Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 5, μέρος 3, Το πνεύμα των Χριστουγέννων)

Ο Γκέντελ είχε μείνει να κοιτάζει το βιβλίο του με μάτια γουρλωμένα. Την προηγούμενη φορά, ήταν η Σάρα εκείνη που του έγραφε, θέλοντας να μάθει έμμεσα αν είχε περάσει καλά μαζί της. Το βιβλίο διόλου τυχαία είχε βρεθεί στο δωμάτιό της και τώρα ο Γκέντελ σκεφτόταν πως, πιθανότατα, ο Λόμιλ είχε υποψιαστεί την έλξη ανάμεσά τους. Ευθύς, τα μάγουλά του κοκκίνισαν σε σημείο που έκαιγαν. Τα είχε κάνει μούσκεμα, καθώς είχε γράψει στην κοπέλα που του άρεσε πως ήθελε να παραιτηθεί. Ευθύς, σήκωσε την πένα και της απάντησε.

΄΄Σάρα, χαίρομαι ειλικρινά πολύ για τα τελευταία μαντάτα. Τελικά η μικρή Ζόε είναι καθώς φαίνεται, ένα θαύμα των γιορτών, μα και εσύ δεν πας πίσω. Ειλικρινά, δεν με έφερες ποτέ σε δύσκολη θέση και....εκείνο το φιλί στο Λάιτλιν, να ξέρεις δεν το έχω μετανιώσει. Τα πράγματα ωστόσο, είναι κάπως περίπλοκα και..΄΄πήγε να της γράψει, όταν είδε από κάτω την απάντησή της.

΄΄Δεν χρειάζεται να απολογείσαι, Γκέντελ. Καταλαβαίνω. Κάνεις αυτό που πρέπει, ή αυτό που νιώθεις. Έχω συνηθίσει με το ζήτημα της απώλειας, μικρής και μεγάλης. Ελπίζω να τα ξαναπούμε, κάποτε΄΄ τελείωσε και το ξωτικό είχε μείνει με την πένα να αιωρείται, δίχως να γνωρίζει τι θα έπρεπε να απαντήσει.

Τελικά, αποφάσισε να μην πει λέξη παραπάνω. Με διάθεση πεσμένη, προχώρησε μέχρι το αναμμένο τζάκι που σιγόκαιγε, παλεύοντας να θυμηθεί τη δική του χριστουγεννιάτικη ευχή, που είχε στα σίγουρα ταξιδέψει μέχρι το Λάιτλιν. Εκείνος λοιπόν, είχε ευχηθεί για την αγάπη. Μετά την Πιλντάν, η καρδιά του είχε κλείσει, υψώνοντας τους δικούς της προστατευτικούς φράχτες. Η συνάντησή του ωστόσο με την Σάρα και η μικρή τους αρχική κόντρα τον είχαν ζωντανέψει. Δίπλα της αισθανόταν την ύπαρξη μίας φλόγας, την οποία ο ίδιος είχε μόλις σβήσει. Έστρεψε το βλέμμα του στο γιορτινό ρολόι, το οποίο επάνω μετρούσε αντίστροφα για την ημέρα των Χριστουγέννων. Ίσως είχε λοιπόν την ευκαιρία να κυνηγήσει την ευχή του που τόσο όμορφα η μαγεία του Λάιτλιν είχε ρίξει στο διάβα του. Ανοίγοντας λοιπόν αμέσως τον προσωπικό του χάρτη, προσπάθησε να δει σε ποιο σημείο βρισκόταν το τρένο ως προς τον σταθμό ΄΄Καρυοθραύστης΄΄. Όταν είδε πως πλησίαζε και πως η επόμενη αναχώρηση θα ήταν σε μερικά λεπτά, έσβησε ευθύς όλα τα φώτα του σπιτιού του και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Θα επισκεπτόταν τον κόσμο των ανθρώπων, τη διεύθυνση των Πίρς θα την έβρισκε από τις λίστες του Άγιου. Δεν είχε σκεφτεί ούτε στο ελάχιστο αυτό που πήγαινε να κάνει, μα ένα ήταν σίγουρο. Πως, μαζί με την επίσκεψη, υποσχέθηκε στον εαυτό του να παλέψει με κάθε τρόπο, να πραγματοποιήσει και την ευχή της Σάρα.



