Εξόριστοι (Κεφάλαιο 24)

 Drite

Η Drite είχε σκύψει το κεφάλι και δούλευε με γρήγορους ρυθμούς. Είχε πλακώσει πελατεία και δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα. Δεν την ενοχλούσε όμως ιδιαίτερα, αφενός ήταν συνηθισμένη στην πίεση, αφετέρου ήταν μια δικαιολογία για να μη σκέφτεται τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Ένιωθε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν κάθε φορά που έφερνε στον νου της εκείνο το φιλί.

Δεν ήταν ότι δεν της άρεσε, ότι δεν το ήθελε, μα έτσι ένιωθε τον εαυτό της τρωτό, πως είχε ανοίξει μια μικρή κερκόπορτα που την έκανε να νιώθει ανασφαλής. Αισθανόταν κάπως αφελής που αφέθηκε να παρασυρθεί από δύο όμορφα λόγια και ένα ελκυστικό χαμόγελο. Μα ίσως ήταν η απροσδόκητη αίσθηση της ευτυχίας που τόσο ξαφνικά και απροειδοποίητα εισέβαλλε στη ζωή της.

Είχε έναν σκοπό, είχε βάλει στόχους στη ζωή της και ο έρωτας που προέκυψε αιφνιδίως δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα. Έδιωξε αμέσως αυτή την παράταιρη σκέψη. Έρωτας; Αν ήταν ποτέ δυνατόν, δύο κόσμοι τόσο διαφορετικοί, χωρίς κανένα κοινό σημείο αναφοράς σε έναν κόσμο που ήταν γεμάτος στερεότυπα, προκαταλήψεις και ρατσιστικές ιδεολογίες.

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της.

Ό,τι και αν έλεγε όμως, η θύμησή του και μόνο θα μπορούσε ίσως να την κάνει να χαμογελάσει. Έμεινε για μια στιγμή να κοιτά τα κενό μπροστά της αναπολώντας το φιλί. Ένιωθε ακόμα τη γεύση των χειλιών του, είχαν το άρωμα του καφέ και ασυναίσθητα έγλυψε τα δικά της. Αναρίγησε στην ιδέα του.

-Τι έγινε, κοριτσάκι; άκουσε την αντιπαθητική φωνή της Νατάσας πίσω της. Χαζεύουμε;

Επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα και συνέχισε να πλένει τα πιάτα στον νεροχύτη. Απέφυγε να της απαντήσει. Η Νατάσα ήρθε από πίσω της, πάνω από το κεφάλι της και της φύσηξε τον καπνό στα μούτρα. Η Drite έβηξε, μα δεν αντέδρασε.

-Τι έγινε με εκείνον τον μελαχρινό τελικά χτες; συνέχισε στον ίδιο αντιπαθητικό τόνο. Του είπες τελικά ότι είσαι απλά μια βρωμιάρα αλβανίδα;

-Μη μου κολλάς, της είπε σιγά τρέμοντας από οργή.

-Αλλιώς τι; Θα με κάνεις ντα;

Έσφιξε τα δόντια και έκλεισε τα μάτια της. Έσφιξε τη γροθιά της και ετοιμάστηκε να της καταφέρει ένα χτύπημα κατάμουτρα, όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνό της.

-Σήκωσε το, της είπε ειρωνικά. Ο γκόμενός σου θα είναι.

Έφυγε από την κουζίνα γελώντας, με έναν αέρα νίκης στο πρόσωπό της. H
Drite, πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσει. Έπειτα, έβγαλε το κινητό από την τσέπη της και απάντησε. Ήταν ο προπονητής της για να την ενημερώσει ότι η προπόνηση για εκείνη την ημέρα αναβαλλόταν, χωρίς να της εξηγήσει τους λόγους. Παραξενεύτηκε, δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε. Παρόλα αυτά όμως, θα είχε έτσι την ευκαιρία να ξεφύγει λίγο από την πίεση και το άγχος.

Κράτησε για λίγο το κινητό στο χέρι της αναποφάσιστη και με το άλλο έβγαλε το χαρτί με το νούμερο που της είχε γράψει ο Φάνης την προηγουμένη. Κοίταξε από τη μισάνοιχτη πόρτα και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει κάποια απειλή, του τηλεφώνησε.

-Καλημέρα, της είπε και η φωνή του βγήκε κάπως μουδιασμένη.

