Εκείνο το πρωινό δεν ξημέρωσε όπως τις συνηθισμένες μουντές και βροχερές μέρες. Τα μαύρα σύννεφα κάλυπταν όλο τον ουρανό, αφήνοντας ελάχιστες χαραμάδες φωτός να περάσουν ανάμεσά τους. Υπήρχε μια ψυχρή αίσθηση. O άνεμος σου διαπερνούσε τα κόκκαλα και σε έκανε να ανατριχιάζεις. Όταν βγήκα από τη βαριά ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού μου παρατήρησα για λίγο γύρω μου. Ήταν σκοτεινά και τόσο ήσυχα που σχεδόν ένοιωθες φόβο, δίχως ίχνος γαλήνης και ηρεμίας. Αισθάνθηκα το κρύο να με διαπερνά και μια βαριά πνοή μοναξιάς με τύλιξε. Πήρα μια ανάσα αλλά ένιωθα σαν κάποιος να μου έχει κόψει το οξυγόνο. Μπαίνοντας στο αμάξι μου δέχθηκα τηλεφώνημα από τον αρχηγό.
«Πέιτζ, πρέπει να πας δίπλα στη γέφυρα Ουόντσγουερθ. Βρέθηκε η Τζούλια Γκάρντι στο ποτάμι». Οδήγησα από την οδό Λάρκχαλ ως την οδό Γουάντσγουορθ στρίβοντας στις στροφές σαν μανιακή. Ήθελα να φτάσω το συντομότερο δυνατόν. Εικοσιτρία λεπτά αργότερα έφτασα στην γέφυρα και πάρκαρα το αμάξι μου έξω από το σουπερμάρκετ που υπήρχε κοντά. Πλησίασα με τα πόδια στο ποτάμι. Εκεί βρίσκονταν ήδη περιπολικά από τον αστυνομικό σταθμό του Γουίστανλει Εστέιτ. Ένας αστυνόμος με πλησίασε.
«Καλησπέρα σας, είμαι ο Άντυ Λέξινγκτον. Χαίρομαι που ήρθατε τόσο σύντομα».
«Καλησπέρα σας, είμαι η Πέιτζ Ρόζεουν. Αστυνόμε, είστε απόλυτα σίγουρος ότι η κοπέλα είναι η Τζούλια Γκάρντι που αγνοείται;» ρώτησα καθώς έβαζα την ειδική στολή.
«Απόλυτα. Βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αλλά ο καθένας μπορεί να την αναγνωρίσει. Ελάτε να δείτε και μόνη σας». Σκαρφαλώσαμε το διάζωμα και βρεθήκαμε κάτω από τη γέφυρα. Εκεί βρισκόταν ένα άψυχο σώμα παρατημένο πάνω στη μαύρη αμμουδιά. Πλησιάζοντας είδα την Τζούλια και τα ανοιχτά μάτια της με έκαναν να παγώσω. Το πρόσωπό της φαινόταν τρομοκρατημένο. Παντού γεμάτη αίματα που προέρχονταν από το σώμα και τον λαιμό της.
«Είναι πασιφανές πως τη μαχαίρωσαν και την πέταξαν εδώ από την άκρη της γέφυρας. Πρέπει τώρα να ψάξουμε σχολαστικά για δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό» ανέφερε ο αστυνόμος.
«Καλύτερα να συνεχίσουμε εμείς από εδώ και πέρα την έρευνα, κύριε Λέξινγκτον, καθώς η κοπέλα δηλώθηκε αγνοούμενη στο δικό μας τμήμα. Θα ειδοποιήσω να την παραλάβουν και εσείς θα ήθελα να μου παραδώσετε οτιδήποτε στοιχεία συλλέξατε ως τώρα» ανταποκρίθηκα. Ο αστυνομικός φάνηκε εκνευρισμένος από την πρότασή μου, καθώς εγώ καλούσα τους γονείς της άτυχης νεαρής. Λίγη ώρα αργότερα, έφτασαν στο σημείο οι γονείς της Τζούλια και αμέσως αναγνώρισαν το κορίτσι τους. Με κλάματα ήρθε η μητέρα της και με αγκάλιασε λέγοντας:
«Αστυνόμε, βρες ποιος το έκανε αυτό στο παιδί μου. Βρες τον ένοχο». Αμέσως ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό και κρατούσα τα δάκρυά μου.
25 Μαίου 2019
Ζήτησα από την οικογένεια να με καλέσει στην κηδεία.
