«Οι περισσότερες ιστορίες αρχίζουν πριν από καιρό, σε έναν άλλον τόπο και χρόνο. Τις ζουν άλλοι άνθρωποι που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε. Είναι να απορεί κανείς γιατί οι άνθρωποι νοιάζονται για τις ιστορίες. Ίσως από λαχτάρα, ίσως από περιέργεια, ίσως να μη νοιάζονται πραγματικά, ποιος ξέρει, κι αν κάποιος ξέρει σιγά μην απαντήσει».
Βασιλιάδες, μάγισσες, υπερφυσικά πλάσματα, κάστρα, μάχες με ιππότες, σε ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, πλεγμένο με κωμικές νότες που το κάνουν ίσως μοναδικό στο είδος του στη χώρα μας.
Η ιστορία μας ξεκινά σε έναν τόπο μακρινό, σε έναν χρόνο που κανείς δεν έχει γνωρίσει, σε έναν κόσμο που έχει τους δικούς του νόμους και κανόνες.
Η ειρωνική διάθεση της ιστορίας εμφανίζεται από την αρχή, όταν η όμορφη ατμόσφαιρα διακόπτεται από έναν βάναυσο φόνο, που αναγκάζει τον Μάκο και την Ελβίρα, τα δύο αδέρφια που πρωταγωνιστούν, να το σκάσουν από το σπίτι τους, για να σωθούν από το τάγμα στρατιωτών που δολοφόνησε τους γονείς του.
Τα δύο αδέρφια με τα χαρακτηριστικά κοκκινωπά μαλλιά παλεύουν για την επιβίωσή τους και όλο τους το ταξίδι δίνεται με την κωμική χροιά της πένας του Χρήστου, την οποία έχουμε εγκαθιδρύσει εξαρχής και μας ακολουθεί από την αρχή ως το τέλος.
Ο καλοκάγαθος Μάκο καταλήγει υπηρέτης στο ίδιο το κάστρο που ήταν υπεύθυνο για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν και η Ελβίρα, χάρη στις καταπληκτικές υπεράνθρωπες δυνάμεις της δημιουργεί μία ωραία ζωή, στην οποία μπορεί άνετα να παραμείνει. Όμως σιγά μην ερχόταν το ζήσαμε καλά και εμείς καλύτερα από τώρα (εδώ που τα λέμε σιγά μην έρθει και ποτέ).
Με την ταυτότητα του Μάκο να αποκαλύπτεται και τη βοήθεια της μάγισσας Ελίζας με τον εμβληματικό χαρακτήρα, προχωράμε στο δεύτερο μέρος της ιστορίας, το οποίο είναι ένα συνονθύλευμα παρεξηγήσεων, κυνηγητών, υπερδύναμης και μαγείας.
Οι ήρωες συναντώνται στο τέλος της ιστορίας, όπου δίνεται ένα κλείσιμο που με έκανε να θέλω να χειροδικήσω έναντι του συγγραφέα, τη γλίτωσε όμως λόγω των αποστάσεων για τον κόβιντ!
Στις λίγες σελίδες του, με έκανε να ταυτιστώ και να ανησυχήσω για τους χαρακτήρες, να θέλω να πάω παρακάτω ασυζητητί και, ίσως μέσα μου, να θέλω ένα σίκουελ (ε, φανταστικέ συγγραφέα;) Αυτό που θαύμασα ιδιαίτερα ήταν το πόσο διαφορετικοί ήταν μεταξύ τους, αλλά και ως έναν βαθμό και από εμάς. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό, αν σκεφτούμε πως κάποιος που έχει μεγαλώσει σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, πολύ πιθανότατα να μην έχει καμία σχέση με τον δικό μας άνθρωπο ή τον τρόπο σκέψης μας.
Οι εικόνες έμπαιναν εύκολα στο μυαλό μου και σχηματίζονταν, ενώ η γρήγορη ροή του κειμένου ενέτεινε την αγωνία μου. Δε γίνεται να βαρεθεί κάποιος διαβάζοντάς το.
Overall, είναι μία ιστορία που προτείνεται, που διαβάζεται απνευστί και που θα σας κάνει να νιώσετε ξανά παιδιά μέσα από τις σελίδες της.
Αγγελίνα Παπαδημητρίου