Εξόριστοι (Κεφάλαιο 25)

Λαμπρινή
Η Λαμπρινή γυρνούσε σαν χαμένη για ώρες, χωρίς προορισμό. Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι, φοβόταν την ερημιά του, την αβάσταχτη μοναξιά που κουβαλούσε, έτσι άδειο και βουβό όπως ήταν. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, μαύρα απειλητικά σύννεφα είχαν συγκεντρωθεί στον ουρανό. Σύντομα θα ξεσπούσε καταιγίδα και εκείνη δεν ήξερε πώς να προστατευτεί. Από τη βροχή, από τη χωρίς ελπίδα ζωή της, από τον εαυτό της.
Κάθισε σε ένα μικρό γωνιακό καφέ, πλάι στην τζαμαρία και έμεινε να κοιτά τον δρόμο. Ένιωθε όσο κουρασμένη και είχε ανάγκη να ξεκουράσει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή της. Την πλησίασε ένας νεαρός σερβιτόρος με όμορφο χαμόγελο.
-Θέλετε κάτι; τη ρώτησε ευγενέστατα.
Τον κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα στα μάτια και στα χείλη της φάνηκε ένα κουρασμένο χαμόγελο. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
-Σε ένα λεπτό, του είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε.
Κάτι χρειαζόταν, μα εκείνος ήταν ανήμπορος να της το προσφέρει. Άραγε ήταν κάποιος ικανός να το κάνει;
Στο μυαλό της ήρθε ο πατήρ Θεόκλητος και ένιωσε ένα μούδιασμα σε όλο της το κορμί. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε τα μάγουλα της να ροδίζουν, μια θέρμη να την τυλίγει. Ένιωσε ενοχές και έπιασε τον σταυρό στον λαιμό της. Ο άνθρωπος αυτός την είχε αγγίξει με έναν τρόπο που δεν πίστευε ποτέ ότι μπορούσε να γίνει.

Η ματιά της χάθηκε στο κενό μπροστά της, το μυαλό της ταξίδεψε πίσω στα παιδικά της χρόνια, την εποχή που ζούσε με τους γονείς της σ’ εκείνο το μικρό, άθλιο δυάρι. Θυμόταν ακόμα τη μητέρα της, καθισμένη με τις ώρες στην πολυθρόνα να μελετά την αγία γραφή πάντα λιγομίλητη, αυστηρή με επικριτικό βλέμμα, καθώς περίμενε τον άντρα της να γυρίσει από τη δουλειά.

Ο πατέρας της, ένας στεγνός σκυθρωπός άνθρωπος, χωρίς βούληση, με ένα μόνιμο βλέμμα κακομοιριάς στο πρόσωπό του, δούλευε όλη μέρα σαν λογιστής σε μια εταιρεία. Διατηρούσε ελάχιστη επαφή με την οικογένεια, η κόρη ουσιαστικά μεγάλωσε κάτω από το βλοσυρό βλέμμα της μητέρας της. Μιας γυναίκας με νοοτροπία του περασμένου αιώνα, με ξαφνικές κρίσεις θρησκοληψίας και εξάρσεις μίσους σε ό,τι θηλυκό, που θεωρούσε την αιτία των κακών στη Γη. Ίσως στο πρόσωπό τους έβλεπε τη δική της μάνα, μια γυναίκα κακή, μοχθηρή, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς και αγάπης μέσα της.

Όταν γεννήθηκε η Λαμπρινή, η κυρία Αρετή, έπεσε σε επιλοχία μελαγχολία για δύο ολόκληρα χρόνια. Δε θέλησε να την πάρει αγκαλιά, ούτε καν να την αγγίξει και μόνο έπειτα από μια αρρωστημένη θρησκευτική έννοια δικαίου που επικράτησε στο θολωμένο της μυαλό, δέχτηκε να γίνει η μητέρα της και να της προσφέρει τη φροντίδα της. Τα πατρικά χάδια ήταν λιγοστά, δυσεύρετα και έτσι τα στερήθηκε από τη βρεφική της ακόμα ηλικία.

Μόλις η Λαμπρινή έμεινε έγκυος, ο γάμος ήταν μονόδρομος, η μόνη επιλογή. Ακόμα και η σκέψη να ρίξει το παιδί ήταν πράξη κολάσιμη και ο γάμος θεωρήθηκε τετελεσμένο γεγονός παρά το νεαρό της ηλικίας. Η γέννηση της Στέλλας ήταν και η χαριστική βολή για την Αρετή που περίμενε πως και πως το αρσενικό εγγόνι, το μόνο τους εγγόνι. Πίστεψε για τα καλά πως το σώμα της ήταν μιαρό, ο σπόρος της «χαλασμένος», ικανός μόνο να φέρνει στη ζωή θηλυκά, την προαιώνια αιτία του κακού. Δεν είδε ποτέ την εγγονή της και την κόρη της ξανά. Παρέμεινε κλεισμένη στο σπίτι της, στην πολυθρόνα με τη Βίβλο στο χέρι, χαμένη σε έναν δικό της παράξενο και αλλόκοτο κόσμο.

Εκεί τη βρήκε ο πατέρας της ένα βράδυ, κοκαλωμένη, με μια έκφραση φρίκης στα μάτια της, σάμπως και είχε δει κάτι ακατανόμαστο. Ακαριαίος θάνατος από καρδιακή προσβολή είχε αποφανθεί ο γιατρός και η μόνη κουβέντα που ξεστόμισε ο κυρ Σωτήρης, ο άντρας της, ήταν: «Γλύτωσε η δόλια».

