Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 13)

Την κοιτάζω με θυμό στα μάτια μου. Δεν πρέπει να αλλάξω στάση. Είμαι σίγουρος ότι μπλοφάρει. Ήμουν τόσο προσεκτικός! Δε γίνεται να ξέρει... Αν όντως ήξερε, γιατί ανακοίνωσε ότι θα πάει στον κάτω κόσμο; Δε βγάζει νόημα.

«Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις» της λέω, προσπαθώντας να διατηρήσω την απειλή εμφανή στη στάση μου. Εκείνη μου χαμογελάει.

«Έλα τώρα... Δεν έχω δει κανέναν από εσάς από κοντά. Δείξε μου πώς μοιάζεις!» μου λέει σαν μικρό κορίτσι. Με δουλεύει;

«Μείνε πίσω...» της λέω με βαριά φωνή, καθώς τη σημαδεύω ακόμα με το δόρυ μου.

«Τι έγινε, Μαξ; Ή μήπως θες να σε λέω αλλιώς;» με ρωτάει πονηρά.

«Δεν ξέρω τι παιχνίδι παίζεις. Αλλά το καλό που σου θέλω, μείνε μακριά μας...» της λέω απότομα και εκείνη σοβαρεύει.

«Γιατί πρέπει να με κάνεις να σε δω με τον δύσκολο τρόπο;» μου λέει και ένα παραπονεμένο βλέμμα εμφανίζεται στο πρόσωπό της. Την επόμενη στιγμή, πριν καν να προλάβω να φανταστώ τι θα κάνει, βγάζει το όπλο της και πυροβολεί τον Ηρακλή στο στέρνο. Ένας απαίσιος ήχος βγαίνει από τα χέρια της και ο Ηρακλής πονεμένος πέφτει κάτω.



«Όχι!» φωνάζω και τρέχω προς το μέρος του. Ακουμπάω πάνω στην πληγή του, καθώς εκείνος βγάζει αίμα από το στόμα του και δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Τον χτύπησε στον πνεύμονα. Τον πιάνω στα χέρια μου η Τερψιχόρη έρχεται κοντά μας με αργά βήματα.

«Χμ... Πολύ άσχημο φαίνεται αυτό...»

«Είσαι τρελή!» ουρλιάζω καθώς προσπαθώ να σταματήσω την αιμορραγία.

«Μπορεί...» απαντάει με ευχαρίστηση. «Καημένο πλάσμα... Μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει... Μόνο μια μεγαλύτερη δύναμη... Ένα φωτισμένο αγόρι δεν έχει αρκετή δύναμη, για να προλάβει κάτι τόσο σοβαρό...» λέει καθώς κάνει μια στεναχωρημένη γκριμάτσα.

Οι σφυγμοί του πέφτουν και τα μάτια του θολώνουν. Αυτό ήταν. Το ποτήρι ξεχείλισε! Σε σώζω και φεύγουμε από εδώ. Αφού πρώτα δείξω στη δεσποινίς έξυπνη τι πάει να πει αθάνατος... Ένα δυνατό φως βγαίνει από μέσα μου και κάνει την Τερψιχόρη να καλύψει τα μάτια της, για να τα προστατέψει. Τα φτερά μου και η μαύρη πανοπλία μου εμφανίζονται και μου δίνουν πάλι πίσω τη δύναμή μου. Ξύπνα, Ηρακλή... Πρέπει να φύγουμε από εδώ... Μετά από μερικές στιγμές, εκείνος ανοίγει διάπλατα τα μάτια του και παίρνει μια απότομη ανάσα. Γυρνάει στο πλάι και αρχίζει να βήχει. Η καρδιά του χτυπάει σαν τρελή και οι φλέβες στον λαιμό και το μέτωπό του έχουν πεταχτεί. Τον χτυπάω απαλά στην πλάτη και του δίνω λίγο λίγο δύναμη, για να συνέλθει. Τα χέρια της Τερψιχόρης που χτυπούν παλαμάκια αποσπούν την προσοχή μου από πάνω του.

«Μπράβο! Υπέροχο!» ζητωκραυγάζει χαρούμενη. Είναι τρελή η κοπέλα. Σηκώνομαι όρθιος και όσο πιο γρήγορα μπορώ την αρπάζω από τον λαιμό και την κολλάω στον τοίχο. Εκείνη πιέζεται και αρχίζει να κοκκινίζει. «Τι έγινε; Έκανα κάτι που σε πείραξε;» συνεχίζει το ειρωνικό ύφος καθώς πνίγεται. Μέχρι και τώρα που με το ζόρι μπορεί να μιλήσει συνεχίζει να προκαλεί. «Δεν το ήξερα ότι εσείς του ουρανού σκοτώνετε ανθρώπους» μου λέει και την αφήνω απότομα να πέσει στο πάτωμα. Βήχει καθώς πνίγεται από την ίδια της την ανάσα. Αν την κρατούσα λίγο ακόμα τώρα δε θα ζούσε. Κάνω μερικά βήματα πίσω και βοηθάω τον Ηρακλή να σηκωθεί.

