(Σκάι & Κρις)
Η ατμόσφαιρα στο όχημα ήταν τεταμένη. Ο Πράις καθόταν στη θέση του οδηγού, ελέγχοντας από τους καθρέφτες την κίνηση πίσω μας. Ο Κρις εξερευνούσε τα υπάρχοντα των δύο μεγάλων σακιδίων στη θέση του συνοδηγού, αποκαλύπτοντας ένα μικρό οπλοστάσιο, που κάλυπτε ένα μεγάλο εύρος επιλογών. Λίγα λεπτά αργότερα, αφού έκανε έναν προσεκτικό απολογισμό, πέρασε στο πίσω κάθισμα και έπιασε τρεις μαύρες ζώνες με θήκες.
Με κοίταξε προσεκτικά και έπειτα μου έδωσε την πρώτη ζώνη, η οποία εμφανώς πήγαινε στη μέση. Την έδεσα προσεκτικά και παρατήρησα πως ταίριαζε απόλυτα επάνω στη στολή μου, όσο εκείνος ήταν απασχολημένος να δένει τη δεύτερη ζώνη γύρω από τον δεξί μου μηρό, πριν μου ζητήσει να γυρίσω προς εκείνον, για να δέσει την τελευταία ζώνη στο αριστερό μου μπράτσο. Κοιτούσα σχεδόν μαγεμένη την ταχύτητα με την οποία έδενε τις ζώνες προσεκτικά επάνω μου, χωρίς να τις σφίγγει υπερβολικά, σαν να μπορούσε να μετρήσει την ποσότητα της πίεσης που ασκούσε.
Τα πρόσωπά μας ήταν τόσο κοντά, που μπορούσα να νιώσω την ανάσα του στον λαιμό μου. Τα μάτια μας συναντήθηκαν για μια στιγμή, αρκετή ώστε να πούμε όλα όσα θέλαμε χωρίς να μιλήσουμε, πριν επιστρέψει προσεκτικά στη θέση του. Έπιασε από την μπροστινή θέση το ένα σακίδιο και το ακούμπησε προσεκτικά στα πόδια του.
«Εύχομαι να μη χρειαστούν, όμως δεν μπορώ να σε αφήσω άοπλη εκεί που πάμε. Όπως βλέπεις, η ζώνη στη μέση σου έχει δύο θήκες, οι οποίες αντιστοιχούν σε αυτά τα δύο όπλα». Ο Κρις τράβηξε προσεκτικά τα δύο μαύρα όπλα, τα οποία είχαν μια διαφανή θήκη στη λαβή τους, η οποία μου επέτρεπε να δω ένα κόκκινο παχύρρευστο υλικό να γεμίζει τον κενό χώρο.
«Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα, παρά μόνο να πατήσεις τη σκανδάλη αν χρειαστεί. Έχουν μεγάλη ακρίβεια, οπότε στόχευσε με το ένα μάτι όσο πιο καλά μπορείς και ελευθέρωσε το υλικό. Πρέπει να πας κατευθείαν για την καρδιά ή το κεφάλι, Σκάι. Εύχομαι να μη χρειαστεί να το κάνεις, όμως, αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, μη διστάσεις, ακριβώς εδώ και εδώ». Έβαλε τα χέρια μου προσεκτικά στη σωστή θέση για να κρατάω το όπλο και με το χέρι του με οδήγησε στα δύο σημεία που θα αποτελούσαν τον στόχο μου. Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, όσο το όπλο στο χέρι μου διέσχιζε τη διαδρομή στο κορμί του Κρις, όμως ταυτόχρονα ένιωθα εξοικειωμένη με τον χειρισμό του όπλου. Φάνηκε να το καταλαβαίνει αυτό και ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.
«Ίσως έχεις ταλέντο. Ελπίζω να μη χρειαστεί να το ανακαλύψουμε». Τον κοίταξα για λίγο απολαμβάνοντας την ικανοποίηση στο βλέμμα του και ύστερα έστρεψα ξανά την προσοχή μου στο όπλο.
