Ο Ντέβαν δεν ήξερε καλά το Δάσος των Ψιθύρων αλλά η Ντεσμέρα που καθόταν στην πλάτη του τον καθοδηγούσε.
«Προσγειωθείτε εκεί» τους φώναξε, για να ακουστεί πάνω από τον δυνατό άνεμο και τους έδειξε ένα μικρό κομμάτι του δάσους, που δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακριβώς ξέφωτο, αλλά τα δέντρα αραίωναν αρκετά, ώστε να μπορέσουν οι τρεις δράκοι να προσγειωθούν.
Οι τρεις Ντρόγκομιρ έκαναν όπως τους υπέδειξε.
«Δεν υπάρχει τίποτα εδώ» είπε ο Ντέβαν παρατηρώντας τα δέντρα γύρω τους.
Η Ντεσμέρα πήρε το μπουκάλι με τη σκόνη της Ραζιγιέ που της είχε δώσει -αφού θα ήταν αδύνατον να την κρατήσει με τα μακριά γαμψά νύχια του δράκου- έριξε μια μεγάλη ποσότητα μέσα στη χούφτα της και την πέταξε στον αέρα. Αντί η σκόνη να χαθεί ή να πέσει ξανά κάτω, αιωρήθηκε για μια στιγμή μπροστά τους και άρχισε να προχωράει λες και την παρέσερνε ένα απαλό αεράκι, παρόλο που απόψε επικρατούσε άπνοια Δε χρειάστηκε να τους πει πως έπρεπε να το ακολουθήσουν.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στον ήλιο στον ουρανό, επιτρέποντάς τους να βλέπουν με μια σχετική ευκολία. Όχι πως το είχαν ανάγκη˙ τα μάτια του δράκου έβλεπαν τέλεια ακόμα και στο σκοτάδι. Η σκόνη συνέχισε να προχωράει στον αέρα, σαν ένα πνεύμα που τους καθοδηγούσε μέσα στο πυκνό δάσος.
Ένας περίεργος ήχος έφτασε στα αυτιά του Ντέβαν. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν κάποιο ζώο, όμως όσο περισσότερο πλησίαζαν την πηγή του συνειδητοποίησε πως ανήκε σε άνθρωπο.
Κάποιος έκλαιγε
Δύο φιγούρες μπήκαν στο οπτικό του πεδίο. Παρά την απόσταση που τους χώριζε και το περίεργο ημίφως που έφερναν μαζί τους οι πρώτες ώρες της αυγής ήξερε -μπορούσε να νιώσει- ποια ήταν η μια από τις δυο. Χωρίς να το σκεφτεί άλλο άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους.
«Ντέβαν!» φώναξε η Νερίσσα πίσω του αλλά το αγόρι δε σταμάτησε, αγνοώντας τη μικρή φωνή μέσα στο μυαλό του που του έλεγε πως μπορεί να ήταν παγίδα. Δεν τον ένοιαζε.
Χρειάστηκαν μόνο μερικές ανάσες μέχρι να φτάσει κοντά τους. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει. Η Κίρα ήταν ξαπλωμένη στο έδαφος με τα χέρια της σφιχτά τυλιγμένα γύρω από την εξαφανισμένη πλέον καμπύλη της κοιλιάς της. Τα μάτια της ήταν κλειστά αλλά δάκρυα λέκιαζαν τα μάγουλά της και οι φούστες του φορέματος της ήταν μουλιασμένες στο αίμα. Η καρδιά του Ντέβαν σταμάτησε μέσα στο στήθος του. Είχε χάσει το παιδί;
Αμέσως γονάτισε δίπλα της και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Τι σου έκαναν;» σχεδόν ψιθύρισε γεμάτος φρίκη. Θα έπρεπε να ήταν δίπλα της και να την προστάτευε, να μην επέτρεπε να της συμβεί τίποτα. Η μικρή φωνή στο μυαλό του του έλεγε ότι δεν ήταν δικό του λάθος που οι μάγισσες τον είχαν ρίξει αναίσθητο και πως δε θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτα, αλλά δεν ήξερε πώς να σταματήσει να κατηγορεί τον εαυτό του. Οι Θεοί τον είχαν ευλογήσει δίνοντάς του μια οικογένεια και εκείνος είχε αποτύχει στο καθήκον του να τους προστατεύσει.
