Storm (Επίλογος)

Κάτι δεν πάει καλά. Δεν είμαι εγώ. Δε νιώθω έτσι, σκέφτηκε ο Μάικλ που προσπαθούσε να συνέλθει. Τι στο διάολο μου έκαναν; Σύνελθε, Μάικλ. Σύνελθε. Πρέπει να τη βρεις. Πρέπει να την πάρεις και να φύγετε από εδώ. Πρέπει να βρεις την Έμιλι! Στη σκέψη του ονόματός της ο Μάικλ πήρε και πάλι τον έλεγχο του εαυτού του. Έσπρωξε την Ντενίζ και την κοίταξε με αηδιασμένο βλέμμα.

«Τι μου έκανες;» της φώναξε.

«Τίποτα» απάντησε η Ντενίζ γελώντας θριαμβευτικά.

«Δε νιώθω τίποτα για εσένα. Είσαι αξιολύπητη. Το μόνο άτομο που αγαπάω είναι η Έμιλι. Δεν ένιωσα ποτέ τίποτα για εσένα».

«Η Τόμσεν! Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι της βρίσκεις».

«Δε με νοιάζει τι πιστεύεις για την Έμιλι. Το μόνο που με νοιάζει είναι να τη βρω. Εσύ και η Κέιτ με αηδιάζετε».

«Νομίζω πως είναι λίγο αργά. Την έχεις ήδη χάσει!» είπε παιχνιδιάρικα η Ντενίζ.

Ένας φοβερός θόρυβος ακούστηκε, λες και ο ουρανός σκίστηκε στα δυο.

«Έμιλι» είπε ξέπνοα ο Μάικλ και βγήκε τρέχοντας από το εργαστήριο.

«Ωωω, κοίτα τον εαυτό σου. Νομίζεις πως είσαι έξυπνος, αλλά μόλις απέδειξες πως είσαι απλά ένας ανόητος που δεν ξέρει τι του γίνεται. Δεν κατάλαβες πως η Ντενίζ ήταν μέρος του σχεδίου μου. Δεν αντιλήφθηκες το ξόρκι που σου κάναμε για να θολώσουμε το μυαλό σου. Είσαι βλάκας».

Ο Μάικλ την πλησίασε και την κόλλησε πάνω στα ντουλαπάκια.

«Δε με νοιάζει αν γίνω Σκοτεινός. Όταν σε ξαναδώ, θα σε σκοτώσω με τον πιο επώδυνο τρόπο στην ιστορία των Χαρισματικών και της ανθρωπότητας» της είπε έξω φρενών χτυπώντας το ντουλάπι και έπειτα έφυγε τρέχοντας προς την είσοδο. Το θέαμα που αντίκρυσε τον τρομοκράτησε. Ο αέρας λυσσομανούσε. Ο ουρανός είχε γεμίσει με μαύρα σύννεφα. Όλα έδειχναν πως ερχόταν καταιγίδα, μια καταιγίδα την οποία κανείς δεν υπολόγιζε.



«Έμιλι» είπε ξέπνοα ο Μάικλ. Κατάλαβε αμέσως πως το έκανε εκείνη. Έτρεξε προς στο αυτοκίνητό του. Λογικά θα γύρισε στο σπίτι της, σκέφτηκε. Άνοιξε την πόρτα και είδε κάτι ακουμπισμένο στο καπό. Ήταν το κορσάζ καρπού που της είχε δώσει. Το πήρε στα χέρια του και χάιδεψε την κορδέλα. Είμαι ηλίθιος, σκέφτηκε απογοητευμένος. Πριν προλάβει να μπει στο αυτοκίνητό του, αισθάνθηκε μια παρουσία πίσω του. Ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι τον έριξε αναίσθητο.



