Εξόριστοι (Κεφάλαιο 23)

Φάνης

Ο Φάνης καθόταν μόνος, σκεφτικός σε μια γωνία της αυλής του σχολείου, μακριά από τη συνηθισμένη του παρέα. Δεν είχε όρεξη για πολλά εκείνη την ημέρα. Αισθανόταν παράξενα μετά από το φιλί της προηγούμενης νύχτας. Ήταν αβίαστο, αυθόρμητο μα συνάμα και τρομακτικό με έναν τρόπο τον οποίο δεν μπορούσε να καταλάβει. Έκανε το στήθος του να πεταρίζει, το πρόσωπό της τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλό του.

Κοίταξε γύρω του ένοχα, σαν και κάποιος να άκουγε τις βαθύτερες σκέψεις του και χαμογέλασε. Έβγαλε το κινητό του και κοίταξε την οθόνη του για τυχόν χαμένες κλήσεις. Πριν χωριστούν το βράδυ, της είχε δώσει το τηλέφωνό του, μα εκείνη δεν του απάντησε στην ερώτηση αν θα του τηλεφωνούσε.

Παράξενο κορίτσι, σκέφτηκε καθώς άναβε σιγάρο. Έριξε μια ματιά στο προαύλιο του σχολείου και κοίταξε τους συμμαθητές του. Τα παιδιά μιας γενιάς που έκριναν και κρίνονταν με βάση μόνο την εξωτερική εμφάνιση. Οι περισσότεροι με ένα κινητό τελευταίας γενιάς στο χέρι, αποχαυνωμένοι στη διαδικτυακή ζωή τους, να έχουν δώσει βαρύτητα μόνο στο πώς φαίνονται και στο πώς δείχνουν. Χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την εσωτερική τους καλλιέργεια, την κριτικής σκέψη, με έναν μπαμπά συνήθως που τους πρόσφερε τα πάντα απλόχερα. Χωρίς στόχους, χωρίς όνειρα και οράματα.

Φύσηξε τον καπνό ψηλά με μια αίσθηση αηδίας. Το μόνο που επιζητούσαν ήταν η κοινωνική αποδοχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αδιαφορώντας, ή καλύτερα, αγνοώντας επιδεικτικά τον πραγματικό κόσμο, απλά ακολουθώντας τις απόψεις και τα στερεότυπα της μάζας. Τους ενδιέφερε μόνο η αποδοχή των υπολοίπων. Δεν τους ένοιαζε η δυνατότητα έκφρασης. Δεν προβληματίζονταν για τίποτα στη ζωή τους. Η διανοητική τους κατάσταση ήταν στο χαμηλότερο σημείο που γίνεται.

Έσκυψε το κεφάλι του. Τους λυπόταν ειλικρινά που δεν μπορούσαν να αισθανθούν αληθινά, χωρίς ελπίδα για αφύπνιση. Ενώ εκείνη; Δυο άνθρωποι τόσο αντίθετοι και τόσο μακριά ο ένας από τον άλλον.

Έφτυσε στο χώμα αγανακτισμένος. Πέραν αυτού είχε και το θέμα με τον πατέρα του και έβλεπε πως το να γυρίσει σπίτι ήταν πλέον μονόδρομος. Δεν το ήθελε, μα έπρεπε.

Είδε από μακριά να πλησιάζει ο Χάρης, ένας από την παρέα του, συμμαθητής του. Του ζήτησε τσιγάρο και στάθηκε όρθιος δίπλα του.

-Τι έγινε χτες ρε συ; του είπε. Πού χάθηκες;

Ο Φάνης τον κοίταξε παραξενεμένος.

-Hello; του είπε ο άλλος κουνώντας το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του. Δεν είχαμε κανονίσει να πάμε για μπύρες; Πού εξαφανίστηκες;

Έκανε μια γκριμάτσα, το είχε ξεχάσει.

-Σόρρυ, ρε συ. Έχω κάτι ζόρια στο σπίτι και τα πράγματα ξέφυγαν λιγάκι.

Ο Χάρης κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Κάθισε δίπλα του και τον σκούντησε ελαφρά στον ώμο, δείχνοντάς του με το δάχτυλο μια παρέα κοριτσιών που καθόταν απέναντι.

