας αρέσουν τα γλυκά. Δεν είναι και τόσο τρομερό». Η Κίρα σήκωσε απότομα το κεφάλι της και τον κοίταξε απειλητικά.
«Στην κόρη μας» διόρθωσε γρήγορα τα λόγια του. Απέστρεψε το βλέμμα του και προσέθεσε μουρμουρίζοντας:
«Τρελός είμαι για να τσακωθώ με μια έγκυο;» Τύλιξε το χέρι του γύρω της, για να τη στηρίξει και επέστρεψαν στην τραπεζαρία.
«Να περάσουμε στο γλυκό;» είπε η Ορόρα μόλις τους είδε. Πλέον είχε μάθει καλά τις ιδιοτροπίες που είχε το ανιψάκι της. «Μου είπαν πως η μαγείρισσα ετοίμασε μια υπέροχη τάρτα με πορτοκάλι».
Η Κίρα στριφογύρισε ειρωνικά τα γκρίζα μάτια της και κάθισε στην θέση της. Στην αρχή της εγκυμοσύνης της δεν είχε ούτε ζαλάδες, ούτε ναυτίες, ούτε αδιαθεσίες. Τίποτα! Τον τελευταίο καιρό, όμως, οι περισσότερες μυρωδιές έκαναν το στομάχι της να ανακατεύεται, ήταν διαρκώς κουρασμένη, δεν μπορούσε να κοιμηθεί μπρούμυτα όπως έκανε όλα αυτά τα χρόνια, επειδή η κοιλιά της είχε γίνει τεράστια, και το μωρό ήταν πολύ επιλεκτικό στο φαγητό του. Της φαινόταν πως οι δυο μήνες που απέμεναν μέχρι να γεννήσει δεν περνούσαν με τίποτα. Ήξερε πως ένα παιδί ήταν μεγάλη ευθύνη και θα κουραζόταν πολύ τα πρώτα χρόνια, αλλά δεν περίμενε πως η ταλαιπωρία θα άρχιζε πριν καν γεννηθεί.
Χάιδεψε στοργικά την κοιλιά της. Μην ακούς τι σκέφτεται η μαμά, είπε στο μωρό. Η μαμά σου σε λατρεύει κι ας γκρινιάζει λίγο.
Φωνές ακούστηκαν και όλοι σηκώθηκαν ταυτόχρονα όρθιοι κάνοντας τις καρέκλες τους να τρίξουν πάνω στο δάπεδο. Κι άλλοι ήχοι ακούστηκαν, μέταλλο από σπαθιά και πανοπλίες που χτυπούν πάνω στο πέτρινο πάτωμα, και βογκητά πόνου καθώς σώματα συγκρούονταν με τους τοίχους. Η Ορόρα και η Κάλικ έκαναν ένα βήμα μπροστά έτοιμες να πάρουν τη μορφή δράκου αν εμφανιζόταν κάποια απειλή -μια πιθανότητα που όλο και μεγάλωνε μαζί με τον χαμό που άκουγαν- και ο Ντέβαν μπήκε μπροστά από την Κίρα.
Ένας νεαρός άντρας μπήκε με χαλαρό βήμα μέσα στην αίθουσα. Ήταν σχετικά ψηλός, αν και όχι όσο ο Ντέβαν, και το περπάτημα του θύμιζε έναν υπερόπτη πρίγκιπα, που πίστευε πως όλος ο κόσμος του ανήκε Τα καστανά μαλλιά του ήταν κομμένα άνισα και μια μυτερή φράντζα έπεφτε πάνω στην αριστερή πλευρά του προσώπου του. Ήταν ένας ελκυστικός νεαρός άντρας, αλλά η έκφρασή του κατέστρεφε το όμορφο πρόσωπό του. Τα γαλάζια μάτια του κοίταξαν δυσαρεστημένα τριγύρω. Ολόκληρο το σώμα της Κίρα σφίχτηκε καθώς τον αναγνώριζε.
«Έντγκαρ!» φώναξε χαρούμενα η Κάλικ και έτρεξε στην αγκαλιά του αδελφού της, αγνοώντας το σπαθί που κρατούσε στο χέρι του. Παρόλο που η έκφρασή του παρέμεινε βλοσυρή, χαμήλωσε το ξίφος του και τύλιξε το ελεύθερο χέρι του γύρω από την αδελφή του.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε με πολύ λιγότερο φιλικό τόνο ο Ντέβαν. Αντί να του απαντήσει, η προσοχή του στράφηκε στην Ντεσμέρα.