Φως. Ένα δυνατό κιτρινωπό φως τον προκαλούσε να ανοίξει τα μάτια του. Ο Μάικλ άνοιξε τα μάτια του και τα έκλεισε ξανά μορφάζοντας. Το φως ήταν πολύ δυνατό. Έκανε αρκετές προσπάθειες μέχρι τα μάτια του να προσαρμοστούν. Το κεφάλι του ήταν γερμένο προς τα κάτω. Όταν το σήκωσε ένιωσε πόνο, λες και βρισκόταν με σκυμμένο το κεφάλι για χρόνια. Βρισκόταν σε έναν σκοτεινό χώρο, όπου το μόνο φως ήταν αυτό που έπεφτε πάνω του. Έμοιαζε σαν σκηνή από ταινία… Λες και ο νονός της νύχτας τον έπιασε και τον πήρε στο κρησφύγετό του για να του κάνει ανάκριση. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν μερικές σκοτεινές κολόνες. Δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν βρισκόταν σε κάποια αποθήκη ή μεγάλο δωμάτιο. Τα χέρια του ήταν δεμένα σε έναν δυνατό κόμπο. Το κάθε πόδι του ήταν δεμένο στο πόδι της καρέκλας ενώ το πάνω μέρος του κορμιού του ήταν δυνατά δεμένο γύρω από ένα σχοινί. Ο Μάικλ προσπάθησε να το λύσει, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Προσπάθησε να κόψει με πάγο το σχοινί, αλλά ανακάλυψε πως κάτι τον εμπόδιζε. Σταμάτησε να προσπαθεί, όταν άκουσε βήματα στο πάτωμα. Ήταν κοντά του. Ο Μάικλ γύρισε το κεφάλι του και είδε μια φιγούρα να περπατάει γύρω γύρω έξω από τον φωτεινό κύκλο που έκανε η λάμπα. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ένα ζευγάρι μαύρες, ψηλοτάκουνες δερμάτινες μπότες. Ήταν κάποια γυναίκα. Η Κέιτ; Ή μήπως η Αρχηγός των Σκοτεινών;

«Ποια είσαι;» τη ρώτησε.

Εκείνη δεν απάντησε. Μόνο συνέχισε να περπατάει αργά γύρω από τον φωτεινό κλοιό. Όταν βρέθηκε ακριβώς απέναντί του σταμάτησε.

Ο Μάικλ άκουσε μια καρέκλα να σέρνεται. Η άγνωστη γυναίκα κάθισε σταυροπόδι και το μόνο που έβλεπε ήταν τα πόδια της μέχρι το γόνατο. Κουνούσε παιχνιδιάρικα το πόδι της πέρα δώθε.

«Δουλεύεις για τους Σκοτεινούς;» τη ρώτησε.

Εκείνη εξακολουθούσε να μην απαντάει και να κουνάει το πόδι της.

«Αν νομίζεις πως ο πατέρας μου θα πληρώσει λύτρα για την απαγωγή μου, κάνεις λάθος. Όποια κι αν είσαι, όποιος κι αν σε έστειλε, ένα πράγμα να ξέρεις. Ο πατέρας μου θα σε κυνηγήσει μέχρι την άκρη του κόσμου. Ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας μου, σωστά;»

Προφανώς δεν πήρε καμία απάντηση.

Ο Μάικλ έμεινε για λίγο σιωπηλός. Είχε εκνευριστεί. Δάγκωσε τα χείλη του γεμάτος θυμό.

«Ποια είσαι;» της φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.

Ένα χαχανητό ακούστηκε.

«Γιατί είσαι τόσο νευριασμένος, Μάικ;» είπε μια γνώριμη φωνή. Απέχθεια υπήρχε στον τόνο της.

Ο Μάικλ κοίταξε μπερδεμένος μέσα στο σκοτάδι προς την καρέκλα.

«Έμιλι;»

Η φιγούρα σηκώθηκε από την καρέκλα και μπήκε μέσα στο φωτεινό κλοιό. Ήταν στ’ αλήθεια η Έμιλι. Είχε βγάλει τα ρούχα που φορούσε στον χορό. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι, μια μαύρη μπλούζα και μια μαύρη ζακέτα. Τα μαλλιά της ήταν κάτω και έμοιαζαν σαν κύματα.

«Εκπλήσσεσαι που με βλέπεις;» τον ρώτησε ειρωνικά.

«Μωρό μου, σε έψαχνα παντού. Η Κέιτ..»

«Η Κέιτ, τι; Τι, Μάικλ;»

«Μας έστησε παγίδα. Είχα δίκιο. Είχα δίκιο, έπρεπε να μείνουμε μαζί».