Καθόταν μονάχη της στο κρεβάτι, διαβάζοντας το αγαπημένο της βιβλίο. Στην κολλητή της την Έλεν δεν είχε πει κουβέντα για όλα αυτά, εξάλλου όχι απλώς δεν θα την πίστευε, μα θα γελούσε κιόλας εις βάρος της. Η αλήθεια, η ιστορία ακουγόταν εξωπραγματική, μα κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί το γεγονός πως στο Μπίμπουρι τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν αργά και σταθερά. Η τηλεόραση, μάλιστα, είχε κάνει και αφιέρωμα σε αυτήν την αλλαγή, καθώς οι λιγοστοί του κάτοικοι, αναζητούσαν στα έγκατα των αποθηκών τους τα ξεχασμένα, χριστουγεννιάτικα στολίδια, έχοντας παρασυρθεί από το σπίτι της οικογένειας Πίρς, αλλά και από το υπέροχο δέντρο του ορφανοτροφείου. Δειλά δειλά, οι μαγαζάτορες ξεκίνησαν να μπλέκουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια στα δέντρα των εισόδων τους, ενώ οι φούρνοι και τα ζαχαροπλαστεία άνοιξαν τους γιορτινούς τσελεμεντέδες, μελετώντας τις εορταστικές λιχουδιές. Όλο αυτό το κλίμα είχε φέρει απίστευτη χαρά σε μικρούς και μεγάλους, ωστόσο η Σάρα εξακολουθούσε να νιώθει εκείνη τη μελαγχολία της απώλειας, τόσο του πατέρα της, όσο και του νεαρού Γκέντελ.

Έχοντας ετοιμαστεί να κλείσει το μικρό φως του δωματίου της, άκουσε έναν θόρυβο στο τζάμι και ύστερα άλλον ένα. Με δισταγμό πλησίασε και το άνοιξε, μόνο για να βρει τον Κρίστοφερ να στέκεται από κάτω και να την χαιρετά.

«Μπορώ να περάσω;» τη ρώτησε, δείχνοντας την πόρτα της, και η Σάρα φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο. Η μητέρα της κοιμόταν, το ίδιο και η μικρή, καθώς ήταν αργά. Η θέα του Κρίστοφερ πάντοτε της προκαλούσε ένα μικρό σκίρτημα στην καρδιά, μιας που είχε περάσει χρόνια ολόκληρα να τον θαυμάζει. Κάτι μέσα της όμως είχε αλλάξει πια. Κατέβηκε πάντως τις σκάλες τρέχοντας και ταυτόχρονα όσο πιο αθόρυβα γινόταν, του άνοιξε την πόρτα και εκείνος μπήκε μέσα αναμαλλιασμένος, τινάζοντας τα χιόνια από πάνω του.

«Καλησπέρα και συγγνώμη για την ώρα. Δεν ήμουν σίγουρος για το πότε θα επέστρεφες από τις διακοπές σου και περνούσα συχνά από τη γειτονιά» της είπε, και μαζί προχώρησαν μέχρι το σαλόνι και το στολισμένο δέντρο. «Πρώτη φορά βλέπω ένα αληθινό, στολισμένο δέντρο από κοντά. Είναι όμορφο, ομολογώ» πρόσθεσε, χαζεύοντας για λίγο τα παιχνίδια που ήταν διασκορπισμένα στα κλαδιά του «Έμαθα πως από εσάς ξεκίνησε να διαδίδεται σιγά σιγά το χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Αλήθεια, πώς αποφασίσατε κάτι τέτοιο;»

«Λοιπόν, είναι μεγάλη η ιστορία» αποκρίθηκε η Σάρα, μετά από λίγη σκέψη. «Η οικογένειά μας είχε μία μακρινή παράδοση με τα Χριστούγεννα, που εξαιτίας των καιρών που ζούμε, χάθηκε. Ο πατέρας μου τα αγαπούσε ιδιαίτερα και δε βρίσκεται πια κοντά μας. Γνωρίζω ωστόσο πως, αν βρισκόταν, θα έκανε ακριβώς το ίδιο. Επομένως, είμαι ιδιαιτέρως χαρούμενη που βοηθώ να γίνει πραγματικότητα ένα όνειρο δικό του» τελείωσε και είδε τον νεαρό να σηκώνεται.

«Μήπως να πηγαίναμε στο δωμάτιό σου; Θέλω να πω, αν κάποιος σηκωθεί και με δει, νομίζω θα είναι αμήχανο» της είπε και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως αυτή τη σκηνή την είχε φανταστεί πολλές φορές στη ζωή της, αλλά τώρα που επιτέλους γινόταν πραγματικότητα, δεν έτρεφε τον ίδιο ενθουσιασμό.