Η Drite αισθάνθηκε κάπως περίεργα. Έτριψε τον αυχένα της.

-Πώς είσαι;

-Τώρα που σε άκουσα καλύτερα.

Της ξέφυγε ένα μικρό χαμόγελο, το οποίο όμως έπνιξε αμέσως.

-Κοίτα, η προπόνησή μου ακυρώθηκε σήμερα, οπότε έχω ελεύθερο χρόνο μετά τη δουλειά. Έλεγα μήπως….

-Τέλεια! Εννοείται πως θέλω να βρεθούμε!

-Ωραία. Μόλις τελειώσω από τη δουλειά, θα σου τηλεφωνήσω.

Το έκλεισε και το έσφιξε με δύναμη πάνω στο στήθος της κλείνοντας τα μάτια της. Σε μια στιγμή, τα είχε ξεχάσει όλα. Στο κάτω κάτω δεν ήταν παρά μια έφηβη που είχε ανάγκη να νιώσει και εκείνη κάποια στιγμή όμορφα. Κοίταξε το ρολόι, είχε ακόμα δύο ώρες να τελειώσει τη βάρδιά της. Έσκυψε τα κεφάλι και ρίχτηκε στη δουλειά.

Είχε συννεφιάσει όταν σχόλασε, είχε βγάλει και ψύχρα. Έπρεπε να περάσει πρώτα από το σπίτι, να ετοιμαστεί πριν του τηλεφωνήσει. Ανοίγοντας την πόρτα, ξαφνιάστηκε βλέποντας πως ο θείος της δεν ήταν μόνος. Μαζί του ήταν άλλοι δύο συμπατριώτες τους, με ύποπτες φάτσες, άγνωστοι σ’ εκείνη, μα προφανώς γνωστοί του. Με το που την είδαν, σταμάτησαν να μιλούνν και κοίταξαν τον Costa συνωμοτικά. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά στην ανιψιά του και την αγκάλιασε.

Ήταν απλά κάποιοι φίλοι του που είχαν έρθει από την πατρίδα και πέρασαν να τον δουν, έτσι της είπε. Φυσικά η Drite δεν πίστεψε λέξη. Με την άκρη του ματιού της, είδε το περίστροφο του ενός που ξεχώριζε στη ζώνη, κάτω από την μπλούζα του.

Ο Costa το αντιλήφθηκε και την πήρε παράμερα. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ και της το έδωσε.

-Τα παιδιά διψάνε, της είπε. Γιατί δεν πας να φέρεις κάτι δυνατό να πιούμε, ε;

Η Drite προσπάθησε να ρίξει άλλη μια ματιά τι γινόταν στο σαλόνι της, μα ο θείος της μπήκε μπροστά της κόβοντάς της τη θέα.

-Τα ποτά, Drite, είπε με επιτακτική φωνή και ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις.

Κατέβηκε απρόθυμη και πήγε μέχρι τη διπλανή κάβα. Πήρε δύο μπουκάλια και επιστρέφοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, κοίταξε στο παράθυρο του δεύτερου ορόφου και η καρδιά της σφίχτηκε. Είχε ένα πολύ άσχημο προαίσθημα για όλο αυτό.

Ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στο διαμέρισμα. Η παρέα των ανδρών ήταν ακόμα μαζεμένη μέσα στο σαλόνι και για μια ακόμα φορά, μόλις εμφανίστηκε η Drite, σταμάτησαν να μιλούν. Έδωσε τη σακούλα με τα ποτά στον θείο της, ο οποίος αρνήθηκε να πάρει τα ρέστα.

-Κράτα τα να αγοράσεις κάτι όμορφο.

Στην αρχή αρνήθηκε, αλλά μετά από την επιμονή του, τα έβαλε στην τσέπη της.

-Δε θα καθίσω, του είπε. Θα κάνω ένα μπάνιο και θα φύγω, έχω δουλειά.

Ο Costa κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. Προφανώς, η έξοδος αυτή της ανιψιάς του τους εξυπηρετούσε αφάνταστα.

-Η πληγή σου; τον ρώτησε. Είσαι εντάξει;

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, προφανώς βιαζόταν να την ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα. Σε μισή ώρα ήταν ήδη έτοιμη και κατέβαινε τα σκαλιά. Έβγαλε το τηλέφωνό της και σχημάτισε τον αριθμό του Φάνη.

Ηλίας Στεργίου