«Επιθυμώ να παραβρεθώ εκεί ώστε να γνωρίσω όσους ήταν κοντά στην κόρη σας. Θα βοηθήσει στην έρευνά μου αν συλλέξω όσα περισσότερα στοιχεία μπορώ» πρότεινα. Έτσι τρεις μέρες μετά βρέθηκα στο κοιμητήριο Γουέστ Νόργουντ που θα γινόταν η κηδεία. Έφτασα μπροστά από μια μεγάλη και επιβλητική πύλη που μου προκάλεσε δέος. Ήταν φτιαγμένη από γκρι τούβλα, με ξύλινη οροφή που σχημάτιζε ένα τρίγωνο στη μέση. Από κάτω υπήρχε μια λαξεμένη πέτρινη πρόσοψη. Ένας πάπυρος ξεδιπλωνόταν από τη μια άκρη ως την άλλη και έγραφε κάτι στα λατινικά. Στη μέση, υπήρχε ένα εξάγωνο με λαξεμένους σταυρούς του σχημάτιζαν ένα μεγάλο «Υ» και μια λόγχη πίσω από αυτό.
Λίγο πιο κάτω στα δυο αετώματα είχε σκαλισμένο έναν κύκλο μέσα στον οποίο υπήρχε ένας σταυρός με ημικύκλιες στρογγυλές άκρες. Μέσα σε κάθε ημικύκλια άκρη υπήρχαν τρεις ενωμένοι μισοί κύκλοι σαν πέταλα λουλουδιού που σου έδιναν την αίσθηση του βάθους ενώ στο κέντρο του σταυρού μια ασπίδα απλωνόταν ως τα τέσσερα σημεία ένωσης των τριών ημικυκλίων. Λίγο πιο δίπλα, υπήρχε μια πιο μικρή πόρτα, με ένα μικρό τετράγωνο με μια τρισδιάστατη κορώνα σκαλισμένη και ένα μικρό πάπυρο, που πλέον δε διακρινόταν τι έγραφε.
Περπατώντας αργά προς τα μέσα με το βλέμμα μου προσπαθούσα να εντοπίσω πού έπρεπε να πάω. Γύρω υπήρχαν μεγάλοι και επιβλητικοί τάφοι και πίσω τεράστια δέντρα που όμως δε σου έδιναν τη χαρά της εξοχής, αλλά την αίσθηση της μοναξιάς, δίνοντας βάρος στο πέπλο του θανάτου που απλωνόταν γύρω. Δεν ήξερα αν είμαι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσω αυτό που θα γινόταν. Όσο περισσότερο πλησίαζα στην οικογένεια της Τζούλια, τόσο περισσότερο ένιωθα μια πέτρα πάνω στο στήθος μου...
Δέσποινα Τ.
«Πέιτζ, πρέπει να πας δίπλα στη γέφυρα Ουόντσγουερθ. Βρέθηκε η Τζούλια Γκάρντι στο ποτάμι». Οδήγησα από την οδό Λάρκχαλ ως την οδό Γουάντσγουορθ στρίβοντας στις στροφές σαν μανιακή. Ήθελα να φτάσω το συντομότερο δυνατόν. Εικοσιτρία λεπτά αργότερα έφτασα στην γέφυρα και πάρκαρα το αμάξι μου έξω από το σουπερμάρκετ που υπήρχε κοντά. Πλησίασα με τα πόδια στο ποτάμι. Εκεί βρίσκονταν ήδη περιπολικά από τον αστυνομικό σταθμό του Γουίστανλει Εστέιτ. Ένας αστυνόμος με πλησίασε.
«Καλησπέρα σας, είμαι ο Άντυ Λέξινγκτον. Χαίρομαι που ήρθατε τόσο σύντομα».
«Καλησπέρα σας, είμαι η Πέιτζ Ρόζεουν. Αστυνόμε, είστε απόλυτα σίγουρος ότι η κοπέλα είναι η Τζούλια Γκάρντι που αγνοείται;» ρώτησα καθώς έβαζα την ειδική στολή.
«Απόλυτα. Βρίσκεται σε κακή κατάσταση, αλλά ο καθένας μπορεί να την αναγνωρίσει. Ελάτε να δείτε και μόνη σας». Σκαρφαλώσαμε το διάζωμα και βρεθήκαμε κάτω από τη γέφυρα. Εκεί βρισκόταν ένα άψυχο σώμα παρατημένο πάνω στη μαύρη αμμουδιά. Πλησιάζοντας είδα την Τζούλια και τα ανοιχτά μάτια της με έκαναν να παγώσω. Το πρόσωπό της φαινόταν τρομοκρατημένο. Παντού γεμάτη αίματα που προέρχονταν από το σώμα και τον λαιμό της.