Στο άκουσμα της φωνής του τα βλέφαρα της Κίρας μισάνοιξαν αποκαλύπτοντας δυο θολά γκρίζα μάτια.
«Συγγνώμη» του είπε και ξέσπασε ξανά σε λυγμούς. «Δεν μπόρεσα να τους σταματήσω. Μου το πήραν».
«Τι...» είπε ο Ντέβαν με μια έκφραση απόλυτης σύγχυσης και για πρώτη φορά πρόσεξε τη νεαρή μάγισσα που βρισκόταν δίπλα της. «Τι της κάνατε;» απαίτησε να μάθει οργισμένα. Τα μάτια του κοριτσιού άνοιξαν διάπλατα και έμεινε σιωπηλή, με το στόμα της μισάνοιχτο σαν να είχε ξεχάσει πως να σχηματίζει λέξεις. «Απάντησέ μου αλλιώς ορκίζομαι πως θα σκοτώσω κάθε αναθεματισμένη μάγισσα σε αυτό το δάσος!»
«Γέννησε πρόωρα» είπε γρήγορα η Αϊλίν, κοιτώντας τον τρομαγμένη λες και της είχε βάλει ένα μαχαίρι στον λαιμό. «Δεν το προκαλέσαμε εμείς, το ορκίζομαι. Η Νιλάι πήρε το μωρό και εγώ... Προσπάθησα να σταματήσω την αιμορραγία, αλλά δεν μπορώ».
Ενστικτωδώς, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην αιματοβαμμένη άκρη του φορέματός της. Τόσο πολύ αίμα, σκέφτηκε. Όμως το παιδί τους ήταν ζωντανό. Θα το έβρισκαν και όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Τα μάτια της Κίρας έκλεισαν ξανά και το πρόσωπο της έγειρε στο πουκάμισο του σαν να προσπαθούσε να βρει καταφύγιο μέσα στην αγκαλιά του. Ένας λυγμός την τράνταξε, υπερβολικά δυνατός για το αποδυναμωμένο σώμα της. «Δεν μπόρεσα ούτε να το κρατήσω στην αγκαλιά μου» ψιθύρισε αδύναμα.
«Όλα θα πάνε καλά» προσπάθησε να τη διαβεβαιώσει και την κράτησε πιο σφιχτά. «Σου ορκίζομαι πως θα βρω το παιδί μας».
Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε πως κανείς δε θα έβλαπτε ποτέ ξανά την οικογένειά του, είτε ήταν μάγισσα, είτε εχθρός, είτε κάποιος άλλος Ντρόγκομιρ. Όποιος επιχειρούσε ξανά κάτι τέτοιο θα πέθαινε ουρλιάζοντας.
Η Ντεσμέρα πλησίασε και γονάτισε δίπλα στην Αϊλίν. Έπιασε το χέρι της Κίρας και ένα έντονο συνοφρύωμα απλώθηκε στο πρόσωπό της παραμορφώνοντας τα άλλοτε κομψά χαρακτηριστικά της.
«Θα βρω το παιδί μας» επανέλαβε αλλά η Κίρα δεν απάντησε.
Η Ορόρα και η Νερίσσα πλησίασαν διστακτικά προς το μέρος τους. Η έντονη μεταλλική μυρωδιά του αίματος που πλανιόταν στον αέρα τις έκανε να τους κοιτάξουν με μια εξαιρετικά ανήσυχη έκφραση.
«Ντέβαν...» είπε η Ντεσμέρα αλλά το αγόρι την αγνόησε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η κοπέλα που κρατούσε στην αγκαλιά του.
«Θα βρούμε το παιδί μας και θα το μεγαλώσουμε με όλη την αγάπη που μπορεί να δώσει ένας γονιός στο παιδί του. Και θα είναι ευτυχισμένο, θα το δεις» της είπε τρυφερά αλλά η Κίρα παρέμεινε σιωπηλή. «Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι λίγο κουράγιο. Είσαι δυνατή και θα τα καταφέρεις, το ξέρω ότι μπορείς»
«Ντέβαν» είπε ξανά η Ντεσμέρα προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του. «Σταμάτα. Είναι νεκρή».
Το κεφάλι της Αϊλίν γύρισε τόσο απότομα προς το μέρος της άλλης μάγισσας που η κίνηση θα πρέπει να ήταν επώδυνη.