«Σημαδεύω και απελευθερώνω, εντάξει, το κατάλαβα. Οι άλλες δύο θήκες;» Χαμογέλασε και βύθισε τα χέρια του ξανά στο σακίδιο.
«Ανήκουν σε αυτά εδώ». Έβγαλε προσεκτικά δύο ασημένια, τραχιά μαχαίρια με μαύρες λαβές. Οι λεπίδες έλαμπαν και αντανακλούσαν την όψη του Κρις. Με μια γρήγορη κίνηση, οι λεπίδες βρέθηκαν επιδέξια σε θέση μάχης επάνω στα χέρια του, σαν να ήταν φτιαγμένα για εκείνον και μόνο.
«Η πιο άνετη θέση είναι αυτή εδώ, αφού είσαι δεξιόχειρας. Με αυτά θα σημαδεύεις τα πλευρά και τον λαιμό αν κάποιος έρθει τόσο κοντά που τα όπλα θα είναι άχρηστα. Για να σε δω να τα κρατάς τώρα». Άπλωσε τα χέρια του κρατώντας τα δύο μαχαίρια ανάποδα, για να πιάσω τις λαβές σωστά. Ακούμπησα διστακτικά τα χέρια μου επάνω στο σκληρό, μαύρο υλικό, που κάλυπτε την άκρη της λεπίδας και ένιωσα το κεφάλι μου να πονάει. Σκηνές από εμένα να κρατάω διάφορα όπλα πέρασαν από μπροστά μου μέσα σε δευτερόλεπτα.
Ο Κρις με παρατηρούσε ανήσυχος, πριν προλάβει όμως να με ρωτήσει οτιδήποτε, ο πόνος είχε περάσει και ήμουν καλά. Συγκεντρώθηκα για ακόμη μια φορά και τα χέρια μου κράτησαν αποφασιστικά τις άκρες των μαχαιριών, αντιγράφοντας τέλεια τη στάση του Κρις. Περήφανη για τον εαυτό μου, δεν είχα προσέξει πως τώρα με κοιτούσαν και οι δυο τους περίεργα. Κούνησα τους ώμους απολογητικά και με δυο κινήσεις οι κοφτερές λεπίδες είχαν εξαφανιστεί μέσα στις θήκες τους.
Σύντομα η προσοχή είχε φύγει από πάνω μου και, αφού μοιράστηκαν τα υπόλοιπα όπλα, βρεθήκαμε σε έναν λιγότερο φωτισμένο διάδρομο, στον οποίο ο Πράις ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε στην άκρη.
«Πρέπει να συνεχίσουμε με τα πόδια, είμαστε πολύ κοντά στις αποβάθρες και σίγουρα θα μας περιμένουν. Δεν μπορούμε να πάρουμε τον παράδρομο όμως. Θα πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο». Στάθηκαν για λίγο σκεπτικοί, ζυγίζοντας τις επιλογές μας και σύντομα ο Κρις έλυσε τη σιωπή.
«Αν είμαστε τυχεροί, σε λίγο θα περάσει το φορτηγό με τις προμήθειες. Υπάρχουν δύο φύλακες, ένας μπροστά και ένας πίσω. Δε νομίζω να δυσκολευτούμε, τι λες;»
«Χα! Παιχνιδάκι». Τα μάτια του Πράις έλαμπαν τόσο φωτεινά, όμως και ο Κρις φαινόταν ενθουσιασμένος. Είχα ξεχάσει πως οι δύο χαλαροί φίλοι ήταν, στην πραγματικότητα, μαχητές, ζούσαν για να πολεμούν. Σύντομα κρυφτήκαμε μέσα στο όχημά μας. που ο Πράις είχε τοποθετήσει με απόλυτη ακρίβεια στη μέση του διαδρόμου και περιμέναμε σιωπηλά. Για καλή μας τύχη, στιγμές αργότερα ακούσαμε τη μηχανή του φορτηγού να πλησιάζει. Τα φώτα του έπεσαν πάνω μας και σκύψαμε όλοι τόσο, ώστε να μη φαινόμαστε έξω.