-Τι λέει, του είπε. Θα κάνεις κατάσταση με τη Δώρα;

-Τι εννοείς; είπε σκύβοντας το κεφάλι.

-Σε γουστάρει, ρε συ! Τι να εννοώ;

Ο Φάνης σήκωσε απρόθυμος το κεφάλι για να δει τη Δώρα που του έριχνε κλεφτές ματιές και γελούσε με τις φίλες της. Δημοφιλής, με αθλητικό σώμα, μακριά ξανθιά μαλλιά και προκλητικά μεγάλα χείλη, ήταν η περιζήτητη γκόμενα του σχολείου. Και τώρα, η ματιά της εστίαζε πάνω του, παίζοντας το παιχνίδι της πρόκλησης, στέλνοντάς του μηνύματα με τη γλώσσα του σώματός της. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του στρέφοντας το βλέμμα του προς άλλη κατεύθυνση.

-Δε νομίζω, είμαι αλλού αυτή την περίοδο.

-Έλα ρε! Με ποια;

-Δεν την ξέρεις, είπε στεγνά.

Ο Χάρης κουνήθηκε στον ρυθμό μια φανταστικής μουσικής που άκουγε στο κεφάλι του.

-Σε πειράζει να κάνω εγώ κατάσταση;

Ο Φάνης κούνησε αδιάφορα τους ώμους του. Η ματιά του έπεσε στον Άγγελο που περπατούσε μόνος του. Το χέρι του άρχισε να τρέμει, αισθάνθηκε άσχημα. Στον λαιμό του στάθηκε ένας κόμπος και το πετάρισμα στο στήθος ήρθε ξανά. Ξαφνικά θύμωσε, πλημύρισε από μια ανεξέλεγκτη οργή. Έριξε μια βρισιά που μόλις ακούστηκε και πέταξε το τσιγάρο του.

-Πάμε! είπε στον Χάρη ο οποίος οσμίστηκε αίμα και τον ακολούθησε περιχαρής.

Έφτασε τον Άγγελο με γρήγορο βήμα και του έκλεισε τον δρόμο. Ο Άγγελος αιφνιδιάστηκε μόλις τον είδε.

-Πού πας, αδερφάρα; του είπε άγρια, ενώ ο Χάρης δίπλα του χαχάνιζε σαν ηλίθιος.

Ο Άγγελος κοίταξε έντρομος γύρω του ευελπιστώντας σε βοήθεια μα μάταια. Έκανε να φωνάξει μα μια γροθιά του Φάνη του έσκισε τα χείλη και το στόμα του γέμισε με αίματα. Τον έπιασε από την μπλούζα και σήκωσε το χέρι του για να του καταφέρει άλλη μια μπουνιά. Κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια του που τον κοιτούσαν ικετευτικά. Αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια, τα γεμάτα φρίκη και πόθο.

Στο μυαλό του επικρατούσε μια φοβερή σύγχυση. Από δίπλα του ο Χάρης που τον ωθούσε να τον ξαπλώσει κάτω και από την άλλη εκείνο το κρυμμένο αίσθημα που βρισκόταν σε άρνηση και έκαιγε βαθιά στο στήθος του.

-Εσύ φταις! του ούρλιαξε. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!

Τότε ήταν που ο Άγγελος τον κοίταξε με ένα βλέμμα που τον διαπέρασε από άκρη σε άκρη. Δεν έκρυβε πια φόβο, μα ένα αλλόκοτο είδος κατανόησης και συναίνεσης. Ο Φάνης τρόμαξε, το πρόσωπό του χλόμιασε. Τον απώθησε βίαια και έμεινε να τον κοιτά. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα.

-Τι τον κοιτάς; φώναξε με απορία ο Χάρης. Ξάπλωσέ τον!

Ο Άγγελος έμεινε ασάλευτος απέναντί του, εκτεθειμένος, μα ο Φάνης ένιωσε πως είχε εκτεθεί πολύ περισσότερο. Χωρίς να πει τίποτα παραπάνω, γύρισε και έφυγε τρέχοντας.

 Ηλίας Στεργίου