«Ίσως θες να πας να ρίξεις μια ματιά στους φρουρούς στον διάδρομο. Και στην μπροστινή πύλη. Δεν ήθελαν να με αφήσουν να περάσω». Η Ντεσμέρα έπιασε την φούστα του φορέματός της, για να μην την πατήσει και βγήκε τρέχοντας από την αίθουσα, για να πάει να φροντίσει τους τραυματίες.
«Πώς τολμάς;» είπε οργισμένα η Κίρα κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Όχι μόνο εισέβαλες στο σπίτι μου, αλλά επιτέθηκες και στους ανθρώπους μου».
«Δεν ήρθα εδώ για να τσακωθώ» αποκρίθηκε βαριεστημένα το αγόρι σαν να ήθελε να ξεμπερδεύει όσο το δυνατόν νωρίτερα από εκεί.
«Οι πράξεις σου άλλα δείχνουν» αντεγύρισε φαρμακερά η κοπέλα.
«Ήρθα εδώ, για να μεταφέρω ένα μήνυμα». Τα μάτια του βρήκαν τον ξάδελφό του. «Από τον άρχοντα-πατέρα σου. Έδωσε εντολή να επιστρέψετε όλοι στο κάστρο. Και η Σέλτιγκαρ».
«Για ποιον λόγο;» ζήτησε να μάθει η Ορόρα.
«Η Νερίσσα το έσκασε». Η Κίρα άκουσε την Ορόρα να παίρνει μια κοφτή ανάσα. Ήξερε πως η κατάσταση μεταξύ της Νερίσσας και των υπολοίπων ήταν τεταμένη από τότε που πέθανε ο Νάριαν, επειδή τους κατηγορούσε για τον θάνατό του. Αλλά να το σκάσει; Γιατί; Και τι σχέση είχε αυτό με εκείνους; Φοβόντουσαν άραγε πως η Νερίσσα θα προσπαθούσε να εκδικηθεί για τον θάνατο του αδελφού της;
Ο Έντγκαρ έκανε μια μικρή παύση, για να τους αφήσει να επεξεργαστούν τα λόγια του και συνέχισε.
«Χωρικοί είπαν πως είδαν έναν δράκο να πετάει προς τα δυτικά».
«Μπορεί να ήταν ένας κοινός άγριος δράκος» πρότεινε η Κάλικ, προσπαθώντας να βρει κάποια άλλη εξήγηση. Ο Έντγκαρ έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα στην αδελφή του.
«Έχεις δει πολλούς χρυσούς δράκους να πετάνε προς την Νταχάρα;» Η Ορόρα κούνησε το κεφάλι της, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει τα λόγια του.
«Όχι. Η Νερίσσα είναι πικραμένη αλλά ποτέ δε θα συμμαχούσε με κάποιον ενάντια στον Οίκο της. Δεν είναι προδότρια».
«Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις, ξαδέλφη, αλλά είναι γεγονός πως η Νερίσσα δεν είναι ο εαυτός της από τότε που ο Νάριαν μας άφησε. Μαζί της χάσαμε ένα μεγάλο μέρος της δύναμής μας. Πρέπει να επιστρέψετε στον Οίκο πριν συμβούν τα χειρότερα. Αυτή είναι η διαταγή του Άρχοντα Αίρυς. Εγώ είπα ό,τι είχα να πω». Έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο, χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση ή να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω του.
«Πάω μαζί του» είπε γρήγορα η Κάλικ και ετοιμάστηκε να τρέξει πίσω του. «Κάποιος πρέπει να τον κρατήσει μακριά από όσους φρουρούς έχουν απομείνει». Η Ορόρα σήκωσε ψηλά το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια της και ξεφύσησε.
«Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό». Ο Ντέβαν ακούμπησε τα χέρια τους στους ώμους της Κίρα και την κοίταξε κατάματα. «Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό. Κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει».
«Τι θα συμβεί αν η Νερίσσα πράγματι συμμάχησε με τον Άρχοντα Κάσρελ;» ρώτησε.
«Δεν είναι σίγουρο-» Πριν καν προλάβει να τελειώσει την πρότασή του, η Κίρα είχε στραφεί προς την Ορόρα.
«Τι θα συμβεί;» επανέλαβε πιο απαιτητικά. Ο Ντέβαν θα προσπαθούσε να την καθησυχάσει, όμως εκείνη χρειαζόταν την αλήθεια. Η ζωή του παιδιού της μπορεί να βρισκόταν σε κίνδυνο. Η νεαρή Ντρόγκομιρ δε μάσησε τα λόγια της.