Δύο πόρτες ακούστηκαν και σύντομα βήματα πλησίαζαν προς το μέρος μας. Δεν πρόλαβα να δω κανέναν από τους δύο φύλακες, καθώς τη στιγμή που πλησίασαν τις πόρτες, ο Κρις και ο Πράις τις κλότσησαν προς τα έξω, εξασφαλίζοντας αρκετό χρόνο για να βγουν από το όχημα και να αναισθητοποιήσουν τους πρώτους δύο φύλακες, οι οποίοι ήταν σωριασμένοι στο έδαφος. Ο Κρις μου έκανε νόημα να μείνω μέσα και ύστερα άρχισαν να προχωρούν με τον Πράις σε απόλυτο συγχρονισμό προς το πίσω μέρος του φορτηγού.
Παρατηρούσα από το πίσω τζάμι τις γρήγορες κινήσεις τους, σιωπηλές και σχεδόν απαρατήρητες μέσα στο σκοτάδι. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, μια αχτίδα κόκκινου φωτός εμφανίστηκε και για λίγο δεν έβλεπα κανέναν. Βγήκα από την πόρτα και, περνώντας τους αναίσθητους φρουρούς, άρχισα να τρέχω προς το μέρος τους, όταν εμφανίστηκαν και οι δυο τους χαμογελώντας.
Ο Κρις έδειχνε ξαφνιασμένος από την ξαφνική μου εμφάνιση και ήρθε προς το μέρος μου, μηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ μας.
«Νόμιζα ότι-» Ήταν το μόνο που πρόλαβα να πω πριν η ανάσα μου με εγκαταλείψει. Εκείνος πέρασε τα χέρια του γύρω μου και με έσφιξε επάνω του. Μπορούσα να ακούσω τους παλμούς τις καρδιάς του να καλπάζουν γρήγορα στα αφτιά μου.
« Ότι; Θα πρέπει να μου έχεις περισσότερη εμπιστοσύνη ξέρεις. Είμαι καλά, ηρέμησε, δε θα πάθω τίποτα». Τα λόγια του δε με ηρεμούσαν καθόλου, όμως η αγκαλιά του έμοιαζε να ήταν η σωστή θεραπεία για τους φόβους μου.
«Δε θέλω να σας χαλάσω την ερωτική σκηνή, όμως αν μείνουμε εδώ για λίγο ακόμη, θα χάσουμε το τελευταίο μας πλεονέκτημα». Η φωνή του Πράις μας επανέφερε στην πραγματικότητα και τον κοιτούσαμε, καθώς γελούσε με την εικόνα μας. Ο Κρις τον κοίταξε άγρια και μετά χαμογέλασαν και οι δύο ταυτόχρονα. Αφού έβαλαν τους φρουρούς μέσα στο παλιό μας όχημα και το οδήγησαν στην άκρη του δρόμου, περπατήσαμε προς το λευκό στρατιωτικό βαν που έδειχνε αδιαπέραστο.
Ο Πράις μπήκε για ακόμη μια φορά πίσω από το τιμόνι του οδηγού και εγώ με τον Κρις μπήκαμε πίσω στις προμήθειες. Ανάμεσά μας, υπήρχαν κούτες με είδη εξοπλισμού και όπλα, τα οποία ήμουν σίγουρη πως για τα δύο αγόρια θα ήταν θησαυρός.
Στη μεσοτοιχία ανάμεσα στην καμπίνα οδήγησης και στον αποθηκευτικό χώρο, υπήρχε ένα παράθυρο που μας επέτρεπε να μιλάμε με τον Πράις μπροστά. Παρόλα αυτά η διάρκεια της διαδρομής πέρασε τόσο γρήγορα, που είχαμε χρόνο μόνο για τα απαραίτητα. Ο Κρις μάζευε από τις κούτες ότι μπορούσε να κουβαλήσει επάνω του και λίγο αργότερα ακούσαμε τη φωνή του οδηγού μας να μας ειδοποιεί.