«Όχι» είπε το αγόρι κουνώντας το κεφάλι του, με τη φωνή του να βγαίνει σπασμένη. Το μυαλό του δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η κοπέλα στην αγκαλιά του είχε σταματήσει να αναπνέει. Μόλις την είχε βρει, δε γινόταν να την ξαναχάσει.
Η Ορόρα ακούμπησε παρηγορητικά το χέρι της στον ώμο του αλλά ο Ντέβαν τινάχτηκε.
«Όχι!» σχεδόν ούρλιαξε, κάνοντάς την να οπισθοχωρήσει βιαστικά. «Δεν είναι νεκρή!» Η Ορόρα τον κοίταξε ανήσυχα λες και ήταν ένα άγριο θηρίο και δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πλησιάσει ή να απομακρυνθεί.
Η προσοχή του εστίασε ξανά στην Κίρα.
«Άνοιξε τα μάτια σου» της είπε ήρεμα, νιώθοντας έναν κόμπο να σχηματίζεται στον λαιμό του και παραμέρισε μια υγρή τούφα καστανών μαλλιών που είχε κολλήσει στο μέτωπό της. «Πρέπει να τους δείξεις πως κάνουν λάθος. Άνοιξε τα μάτια σου».
Άκουσε την Ορόρα να παίρνει μερικές κοφτές ανάσες πίσω του και το σιγανό κλάμα που ακολούθησε. Ο θρήνος της αδελφής του ήταν αυτό που τον έκανε να το συνειδητοποιήσει: η Κίρα ήταν νεκρή.
Η Κίρα ήταν νεκρή
Στράφηκε απεγνωσμένα προς την Ντεσμέρα.
«Μητέρα, σε παρακαλώ, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που να μπορείς να κάνεις» την ικέτεψε.
«Οι Θεραπευτές δεν μπορούν να φέρουν πίσω μια ζωή που έχει ήδη χαθεί».
«Για χρόνια δε σου ζήτησα τίποτα, αλλά πρέπει να την βοηθήσεις». Την κοίταξε σαν να την ικέτευε να τον καταλάβει, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ένα πονεμένο βλέμμα που επιβεβαίωνε τα λόγια της. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσαν να κάνουν.
Έκρυψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, ικετεύοντας όλους τους θεούς που ήξερε να δουν αυτή την αδικία και να του δώσουν την Κίρα πίσω, αλλά τα γκρίζα μάτια της παρέμειναν κλειστά. Ήταν λες και ο χρόνος είχε σταματήσει, ένα κομμάτι του κόσμου είχε χαθεί και εκείνος είχε απομείνει να κοιτάζει σαν χαμένος το κενό. Η Κίρα ήταν μόνο δεκαοχτώ ετών. Η ζωή της είχε μόλις αρχίσει, ήταν άδικο να κοπεί τόσο απότομα. Ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του, η καρδιά του... Δεν υπήρχε καρδιά. Κάποιος την είχε ξεριζώσει από το στήθος του αφήνοντας μονάχα μια τρύπα και η Κίρα την είχε πάρει μαζί της, όταν έφυγε από αυτό τον κόσμο. Αυτή η πληγή δεν μπορούσε να γιατρευτεί και ήξερε πως δε θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος.
«Δεν ωφελεί να θρηνείς για κάτι που δεν μπορείς να αλλάξεις» του είπε η Ντεσμέρα. «Πρέπει να επικεντρωθείς στο να βρεις το μωρό».
Ο Ντέβαν ήθελε να της φωνάξει να εξαφανιστεί και να τον αφήσει ήσυχο, αλλά η μάγισσα είχε δίκιο. Έπρεπε να βρει το μωρό τους. Φίλησε την Κίρα στο μέτωπο και την άφησε απαλά πάνω στο χορτάρι. Έμοιαζε σαν να κοιμόταν και από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε. Όμως τα γκρίζα μάτια της δε θα ξανάνοιγαν, το γλυκό της γέλιο δε θα ξανακουγόταν.
Μάζεψε όση θέληση του είχε απομείνει και σηκώθηκε από το έδαφος.
