Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 7)

 Καθώς τρέχω προς το μέρος της παρατηρώ κάτι. Η Spero κρατάει το χέρι της Εχεκράτειας, ενώ η ίδια είναι ακόμα αναίσθητη. Μπορεί η Εχεκράτεια να βρίσκεται στον αέρα, αλλά το λιγνό χέρι της Spero βρίσκεται τεντωμένο κρατώντας σφιχτά τα μακριά δάχτυλά της Εχεκράτειας. Την κρατάει τόσο σφιχτά που δεν μπορούν να τις χωρίσουν. Κάνω νόημα στον Sophus να την αφήσει στα χέρια μου. Την ακουμπάω με προσοχή κάτω, αλλά δε φτάνει να ακουμπήσει ολόκληρη κάτω καθώς κρέμεται από το χέρι της Εχεκράτειας. Γονατίζω για να στηρίξω το σώμα της πάνω στα πόδια μου και ακουμπάω το κεφάλι της κοντά στην κοιλιά μου. Βάζω το χέρι μου πάνω από το μέτωπό της και κλείνω τα μάτια μου.

 Συνήθως αυτή η διαδικασία είναι πολύ εύκολη. Αλλά δεν έχω ξανά δοκιμάσει να κοιτάξω τις αναμνήσεις ενός αγγέλου χωρίς την άδειά του. Πόσο μάλλον μιας αγγέλου τόσο δυνατής όσο η Spero. Σκοτάδι. Απόλυτο κενό. Δεν μπορώ να δω και προσπαθώ με όλη μου τη δύναμη να δω κάτι μέσα στο ατελείωτο αυτό μαύρο. Σιγά σιγά μια φλόγα εμφανίζεται και καίει μπροστά μου. Το κατακόκκινό της χρώμα σιγά σιγά φουντώνει και γίνεται πιο δυνατό όσο πλησιάζω. Νιώθω τη ζεστασιά της και την έντασή της. Με γεμίζει αυτό το συναίσθημα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Ξαφνικά η φλόγα σβήνει και καπνός αντικαθιστά τη χαμένη φωτιά και μέσα από τον χορό του γκρι καπνού πετάγεται ένα σμήνος με δαίμονες. Ο ένας από αυτούς μου επιτίθεται.

Mendacium...

Πώς είναι δυνατόν; Δεν μπορώ να κουνηθώ.

Υψώνει τα μεγάλα νύχια του και με χτυπάει με δύναμη στο πρόσωπο.

Ανοίγω τα μάτια μου πανικόβλητος και προσπαθώ να πάρω μια ανάσα. Κρύος ιδρώτας τρέχει σαν ποτάμι πάνω στο δέρμα μου και προσπαθώ να κοιτάξω καθαρά γύρω μου. Με τη ματιά μου εντοπίζω τον Ηρακλή που μπαίνει τρέχοντας μέσα στον ναό. Τα βλέμματά μας συναντιούνται και, με φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, έρχεται δίπλα μου. Ακουμπάει το ένα του χέρι στην πλάτη μου και με το άλλο του χέρι ακουμπάει το μπράτσο της Spero. Κλείνει τα μάτια του για μια στιγμή και μόλις επιβεβαιώνει ότι είναι υγιείς, με κοιτάζει.

«Τι συμβαίνει;» με ρωτάει καθώς κατάλαβε ότι κάτι είδα και τότε έρχεται από πάνω μας ο Diligitis.

«Είδατε κάτι, Mortem;» με ρωτάει με φανερή αγωνία. Κατεβάζω το βλέμμα μου και κοιτάζω μπερδεμένος τα λευκά μάτια της Spero.

«Είδα τον Mendacium...» Ο Ηρακλής βγάζει το χέρι του από την πλάτη μου και περιμένει τη συνέχεια με αγωνία.

«Αλλά δεν είμαι σίγουρος...»

«Δεν είσαι σίγουρος ότι ήταν αυτός;» με ρωτάει ο Diligitis.

«Όχι... Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτές ήταν αναμνήσεις. Νομίζω... Νομίζω ότι κάποιος προσπαθεί να μας εμποδίσει να δούμε αυτό που είδε και η Spero» τους λέω αργά και καθαρά για να μπορέσω και εγώ να συνειδητοποιήσω τις ίδιες μου τις σκέψεις.

