Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 26)

Κίρα

Οι κραυγές τις Κίρας αντηχούσαν σε ολόκληρο το δάσος.

«Πρέπει να σπρώξεις» της έλεγε η μικρή Θεραπεύτρια με το μικρό της χέρι να ακουμπάει στο ανασηκωμένο γόνατό της.

Η Κίρα ήθελε να της πει πως δεν μπορούσε, αλλά το μόνο που έβγαινε από το στόμα της ήταν κραυγές πόνου. Το φεγγάρι υψωνόταν λαμπρό στον ουρανό από πάνω τους αλλά δεν μπορούσε να υπολογίσει αν ήταν μεσάνυχτα ή αν πλησίαζε η ανατολή. Το μόνο που μπορούσε να νιώσει ήταν ένας συνεχής, απόλυτος, τρομερός πόνος. Ήταν σίγουρη πως η γέννα δε θα έπρεπε να πονάει τόσο πολύ. Το μωρό της κινδύνευε, το ήξερε. Προσευχήθηκε σε όλους τους Θεούς που γνώριζε να μην αφήσουν το παιδί της να πεθάνει. Δεν την ένοιαζε τι θα γινόταν με εκείνη, αρκεί να ζούσε το μωρό της.

Άλλη μια σύσπαση την έκανε να ουρλιάξει. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της και αναμιγνύονταν με τον ιδρώτα που κάλυπτε το δέρμα της, κάνοντας το φόρεμά της να κολλάει ασφυκτικά πάνω της
. Η Νιλάι κοίταξε συνοφρυωμένη τη μικρή λιμνούλα από αίμα που είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα πόδια της Κίρας.

«Το παιδί πρέπει να γεννηθεί πρώτα για να θυσιαστεί» είπε στη Θεραπεύτρια.

«Όχι!» φώναξε απεγνωσμένα η Κίρα, ξοδεύοντας όση ανάσα της είχε απομείνει. Το δέρμα της ήταν κάτασπρο, σχεδόν διάφανο, και βαθιά γκρίζα μισοφέγγαρα που δεν ήταν εκεί πριν από λίγες ώρες είχαν σχηματιστεί κάτω από τα μάτια της. Κοίταξε ικετευτικά την ξανθιά μάγισσα. «Σε παρακαλώ, είναι μόνο ένα μωρό».

Δεν μπορούσε να τους αφήσει να της το πάρουν, αλλά πώς θα το προστάτευε αφού δεν μπορούσε καν να κουνηθεί; Η αναπνοή της έβγαινε κοφτή και όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να στείλει αρκετό αέρα στους πνεύμονές της. Τα κύματα πόνου συνέχιζαν να έρχονται, έντονα και επώδυνα, και κάθε φορά που πίστευε πως οι Θεοί της είχαν χαρίσει μερικές στιγμές, για να ξεκουραστεί, μια νέα σύσπαση ερχόταν. Ένιωθε λες και το μωρό την ξέσκιζε για να βγει. Άραγε έτσι ένιωθαν οι γυναίκες που πέθαιναν στη γέννα; Ένιωθε το αίμα της να κυλάει έξω από το σώμα της, κάθε σταγόνα που χανόταν την άφηνε όλο και πιο αδύναμη.

«Μπορώ να δω το μωρό» είπε η μικρή Θεραπεύτρια και κοίταξε την Κίρα. «Πρέπει να σπρώξεις άλλη μια φορά».

Κι άλλα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της Κίρας. Αν γεννιόταν το μωρό θα της το έπαιρναν και εκείνη δε θα είχε καμία δύναμη, για να αντιδράσει. Γιατί είχε συμβεί αυτό; Γιατί το μωρό της δεν είχε περιμένει άλλους δυο μήνες, για να γεννηθεί όπως θα έπρεπε; Όλα αυτά ήταν λάθος, ένα κακό όνειρο από το οποίο δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Θα έπρεπε να είναι χαρούμενη που γεννιόταν το παιδί της, όχι να αγωνιά για τη ζωή του, είτε επειδή ήταν πρόωρο είτε επειδή οι μάγισσες σκόπευαν να το θυσιάσουν.

«Άλλη μια φορά» την ενθάρρυνε το κοριτσάκι και έβγαλε τον σκούρο μπλε μανδύα της.