«Μείνε μαζί της» είπε στην Ντεσμέρα. Δε θα άφηνε το σώμα της Κίρας βορά για τα αγρίμια του δάσους. Στράφηκε προς την ξαδέλφη του και την αδελφή του που στέκονταν λίγα βήματα πιο πέρα. Η Νερίσσα είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω από τους ώμους της Ορόρας που προσπαθούσε να καταπνίξει σιγανά αναφιλητά.
«Φεύγουμε» ήταν η μόνη λέξη που τους είπε, ξαφνιασμένος που η φωνή του βγήκε σταθερή. Πώς μπορούσε να είναι σταθερή, όταν κάθε ανάσα που έπαιρνε ήταν επώδυνη σαν μια μικρή μαχαιριά; Γιατί να αναπνέει εκείνος, ενώ η Κίρα δεν μπορούσε; Ήθελε να πέσει στα γόνατα και να ουρλιάξει, να κλάψει, να ζητήσει έστω μια τελευταία ματιά, μια λέξη, ένα φιλί, κάτι. Αν όμως άφηνε να βγει έξω έστω και λίγο συναίσθημα τότε θα ξεχυνόταν όλο και δε θα σταματούσε ποτέ.
Κατέπνιξε τα δάκρυα που έκαιγαν στο πίσω μέρος των ματιών του και κοίταξε τον ήλιο που έκανε δειλά την εμφάνισή του στον ορίζοντα. Κανονικά δε θα έπρεπε να μπορεί να μεταμορφωθεί, αλλά το μωρό είχε γεννηθεί άρα η κατάρα θα είχε σπάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε εντολή στο σώμα του να μεταμορφωθεί, νιώθοντας τους μυς του να τεντώνονται και τα κόκαλά του να αναδιαμορφώνονται, για να πάρουν τη μορφή του δράκου. Θα θρηνούσε αργότερα, όμως τώρα έπρεπε να κρατήσει μια υπόσχεση. Θα έβρισκε το παιδί του και θα φρόντιζε να μεγαλώσει ξέροντας πόσο υπέροχος και γενναίος άνθρωπος ήταν η μητέρα του.
Μια νέα αποφασιστικότητα τον κατέκλυσε και η θλίψη παραμερίστηκε για λίγο από την οργή.
Η Νιλάι θα πλήρωνε για όλα όσα του είχε στερήσει.
Φαίη
«Προσγειωθείτε εκεί» τους φώναξε, για να ακουστεί πάνω από τον δυνατό άνεμο και τους έδειξε ένα μικρό κομμάτι του δάσους, που δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακριβώς ξέφωτο, αλλά τα δέντρα αραίωναν αρκετά, ώστε να μπορέσουν οι τρεις δράκοι να προσγειωθούν.
Οι τρεις Ντρόγκομιρ έκαναν όπως τους υπέδειξε.
«Δεν υπάρχει τίποτα εδώ» είπε ο Ντέβαν παρατηρώντας τα δέντρα γύρω τους.
Η Ντεσμέρα πήρε το μπουκάλι με τη σκόνη της Ραζιγιέ που της είχε δώσει -αφού θα ήταν αδύνατον να την κρατήσει με τα μακριά γαμψά νύχια του δράκου- έριξε μια μεγάλη ποσότητα μέσα στη χούφτα της και την πέταξε στον αέρα. Αντί η σκόνη να χαθεί ή να πέσει ξανά κάτω, αιωρήθηκε για μια στιγμή μπροστά τους και άρχισε να προχωράει λες και την παρέσερνε ένα απαλό αεράκι, παρόλο που απόψε επικρατούσε άπνοια Δε χρειάστηκε να τους πει πως έπρεπε να το ακολουθήσουν.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στον ήλιο στον ουρανό, επιτρέποντάς τους να βλέπουν με μια σχετική ευκολία. Όχι πως το είχαν ανάγκη˙ τα μάτια του δράκου έβλεπαν τέλεια ακόμα και στο σκοτάδι. Η σκόνη συνέχισε να προχωράει στον αέρα, σαν ένα πνεύμα που τους καθοδηγούσε μέσα στο πυκνό δάσος.
Ένας περίεργος ήχος έφτασε στα αυτιά του Ντέβαν. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν κάποιο ζώο, όμως όσο περισσότερο πλησίαζαν την πηγή του συνειδητοποίησε πως ανήκε σε άνθρωπο.