Σχετικά αμήχανα, ανέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούσαν στα υπνοδωμάτια. Η δική της πόρτα ήταν η δεύτερη στα δεξιά. Μαζί μπήκαν μέσα, ενώ το μαγικό βιβλιαράκι συνέχιζε να δεσπόζει άψυχο, σε μία γωνιά του κομοδίνου της. Ο Κρις έκατσε στο κρεβάτι της, στην άκρη, και η Σάρα έθεσε επιτέλους μία ερώτηση που την έκαιγε εδώ και καιρό.

«Γιατί τώρα; Θέλω να πω, πως τόσα χρόνια δεν είχες γυρίσει ποτέ σου να με προσέξεις. Ξαφνικά λοιπόν, πώς το αποφάσισες;» τον ρώτησε και τον είδε να δαγκώνει τα χείλη του με νευρικότητα.

«Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μου δόθηκε η ευκαιρία να σε προσέξω. Η συμπεριφορά σου δε βοηθούσε. Ήσουν πάντοτε μαζεμένη και ντροπαλή, σχεδόν αόρατη. Δεν ήξερα ας πούμε πως ήσουν ικανή ακόμη και να σκεφτείς να κλέψεις το αμάξι του ακατανόμαστου» της είπε γελώντας, ωστόσο αυτό ήταν κάτι που την εκνεύρισε.

«Κοινώς μου λες πως ο λόγος που έστρεψες τα μάτια σου επάνω μου είναι γιατί έδειξα ένα κακό πρόσωπο, ή έναν κακό χαρακτήρα. Λογικό μου φαίνεται, γιατί είσαι και εσύ το ίδιο» του είπε τελικά, με τον νεαρό να την κοιτάζει φανερά ενοχλημένος. Παράλληλα, ακριβώς κάτω από το σπίτι της, βρισκόταν ο Γκέντελ, ο οποίος είχε διανύσει μία αρκετά μεγάλη απόσταση, αλλάζοντας δύο τρένα προκειμένου να καταφέρει να φτάσει στο Μπίμπουρι. Οι άνθρωποι κοιτούσαν τον παράξενο σκούφο του, τον οποίο είχε αρνηθεί να βγάλει, σε αντίθεση φυσικά με τα ρούχα που είχε επιλέξει και που ταίριαζαν απόλυτα στα δεδομένα και τις συνθήκες της εποχής. Βαστούσε έναν ειδικό χάρτη της περιοχής και όταν είδε το κόκκινο φωτάκι να αναβοσβήνει, ήξερε πως είχε έρθει στο σωστό σπίτι. Το φως από το παράθυρο του δωματίου της Σάρα έφεγγε, μονάχα που εκτός από εκείνη, είδε και μία αντρική φιγούρα να παλεύει να της κρατήσει το χέρι, καθώς οι δυο τους συζητούσαν έντονα. Η Σάρα κοιτούσε τον νεαρό ίσια στα μάτια, και κάπου εκεί ο Γκέντελ κατάλαβε πως μάλλον είχε αργήσει και πως ίσως να ήταν προτιμότερο να αφήσει τα πράγματα όπως είχαν. Δίχως να το γνωρίζει όμως, η κοπέλα τον πρόσεξε μέσα από τα τζάμια του παραθύρου και ξεκίνησε να τρέχει προς τα κάτω.

«Γκέντελ! Περίμενε!»

Εκείνος κοντοστάθηκε για λίγο και πίσω του ακριβώς είδε την Σάρα με τις χνουδωτές της πιτζάμες και ένα ζευγάρι μπότες από κάτω, να τρέχει προς το μέρος του και πίσω της ο Κρις. Ο Γκέντελ, έχοντας υιοθετήσει το σοβαρό του βλέμμα, εκείνο που ζύγιζε τους ανθρώπους και τις καταστάσεις, στράφηκε προς τηνμεριά τους.

«Ωστε αυτός είναι λοιπόν ο λόγος της απόρριψής μου» διαπίστωσε με ειρωνεία ο Κρίστοφερ.

«Συνήθως, η απόρριψη δεν προκύπτει αποκλειστικά εξαιτίας ενός άλλου ανθρώπου, αλλά από τις ίδιες τις καταστάσεις» του απάντησε ο Γκέντελ. «Η Σάρα δε σε απέρριψε εξαιτίας μου, αλλά εξαιτίας αυτού που πρεσβεύεις και που δεν συνάδει πια με αυτό που πραγματικά επιθυμεί εκείνη» τελείωσε, ο Κρίστοφερ όμως δεν είχε καταλάβει ούτε μισή λέξη από αυτά.

«Και ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε ειρωνικά.

«Ο μεγαλύτερος χριστουγεννιάτικος μπελάς» ήρθε η απάντηση, συνοδευόμενη από ένα τεράστιο χαμόγελο. Ήταν ο Κόμετ, που στεκόταν ακριβώς από πίσω από τον νεαρό.