«Η αρχόντισσα Spero ήταν μαζί μου όταν για ελάχιστα δευτερόλεπτα είδε ένα όραμα. Ήταν ακαριαίο αλλά τρομακτικό. Το βλέμμα της κατευθείαν άλλαξε και προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί σου» μας λέει ο Sophus.

«Δε σε έβρισκε και ήρθε σχεδόν τρέχοντας εδώ... Την ακολούθησα. Μόλις ήρθε εδώ έπιασε κατευθείαν το χέρι της αρχόντισσας Εχεκράτειας και αμέσως έπεσε σε βαθύ οραματισμό. Νομίζαμε ότι εσύ θα ήξερες...» συνεχίζει και προσπαθώ για μια ακόμα φορά να ενώσω το πάζλ. Αλλά τώρα όλα είναι τελείως διαφορετικά.

«Για μισό λεπτό. Είπες ότι κάποιος μας εμποδίζει να δούμε αυτό που είδε η Spero, σωστά;» με ρωτάει ο Ηρακλής και κουνάω θετικά το κεφάλι μου.
«Και ποιος είναι αρκετά δυνατός για να ελέγξει την αρχόντισσα Spero;» συνεχίζει να ρωτάει και οι σκέψεις μου ταρακουνιούνται.

«Μήπως αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος δαίμονας ανάμεσά μας;» Μόλις λέει αυτές τις λέξεις όλοι γύρω μας κάνουν ένα βήμα πίσω και τα αγγελικά τους όπλα εμφανίζονται στις θέσης τους.

«Σήμανε συναγερμό. Βεβαιώσου ότι μέχρι και το τελευταίο χαλικάκι εδώ μέσα είναι καθαρό!» δίνει εντολή ο Virtus και ένας άγγελος με αστραπιαία ταχύτητα αποχωρεί από τον ναό. Μαζί του βγαίνουν με στρατιωτικό τρόπο μερικοί ακόμα.

«Βρισκόμαστε όλοι υπό επιτήρηση. Δε θα συμβεί ξανά το ίδιο λάθος» λέει ο Felicitas και αποχωρεί από τον ναό.

«Και η Spero; Τι θα κάνουμε με την αρχόντισσα Spero; Πώς θα τη βοηθήσουμε;» ρωτάει διακριτικά ο Sapientia.

«Θα μείνω εγώ εδώ μήπως ξυπνήσει. Εσείς οργώστε όλη την περιοχή! Εάν συμβεί κάτι θα σας ενημερώσ.» του λέω και με μια μικρή υπόκλιση φεύγουν και οι τελευταίοι.  

Οι πύλες πίσω μας κλείνουν και μένω με τη Spero ανάμεσα στα χέρια μου και τον Ηρακλή γονατισμένο δίπλα μου να μας επεξεργάζεται. Φαίνεται πολύ σκεπτικός και τα συνοφρυωμένα φρύδια του δείχνουν προβληματισμό στο πρόσωπό του. Κοιτάζω τη Spero και ασυναίσθητα ξεκινάω να της χαϊδεύω τα μαλλιά, σαν να προσπαθώ να την ξυπνήσω ήρεμα. Σαν να την παρακαλάω να επιστρέψει… Είσαι η μόνη που μπορεί να μας σώσει από αυτό που έρχεται. Μπορεί όλα να φαίνονται σωστά γύρω μας, αλλά πολύ σύντομα κάτι θα συμβεί. Τα μάτια του Ηρακλή επεξεργάζονται την Εχεκράτεια.

«Ποιος είναι υπεύθυνος για να παρακολουθεί τις δυνάμεις που περνούν μέσα από την Εχεκράτεια;» με ρωτάει χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.

«Η Spero...» του απαντώ λυπημένος με την απάντηση που έδωσα. Χτυπάει με δύναμη το γόνατό του σαν μόλις να καταστράφηκαν όλα τα σχέδιά του.

«Και πριν από την Εχεκράτεια, από πού περνούσαν όλες αυτές οι πηγές ενέργειας;» Πού θέλει να καταλήξει;

«Κυρίως μέσα από την αστραπή» του απαντώ λίγο απότομα.

«Κυρίως; Δηλαδή οι «μη κυρίως» πού βρίσκονταν;» συνεχίζει και ρωτάει χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα ότι εκνευρίζομαι με τις ερωτήσεις του.