Κάποιος έκλαιγε
Δύο φιγούρες μπήκαν στο οπτικό του πεδίο. Παρά την απόσταση που τους χώριζε και το περίεργο ημίφως που έφερναν μαζί τους οι πρώτες ώρες της αυγής ήξερε -μπορούσε να νιώσει- ποια ήταν η μια από τις δυο. Χωρίς να το σκεφτεί άλλο άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους.
«Ντέβαν!» φώναξε η Νερίσσα πίσω του αλλά το αγόρι δε σταμάτησε, αγνοώντας τη μικρή φωνή μέσα στο μυαλό του που του έλεγε πως μπορεί να ήταν παγίδα. Δεν τον ένοιαζε.
Χρειάστηκαν μόνο μερικές ανάσες μέχρι να φτάσει κοντά τους. Το θέαμα που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει. Η Κίρα ήταν ξαπλωμένη στο έδαφος με τα χέρια της σφιχτά τυλιγμένα γύρω από την εξαφανισμένη πλέον καμπύλη της κοιλιάς της. Τα μάτια της ήταν κλειστά αλλά δάκρυα λέκιαζαν τα μάγουλά της και οι φούστες του φορέματος της ήταν μουλιασμένες στο αίμα. Η καρδιά του Ντέβαν σταμάτησε μέσα στο στήθος του. Είχε χάσει το παιδί;
Αμέσως γονάτισε δίπλα της και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Τι σου έκαναν;» σχεδόν ψιθύρισε γεμάτος φρίκη. Θα έπρεπε να ήταν δίπλα της και να την προστάτευε, να μην επέτρεπε να της συμβεί τίποτα. Η μικρή φωνή στο μυαλό του του έλεγε ότι δεν ήταν δικό του λάθος που οι μάγισσες τον είχαν ρίξει αναίσθητο και πως δε θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτα, αλλά δεν ήξερε πώς να σταματήσει να κατηγορεί τον εαυτό του. Οι Θεοί τον είχαν ευλογήσει δίνοντάς του μια οικογένεια και εκείνος είχε αποτύχει στο καθήκον του να τους προστατεύσει.
Στο άκουσμα της φωνής του τα βλέφαρα της Κίρας μισάνοιξαν αποκαλύπτοντας δυο θολά γκρίζα μάτια.
«Συγγνώμη» του είπε και ξέσπασε ξανά σε λυγμούς. «Δεν μπόρεσα να τους σταματήσω. Μου το πήραν».
«Τι...» είπε ο Ντέβαν με μια έκφραση απόλυτης σύγχυσης και για πρώτη φορά πρόσεξε τη νεαρή μάγισσα που βρισκόταν δίπλα της. «Τι της κάνατε;» απαίτησε να μάθει οργισμένα. Τα μάτια του κοριτσιού άνοιξαν διάπλατα και έμεινε σιωπηλή, με το στόμα της μισάνοιχτο σαν να είχε ξεχάσει πως να σχηματίζει λέξεις. «Απάντησέ μου αλλιώς ορκίζομαι πως θα σκοτώσω κάθε αναθεματισμένη μάγισσα σε αυτό το δάσος!»
«Γέννησε πρόωρα» είπε γρήγορα η Αϊλίν, κοιτώντας τον τρομαγμένη λες και της είχε βάλει ένα μαχαίρι στον λαιμό. «Δεν το προκαλέσαμε εμείς, το ορκίζομαι. Η Νιλάι πήρε το μωρό και εγώ... Προσπάθησα να σταματήσω την αιμορραγία, αλλά δεν μπορώ».
Ενστικτωδώς, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην αιματοβαμμένη άκρη του φορέματός της. Τόσο πολύ αίμα, σκέφτηκε. Όμως το παιδί τους ήταν ζωντανό. Θα το έβρισκαν και όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Τα μάτια της Κίρας έκλεισαν ξανά και το πρόσωπο της έγειρε στο πουκάμισο του σαν να προσπαθούσε να βρει καταφύγιο μέσα στην αγκαλιά του. Ένας λυγμός την τράνταξε, υπερβολικά δυνατός για το αποδυναμωμένο σώμα της. «Δεν μπόρεσα ούτε να το κρατήσω στην αγκαλιά μου» ψιθύρισε αδύναμα.