«Θα επιτεθούν. Σύντομα… Προτού γεννηθεί το μωρό. Αν ο Κάσρελ φέρει τον στρατό του από την Νταχάρα -και είναι μεγάλος στρατός- μπορούμε να οχυρωθούμε μέσα στο κάστρο. Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαμε να επιτεθούμε μέρα και νύχτα, μέχρι να αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Όμως αν έχει μαζί του τη Νερίσσα, τα πράγματα αλλάζουν. Μπορεί να μας επιτεθεί κατά τη διάρκεια της μέρας. Όσο εγώ και η Κάλικ θα προσπαθούμε να την κρατήσουμε πίσω ο Κάσρελ θα έχει χρόνο, για να ανασυνταχθεί. Και ειλικρινά, δεν ξέρω κατά πόσο μπορούμε να της κάνουμε κακό. Είναι αίμα μας».
«Ναι, αλλά τα βράδια θα μπορούν να μεταμορφωθούν όλοι, σωστά; Δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο να σκοτωθεί ένας δράκος».
«Δεν είναι εύκολο» απάντησε ο Ντέβαν. «Αλλά δεν είναι και αδύνατον. Μιλάμε για έναν στρατό χιλιάδων αντρών με τόξα και καταπέλτες. Όση ζημία κάνουμε κατά τη διάρκεια της νύχτας, θα τη διορθώνουν κατά τη διάρκεια της μέρας, όσο η Νερίσσα θα κρατάει απασχολημένες την Ορόρα και την Κάλικ. Δε θα καταφέρουν να μπουν στο κάστρο, αλλά θα έχουμε να θρέψουμε εκατοντάδες ανθρώπους που ζουν εκεί, υπηρέτες, στρατιώτες, και χωρικούς που ζουν μέσα στα τείχη. Τα τρόφιμα κάποια στιγμή θα τελειώσουν. Αν είναι έξυπνοι, απλώς θα περιμένουν να λιμοκτονήσουμε».
«Οπότε τι κάνουμε;» ρώτησε η Κίρα νιώθοντας τον πανικό να αρχίζει να μεγαλώνει μέσα της. Ο Κάσρελ ήθελε να εκδικηθεί τον Αίρυς και η Νερίσσα ήθελε να εκδικηθεί εκείνους. Και οι δυο ήταν τυφλωμένοι από τον πόνο της απώλειας ενός αγαπημένου. Αυτί τους έκανε πολύ επικίνδυνους.
«Θα προσευχηθούμε να μην είναι αλήθεια πως ο Άρχοντας Κάσρελ και η Νερίσσα συμμάχησαν» είπε η Ορόρα. Δεν ήταν αυτή η απάντηση που ήλπιζε να ακούσει. Σχεδόν της ήρθε να γελάσει με την ειρωνεία. Έναν χρόνο πριν, αν άκουγε πως κάποιος ήθελε να σκοτώσει τους Ντρόγκομιρ, θα τον υποστήριζε με ενθουσιασμό, και τώρα αυτή η είδηση της προκαλούσε τρόμο. Μπορεί να μη νοιαζόταν για τον Αίρυς ή τον Γκρέγκορ, και σίγουρα δε θα έχανε τον ύπνο της αν κάποιος τους σκότωνε, αλλά ο Ντέβαν, η Ορόρα, ακόμη και η Κάλικ... Η σκέψη έστειλε ένα ρίγος στην ραχοκοκαλιά της.
Τα γκρίζα μάτια της βρήκαν τα χρυσά μάτια του Ντέβαν.
«Θα έρθω» είπε σιγανά.
«Τι;» ρώτησε το αγόρι την κοίταξε σαν να μην μπορούσε να καταλάβει το νόημα των λέξεων.
Παρά την αποστροφή της και το αίσθημα της προδοσίας απέναντι στην οικογένειά της, ήξερε πως αυτό έπρεπε να κάνει. Αν ο Κάσρελ αποφάσιζε να επιτεθεί οι Ντρόγκομιρ δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν δυο κάστρα. Για όνομα των Θεών, δε θα μπορούσαν να υπερασπιστούν ούτε ένα! Και το παιδί της θα ήταν ο πρώτος στόχος του. Δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο.
Οι λέξεις άφηναν μια πικρή γεύση πάνω στη γλώσσα της καθώς τις έλεγε, αλλά τι άλλη επιλογή είχε; Το μωρό της ήταν η πρώτη της προτεραιότητα και δεν υπήρχαν περιθώρια για εγωισμούς, ακόμα κι αν ήξερε πως από 'δώ και πέρα η ζωή της θα γινόταν μια καθημερινή κόλαση. Τουλάχιστον θα είχε τον Ντέβαν.
«Θα έρθω μαζί σου στο κάστρο του πατέρα σου».
Φαίη