Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 24)

Πλησιάζοντας είδα περίπου τριάντα άτομα γύρω από τους γονείς της Τζούλια. Πήγα να συλλυπηθώ στον καθένα ξεχωριστά, ώστε να μάθω πώς γνωριζόταν με το θύμα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανακαλύψω κάποιο στοιχείο που θα με οδηγούσε σε αυτόν που της αφαίρεσε με τόσο βάναυσο τρόπο τη ζωή. Ο ιατροδικαστής ήταν ξεκάθαρος: «δεκαεπτά μαχαιριές είχε στο στήθος και την κοιλιά της, αλλά η τελευταία που βρίσκεται στο λαιμό ήταν αυτή που τη σκότωσε. Χτυπήματα και καψίματα διακρίνονται στα χέρια και το πρόσωπο. Τη βασάνισαν πολλή ώρα ώσπου να ξεψυχήσει».Πολλοί συγγενείς και συμμαθητές της είχαν συγκεντρωθεί, για να τιμήσουν τη μνήμη της.

«Συλλυπητήρια. Ονομάζομαι Πέιτζ και ερευνώ την υπόθεση. Αργότερα θα ήθελα να μου πείτε λίγα πράγματα για την Τζούλια». Με αυτά τα λόγια τους προσέγγιζα, ώστε να είμαι πιο οικεία σε όλους και μετά στο τραπέζι θα μιλούσα με τον καθένα ξεχωριστά. Λίγο αργότερα ξεκίνησε η τελετή με τον ιερέα να διαβάζει από το ιερό του βιβλίο. Η μητέρα της έκλαιγε σπαρακτικά και χτυπούσε το στήθος της. Ο πατέρας της έβγαζε άναρθρες κραυγές που σου ξερίζωναν την καρδιά. Όλοι ξεκίνησαν να κλαίνε γοερά και με συνεπήραν μαζί τους σε αυτό τον Γολγοθά που ανέβαιναν. Έκλαψα λες και την είχα γνωρίσει, σαν να ήταν καλή μου φίλη. Μα δεν μπορούσα να κρατηθώ. Καθώς αποχαιρετούσαν το άψυχο σώμα της και το έβαζαν στον τάφο κορυφώθηκαν οι φωνές και οι κραυγές.

«Βγες έξω, παιδί μου. Σήκω, πάμε να φύγουμε» ούρλιαζε σπαράζοντας η μάνα, που ένας Θεός ξέρει πως άντεχε να στέκεται όρθια σήμερα. Το χώμα και τα λευκά λουλούδια σκέπασαν σιγά σιγά το ξύλινο τύμβο καθώς ένας ένας περνούσε να ρίξει το δικό του λουλούδι στην Τζούλια. Με μεγάλη δυσκολία περπατήσαμε ως την έξοδο και από εκεί μας κατεύθυναν στο πατρικό σπίτι της αδικοχαμένης κοπέλας, που θα καθόμασταν, για να μιλήσουμε. Μετά από λίγη ώρα, είχα πλέον μιλήσει με όλους τους παρευρισκόμενους και γύρισα στο σπίτι.



Τηλεφώνησα στον Τόμας, γιατί ήθελα να το συζητήσω με κάποιον.

«Μίλησα με όλους. Ρώτησα συγκεκριμένες ερωτήσεις, αλλά οι απαντήσεις διέφεραν μεταξύ τους» ανέφερα προβληματισμένη στον Τόμας καθώς έπινα τη ζεστή σοκολάτα μου.

«Για πες μου λεπτομέρειες» απάντησε ο Τόμας συνοφρυωμένος.

«Κοίταξε. Κατ’ αρχάς, ρωτούσα τη σχέση του καθενός με την Τζούλια και μετά εάν είχαν αντιληφθεί κάποια περίεργη συμπεριφορά ή αν υπήρχε κάποιος στην παρέα της που να ήταν περίεργος. Ακόμη και αν είχε μπλεξίματα με παρέες. Αλλά κάποιοι συμμαθητές της και η κολλητή της μου μίλησαν για κάποια γυναίκα που την είχε προσεγγίσει τους τελευταίους μήνες. Κανείς δεν ήξερε το όνομά της πέραν από την κολλητή της φίλη που αναγκάστηκα να πιέσω αρκετά για να μου το πει. Το όνομα της γυναίκας είναι Στέφανι, μου είπε, αλλά δε γνώριζε κανείς πού μένει. Της έδινε ραντεβού σε διάφορα σημεία και μόνο μια φορά την είχε πάρει από το πάρκο Σλέιτ Γκάρντενς, ενώ ήταν εκεί για φαγητό με κάποιους από τους συμμαθητές της. Είδαν να μπαίνει σε ένα μπλε Πεζό, με μια γυναίκα με μαύρα μαλλιά στη θέση του οδηγού, και να κατευθύνεται προς το Βάσσαλ».

«Ποια είναι αυτή η μυστηριώδης γυναίκα; Ρώτησες τους γονείς της;»

«Φυσικά ρώτησα. Δε γνώριζαν τίποτα. Νόμιζαν πως είναι με συνομήλικους φίλους της. Πιστεύω η κολλητή της γνωρίζει περισσότερα πράγματα, αλλά για κάποιο λόγο δεν τα λέει» είπα καχύποπτα.

«Μα γιατί να μην πει όλα όσα γνωρίζει; Λες να ήθελε να της κάνει κακό;»

«Δε νομίζω. Ήταν συντετριμμένη και δεν πίστευε ότι έχασε τη φίλη της. Όσο την πίεζα να μου μιλήσει, διέκρινα φόβο και δισταγμό στο πρόσωπό της, αλλά δε φοβόταν εμένα, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Δε θα τρόμαζα κανέναν εκείνη τη στιγμή» είπα με σιγουριά.

«Φοβόταν να το αποκαλύψει δηλαδή».

«Ναι. Ίσως φοβάται αυτή τη γυναίκα. Όποια και αν είναι, έχει δύναμη στα χέρια της και μπορεί να κινδυνεύει και η φίλη της ή κάποιος άλλος που τους είδε μαζί» δήλωσα με φόβο.

Δέσποινα Τ.