«Όλα θα πάνε καλά» προσπάθησε να τη διαβεβαιώσει και την κράτησε πιο σφιχτά. «Σου ορκίζομαι πως θα βρω το παιδί μας».
Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε πως κανείς δε θα έβλαπτε ποτέ ξανά την οικογένειά του, είτε ήταν μάγισσα, είτε εχθρός, είτε κάποιος άλλος Ντρόγκομιρ. Όποιος επιχειρούσε ξανά κάτι τέτοιο θα πέθαινε ουρλιάζοντας.
Η Ντεσμέρα πλησίασε και γονάτισε δίπλα στην Αϊλίν. Έπιασε το χέρι της Κίρας και ένα έντονο συνοφρύωμα απλώθηκε στο πρόσωπό της παραμορφώνοντας τα άλλοτε κομψά χαρακτηριστικά της.
«Θα βρω το παιδί μας» επανέλαβε αλλά η Κίρα δεν απάντησε.
Η Ορόρα και η Νερίσσα πλησίασαν διστακτικά προς το μέρος τους. Η έντονη μεταλλική μυρωδιά του αίματος που πλανιόταν στον αέρα τις έκανε να τους κοιτάξουν με μια εξαιρετικά ανήσυχη έκφραση.
«Ντέβαν...» είπε η Ντεσμέρα αλλά το αγόρι την αγνόησε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η κοπέλα που κρατούσε στην αγκαλιά του.
«Θα βρούμε το παιδί μας και θα το μεγαλώσουμε με όλη την αγάπη που μπορεί να δώσει ένας γονιός στο παιδί του. Και θα είναι ευτυχισμένο, θα το δεις» της είπε τρυφερά αλλά η Κίρα παρέμεινε σιωπηλή. «Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι λίγο κουράγιο. Είσαι δυνατή και θα τα καταφέρεις, το ξέρω ότι μπορείς»
«Ντέβαν» είπε ξανά η Ντεσμέρα προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του. «Σταμάτα. Είναι νεκρή».
Το κεφάλι της Αϊλίν γύρισε τόσο απότομα προς το μέρος της άλλης μάγισσας που η κίνηση θα πρέπει να ήταν επώδυνη.
«Όχι» είπε το αγόρι κουνώντας το κεφάλι του, με τη φωνή του να βγαίνει σπασμένη. Το μυαλό του δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι η κοπέλα στην αγκαλιά του είχε σταματήσει να αναπνέει. Μόλις την είχε βρει, δε γινόταν να την ξαναχάσει.
Η Ορόρα ακούμπησε παρηγορητικά το χέρι της στον ώμο του αλλά ο Ντέβαν τινάχτηκε.
«Όχι!» σχεδόν ούρλιαξε, κάνοντάς την να οπισθοχωρήσει βιαστικά. «Δεν είναι νεκρή!» Η Ορόρα τον κοίταξε ανήσυχα λες και ήταν ένα άγριο θηρίο και δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πλησιάσει ή να απομακρυνθεί.
Η προσοχή του εστίασε ξανά στην Κίρα.
«Άνοιξε τα μάτια σου» της είπε ήρεμα, νιώθοντας έναν κόμπο να σχηματίζεται στον λαιμό του και παραμέρισε μια υγρή τούφα καστανών μαλλιών που είχε κολλήσει στο μέτωπό της. «Πρέπει να τους δείξεις πως κάνουν λάθος. Άνοιξε τα μάτια σου».
Άκουσε την Ορόρα να παίρνει μερικές κοφτές ανάσες πίσω του και το σιγανό κλάμα που ακολούθησε. Ο θρήνος της αδελφής του ήταν αυτό που τον έκανε να το συνειδητοποιήσει: η Κίρα ήταν νεκρή.
Η Κίρα ήταν νεκρή
Στράφηκε απεγνωσμένα προς την Ντεσμέρα.
«Μητέρα, σε παρακαλώ, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που να μπορείς να κάνεις» την ικέτεψε.
«Οι Θεραπευτές δεν μπορούν να φέρουν πίσω μια ζωή που έχει ήδη χαθεί».
«Για χρόνια δε σου ζήτησα τίποτα, αλλά πρέπει να την βοηθήσεις». Την κοίταξε σαν να την ικέτευε να τον καταλάβει, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ένα πονεμένο βλέμμα που επιβεβαίωνε τα λόγια της. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσαν να κάνουν.
Έκρυψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της, ικετεύοντας όλους τους θεούς που ήξερε να δουν αυτή την αδικία και να του δώσουν την Κίρα πίσω, αλλά τα γκρίζα μάτια της παρέμειναν κλειστά. Ήταν λες και ο χρόνος είχε σταματήσει, ένα κομμάτι του κόσμου είχε χαθεί και εκείνος είχε απομείνει να κοιτάζει σαν χαμένος το κενό. Η Κίρα ήταν μόνο δεκαοχτώ ετών. Η ζωή της είχε μόλις αρχίσει, ήταν άδικο να κοπεί τόσο απότομα. Ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του, η καρδιά του... Δεν υπήρχε καρδιά. Κάποιος την είχε ξεριζώσει από το στήθος του αφήνοντας μονάχα μια τρύπα και η Κίρα την είχε πάρει μαζί της, όταν έφυγε από αυτό τον κόσμο. Αυτή η πληγή δεν μπορούσε να γιατρευτεί και ήξερε πως δε θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος.
«Δεν ωφελεί να θρηνείς για κάτι που δεν μπορείς να αλλάξεις» του είπε η Ντεσμέρα. «Πρέπει να επικεντρωθείς στο να βρεις το μωρό».
Ο Ντέβαν ήθελε να της φωνάξει να εξαφανιστεί και να τον αφήσει ήσυχο, αλλά η μάγισσα είχε δίκιο. Έπρεπε να βρει το μωρό τους. Φίλησε την Κίρα στο μέτωπο και την άφησε απαλά πάνω στο χορτάρι. Έμοιαζε σαν να κοιμόταν και από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε. Όμως τα γκρίζα μάτια της δε θα ξανάνοιγαν, το γλυκό της γέλιο δε θα ξανακουγόταν.
Μάζεψε όση θέληση του είχε απομείνει και σηκώθηκε από το έδαφος.
«Μείνε μαζί της» είπε στην Ντεσμέρα. Δε θα άφηνε το σώμα της Κίρας βορά για τα αγρίμια του δάσους. Στράφηκε προς την ξαδέλφη του και την αδελφή του που στέκονταν λίγα βήματα πιο πέρα. Η Νερίσσα είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω από τους ώμους της Ορόρας που προσπαθούσε να καταπνίξει σιγανά αναφιλητά.
«Φεύγουμε» ήταν η μόνη λέξη που τους είπε, ξαφνιασμένος που η φωνή του βγήκε σταθερή. Πώς μπορούσε να είναι σταθερή, όταν κάθε ανάσα που έπαιρνε ήταν επώδυνη σαν μια μικρή μαχαιριά; Γιατί να αναπνέει εκείνος, ενώ η Κίρα δεν μπορούσε; Ήθελε να πέσει στα γόνατα και να ουρλιάξει, να κλάψει, να ζητήσει έστω μια τελευταία ματιά, μια λέξη, ένα φιλί, κάτι. Αν όμως άφηνε να βγει έξω έστω και λίγο συναίσθημα τότε θα ξεχυνόταν όλο και δε θα σταματούσε ποτέ.
Κατέπνιξε τα δάκρυα που έκαιγαν στο πίσω μέρος των ματιών του και κοίταξε τον ήλιο που έκανε δειλά την εμφάνισή του στον ορίζοντα. Κανονικά δε θα έπρεπε να μπορεί να μεταμορφωθεί, αλλά το μωρό είχε γεννηθεί άρα η κατάρα θα είχε σπάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε εντολή στο σώμα του να μεταμορφωθεί, νιώθοντας τους μυς του να τεντώνονται και τα κόκαλά του να αναδιαμορφώνονται, για να πάρουν τη μορφή του δράκου. Θα θρηνούσε αργότερα, όμως τώρα έπρεπε να κρατήσει μια υπόσχεση. Θα έβρισκε το παιδί του και θα φρόντιζε να μεγαλώσει ξέροντας πόσο υπέροχος και γενναίος άνθρωπος ήταν η μητέρα του.
Μια νέα αποφασιστικότητα τον κατέκλυσε και η θλίψη παραμερίστηκε για λίγο από την οργή.
Η Νιλάι θα πλήρωνε για όλα όσα του είχε στερήσει.
Φαίη