Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 16)

Νιώθω τόσο μπερδεμένος που δεν ξέρω τι να πρωτοσκεφτώ. Είδα πραγματικά την Εχεκράτεια ή ήταν ένα όνειρο; Τι της συμβαίνει; Και εάν ήταν αλήθεια; Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βιαστώ... Μετά τι πρέπει να αναρωτηθώ για την Τερψιχόρη; Το γεγονός ότι μόλις η Kiyohime την αποκάλεσε Vita; Τον παγωμένο τόπο και τον ηλεκτρισμό που ένιωσε; Τι;

Προσπαθώ να συνέλθω από όλα αυτά τα ερωτήματα, μα ο οξύς πόνος στο κεφάλι μου δε με αφήνει. Η Τερψιχόρη με βοηθάει να σηκωθώ όρθιος και η Kiyohime με ακολουθεί συνεχώς με το βλέμμα της, καθώς εξετάζει κάθε σπιθαμή πάνω μου. Και δαίμονας να μην ήταν, πάλι δε θα τη συμπαθούσα καθόλου! Μου φαίνεται ανατριχιαστική με την περίεργη συμπεριφορά της.

«Επιστρέφω. Πρέπει να φέρω άλλον έναν στην παρέα μας» λέει η Τερψιχόρη και μου χαμογελάει.

Έχει ενθουσιαστεί που τα καταφέραμε και αυτό δεν μπορεί να το κρύψει. Άρα όλα μέχρι τώρα πάνε καλά. Για μισό λεπτό... Ποιον να φέρει ακόμα; Τα μάτια της βγάζουν ένα δυνατό φως και γίνονται γαλάζια σαν το χρώμα του πάγου. Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο... Μένει ακίνητη στη θέση της και κάποια στιγμή χαμογελάει.

«Σε βρήκα...» ψιθυρίζει και μια μικρή θύελλα πάγου εμφανίζεται μπροστά της και από μέσα της ξεπροβάλει ο Ηρακλής. Τι στο καλό κάνει εδώ; Αφού τον έστειλα πίσω! Πώς γίνεται αυτό; Είναι και εκείνος στην ίδια κατάσταση που βρισκόμουν πριν από λίγο: πεσμένος στο έδαφος,

μορφάζοντας από τον πονοκέφαλο ενώ προσπαθεί να σηκωθεί.

«Ααα, Vita, αυτός είναι ακόμα πιο γλυκούλης!» Η Τερψιχόρη επανέρχεται και εκνευρισμένη αρπάζει την Kiyohime από τον λαιμό και τη χτυπάει με δύναμη στον τοίχο τραντάζοντας όλο τον χώρο γύρω μας από τη δύναμη.

«Σου είπα να μη με ξανά πεις έτσι!» της φωνάζει μέσα στο πρόσωπο και η Kiyohime μαζεύεται σαν σταφίδα. «Δεν είμαι πλέον αυτή που λες...» ψιθυρίζει καθώς την αφήνει να φύγει. Η Kiyohime πέφτει κάτω και προσπαθεί να πάρει ανάσα από την τεράστια μαύρη πληγή που δημιουργήθηκε στον λαιμό της. Πώς της έκανε τόσο κακό εφόσον δεν είναι αυτή που λέει; Τότε ποια είναι; Θα τα μάθω όλα και μάλιστα σύντομα. Τέλος τα ψέματα και το κρυφτό!

«Τι θες εσύ εδώ;» φωνάζω στον Ηρακλή και εκείνος βάζει τα γέλια.

«Πίστευες ότι θα σε αφήσω να έρθεις μόνος σου;» μου λέει ειρωνικά καθώς γελάει.
«Το ήξερα ότι δε θα με άφηνες και ζήτησα από την Τερψιχόρη να με πάρει μαζί σας». Τηλεπάθεια... Μιλούσαν μεταξύ τους και εγώ δεν κατάλαβα τίποτα!

«Έτσι πριν τον στείλεις εκεί που τον έστειλες είχα δημιουργήσει ήδη μια κλωστή ένωσης μεταξύ μας και τον έφερα εδώ κατευθείαν». Τον έφερε από τους Ουρανούς στα Τάρταρα; Είναι τρελοί;

«Και εσύ γιατί τον άφησες!» της φωνάζω και εκείνη σηκώνει τους ώμους της αδιάφορη.

«Μου το ζήτησε. Δεν μπορούσα να του πω όχι...» Με κοροϊδεύουν; Αυτό είναι! Νιώθω ότι με κοροϊδεύουν!