«Όταν φτάσουμε, πρέπει να βρούμε το σκάφος της Σκάι το συντομότερο δυνατόν. Μόλις το εντοπίσουμε, θα πρέπει να τρέξετε για αυτό. Κρις, χρησιμοποίησε τον ανιχνευτή σου για τυχόν πομπούς πριν δώσεις τις συντεταγμένες. Α, για να μην το ξεχάσω, βρες το κουτί στο κάτω μέρος από τον πίνακα ελέγχου και στις συντεταγμένες πρέπει να βάλεις X: 2, Y: 7. Φρόντισε να το θυμάσαι».
Το βλέμμα του Κρις ήταν μπερδεμένο, σαν να είχε ακούσει το πιο ανόητο πράγμα. Έκατσε για λίγο πίσω στο κάθισμα, προσπαθώντας να βρει μια λογική εξήγηση, όμως τελικά παραδόθηκε στην περιέργειά του.
«Πράις, Τι λες; Αυτές δεν είναι καν συντεταγμένες. Τι σας μαθαίνουν στην εκπαίδευση, τώρα τελευταία;» Ο Πράις σταμάτησε απότομα το όχημα και εκείνο σφύριξε ελαφρώς, από την ατσούμπαλη μείωση ταχύτητας στον αεροδιάδρομο. Γύρισε προς τον Κρις και τον κοίταξε με ένα σοβαρό ύφος που δεν ήξερα ότι διέθετε.
«Αδερφέ, αστειεύομαι για πολλά πράγματα, αλλά όχι για αυτό. Εμπιστεύσου με και μην αμφισβητείς τα λόγια μου. Είναι σημαντικό να κάνεις ότι σου λέω κατά γράμμα. Αλλιώς θα έχουμε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα».
Ο Κρις κούνησε καταφατικά το κεφάλι απολογητικά και έμεινε σιωπηλός στη θέση του κοιτώντας το βρώμικο πάτωμα του βαν. Λίγο αργότερα, μπορούσαμε να δούμε τα φώτα από τις αποβάθρες. Υπήρχαν φύλακες παντού, οι οποίοι φορούσαν ειρωνικά λευκές στολές, ενώ η αύρα τους ήταν μαύρη. Στις άκρες, μπορούσα να δω τα διάφορα σκάφη με τα φώτα τους να δίνουν μια καλύτερη εικόνα για το τι βλέπαμε μπροστά μας. Προσπαθούσα να βρω το σκάφος με το οποίο είχα έρθει, αλλά η ανάμνησή μου δεν ήταν τόσο καθαρή, σε αντίθεση με του Κρις που το είχε ήδη εντοπίσει, πράγμα που μάλλον ήταν προφανές από το πλήθος των φρουρών μπροστά του.
«Πώς θα περάσουμε όλους αυτούς τους φρουρούς;» Τα λόγια μου δε βρήκαν ανταπόκριση, αλλά μπορούσα να καταλάβω πως τόσο ο Κρις όσο και ο Πράις ένιωθαν την ίδια αγωνία με εμένα και ζύγιζαν τις επιλογές μας. Είχαν σίγουρα πολλές αποστολές στο ενεργητικό τους και το άγχος μου δε θα έκανε τη δουλειά τους ευκολότερη. Στάθηκα στη θέση μου, δίνοντας χώρο στους δύο έμπειρους μαχητές για να ετοιμάσουν το σχέδιο.
«Κρις, μόλις σταματήσω στο κέντρο της αποβάθρας, πρέπει να τρέξετε προς το σκάφος. Θα σας κερδίσω όσο χρόνο μπορώ, αλλά δεν πρέπει να σας δουν να βγαίνετε. Άνοιξε την πόρτα ελάχιστα και πήδα προς τα κοντέινερ στη γωνία. Θα προσπαθήσω να τους τραβήξω από την άλλη μεριά».
Ο Κρις γούρλωσε τα μάτια του και το πρόσωπό του άσπρισε.
