Εξόριστοι (Κεφάλαιο 22)

Λαμπρινή

Η Λαμπρινή έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα στο κρεβάτι, κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση. Τα μάτια της δε στέγνωσαν ούτε μια στιγμή και οι αισθήσεις της ήταν οξυμένες, περιμένοντας να ακούσει την πόρτα, σημάδι πως ο Θάνος το είχε μετανιώσει και είχε γυρίσει πίσω. Με οποιοδήποτε κόστος, ας ήταν θυμωμένος, ας μην της μιλούσε, ας μην κοιμόταν πλάι της. Αρκεί να ήταν εκεί. Το είχε ανάγκη να μην είναι μόνη της, ειδικά σε τέτοιες δύσκολες στιγμές.

Το ξημέρωμα τη βρήκε με πρησμένα μάτια και χάλια διάθεση. Το στόμα της ήταν στεγνό, πονούσε το κεφάλι της, ζαλιζόταν. Σηκώθηκε δίχως όρεξη και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Η όψη της έμοιαζε με αυτό που ένιωθε, απλά χάλια.

Έφτιαξε πρόχειρα τα μαλλιά της και άρχισε να κάνει δουλειές. Ένιωθε τόσο κουρασμένη, ό,τι έκανε ήταν εντελώς μηχανικό. Έπιασε το ξεσκονόπανο και βάλθηκε να καθαρίζει τα έπιπλα στο σαλόνι. Έτριβε με μανία, μήπως με τη γυαλάδα του ξύλου φύγει αυτή η θαμπάδα που σκέπαζε τόσα χρόνια την ψυχή της. Ήταν εκεί οι ενοχές και ο φόβος να ενεδρεύουν. Αισθανόταν ότι η παραμικρή ρωγμή στο τέλειο προσωπείο της τέλειας νοικοκυράς που πάσχιζε να διατηρήσει, θα την άφηνε εκτεθειμένη και ευάλωτη. Βίωνε τόσο έντονο υπόγειο θυμό, αμφιβολίες, δισταγμούς και αναποφασιστικότητα υποβάλλοντας συνεχώς τον εαυτό της σε έλεγχο, ενάντια στο φόβο των άσχημων συνεπειών.

Στο μυαλό της τα πράγματα είχαν κάτι το οριστικό και αμετάκλητο, δεν υπήρχαν δεύτερες ευκαιρίες, ούτε περιθώρια για λάθη ούτε επιτρεπόταν να μετανιώσει εκ των υστέρων. Ήταν καταδικασμένη να προσπαθεί να κάνει τα πάντα σωστά με την πρώτη φορά και κάθε φορά, διαφορετικά κινδύνευε να τιμωρηθεί με εξοστρακισμό.

Στάθηκε μπροστά στη φωτογραφία της Στέλλας και απόμεινε να την κοιτά για αρκετή ώρα. Χάιδεψε τη γυάλινη επιφάνειά της, τα μάτια της γυάλισαν καθώς βούρκωσε. Στα χείλη της φάνηκε ένα πικραμένο χαμόγελο. Όλα ξαφνικά της φάνηκαν ανούσια, χωρίς κανένα απολύτως νόημα.

-Θεέ μου, ψιθύρισε. Έχε την καλά εκεί που είναι.

Έκλεισε το στόμα με την παλάμη της, έκπληκτη με αυτό που μόλις ξεστόμισε. Ήταν η πρώτη φορά που αναζήτησε πραγματική παρηγοριά σε Εκείνον. Πήρε την φωτογραφία αγκαλιά, σωριάστηκε στην πολυθρόνα δίπλα της και ξέσπασε σε κλάματα.

Λίγο αργότερα, ήταν καθ’ οδόν . Έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει με κάποιον που θα την άκουγε πραγματικά, που θα την καταλάβαινε. Κάποιον ο οποίος θα μπορούσε να κατανοήσει το πραγματικό της πρόβλημα και να προσφερθεί να της δώσει μια ουσιαστική βοήθεια.

Ήταν ένα όμορφο πρωινό, ένα γλυκό αεράκι φυσούσε και δρόσιζε κάπως τα πυρωμένα της μάγουλα. Έφτασε με μία αίσθηση αμηχανίας και ανησυχίας στον ναό, κατά βάθος έτρεμε μήπως και δεν τον έβρισκε εκεί. Ένιωθε επιτακτική την ανάγκη,\ να ανοίξει την ψυχή της, να εξομολογηθεί.

Ο πατήρ Θεόκλητος βρισκόταν μπροστά από την ωραία πύλη με γυρισμένη την πλάτη και σκυφτό το κεφάλι. Προσεύχονταν. Η Λαμπρινή ένιωσε ανακούφιση μόλις τον είδε. Κάθισε ένα στασίδι μη θέλοντας να τον διακόψει, ήταν μόνοι τους. Καθώς περίμενε, ασυναίσθητα έσκυψε και εκείνη το κεφάλι και άρχισε να προσεύχεται.