«Εμένα μου άρεσε η ιδέα!» λέει η Kiyohime και με πλησιάζει χαδιάρικα.

«Εσύ να μείνεις μακριά!» της λέω απότομα και τη σταματάω με το χέρι μου. Εκείνη εξοργισμένη πάει να μου επιτεθεί, αλλά η Τερψιχόρη τη σταματάει.

«Αν τολμήσεις να χαλάσεις τα σχέδιά μου, θα φροντίσω εγώ η ιδία να σε κάψουν ζωντανή...» της λέει απειλητικά και νιώθω όλο τον χώρο να παγώνει από την επιθετική της ενέργεια. Έχω μπερδευτεί, αλλά με κάποιον τρόπο ο πονοκέφαλος σιγά σιγά υποχωρεί.

«Γιατί σε είπε Vita;» ρωτάω πιο ήρεμος την Τερψιχόρη.

«Γιατί αυτό ήταν το πρώτο μου όνομα. Αλλά δεν είμαι αυτή πλέον» μου απαντάει ήρεμη, ενώ κάτι ψάχνει στο σακίδιό της.

«Δηλαδή είσαι το αντίθετο του θανάτου...» Νιώθω ότι μου λέει ψέματα. Δεν είναι δυνατόν.

«Ήμουν. Δεν είμαι. Ήμουν!» επαναλαμβάνει.

«Τι εννοείς;» Την κάνω να με κοιτάξει, για να μου απαντήσει με ειλικρίνεια, αλλά αποστρέφει το βλέμμα της.

«Απλώς κράτα το γεγονός ότι είμαι πλέον άνθρωπος. Δεν έχει σημασία τίποτα άλλο. Όχι ακόμα, τουλάχιστον...» μου απαντάει και βγάζει τις μαγεμένες σφαίρες από την τσάντα της και τις μετράει. Τις βάζει ξανά μέσα και κρεμάει το σακίδιο στην πλάτη της.

Συνειδητοποιώ ότι με όλα αυτά δεν έχω κοιτάξει καθόλου τον χώρο γύρω μου. Βρισκόμαστε μέσα σε μια σπηλιά. Δεν μπορώ να νιώσω τίποτα άλλο πέρα από την μυρωδιά του καμένου που έρχεται μέσα από τις σήραγγες. Υπάρχει φως από μερικές εστίες που βρίσκονται γύρω μας και καίνε ασταμάτητα. Είμαστε στο τέλος μιας πολύ στενής σήραγγας. Τα τοιχώματα και οι διακλαδώσεις που βλέπω μου φαίνονται σαν να δημιουργούν έναν λαβύρινθο.

«Αυτό που σου πήραν πριν από πολύ καιρό... Αυτό που ήρθαμε να πάρουμε... Είναι η δύναμή σου...» λέει εξεταστικά ο Ηρακλής και γυρνάμε όλοι μαζί και τον κοιτάμε ξαφνιασμένοι.

«Vita, θα πάρεις πίσω τη δύναμή σου;» ρωτάει σοκαρισμένη η Kiyohime. Η Τερψιχόρη φαίνεται να εκνευρίζεται με αυτά τα λόγια, αλλά παίρνει μια βαθιά ανάσα και κοιτάζει πάλι μπροστά.

«Αν θέλουμε να βγούμε από εδώ μέσα ζωντανοί πρέπει... Αλλιώς θα πεθάνουμε όλοι». Δηλαδή ξεκίνησε να κάνει ένα ταξίδι που δεν είναι σίγουρη η επιστροφή του. Ένα ταξίδι αυτοκτονίας. «Θα κάθεστε για πολλή ώρα ακόμα εκεί;» λέει σε εμένα και τον Ηρακλή καθώς έχει προχωρήσει μερικά μέτρα με την Kiyohime.

«Εάν δεν πάρουμε τις δυνάμεις σου πίσω, πώς θα βγούμε από εδώ μέσα;» τη ρωτάω.

«Δεν μπορούμε να βγούμε. Χρειαζόμαστε χρόνο, για να ενωθούμε με μια εξωτερική φωτεινή πηγή, η οποία δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Μια γέφυρα μπορεί να χτιστεί μόνο με τις δυνάμεις του κακού και του καλού μαζί. Για αυτό η Vita και ο Mortem είναι οι μόνες οντότητες που μπορούν να ανοίξουν πύλες ανάμεσα στους κόσμους». Άρα εφόσον υποτίθεται ότι δεν είμαι η μια από τις δύο οντότητες που ανέφερε και εάν δεν πάρουμε πίσω τις δυνάμεις της, είμαστε καταδικασμένοι σε αργό και βασανιστικό θάνατο.