«Καταλαβαίνεις ότι αυτό που λες είναι αυτοκτονία; Δεν μπορούμε να σε αφήσουμε μόνο ενάντια σε τόσους πολλούς. Δεν πρόκειται να τα καταφέρεις». Ο Πράις έδειχνε εκνευρισμένος και χτύπησε δυνατά το τιμόνι προσπαθώντας να εκτονώσει τον θυμό του.
«Να πάρει, Κρις! Σταμάτα να αμφισβητείς όσα σου λέω. Αυτό που συμβαίνει εδώ, αυτό που πρόκειται να κάνετε εσύ και η Σκάι είναι πολύ ανώτερο από τη δική μου ζωή, από οποιαδήποτε ζωή! Αυτή είναι η αποστολή μου, Κρις. Ο Άλεξ πέθανε για αυτόν τον σκοπό! Δε σκοπεύω να αφήσω τη θυσία του να πάει χαμένη, εσύ δεν είδες την Κάθριν, δεν την άκουσες να κλαίει, να φωνάζει. Πρέπει να το κάνω αυτό, πρέπει να το κάνω για το καλό όλων. Μη μου σαμποτάρεις την αποστολή. Σε παρακαλώ». Ο Κρις πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε την οροφή. Ύστερα κατέβασε το κεφάλι και γύρισε προς το μέρος του Πράις.
«Εντάξει, θα κάνω αυτό που θες. Μόλις είμαι σε ασφαλές σημείο, θα σε καλύψω για να σε χάσουν και μετά θα μπούμε στο σκάφος. Δε θα μπω αν δε βεβαιωθώ ότι ξέφυγες, το κατάλαβες;»
Ο Πράις κούνησε το κεφάλι και το όχημα ξεκίνησε ξανά. Την ώρα που πλησίαζε στο σημείο, ο Κρις προχώρησε προς την πόρτα του χώρου και κόλλησε επάνω της, με το χέρι του στην ασφάλεια, έτοιμος να την ανοίξει.
«Τώρα!» φώναξε ο Πράις και ο Κρις αντέδρασε αμέσως στη διαταγή.
Έσπρωξε την πόρτα και εγώ βρέθηκα να κρατώ ήδη τα όπλα στα χέρια μου ασυναίσθητα. Οδήγησε εκείνος τον δρόμο προς τα κοντέινερ και εγώ τον κάλυπτα από την πίσω πλευρά. Για καλή μας τύχη, ο Πράις είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στους φρουρούς και μέχρι να μας καταλάβουν βρισκόμασταν ήδη στη διαδρομή προς το σκάφος. Τρέχαμε προς το μέρος του στα δεξιά της αποβάθρας, πίσω από τα πρώτα κοντέινερ όμως, ανεβαίνοντας στο ύψωμα για την αιωρούμενη αποβάθρα, ο Πράις ήταν πλέον περικυκλωμένος.
Κοίταξα τον Κρις και εκείνος, αφού είδε τι συμβαίνει, κούνησε το κεφάλι του και γυρίσαμε πίσω. Μια στρατιά από φρουρούς είχε περικυκλώσει το φορτηγό, στερώντας τις επιλογές από τον Πράις. Ο Κρις με μια επίδοξη κίνηση έφερε τα όπλα του μπροστά και σημάδεψε αυτούς που ήταν στην πόρτα του οχήματος, κάνοντας τους υπόλοιπους να γυρίσουν προς το μέρος μας. Αυτό έδωσε αρκετό χρόνο στον Πράις να βγάλει εκτός άλλους τρεις, όσο οι μισοί τώρα κατευθύνονταν κατά πάνω μας.