«Είναι πασιφανές πως τη μαχαίρωσαν και την πέταξαν εδώ από την άκρη της γέφυρας. Πρέπει τώρα να ψάξουμε σχολαστικά για δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό» ανέφερε ο αστυνόμος.
«Καλύτερα να συνεχίσουμε εμείς από εδώ και πέρα την έρευνα, κύριε Λέξινγκτον, καθώς η κοπέλα δηλώθηκε αγνοούμενη στο δικό μας τμήμα. Θα ειδοποιήσω να την παραλάβουν και εσείς θα ήθελα να μου παραδώσετε οτιδήποτε στοιχεία συλλέξατε ως τώρα» ανταποκρίθηκα. Ο αστυνομικός φάνηκε εκνευρισμένος από την πρότασή μου, καθώς εγώ καλούσα τους γονείς της άτυχης νεαρής. Λίγη ώρα αργότερα, έφτασαν στο σημείο οι γονείς της Τζούλια και αμέσως αναγνώρισαν το κορίτσι τους. Με κλάματα ήρθε η μητέρα της και με αγκάλιασε λέγοντας:
«Αστυνόμε, βρες ποιος το έκανε αυτό στο παιδί μου. Βρες τον ένοχο». Αμέσως ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό και κρατούσα τα δάκρυά μου.
25 Μαίου 2019
Ζήτησα από την οικογένεια να με καλέσει στην κηδεία.
«Επιθυμώ να παραβρεθώ εκεί ώστε να γνωρίσω όσους ήταν κοντά στην κόρη σας. Θα βοηθήσει στην έρευνά μου αν συλλέξω όσα περισσότερα στοιχεία μπορώ» πρότεινα. Έτσι τρεις μέρες μετά βρέθηκα στο κοιμητήριο Γουέστ Νόργουντ που θα γινόταν η κηδεία. Έφτασα μπροστά από μια μεγάλη και επιβλητική πύλη που μου προκάλεσε δέος. Ήταν φτιαγμένη από γκρι τούβλα, με ξύλινη οροφή που σχημάτιζε ένα τρίγωνο στη μέση. Από κάτω υπήρχε μια λαξεμένη πέτρινη πρόσοψη. Ένας πάπυρος ξεδιπλωνόταν από τη μια άκρη ως την άλλη και έγραφε κάτι στα λατινικά. Στη μέση, υπήρχε ένα εξάγωνο με λαξεμένους σταυρούς του σχημάτιζαν ένα μεγάλο «Υ» και μια λόγχη πίσω από αυτό.
Λίγο πιο κάτω στα δυο αετώματα είχε σκαλισμένο έναν κύκλο μέσα στον οποίο υπήρχε ένας σταυρός με ημικύκλιες στρογγυλές άκρες. Μέσα σε κάθε ημικύκλια άκρη υπήρχαν τρεις ενωμένοι μισοί κύκλοι σαν πέταλα λουλουδιού που σου έδιναν την αίσθηση του βάθους ενώ στο κέντρο του σταυρού μια ασπίδα απλωνόταν ως τα τέσσερα σημεία ένωσης των τριών ημικυκλίων. Λίγο πιο δίπλα, υπήρχε μια πιο μικρή πόρτα, με ένα μικρό τετράγωνο με μια τρισδιάστατη κορώνα σκαλισμένη και ένα μικρό πάπυρο, που πλέον δε διακρινόταν τι έγραφε.
Περπατώντας αργά προς τα μέσα με το βλέμμα μου προσπαθούσα να εντοπίσω πού έπρεπε να πάω. Γύρω υπήρχαν μεγάλοι και επιβλητικοί τάφοι και πίσω τεράστια δέντρα που όμως δε σου έδιναν τη χαρά της εξοχής, αλλά την αίσθηση της μοναξιάς, δίνοντας βάρος στο πέπλο του θανάτου που απλωνόταν γύρω. Δεν ήξερα αν είμαι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσω αυτό που θα γινόταν. Όσο περισσότερο πλησίαζα στην οικογένεια της Τζούλια, τόσο περισσότερο ένιωθα μια πέτρα πάνω στο στήθος μου...
Δέσποινα Τ.