Τέλεια! Πολύ έξυπνο από μέρους της... Το γεγονός όμως ότι μπορώ να ανοίξω εγώ τις πύλες, στη χειρότερη περίπτωση, δε με καθησυχάζει καθόλου. Το μόνο που θα με ηρεμήσει είναι να βρω την Εχεκράτεια και την αστραπή. Μόνο τότε θα ανοίξουν οι πύλες. Αλλιώς θα πεθάνουμε όλοι μαζί σε αυτήν την αποστολή. Εχεκράτεια... Πού να είσαι τώρα...

«Μπορείς να μας οδηγήσεις στον Ale;» ρωτάει ευγενικά η Τερψιχόρη την Kiyohime Και εκείνη με μια γλυκιά υπόκλιση αρχίζει και σέρνεται ανάμεσα στους τοίχους οδηγώντας μας έξω από τον λαβύρινθο.

Καθώς στρίβουμε συνεχώς σε στενά και φαρδιά δρομάκια μέσα στους πέτρινους τοίχους, στο τέλος ενός μονοπατιού βλέπω ένα αγόρι περίπου είκοσι ετών να μας κοιτάζει ακίνητος. Τον πλησιάζουμε και τελικά τον προσπερνάμε. Δεν κουνήθηκε  από τη θέση του ούτε στιγμή. Καθώς απομακρυνόμαστε νιώθω την άσχημη ενέργειά του να διαπερνά το δέρμα μου και ανατριχιάζω ολόκληρος. Τι στο καλό ήταν αυτό;

«Μην ακουμπήσετε ποτέ άνθρωπο». Άνθρωπο; Μα είχε πει η ίδια ότι δεν πατούν θνητοί εδώ μέσα.

«Είναι ψυχές» συμπληρώνει η Kiyohime.

«Είναι πουλημένες ψυχές. Οι δαίμονες όταν κάνουν συμβόλαιο με έναν άνθρωπο τότε αιχμαλωτίζουν και κυριεύουν την ψυχή του. Είναι πλέον απόκτημά τους. Όταν ο εκάστοτε άνθρωπος πεθάνει, τότε η ψυχή του δεν πάει στην κόλαση, αλλά έρχεται εδώ και γίνεται το προσωπικό ψυγείο του δαίμονα». Απίστευτο! Τους χρησιμοποιούν για να παίρνουν την ενέργεια που έχουν μέσα τους. Απαίσιο πραγματικά. Καημένες ψυχές... Τι σας οδήγησε σε αυτή την κατάσταση;

Προχωράμε πολλή ώρα μέσα στις στοές του λαβύρινθου και έχω αρχίσει και πιστεύω ότι έχουμε χαθεί. Ο Ηρακλής -ήρεμος- παρακολουθεί κάθε κίνηση του δαίμονα που μας οδηγεί και εξετάζει συνεχώς τον χώρο γύρω μας. Κάποια στιγμή σταματούν μπροστά από μια εστία φωτιάς που είναι εντοιχισμένη και γύρω της έχει σκαλισμένα φίδια. Η Kiyohime ανοίγει το στόμα της. Από μέσα του βγαίνει η φιδίσια γλώσσα της που στάζει μέσα στη φωτιά ένα περίεργο πράσινο υγρό. Το υγρό αυτό, καθώς πέφτει μέσα στη φλόγα, σχηματίζει μικρές εστίες καπνού που σχεδόν ακαριαία εξατμίζονται. Μετά την τρίτη σταγόνα, η Kiyohime ακουμπάει τον τοίχο και οι πέτρες μπροστά μας αρχίζουν να μετακινούνται, ανοίγοντας μπροστά μας ένα πέρασμα.

Προσεκτικά ακολουθούμε τις δύο γυναίκες που μπαίνουν μέσα και το σκοτάδι σιγά σιγά μας περιτριγυρίζει. Η είσοδος πίσω μας κλείνει και δε βλέπω τίποτα πλέον. Η Τερψιχόρη βγάζει ένα ελαφρύ φως μέσα από τα χέρια της και μας βοηθάει να δούμε μπροστά μας. Όσο προχωράμε, η σήραγγα μεγαλώνει και σχεδόν μπορείς να πεις ότι γίνεται τόσο φαρδιά όσο ένα γήπεδο του μπάσκετ. Μπροστά μας μπορώ να διακρίνω δύο δάδες να καίνε αριστερά και δεξιά από μια τεράστια πύλη. Είναι πολύ ήρεμα εδώ κάτω και δε φαίνεται να έχουν πατήσει πολλοί το πόδι τους σε αυτές τις πέτρες.