Ο Κρις συνέχισε να βρίσκει τους στόχους του και εγώ κάλυπτα την πίσω πλευρά. Στιγμιαία γύρισα να δω τον Πράις και τότε ένιωσα ένα ξένο χέρι στον ώμο μου. Μηχανικά σχεδόν, το σώμα μου αντέδρασε. Έπιασα τον ξένο άνδρα από πάνω μου και με μια επίδοξη κίνηση τον πέταξα στο πάτωμα. Εκείνος προσπαθούσε να πιάσει ξανά το όπλο του, όμως ήμουν ήδη επάνω του, ακινητοποιώντας τον. Τότε, με τράβηξε κάποιος πίσω μου, ακινητοποιώντας τα χέρια μου. Έβαλα όλη τη δύναμη στα πόδια μου και βρέθηκα σκαρφαλωμένη στην πλάτη του, χρησιμοποιώντας τα τώρα ελεύθερα χέρια μου, για να σπάσω τον λαιμό του.
Δεν είχα ιδέα πως γνώριζα όλες αυτές τις τεχνικές θανάτου, όμως το σώμα μου θυμόταν και αυτή τη στιγμή χαιρόμουν, γιατί το είχαμε πραγματικά ανάγκη. Ο βίαιος θάνατος που είχα προκαλέσει ήταν σαν μια γροθιά στο στομάχι, που όμως την είχα συνηθίσει. Έπιασα το όπλο μου και σε δύο κινήσεις είχα βγάλει εκτός και τον πρώτο επίδοξο φρουρό που είχε έρθει κατά πάνω μου. Ο Κρις είχε γυρίσει για λίγα δευτερόλεπτα και με κοιτούσε γεμάτος ερωτήματα, στα οποία δεν μπορούσα να απαντήσω.
Ύστερα κοίταξε δεξιά και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, προσπαθώντας να με ειδοποιήσει για την απειλή απέναντί μου. Προσπάθησα να ακολουθήσω το βλέμμα του όμως κάτι με σταμάτησε.
«Σκάι!»
Ένιωσα να πέφτω στο έδαφος, ξαφνιασμένη από την απρόσμενη πτώση, χωρίς όμως να νιώθω πόνο, παρά μόνο ένα βάρος επάνω μου. Ο Κρις στεκόταν απέναντι, σημαδεύοντας την απειλή και εγώ γύρισα το πρόσωπό μου στον διασώστη μου, βλέποντας πως το πρόσωπό του μου ήταν γνώριμο. Η χρυσή στολή μάχης τον έκανε να μοιάζει διαφορετικός, όμως αυτό δεν ήταν το πρόβλημα της δυσπιστίας μου.
«Άλεξ; Μα πως είναι δυνατόν, αφού σε είδα...»
Το βλέμμα του ήταν μαλακό και χαρούμενο.
«Χαίρομαι που σε βλέπω, Σκάι». Με σήκωσε προσεκτικά από το έδαφος και γύρισε προς τον Κρις, ο οποίος ήταν σαστισμένος.
«Θα έχουμε χρόνο να πούμε τα νέα μας, μόλις σώσουμε τον Πράις».
Οι δύο άνδρες συμφώνησαν με νοήματα και τώρα οι δυο τους βοηθούσαν τον Πράις, όσο εγώ προστάτευα εκείνους από τον υπόλοιπο στρατό. Είχα καταλάβει πως με ήθελαν ζωντανή, οπότε θα πήγαιναν κατευθείαν για τον Άλεξ και τον Κρις πίσω μου, χωρίς όμως να τραυματίσουν εμένα, οπότε προσπαθούσα να το χρησιμοποιήσω υπέρ μου.
«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε, Άλεξ, είναι πάρα πολλοί».
«Έρχονται ενισχύσεις σύντομα. Πρέπει να κρατήσουμε τους εκτελεστές απασχολημένους, για να μπορέσει η Συμμαχία να κάνει σωστό αιφνιδιασμό». Η φωνή του Άλεξ ήταν ήρεμη και σταθερή μέσα στο χάος της μάχης. Για λίγα ακόμη λεπτά, συνεχίσαμε να εκτελούμε την ίδια χορογραφία πολέμου, μέχρι τη στιγμή που άκουσα φωνές από την απέναντι πλευρά.