«Άτακτος» διαπίστωσε ο τάρανδος, και ο Κρις στη θέα ενός ομιλούντος ζώου ξεκίνησε να τρέχει ουρλιάζοντας, με τον Κόμετ να κουνά το κεφάλι του μουγκρίζοντας.

«Κόμετ! Πώς ήρθες ως εδώ;» τον ρώτησε η Σάρα χαϊδεύοντας του τη μουσούδα.

«Οι ιπτάμενοι μπορούμε να μετακινούμαστε πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο γρήγορα. Κάλεσες το Πνεύμα Σάρα και από σήμερα, τα πάντα είναι πιθανά. Το Νόρθ θα ζωντανέψει ξανά» της εξήγησε, και αργά κάλπασε, αρχικά πατώντας στη γη και έπειτα πετώντας, μέχρι που η μορφή του παραδόθηκε στη χιονοθύελλα.

Έμειναν ξανά οι δυο τους και ο Γκέντελ την άρπαξε και χώθηκαν στο σπίτι της, καθώς ήταν βρεγμένη και παγωμένη. Το ξωτικό κράτησε τα χέρια της τρυφερά και ευθύς τα ρούχα της στέγνωσαν. Για λίγο έμειναν σιωπηλοί, μιας που κανένας τους δεν γνώριζε τι να πει, μέχρι που τον λόγο πήρε τελικά το ξωτικό.

«Τα Χριστούγεννα είναι μία θαυματουργή γιορτή. Ακόμη και αν κάτι σου στερήσουν, θα σ’ το φέρουν πίσω μία μέρα. Πριν από αρκετά χρόνια, μου στέρησαν την πρώτη μου αγάπη, μα σήμερα, μου έφεραν εσένα. Λυπάμαι για την απόφασή μου να παραιτηθώ, ήταν βιαστική» της είπε και η Σάρα σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.

«Στην αρχή θύμωσα, μετά όμως πάλεψα να σε καταλάβω. Ξέρω πως ορισμένα πράγματα πονάνε και μερικοί παλεύουμε απλώς να αποφύγουμε τον πόνο και όχι να τον γιατρέψουμε» του απάντησε και εκείνος έγνεψε καταφατικά.

«Ακριβώς. Φοβόμουν την αγάπη, όσο εσύ φοβόσουν να προχωρήσεις τη ζωή σου μετά από τον θάνατο του πατέρα σου. Στην προκείμενη περίπτωση, κάναμε και οι δύο όμως ένα βήμα. Εσύ προχώρησες και εγώ...» πήγε να της πει πιάνοντας και τα δύο της χέρια τρυφερά. «Ήρθα να σε βρω για να σου πω, πως όχι απλώς δεν μετάνιωσα το φιλί, μα με χαρά μου θα σου χάριζα ακόμη ένα, ή όσα εσύ επιθυμείς» της είπε γελώντας και δείχνοντάς το γκι που κρεμόταν από το ταβάνι του σαλονιού.

«Εσύ το έβαλες;»

«Η αμοιβαία μας έλξη. Είπαμε, τα Χριστούγεννα ξύπνησαν και η μαγεία τους σκορπίστηκε. Αυτό που νιώθουμε είναι αμοιβαίο και προκάλεσε τη δημιουργία του μυρωδάτου γκι» της είπε πλησιάζοντάς την. Εκείνη χαμογέλασε και πέρασε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι του, φιλώντας τον απαλά. Τα μέτωπά τους έμειναν για λίγο ενωμένα, καθώς μία ασημόσκονη, προερχόμενη από το μαγικό φυτό, επισφράγιζε τον έρωτά τους. Την ίδια στιγμή ένα λαμπερό φως, ξεκινούσε το ταξίδι του με προορισμό τον Βόρειο Πόλο. Η πορεία του μοναχική, μα όταν έφτασε στον προορισμό του, κρεμάστηκε στο ουράνιο στερέωμα. Ήταν το αστέρι των εορτών που τώρα έλαμπε και που καρτερούσε μία μορφή αιώνια, ένα σύμβολο μικρών και μεγάλων, να φορέσει την κόκκινη, ζεστή της στολή, να αρπάξει τον σάκο με τα δώρα και να σκορπίσει την ελπίδα και τα χαμόγελα. Ο Άγιος, εκείνο το βράδυ, στεκόταν στο παράθυρο του σπιτιού του κοιτάζοντας το άστρο το φωτεινό και σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. Ίσως είχε έρθει η ώρα, μετά από τόσα χρόνια...



Ιφιγένεια Μπακογιάννη