«Όχι» του είπε σιγανά. «Έκανα καλά που έφυγα μόνη μου. Γιατί αν ψάχναμε μαζί την Κέιτ δε θα έβλεπα αυτό που είδα. Και ξέρεις τι είδα, ε; Την αλήθεια».

«Όχι. Όχι, Έμς. Ό,τι είδες δεν είναι αλήθεια».

«Σοβαρά; Μήπως και ότι άκουσα δεν ήταν αλήθεια;»

«Τι εννοείς;»

«Αχ, Μάικλ. Όλα αυτά τα χρόνια η ζωή μου ήταν τέλεια. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν αποτελούσες μέρος της. Ήμουν τόσο χαρούμενη, τόσο σκύλα απέναντί σου. Και για του λόγου το αληθές, ένιωθα υπέροχα όταν σε έβριζα. Μέχρι που μια μέρα αποφάσισες πως έπρεπε να προσθέσεις ακόμα ένα όπλο στο οπλοστάσιο του μπαμπάκα σου! Και το πέτυχες παίζοντας τον ερωτευμένο, τον αισθηματία μαθητή». Η Έμιλι άρχισε να χτυπάει παλαμάκια. «Εξαιρετική ερμηνεία. Σου αξίζει Όσκαρ, αλλά αμφιβάλω αν θα πάρεις πραγματικά ένα. Νομίζεις πως είσαι γόης. Έχεις λεφτά, εξουσία… Και κάπως έτσι έφτασες να πιστεύεις πως έχεις και το δικαίωμα να παίζεις με τα αισθήματα των άλλων».

«Έμς, τι λες;» ρώτησε ο Μάικλ σοκαρισμένος. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο. Ένιωσε το μυαλό του να παίρνει φωτιά.

«Δεν πρόκειται να μιλήσεις μέχρι να τελειώσω. Τόσα χρόνια ανεχόμουν εσένα, το υφάκι σου και την ενοχλητική σου φάτσα, επειδή βλακωδώς ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Σε πίστεψα. Σε εμπιστεύτηκα. Και το μόνο που πήρα από εσένα ήταν ένα μεγάλο, χοντρό ψέμα. Με εκμεταλλεύτηκες… Έπαιξες μαζί μου. Και τώρα με πλήγωσες. Και ξέρεις τι κάνουν όσες πληγώνονται; Γίνονται σκύλες. Τουλάχιστον όσες δεν είναι Χαρισματικές. Εγώ είμαι αναβαθμισμένο μοντέλο. Δεν ξέρω για τι είμαι ικανή, αλλά ξέρω πως για ό,τι συμβεί από εδώ και πέρα θα φταις μόνο εσύ. Αν δε με κορόιδευες, αν ήσουν ειλικρινής μαζί μου, αν απλά ήθελες να είμαστε φίλοι και να είσαι με την πολύτιμή σου Ντενίζ, τίποτα από αυτά δε θα είχε συμβεί. Αλλά μάλλον έχεις την τάση να καταστρέφεις όσους βρίσκονται γύρω σου. Και τώρα κοίτα… Κοίτα τι έκανες».

Ο Μάικλ είδε στο βάθος του χώρου να ανάβει μια φωτιά.

«Ω, Θεέ μου!» είπε ξέπνοα. Τα μάτια της! Αυτό το χρωματιστό, υπέροχο χρώμα, που τον έκανε να θέλει να χαθεί μέσα τους. Χάθηκε!

Τα μάτια της μετατράπηκαν σε μαύρα, άψυχα. Τα μάτια ενός Σκοτεινού! Ο Μάικλ είχε δει ξανά μάτια Σκοτεινών, αλλά τα μάτια της Έμιλι ήταν χίλιες φορές χειρότερα. Ήταν σαν να κοιτούσε την άβυσσο, σαν να κοιτούσε το ίδιο το σκοτάδι κατάματα. Ήταν σαν να κοιτούσε το απόλυτο κενό.

«Πες μου, Μάικ, σου αρέσει το χρώμα των ματιών μου;»

Τέλος βιβλίου 1

Rene Rafael