Μια μικρή στρατιά ανθρώπων με χρυσές στολές, ίδιες με αυτή του Άλεξ, κατέβαιναν προσεκτικά από την άλλη πλευρά της αποβάθρας, εξολοθρεύοντας ένα σημαντικό ποσοστό των εχθρών στο πέρασμά τους. Είχα αρχίσει να νιώθω την πίεση, καθώς μια ορδή εκτελεστών ερχόταν κατά πάνω μου.
Το γνώριμο χέρι του Κρις έπιασε τη μέση μου και με γύρισε σε αμυντική θέση στο πλευρό του, σημαδεύοντας όσους περισσότερους μπορούσε. Ο ιδρώτας του έσταζε επάνω στη στολή του και τα μαλλιά του φαινόντουσαν βρεγμένα, όμως το βλέμμα του έκαιγε.
Μόλις ο στρατός των εκτελεστών πλησίασε αρκετά, βγάλαμε τα μαχαίρια από τις θήκες και τρέξαμε κατά πάνω τους. Εκείνος ακινητοποιούσε, εγώ σκότωνα και το ανάποδο. Είχαμε παραδοθεί στον απόλυτο ρυθμό της μάχης, ξεχνώντας τα πάντα, με μόνο στόχο την ολοκλήρωση της αποστολής μας.
Από την ηχώ μπορούσα να καταλάβω πως η Συμμαχία κέρδιζε έδαφος, δίνοντας χρόνο στον Πράις να ξεφύγει από το φορτηγό και να τρέξει για τη γνωστή διαδρομή που είχαμε διασχίσει προ ολίγου εγώ και ο Κρις. Μέσα στο χάος, τον είδα να πλησιάζει, με τα μάτια του να λάμπουν από την αδρεναλίνη, χαρούμενος, συγκεντρωμένος σε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα.
« Σκάι, Κρις. Άλεξ!» Έτρεχε προς τα πάνω μας κοιτώντας τον Άλεξ, ενθουσιασμένος που τον έβλεπε να έχει επιστρέψει από τους νεκρούς. Ύστερα ακούστηκε η φωνή του Άλεξ, η οποία όμως, αντί για χαρά, μαρτυρούσε μόνο τρόμο.
Γύρισα τα μάτια μου προς τον Πράις και είδα ένα φωτεινό λέιζερ να διαπερνά την καρδιά του, απελευθερώνοντας βίαια ένα ποτάμι αίματος από το σώμα του.
«Πράις!» Ο Κρις άρχισε να προσπαθεί μανιασμένα να ανοίξει χώρο για να πάει προς τον Πράις, όμως ήταν μάταιο, βρισκόμασταν στη μέση ενός πολύ στενού κύκλου. Πλησίαζαν κατά πάνω μας, ξέροντας πως το αντίκτυπο του τραυματισμένου φίλου μας θα αφόπλιζε την προσοχή μας προσωρινά. Ένιωσα να καίω από θυμό, ένα πρωτόγνωρο αίσθημα που ξεκινούσε από τα βάθη της ψυχής μου και κατέληγε σε όλο μου το σώμα. Είχα δει τον Άλεξ να πεθαίνει και τώρα έβλεπα τον χαρούμενο, νεαρό μαχητή που μου είχε σώσει τη ζωή, τον Πράις, στο έδαφος, ακίνητο και εγώ ήμουν για ακόμη μια φορά ανίκανη να τον πλησιάσω, να τον βοηθήσω, να τον σώσω, όπως έκανε εκείνος για εμένα.
«Είναι άδικο ψέλλισα μέσα από τα δόντια μου, συγκεντρώνοντας όλο τον θυμό μου στην καρδιά μου. «Είναι άδικο» είπα ξανά και άφησα την καινούρια μου δύναμη να τρέξει σε όλο μου το σώμα ξανά, βλέποντας από τη μια τον Κρις και τον Άλεξ να προσπαθούν απεγνωσμένα να φτάσουν στον Πράις και από την άλλη τη μάχη να εξελίσσεται γύρω μου.