Η Κίρα ήθελε να της πει πως δεν μπορούσε, ακόμα κι αν ήθελε, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα της. Ένιωθε εξαντλημένη λες και κάθε σπίθα ενέργειας που είχε απομείνει μέσα της είχε σβήσει. Η όραση της ήταν θολή και ξαφνικά ένιωθε σαν να μην μπορούσε να κρατήσει τα βλέφαρα της ανοιχτά. Τα άφησε να μισοκλείσουν και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Ίσως αν άφηνε τον εαυτό της να κοιμηθεί να ξυπνούσε στο δωμάτιό της, μέσα στηνζεστή αγκαλιά του Ντέβαν. Ίσως όλα αυτά ήταν απλώς ένας εφιάλτης.

«Πρέπει να μείνεις ξύπνια» της είπε επιτακτικά η μικρή Θεραπεύτρια, με πανικό να τρυπώνει στη φωνή της. «Αν λιποθυμήσεις θα πεθάνεις κι εσύ και το παιδί. Πρέπει να σπρώξεις άλλη μια φορά και μετά μπορείς να ξεκουραστείς».

Η Κίρα ένιωθε παγωμένη αν και πριν από λίγο ένιωθε σαν να καιγόταν. Ένα μικρό μέρος του μυαλού της της έλεγε πως είχε χάσει πολύ αίμα, αλλά τι σημασία είχε; Είχε απογοητεύσει τον Ντέβαν και το παιδί τους επειδή ήταν αδύναμη και πέθαινε. Συγγνώμη, σκέφτηκε αλλά δεν ήξερε σε ποιον από τους δυο απευθυνόταν.

Η Κίρα κράτησε τα γόνατά της και άρχισε να σπρώχνει ξανά ουρλιάζοντας. Ίσως ο Ντέβαν κατάφερνε να βρει το μωρό πριν προλάβει η Νιλάι να ξεκινήσει τη θυσία. Ήξερε πως μπορούσε να το κάνει. Θα έβρισκε το παιδί τους και θα το προστάτευε με οποιοδήποτε κόστος, επειδή έτσι ήταν ο Ντέβαν. Προστάτευε την οικογένειά του... Και τότε, αν πέθαινε, δε θα ήταν μάταιο, επειδή θα είχε δώσει τη ζωή της για αυτό το παιδί που ήταν κομμάτι και των δυο τους.

Ανάγκασε τον εαυτό της να σπρώξει πιο δυνατά σφίγγοντας τα δόντια της και ξαφνικά ο πόνος σταμάτησε. Η Κίρα έπεσε εξαντλημένη προς τα πίσω με το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, και μετά ησυχία. Τρόμος την πλημμύρισε. Γιατί δεν έκλαιγε το μωρό της;

Και τότε το άκουσε, όχι τις ηχηρές διαμαρτυρίες που περίμενε, αλλά μια ψιλή φωνούλα, σχεδόν σαν νιαούρισμα. Η μικρή Θεραπεύτρια πήρε τον σκούρο μπλε μανδύα της και τύλιξε το μωρό.

«Έχεις έναν πανέμορφο γιο» της είπε.

Γιος; Όχι το κοριτσάκι με τα χρυσά μάτια από τα όνειρά της;

Μάζεψε όση δύναμη της είχε απομείνει και ανασηκώθηκε στηριζόμενη στους αγκώνες της. Τα γκρίζα μάτια της είχαν θολώσει από τα δάκρυα και την εξάντληση, αλλά εστίασαν αμέσως πάνω στο κουβάρι στα χέρια του κοριτσιού. Μέσα στον μπλε μανδύα ήταν τυλιγμένο ένα μικροσκοπικό πλασματάκι, καλυμμένο με αίμα και άλλα υγρά. Ήταν το πιο όμορφο θέαμα που είχε δει ποτέ στη ζωή της.

«Δώσε μου το μωρό μου» είπε αδύναμα, με τη φωνή της να βγαίνει βραχνή. Είχε ματώσει και είχε αντέξει όλον αυτό τον πόνο, για να φέρει αυτή τη ζωή στον κόσμο. Έπρεπε να βρίσκεται στα δικά της χέρια.

Το κοριτσάκι πήγε να κάνει ένα βήμα προς το μέρος της.

«Αϊλίν!» Η αυστηρή φωνή της Νιλάι, αιχμηρή και απότομη σαν την κόψη ενός μαχαιριού, την έκανε να παγώσει. «Τι νομίζεις πως κάνεις; Φέρε το παιδί» απαίτησε.

Το κοριτσάκι κοίταξε διχασμένο μια την Κίρα και μια την αρχηγό της Σύναξης της, αλλά στο τέλος κατέβασε το κεφάλι της και έδωσε το παιδί στη μάγισσα. Η Νιλάι στερέωσε το μωρό στο ένα της χέρι και έβγαλε ένα μικρό τριγωνικό μαχαίρι μέσα από τον μανδύα της.