Έπιασε ξανά τον σταυρό που φορούσε στο λαιμό της και ένιωσε να τη διαπερνά μια ανατριχίλα. Δεν τον είχε βγάλει ποτέ από πάνω της από την πρώτη μέρα που τον φόρεσε, ούτε και στην περίοδο της άρνησής της. Δεν ήξερε και η ίδια γιατί, πίστευε πως ήταν ένα είδος υπενθύμισης, ένας τρόπος για να αποφύγει να κάνει τα ίδια λάθη.

Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό διακόπτοντας τις σκέψεις της και φέρνοντάς τη στην πραγματικότητα. Έτριψε τον αυχένα της και κοίταξε γύρω της. Απέναντι στη γωνία, ξεχώρισε την ταμπέλα ενός βιβλιοπωλείου και διέκρινε τη λέξη Εδέμ πάνω της. Της φάνηκε παράξενο όνομα για βιβλιοπωλείο, μα και ταυτόχρονα πολύ σημαδιακό για να είναι μια απλή σύμπτωση.

Μια εσωτερική παρόρμηση την έκανε να βγει από το μικρό καφέ και, αγνοώντας τη βροχή, έτρεξε απέναντι και χώθηκε βιαστικά στο μικρό μαγαζί. Σκούπισε το νερό από το πρόσωπό της και στάθηκε να κοιτάξει γύρω της. Πίσω από το μεγάλο ξύλινο πάγκο, πάνω στην αναπαυτική του πολυθρόνα, ο Πέτρος της χαμογέλασε εγκάρδια. Του το ανταπέδωσε.

-Μπορώ να βοηθήσω; τη ρώτησε. Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο;

Η Λαμπρινή κοντοστάθηκε, η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερε τον λόγο που την ώθησε να μπει εκεί, περισσότερο δε, το τι έψαχνε να βρει.

-Δεν ξέρω, είπε μπερδεμένη. Ίσως απλά να ρίξω μια ματιά.

Της χαμογέλασε ξανά και της έκανε νόημα με το χέρι να περάσει στα ενδότερα. Πρώτη της φορά έμπαινε σε βιβλιοπωλείο μετά από πολλά χρόνια. Με το διάβασμα δεν είχε καλή σχέση, μα και τώρα που το σκεφτόταν δεν είχε ποτέ τον χρόνο, αφού ξόδευε όλη τη μέρα στις δουλειές του σπιτιού και στη φροντίδα του άντρα της.

Σε αυτή τη σκέψη χαμογέλασε πικρά. Πλέον ό,τι είχε κάνει μέχρι σήμερα φαινόταν τόσο μικρό, τόσο ασήμαντο για εκείνον, που πια δεν είχε σημασία. Έπρεπε ίσως να αρχίσει να σκέφτεται και λίγο τον εαυτό της, να αρχίσει να κάνει πράγματα μικρά και ανούσια ίσως για κάποιον άλλον, μα για εκείνη σημαντικά. Και για αυτήν τώρα, η σωτηρία της ψυχής της προείχε.

Προσπέρασε τη νεαρή αλλοδαπή με το γαλάζιο φόρεμα στο τμήμα με τα παιδικά βιβλία και έφτασε στα ράφια που η ταμπέλα στην κορυφή ανέφερε σαν θεολογικά. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος, πριν από λίγες μέρες, αν κάποιος της έλεγε πως θα έψαχνε για βιβλία με τέτοιο περιεχόμενο, θα τον περνούσε για τρελό σίγουρα.

Πήρε ένα βιβλίο στο χέρι της, ένα συναξάρι και το ξεφύλλισε. «Αναφορές στα παθήματα για το όνομα του Χριστού αλλά και στην καθημερινή ζωή της προσευχής και της νηστείας, στις αγρυπνίες, στην ελεημοσύνη και τη διαρκή Μετάνοια για τις αμαρτίες της ζωής αυτής και τις ατέλειες της κάθε στιγμής». Χάιδεψε τις σελίδες και έκλεισε τα μάτια.

-Το βιβλίο διαλέγει τον αναγνώστη, άκουσε μια φωνή πάνω από το κεφάλι της.

Σήκωσε ξαφνιασμένη το κεφάλι για να αντικρύσει τα καλοκάγαθο βλέμμα του Πέτρου να την κοιτά.

-Λέτε; είπε χαμογελώντας κουμπωμένη. Δεν έχω εμπειρία από τέτοιου είδους αναγνώσματα.

-Τότε κάνατε καλή επιλογή.

Μόνο όταν πήγε όμως στα ταμείο διαπίστωσε πως δεν είχε την τσάντα μαζί της. Την είχε ξεχάσει στην εκκλησία ή δεν την είχε πάρει καθόλου από το σπίτι; Δεν μπορούσε να θυμηθεί.

-Συγγνώμη, του είπε δίνοντάς του πίσω το βιβλίο, μα ξέχασα να πάρω χρήματα.

Ο Πέτρος έκανε μια κίνηση άρνησης χαμογελώντας.

-Δεν πειράζει, της είπε καλοσυνάτα. Μου τα δίνετε την επόμενη φορά που θα έρθετε.

Η Λαμπρινή έκανε να φέρει αντίρρηση, μα δεν της άφησε περιθώρια. Κούνησε το κεφάλι της ευχαριστώντας τον σιωπηλά. Έξω η βροχή είχε κοπάσει κάπως.

Ηλίας Στεργίου