«Παλιό...» λέει ο Ηρακλής και ετοιμάζεται να της ορμήσει. Τον σταματάω με το χέρι μου.

«Όχι. Πάμε να φύγουμε από εδώ πέρα» του λέω απότομα και εκείνος οπισθοχωρεί. Η Τερψιχόρη σηκώνει το κεφάλι της. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης είναι χαραγμένο στα χείλη της. Την πλησιάζω και απλώνω το χέρι μου. «Ό,τι είδες θα το ξεχάσεις» της λέω και ετοιμάζομαι να ακουμπήσω το μέτωπό της.

«Όχι περίμενε!» φωνάζει εκείνη τρομαγμένη. Δε θέλει να ξεχάσει. «Με χρειάζεσαι, σωστά;» συνεχίζει και κοκαλώνω. Επανέρχομαι στη θνητή μορφή μου και κάνω ένα βήμα πίσω.

«Και τι είναι αυτό που εγώ μπορεί να χρειάζομαι από εσένα;» της λέω με απόλυτη φωνή.

«Αυτό δεν το ξέρω εγώ, αλλά εσύ» μου απαντάει. Όπως βρίσκεται στο πάτωμα, βολεύεται και κάθεται οκλαδόν.

«Σταμάτα τα παιχνίδια, αλλιώς τελικά δε θα σε σώσει τίποτα» της απαντάω απειλητικά.

«Δε λέω κάτι λάθος. Δεν ξέρω τι πραγματικά θέλετε από εμένα. Αλλά κάτι θέλετε. Όπως κάτι θέλω και εγώ» μου λέει και νιώθω λες και είμαι έτοιμος να υπογράψω μια συμφωνία με τον ίδιο τον Σατανά σε κάποια χολιγουντιανή ταινία.

«Και τι είναι αυτό που θες από εμάς;» τη ρωτάει ο Ηρακλής εξεταστικά. Βάζει το χέρι της στο σαγόνι της και κοιτάζει το ταβάνι προσποιούμενη ότι σκέφτεται.

«Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να ανοίξω πύλη μόνη μου» απαντάει τελικά.

«Μα εσύ δεν είπες ότι θα αντλήσεις ενέργεια από τη γη γύρω σου;» τη ρωτάει ξανά και εκείνη γυρνάει τα μάτια της προς τα πάνω με απόγνωση.

«Μόλις κάλεσα μια από τις πιο μεγάλες οντότητες του σκότους, για να με βοηθήσει και με λίγη γήινη ενέργεια θα μπορέσω να χτίσω την άλλη άκρη της γέφυρας;» απαντάει με ερώτηση και αρχίζω να εκνευρίζομαι. Θέλει να μας χρησιμοποιήσει, για να τη βοηθήσουμε να πάει στα Τάρταρα.

«Δηλαδή όλα αυτά ήταν ψέματα;» τη ρωτάει για μια ακόμα φορά.

«Όχι όλα. Μόνο αυτό το κομμάτι» του απαντάει. Πιάνει τα πόδια της και τα φέρνει κοντά στο σώμα της.

«Και γιατί να σε εμπιστευτούμε;» τη ρωτάω εγώ με τρανταχτή φωνή.

«Το ερώτημα είναι μπορείτε να με εμπιστευτείτε;» Δε μου αρέσει όταν μου απαντούν με ερώτηση.

«Και η απάντηση είναι;» συνεχίζει ο Ηρακλής.

«Όχι. Δεν μπορείτε να με εμπιστευτείτε...» Σε αυτό τουλάχιστον λέει αλήθεια.
«Αλλά μπορείτε να πάρετε αυτό που εσείς θέλετε ως αντάλλαγμα» μας λέει εκείνη και σηκώνει προς τα πάνω το δάχτυλό της. Και τώρα δηλαδή τι; Θα της πούμε έτσι ότι θέλουμε να μας οδηγήσει στην κόλαση; Αυτό αποκλείεται.

«Τι είναι αυτό που θέλεις να πάρεις από τα Τάρταρα;»

«Δεν μπορώ να σου πω...» λέει παιχνιδιάρικα. Η χαζή στάση της με τρελαίνει. Είναι τόσο αναίσθητη!

«Τότε πες μας πώς σε γνωρίζει αυτός ο δαίμονας» συνεχίζω την ανάκριση.

«Παλιές φίλες...» Δεν το πιστεύω ότι το παίζει και τρελή! Ή μήπως είναι. Όχι... Δεν είναι. Είναι πανούργα! Αλλά δε θα χρησιμοποιήσει αυτή εμάς. Εμείς θα τη χρησιμοποιήσουμε.

«Πώς ήξερες ότι είμαι αθάνατος;» σταυρώνω τα χέρια μου μπροστά από το στέρνο μου και την κοιτάζω αφ’ υψηλού. Δεν της αρέσει η στάση μου και τελικά με ένα πηδηματάκι σηκώνεται όρθια.