Καθώς φτάνουμε, διαπιστώνω ότι η περίτεχνη πύλη έχει πάνω της σκαλισμένο ένα άγαλμα. Ο Ale. Φαίνεται τεράστιος. Το άγαλμα τον αναπαριστά να καίει σοδιές ανθρώπων και να καταβροχθίζει μικρά παιδάκια. Η όψη του με αηδιάζει και δεν είμαι σίγουρος εάν είναι καλή ιδέα που βρισκόμαστε εδώ. Η Τερψιχόρη σηκώνει το χέρι της και πάει να χτυπήσει την πόρτα. Για μια στιγμή, φαίνεται να διστάζει αλλά δεν κρατάει πολύ. Χτυπάει με δύναμη τη βαριά πόρτα και ξαφνικά όλα γύρω μας τραντάζονται. Πέτρες πέφτουν από το ταβάνι και με το ζόρι βρίσκουμε ισορροπία στα πόδια μας. Η Kiyohime φαίνεται ατάραχη… Ούτε καν που κουνήθηκε από τη θέση της. Μια απαίσια κραυγή ακούγεται μέσα από την πύλη.

«Ποιος τολμάει να με ενοχλεί;» βρυχάται ο Ale. Η πύλη σιγά σιγά ανοίγει.

«Εγώ είμαι, άρχοντά μου. Η Vita» ανταποκρίνεται η Τερψιχόρη και είμαι έτοιμος να έρθω αντιμέτωπος με έναν πανίσχυρο δαίμονα. Διακρίνω μια σκιά να μας πλησιάζει αλλά έχει πολύ σκοτάδι, για να δω καθαρά.

«Ποιος;» φωνάζει ξανά ο δαίμονας και πραγματικά νιώθω ότι είναι πολύ χαζός... Η Τερψιχόρη απεγνωσμένη κοιτάζει προς το ταβάνι και εκπνέει απότομα.

«Η Vita, άρχοντά μου... Η Vita...» του λέει καθησυχαστικά και μια παιδική φωνή ακούγεται από το μέρος που έρχεται ο Ale.

«Vita!» φωνάζει ένα μικρό αγοράκι και τρέχει προς το μέρος μας.

Πώς βρέθηκε αυτό το παιδί εδώ μέσα; Γεμάτο ενθουσιασμό σταματάει ένα μέτρο μακριά από την Τερψιχόρη και χοροπηδάει από τη χαρά του που τη βλέπει. Χαμογελάω με τον ενθουσιασμό του και γυρνάω το βλέμμα μου πίσω στην πύλη. Για μισό λεπτό. Πού πήγε ο Ale;

Γυρνάω έντρομος να κοιτάξω την Τερψιχόρη και τη βλέπω να κάνει μια βαθιά υπόκλιση στο παιδί. Μη μου πεις... Αποκλείεται αυτό το παιδάκι να είναι δαίμονας! Πόσο μάλλον ο Ale! Τότε το παιδάκι κάνει και εκείνο μια πολύ ελαφριά υπόκλιση με το κεφάλι του και αλλάζει μορφή. Παίρνει την όψη ενός ευγενή άντρα. Είναι ψηλός και γεροδεμένος. Ντυμένος με τα πιο κομψά ρούχα που έχω δει ποτέ. Μαύρα μαλλιά και σκοτεινό πρόσωπο. Πρόσωπο μυστήριο. Σκύβει και φιλάει το χέρι της Τερψιχόρης. Η μορφή του πάλι αλλάζει και γίνεται ένας σοφός γέροντας ντυμένος με έναν κατακόκκινο μανδύα.

«Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω» λέει ο γέροντας και χωρίς να το καταλάβω έχει εξαφανιστεί μπροστά από την Τερψιχόρη και έχει βρεθεί σε απόσταση αναπνοής από εμένα. Τρομάζω και κάνω ένα βήμα πίσω καθώς κάνω μια πολύ βαθιά υπόκλιση. Γεμάτος ευχαρίστηση μού γυρνάει την πλάτη και με ένα αρχαίο ξύλο στα χέρια του, για να τον κρατάει όρθιο, πηγαίνει προς την πύλη.

«Ελάτε, φίλοι μου, στο φτωχικό μου» λέει χαμογελαστός και η Kiyohime τον ακολουθεί πρώτη. Πίσω της η Τερψιχόρη. Ο Ηρακλής και εγώ κοιταζόμαστε μεταξύ μας.

Ελπίζω να αξίζει τον κόπο όλο αυτό...

 

Παρασκευή Γκύζη