Αισθάνθηκε ξαφνικά μια εσωτερική αγωνία, το πόσο τραγική ήταν η ύπαρξή της. Ένιωσε γυμνή μπροστά στο χάος της αδυναμίας της έτσι όπως ήταν σκυφτή και επικαλούνταν το όνομά Του.

-Προσευχή εστί ανάβαση νου προς Θεό, άκουσε τη μεστή φωνή του από πάνω της.

Σήκωσε τα μάτια της ξαφνιασμένη και είδε τα γαλήνια μάτια του να την κοιτούν. Έφτιαξε αμήχανη τα μαλλιά της και προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του.

-Έχω πολύ καιρό να προσευχηθώ, του είπε χωρίς να τον κοιτά.

Ο πατήρ Θεόκλητος κάθισε δίπλα της και ένιωσε τη θερμή του αύρα να την τυλίγει. Ένιωσε ακόμα πιο άβολα.

-Η προσευχή είναι η αναπνοή της ψυχής, της είπε με την ίδια γλυκύτητα. Είναι πηγή δύναμης, σκέψη βαθιά, αγωνία, στεναχώρια και συναίσθημα μα και εξαγόρευση της προσωπικής μας ενοχής,

-Οι τύψεις μας δηλαδή; Η συνείδησή μας;

Ο ιερέας χαμογέλασε.

-Η συνείδησή μας είναι ο ψίθυρος του Θεού.

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.

-Δεν ήξερα πού αλλού να πάω, του είπε, πού να στραφώ.

Έβαλε το χέρι της μέσα στις χούφτες του. Η Λαμπρινή κοκκίνισε ολόκληρη.

-Τώρα είσαι εδώ, της είπε. Ο Θεός σε ακούει.

Τράβηξε κάπως άγαρμπα το χέρι της και άρχισε να παίζει νευρικά με το μαντήλι της.

-Νιώθω πως έχω χαθεί. Η φωνή της έβγαινε σπασμένη, με κόπο. Έχω την αίσθηση πως βουλιάζω, δεν έχω από πού να πιαστώ.

-Πίστεψε. Αν απλώσεις το χέρι σου, εκείνος θα σε τραβήξει.

Η Λαμπρινή χαμογέλασε ειρωνικά.

-Δε νομίζω πως αρκεί να πιστέψω για να σωθώ.

-Δεν πιστεύω στον Θεό, γιατί προσδοκώ τη σωτηρία. Τον έχω μέσα μου είτε σωθώ είτε όχι.

Γύρισε και την κοίταξε, μα εκείνη δεν μπόρεσε να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της από το πάτωμα.

-Η πίστη δε βασίζεται στην λογική και στην εμπειρία. Μην προσπαθείς να κατανοήσεις, να ερμηνεύσεις. Ο Θεός δίνει στον καθένα αυτό που αντέχει, τίποτα παραπάνω. Για κάποιο λόγο μας δίνει αυτές τις δοκιμασίες, γιατί μας αγαπά. Το να απογοητευόμαστε δείχνει πως δεν τον εμπιστευόμαστε.

Η Λαμπρινή σήκωσε το κεφάλι της για να αντικρίσει το πρόσωπό του που θαρρείς φωτίζονταν από μια απόκοσμη λάμψη.

-Να πιστεύεις με την καρδιά, της είπε, όχι με το μυαλό και ο Θεός θα σου δείξει τον δρόμο.

Ένιωσε έτοιμη να καταρρεύσει. Κάτι συντελούνταν μέσα της, μια εσωτερική πάλη γιγαντώνονταν. Έκρυψε τα μάτια της και έβαλε τα κλάματα, δυσκολευόταν να αναπνεύσει ανάμεσα στους λυγμούς και στα αναφιλητά. Την έπιασε στοργικά από τους ώμους και ευθύς αμέσως έπεσε στα γόνατά της αγκαλιάζοντας τα πόδια του και φιλώντας το χέρι.

-Σε παρακαλώ, του είπε με πνιγμένη φωνή. Βοήθησέ με!

Αμέσως μόλις συνειδητοποίησε τι έκανε, σηκώθηκε απότομα και σκούπισε ντροπιασμένη τα μάτια της.

-Συγγνώμη, είπε με κόπο. Δεν ξέρω τι με έπιασε.

-Μη ζητάς συγγνώμη επειδή ταπεινώθηκες μπροστά Του. Με τον καιρό, θα σου στείλει τη χάρη Του για να διώξει τη θλίψη από μέσα σου, όπως ο άνεμος την ομίχλη.

Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και έγραψε κάτι με ένα μολύβι.

-Αυτό είναι το τηλέφωνό μου. Ό,τι ώρα και αν είναι, εάν αισθανθείς την ανάγκη να μιλήσεις σε κάποιον, μη διστάσεις.

Τον κοιτούσε που απομακρυνόταν, αδυνατώντας να πιστέψει την αλλαγή που συντελούνταν μέσα της. Προχώρησε σαν υπνωτισμένη και βγήκε από την εκκλησία.

Ηλίας Στεργίου