«Πολύ απλό... Εσείς οι ίδιοι που το φανερώσατε. Βλέπετε έχω ιδιαίτερο δέσιμο με τους δαίμονες. Ο Verum ήξερα πολύ καλά ποιος είναι από τότε που με πλησίασε. Για αυτό μου έδειξε και την αληθινή του μορφή. Μόνο εκείνος ήξερε το όνομα Τερψιχόρη. Κανείς άλλος. Δε θα το έλεγε σε κανέναν άλλον, εκτός από το Συμβούλιο των Ουρανών. Άρα οι μόνοι που θα μπορούσαν να ξέρουν το όνομά μου είναι λίγοι άγγελοι. Άλλωστε ο Verum δεν ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Όταν βλέπει κάτι όμορφο και δυνατό θέλει να το κατακτήσει μανιωδώς και εάν δεν τα καταφέρνει φροντίζει να το εξαφανίσει». Όπως είχε κάνει και με τη Spero. Άρα πέσαμε μέσα στην ίδια μας την παγίδα. Δεν το πιστεύω...

«Και τελικά πώς σε λένε;» ρωτάει ο Ηρακλής καθώς έρχεται δίπλα μου.

«Έχω πολλά ονόματα, τόσα που δε θυμάμαι πάντα ποιος με φωνάζει πώς. Αλλά μπορείτε να κρατήσετε το Τερψιχόρη» του απαντάει καθώς κάνει κύκλους στον αέρα με τα χέρια της. «Τελειώσατε με την ανάκριση; Άντε πείτε μου τι θέλετε!» μας λέει απηυδισμένη και κάθεται πίσω στην πολυθρόνα της.

«Όχι, δεν τελειώσαμε» απαντάω και τη σηκώνω όρθια απότομα. Πετάω από το στόμα της το τσιγάρο που ετοιμαζόταν να καπνίσει και το σβήνω στο πάτωμα πατώντας το.

«Φίλε, αυτό που έκανες δεν ήταν καλό». Η φωνή της άλλαξε τελείως και από τρελή και παιχνιδιάρικη έγινε ξανά δυναμική και αυταρχική, όπως την είχα γνωρίσει. Νομίζω μου αρέσει πιο καλά έτσι. Νιώθω ότι μπορώ να συνεννοηθώ καλύτερα.

«Δεν παίζω...» για μια ακόμα φορά σταυρώνω απειλητικά τα χέρια στο στήθος μου.

«Πολύ καλά, λοιπόν... Μπορώ να κάνω και εγώ μια ερώτηση;» Δεν είμαι σίγουρος εάν πρέπει να την ακούσουμε.

«Αναλόγως».

«Γιατί φορούσες μαύρα; Νόμιζα ότι εσείς φοράτε μόνο λευκά και χρυσά, ανάλογα με τη θέση σας» μου λέει με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και για μια στιγμή νιώθω ανακούφιση. Μπορεί να ξέρει τι είμαι, αλλά δεν ξέρει ποιος. Ούτε το γιατί. Αλλά και πάλι δεν μπορώ να την εμπιστευτώ. Το είπε και η ίδια άλλωστε.

«Μου αρέσει το χρώμα» της λέω απότομα και βάζει τα γέλια.

«Καλό...» λέει με από τα γέλια της και την κοιτάζω τελείως σοβαρός.
«Εντάξει, λοιπόν. Εάν δε θέλετε να μου πείτε τι θέλετε, τότε μπορείτε να το πείτε στην πορεία. Το μόνο που μένει τώρα είναι να καλέσουμε τον Ale και να πάμε στα Τάρταρα. Θα με βοηθήσετε;»

Δεν το πιστεύω ότι ακόμα κάθομαι και διαπραγματεύομαι μαζί της! Θα μπορούσα κάλλιστα να την είχα ναρκώσει και να είχα ήδη πάει να σώσω την Εχεκράτεια. Αλλά για μια ακόμα φορά σπάω το κεφάλι μου. Νιώθω ότι ο σωστός δρόμος είναι μαζί της. Και η Spero μου έμαθε πάντα να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου. Αλλά, ένστικτό μου, αυτό παραπάει! Αυτό παραείναι τρελό! Για μια στιγμή συλλογίζομαι. Εάν ανοίξω εγώ τις πύλες μόνος μου θα γίνω αντιληπτός κατευθείαν και θα πέσουν όλοι μαζί να με κατασπαράξουν. Με εκείνη όμως δε θα καταλάβει κανείς τίποτα. Άλλωστε έχει και προδότες της αντίπαλης πλευράς με το μέρος της. Αυτό είναι υπέρ μας. Θα μπορούσα να την αφήσω να με οδηγήσει και την κατάλληλη στιγμή να την αφήσω πίσω.

«Θα έρθουμε μαζί σου-»

«Ναι!» με διακόπτει χαρούμενη.

«Αλλά μόνο και μόνο, για να σιγουρευτούμε ότι δε θα κάνεις καμία τρέλα που μπορεί να καταστρέψει την ισορροπία των κόσμων». Μπορώ ήδη να σκεφτώ μια κατάσταση που μπορεί να καταστρέψει την ισορροπία των κόσμων.

Ξεκινάει από «Έχε» και τελειώνει σε «κράτεια».

Παρασκευή Γκύζη