«Οι μόνες φανερές πηγές ενέργειας που είχαμε ήταν αυτές που ερχόντουσαν από τη Γη στους ουρανούς μέσω κάποιων ποταμών. Ναι, εάν αναρωτιέσαι, τώρα αυτές οι πηγές περνούν μέσα από το σώμα της Εχεκράτειας. Ασφαλίστηκαν για να μην μπορέσει ξανά κάποιος να τις χρησιμοποιήσει για λάθος σκοπό. Κάποια άλλη ερώτηση;» του απαντάω απότομα και με κοιτάζει σκεπτικός.

«Όχι. Ευχαριστώ. Νομίζω είμαι καλυμμένος» μου λέει τελείως φυσιολογικά, σαν να μην κατάλαβε την ενόχλησή μου. Εκτός εάν πράγματι δεν την κατάλαβε.

«Και εάν κάποιος καταπατήσει αυτή τη γη ποιος το μαθαίνει πρώτος;»

«Η Spero!» tου φωνάζω και εκείνος ακόμα κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Χαϊδεύει τα γένια του καθώς κοιτάζει την Εχεκράτεια με σκεπτικό βλέμμα.

«Μάλιστα...» μου λέει ειρωνικά και καταλαβαίνω ότι τόση ώρα παίζει θέατρο. Τόση ώρα προσπαθεί να μου δώσει στοιχεία για να καταλάβω αυτά που σκέφτεται, αλλά εγώ είμαι πολύ βλάκας για να τα καταλάβω. Το βλέμμα μου φωτίζεται.

«Αυτό είναι... Η Spero είδε ότι κάποιος έρχεται... Αυτός ο κάποιος είναι εδώ...» ακουμπάω τα ενωμένα χέρια των δύο γυναικών και συνεχίζω τις σκέψεις μου...

«Αυτός ο κάποιος είναι εδώ και ήρθε για την Εχεκράτεια. Την προστατεύει!» λέω και αμέσως πάω να σηκωθώ όρθιος, αλλά ξεχνάω ότι έχω τη Spero ξαπλωμένη πάνω μου. Ο Ηρακλής μου φέρνει γρήγορα ένα μαξιλάρι και το βάζω στη θέση μου για να ακουμπήσω το κεφάλι της.

«Δεν πρόκειται να περάσει κανείς» του λέω με δυνατή φωνή και κατευθυνόμαστε προς την πύλη με γοργά βήματα.

«Ηρακλή, φύλα τον ναό από έξω. Πάρε βοήθεια και από το Τάγμα σου. Εάν περάσουν εσένα, θα έχουν να κάνουν μαζί μου...» του λέω και βγαίνει έξω τρέχοντας.

Οι πύλες πίσω του κλείνουν και τις σφραγίζω με έναν τρόπο που μόνο εγώ μπορώ, έναν τρόπο που μόνο η δύναμη του καλού και του κακού μαζί μπορούν να τις ανοίξουν. Τη σφραγίζω με φως και σκοτάδι. Βγάζω το δόρυ από την πλάτη μου και καθώς το παίρνω μπροστά μου μετατρέπεται σε δρεπάνι. Κάνω μια κίνηση με το χέρι μου και μια χρυσή σφαίρα μπροστά μου μου δείχνει τον κόσμο των αγγέλων. Όλα φαίνονται φυσιολογικά. Επιδρομές γίνονται σε όλη την περιοχή χωρίς όμως να ταράζουν τις ενέργειες. Δεν υπάρχει κάποιο νέο. Όλοι περνούν από έλεγχο. Πουθενά κάποιο σημάδι.

Οι ώρες περνούν και αρχίζω να πιστεύω ότι φοβηθήκαμε χωρίς λόγο. Η σφαίρα μπροστά μου σβήνει και βάζω το δρεπάνι πίσω στα φτερά μου. Γυρνάω την πλάτη μου και κοιτάζω προς την Εχεκράτεια και τη Spero. Δεν υπάρχει κάποια αλλαγή. Πλησιάζω με αργά βήματα και βαθιά μέσα μου ελπίζω να ξυπνήσουν και οι δύο μαζί. Η φαντασία μου σε συνδυασμό με την αγωνία μου έχουν κάνει το κεφάλι μου να πάρει φωτιά από το τι μπορεί να έχει ή από το τι μπορεί να συμβεί. Βρίσκομαι όρθιος πάνω από τη Spero και την επεξεργάζομαι. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό... Όχι έτσι απλά. Σίγουρα κάτι θα έχει αφήσει πίσω της. Αλλά τι; Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, όπως είπε ο Sophus. Πώς να προλάβει να αφήσει κάποιο σημείωμα;