«Όχι!» φώναξε η Κίρα. Όμως αντί να μαχαιρώσει το μωρό, η Νιλάι έδωσε το μικρό μαχαίρι στην Αϊλίν. Το κοριτσάκι το πήρε προσεχτικά και έκοψε τον ροζ ομφάλιο λώρο που προεξείχε από το στομάχι του μωρού. Η Νιλάι στράφηκε προς τους μάγους της.

«Είναι ώρα να πηγαίνουμε».

«Δεν μπορούμε να την αφήσουμε εδώ!» διαμαρτυρήθηκε η Αϊλίν δείχνοντας την Κίρα. «Αιμορραγεί ακόμα. Αν την αφήσουμε εδώ θα πεθάνει». Η Νιλάι της έριξε ένα βλέμμα που την έκανε να ζαρώσει προς τα πίσω.

«Τότε μπορείς να μείνεις εδώ αν αυτό θεωρείς πως πρέπει να κάνεις, αλλά σε προειδοποιώ πως θα είσαι μόνη σου. Ο δρόμος για την Οροσειρά είναι επικίνδυνος ακόμα και για μια μάγισσα, πόσο μάλλον για μια Θεραπεύτρια που εκπαιδεύεται ακόμα».

Η Αϊλίν φάνηκε να διχάζεται ανάμεσα στις τύψεις που ένιωθε προς την Κίρα και τον φόβο που της είχαν προκαλέσει τα λόγια της Νιλάι. Στο τέλος σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την αρχηγό της.

«Θα μείνω» δήλωσε αποφασιστικά αλλά η φωνή της έτρεμε.

«Πολύ καλά» είπε δυσαρεστημένη η Νιλάι αλλά δεν ασχολήθηκε άλλο εφόσον είχε πάρει αυτό που ήθελε.

«Σε παρακαλώ» την ικέτεψε κλαίγοντας η Κίρα. «Μην πάρεις το μωρό μου».

«Δε μου είναι ευχάριστο αυτό που πρέπει να κάνω αλλά είμαι υποχρεωμένη να προστατεύσω τους ανθρώπους μου» αποκρίθηκε η μάγισσα με τη φωνή της κενή από οποιοδήποτε συναίσθημα. «Οι Ντρόγκομιρ είναι επικίνδυνοι. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να αποκτήσουν κι άλλη δύναμη».

«Άφησε με να τον κρατήσω. Έστω για μια φορά».

«Όχι» της είπε κατηγορηματικά η Νιλάι. «Πίστεψέ με, θα είναι πιο εύκολο έτσι. Μη θρηνείς για αυτό το παιδί. Θα υπάρξουν άλλα». Έκανε νόημα στους μάγους της και όλοι μαζί τους γύρισαν την πλάτη, για να φύγουν.

«Νιλάι!» της φώναξε η Κίρα καθώς η Αϊλίν γονάτιζε δίπλα της. Η Αϊλίν έβαλε τα χέρι της στους ώμους της και την έσπρωξε προς τα πίσω.

«Έχεις χάσει πολύ αίμα. Πρέπει να φυλάξεις τις δυνάμεις σου».

Όμως η Κίρα δεν άκουγε τι της έλεγε. Ένιωθε λες και της είχαν ξεριζώσει ένα κομμάτι της. Λυγμοί άρχισαν να την τραντάζουν συνοδευόμενοι από νέα δάκρυα Καμία μητέρα δεν έπρεπε να αποχωρίζεται το παιδί της. Άρχισε να φωνάζει υστερικά στις μάγισσες να επιστρέψουν, ενώ η Αϊλίν προσπαθούσε να την κρατήσει ακίνητη.

«Δεν μπορώ να σταματήσω την αιμορραγία αν δεν ηρεμήσεις» της είπε όμως η Κίρα συνέχισε να χτυπιέται ουρλιάζοντας να της φέρουν πίσω το μωρό της. Πώς μπορούσε να ηρεμήσει, όταν της είχαν κλέψει το παιδί της πριν καν μπορέσει να το κρατήσει στα χέρια της;

«Νιλάι!» φώναξε ξανά αλλά δεν πήρε απάντηση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βλέπει τις φιγούρες των μαγισσών να χάνονται μέσα στο δάσος, παίρνοντας μαζί τους τον γιο της.

 Φαίη