Ένιωσα την φωτιά αυτή να με συνεπαίρνει, να με γεμίζει, να με κυριαρχεί και της το επέτρεψα, τη χρειαζόμουν, την είχα ανάγκη.
Ξαφνικά γύρω μου άρχισε να συσσωρεύεται μια σχεδόν ιριδίζουσα λάμψη. Ήμουν ήρεμη, ένιωθα συγκεντρωμένη. Όλοι έκαναν ένα βήμα πίσω, παρατηρώντας την ξαφνική λάμψη μου. Άφησα τα έντονα συναισθήματά μου να τη γεμίσουν, όλος ο πόνος, όλος ο θάνατος που είχα βιώσει μέσα σε λίγες μέρες, όλες οι δυσκολίες που έπρεπε να περάσω και που στοίχισαν τη ζωή σε ανθρώπους που δεν έφταιγαν, τα άφησα όλα αυτά να με γεμίσουν ολοκληρωτικά.
Ο ήχος σταμάτησε γύρω μου και τότε ένιωσα την ηχώ της δικής μου φωνής να γεμίζει τα αφτιά μου, καθώς το βραχιόλι έλιωσε από το χέρι μου και η νέα μου αύρα απλώθηκε γύρω μου και πέρα από εμένα, δημιουργώντας ένα κύμα που έριξε τους εκτελεστές αναίσθητους γύρω μου. Ανακουφισμένη, γονάτισα και κοίταξα τον Πράις στο έδαφος, την ώρα που έφτανε κοντά του ο Άλεξ. Ένιωσα τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν και πρόλαβα να σκεφτώ μόνο μια πρόταση πριν χαθώ στο κενό.
«Τα καταφέραμε, Πράις».
***
Δεν είχα χρόνο να καταλάβω τι ακριβώς είχε μόλις συμβεί, παρά μόνο έτρεξα με όλη μου τη δύναμη να πιάσω τη Σκάι που έπεφτε λιπόθυμη. Γύρισα προς τον Άλεξ που είχε καταφέρει να φτάσει στον Πράις και στο πρόσωπό του διάβασα αυτό που δεν μπορούσε να πει με λέξεις: ήταν πολύ αργά. Ένιωσα ένα δάκρυ να σχηματίζεται στην άκρη των ματιών μου και αμέσως γύρισα προς τη Σκάι, ακουμπώντας τον λαιμό της, γεμάτος αγωνία, παλεύοντας να βρω τον σφυγμό της. Αφού βεβαιώθηκα πως η καρδιά της χτυπούσε ακόμη, πήρα μια βαθιά ανάσα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου.
Η γενναία μου Σκάι μας είχε σώσει για ακόμη μια φορά από βέβαιο θάνατο και τώρα ήταν η σειρά μου να τη σώσω. Την πήρα προσεκτικά στα χέρια μου και σηκώθηκα όρθιος. Ο Άλεξ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και άρχισα να περπατάω ανάμεσα στους λιπόθυμους εκτελεστές βλέποντας τους πολεμιστές της Συμμαχίας να κοιτούν προς το μέρος μου και συγκεκριμένα προς τη Σκάι.
Καθώς περπατούσα προς την αποβάθρα, όπου βρισκόταν το γνώριμο σκάφος, τους είδα να πλησιάζουν προσεκτικά από την κάτω πλευρά. Έφτασα στην είσοδο και, πριν μπω μέσα, γύρισα και τότε είδα πως όλοι είχαν γονατίσει μπροστά μας, με τα κεφάλια τους χαμηλωμένα και τα χέρια τους να ακουμπούν την καρδιά τους, μια υπόκλιση που χρησιμοποιούμε μόνο για το Στέμμα. Κοίταξα ψηλά, εκεί όπου είχα αφήσει τον Άλεξ, και εκείνος φώναξε τις τελευταίες λέξεις που ήχησαν δυνατά σε όλη την αποβάθρα, πριν χαθώ μέσα στο σκάφος με τη Σκάι.
«Καλό ταξίδι, παιδιά της Γης».
Ευριδίκη Πετσά