Τα μάτια μου κολλάνε πάνω στα χέρια τους. Είναι απίστευτο το πόσο σφιχτά την κρατάει. Είναι απίστευτο το ότι την κρατάει τόσες ώρες και το χέρι της είναι ακόμα κατάλευκο, λες και απλά αγγίζουν η μια την άλλη. Ξαφνικά ένα αμυδρό φως βγαίνει από την ένωσή τους. Βλεφαρίζω για να καθαρίσω τα μάτια μου. Μάλλον δε βλέπω καλά... Τα σφίγγω με δύναμη και ξανά κοιτάω τα χέρια τους. Το φως όχι μόνο είναι αληθινό, αλλά μεγαλώνει κι όλας! Πλησιάζω πιο πολύ για να επεξεργαστώ τα στοιχεία. Μπορώ να δω ότι η ενέργεια που πηγάζει από εκεί μέσα είναι τεράστιας ισχύος, σαν έναν συμπυκνωμένο ήλιο σε μέγεθος καρφίτσας! Τα πράγματα όμως σοβαρεύουν όταν ένα μαύρο φως περικυκλώνει τον ναό. Οι πύλες τραντάζονται ολόκληρες, καθώς κάποιος από έξω τις χτυπάει με δύναμη.

«Mortem! Άνοιξε! Κάτι δεν πάει καλά!» ακούω τον Ηρακλή να φωνάζει αλλά δεν μπορώ να πλησιάσω.

Βγάζω ξανά το δρεπάνι από την πλάτη μου και το χτυπάω με δύναμη στο μάρμαρο δημιουργώντας μια τεράστια ασπίδα γύρω μας. Κοιτάζω με τρόμο την Εχεκράτεια και τη Spero και το φως συνεχίζει να δυναμώνει. Τι συμβαίνει εδώ πέρα; Χτυπάω μια ακόμα φορά τη βάση του όπλου μου με δύναμη κάτω και ένα κύμα φωτός διαχέεται στον χώρο. Το σκοτάδι για λίγο κάνει έναν παλμό, αλλά αμέσως μετά συνεχίζει να πνιγεί τον αέρα, καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά μας απειλητικά. Τι στο καλό; Δεν έχω άλλη επιλογή. Μεταμορφώνω το δρεπάνι σε δόρυ και βγάζω από την πλάτη μου την Τρίαινα. Στέλνω το δόρυ με ορμή πάνω στην πύλη, καθώς καλώ το Τάγμα του Ποσειδώνα. Ένα εκτυφλωτικό φως βγαίνει από τη σύγκρουση. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά για ένα δευτερόλεπτο και μόλις τα ανοίγω αντικρίζω τον Ηρακλή να τρέχει προς το μέρος μου. Τα βήματά του σιγά σιγά γίνονται πιο αργά καθώς κοιτάζει πίσω μου με τρόμο.

Κοιτάζω γύρω μου και το σκοτάδι έχει εξαφανιστεί. Όπως και η Ασπίδα μου. Σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Το στόμα του Ηρακλή είναι ανοικτό, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ξανά την αδρεναλίνη στο σώμα του. Μια στρατιά αγγέλων εμφανίζεται πίσω του και κοιτάζουν και εκείνοι με αγωνία.

«Mortem, τι συνέβη;» με ρωτάει με απελπισμένο ύφος.

«Δεν ξέρω... Εμφανίστηκε σκοτάδι γύρω μας, αλλά δεν ήταν δαίμονες. Δεν το ένιωθα έτσι ακριβ-»

«Mortem» με διακόπτει και δείχνει απηυδισμένα πίσω μου.

Γυρνάω για να αντικρίσω έναν από τους μεγαλύτερους εφιάλτες μου. Η Spero είναι ξύπνια. Κρατάει το κεφάλι της καθώς προσπαθεί να συνέλθει από τη ζάλη και η Εχεκράτεια... Η Εχεκράτεια έχει εξαφανιστεί...

Παρασκευή Γκύζη