Εξόριστοι (Κεφάλαιο 28)

Λαμπρινή

Περπατούσε για αρκετή ώρα, δεν είχε σκοπό να πάει κατευθείαν στο σπίτι. Δεν είχε όρεξη, εξάλλου, ο κρύος αέρας την έκανε να αισθάνεται λίγο καλύτερα. Ένιωσε ένα τράβηγμα στο πόδι της, δεν ήταν συνηθισμένη στους μεγάλους περιπάτους. Προσπάθησε να το αγνοήσει, μα ο πόνος γινόταν εντονότερος.

Κάθισε σε ένα παγκάκι να ξεκουραστεί και κοίταξε γύρω της. Αναγνώρισε το μέρος, δεν ήταν μακριά από το γυμναστήριο του Θάνου. Κοίταξε το ρολόι, κόντευε εννιά. Ίσως το να πάει ήταν μια καλή ευκαιρία να μιλήσουν ξανά, να τα βάλουν κάτω και να βρουν μια λύση. Δεν ήθελε να τα παρατήσει, όχι ακόμα. Ο γάμος της άξιζε ακόμα μια ευκαιρία.

Της είχε απαγορεύσει ρητά να πηγαίνει στον χώρο εργασίας του, μα θεώρησε πως αυτή ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Κατέβηκε τα σκαλιά και έσπρωξε απαλά την πόρτα, με μια πρώτη ματιά ο χώρος της φάνηκε άδειος. Κοίταξε στα αριστερά της, στο μικρό γραφείο και τον είδε να στέκεται όρθιος.

Χαμογέλασε . Έκανε να προχωρήσει όταν διαπίστωσε πως δεν ήταν μόνος. Στο βάθος, μέσα στο ημίφως, είδε μια γυναικεία φιγούρα, προφανώς κάποια αθλήτρια. Μα σαν πρόσεξε καλύτερα, διαπίστωσε πως ήταν μια μορφή οικεία σε εκείνη. Ήταν η Λίλιαν.

Στην αρχή απόρησε. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, μα μιλούσαν με έντονους τόνους. Ο Θάνος σταμάτησε, έβαλε τα χέρια στη μέση του και τότε η Λίλιαν πλησίασε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα χείλη.

Η Λαμπρινή έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Έκλεισε το στόμα με την παλάμη της και το βιβλίο που κρατούσε έπεσε με θόρυβο στα πόδια της. Όχι, αυτό που έβλεπε δεν ήταν αλήθεια. Τα μάτια της τη γελούσαν σίγουρα. Έκανε να φωνάξει, μα η φωνή της πνίγηκε στον λαιμό της.

Μάζεψε το βιβλίο από το πάτωμα και με όσο κουράγιο της είχε απομείνει έφυγε σαν τον κλέφτη. Η βροχή είχε αρχίσει πάλι να πέφτει, μα εκείνη άρχισε να περπατά σαν χαμένη μέσα στους δρόμους. Δύο φορές άκουσε τις βρισιές των οδηγών που κόντεψαν να τη χτυπήσουν, άλλη μία φορά σκόνταψε και έσκισε το γόνατό της.

Κόντευαν μεσάνυχτα όταν έφτασε στο σπίτι της σε άθλια κατάσταση. Ο Θάνος είχε φτάσει πριν από εκείνη και τρόμαξε να τη γνωρίσει. Ήταν μούσκεμα, τα μαλλιά της ανακατεμένα, τα ρούχα κολλημένα πάνω της. Πονούσε παντού.

-Πού γυρνούσες μέχρι τώρα; της είπε με άγριο ύφος. Πώς είσαι έτσι;

Δεν του απάντησε. Κάθισε σε μια καρέκλα και απέμεινε να κοιτά τον κενό χώρο μπροστά της.

-Σου μιλάω! Πού-

-Ξέρω, είπε ξέψυχα η Λαμπρινή.

Ο Θάνος απέμεινε με τις λέξεις μετέωρες στο στόμα του, μαζεύτηκε.

-Τι εννοείς ξέρεις;

Η Λαμπρινή χαμογέλασε πικραμένη.

-Ακόμα και αυτή τη στιγμή, δεν έχεις τα κότσια να παραδεχτείς την αλήθεια.

-Τι είναι αυτά που λες;

-Σας είδα.

Ο Θάνος απέμεινε να την κοιτά έκπληκτος. Έκανε να πει κάτι μα το μετάνιωσε. Έβαλε τα χέρια στη μέση, προσπάθησε να πάρει το ύφος του θιγμένου, μα δεν τα κατάφερε. Επικράτησε μια αμήχανη σιωπή. Πήγε μέχρι το σύνθετο που φυλούσαν τα ποτά κι γέμισε ένα ποτήρι. Το ήπιε μονορούφι και το ξαναγέμισε.

-Δεν ήσουν ποτέ εδώ, της είπε χωρίς να την κοιτά.

-Δε μου έδωσες ποτέ τον χώρο να είμαι εδώ.

-Τι θέλεις πια από εμένα; ξέσπασε ο Θάνος. Δεν ξέρω πια τι είναι αυτό που ζητάς!

-Λίγη κατανόηση!

Βρόντηξε το ποτήρι του πάνω στην σκληρή ξύλινη επιφάνεια κάνοντας τη Λαμπρινή να ξαφνιαστεί.

-Να κατανοήσω τι; της φώναξε. Όλη μέρα κρύβεσαι μέσα στο καβούκι σου, κλαις σάμπως και θα καταφέρεις να κάνεις την κόρη μας να γυρίσει πίσω!

-Δεν αντέχω να το περνάω άλλο μόνη μου!

Έμειναν για λίγο σιωπηλή, τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.

-Τι παραπάνω σου προσφέρει εκείνη;

-Μην το κάνεις αυτό, της είπε σιγά. Να χαρείς.

Σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Τον έσπρωξε.

-Πες μου τι;

Πήγε να τον σπρώξει ξανά, μα της έπιασε τα χέρια. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες.

-Μπορούσα να την αγγίζω χωρίς να σιχαίνομαι, να αηδιάζω όπως έκανα με εσένα! Ένα νεκρό και άβουλο πλάσμα!

Έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό του.

-Βαρέθηκα να αντικρίζω δυο μάτια κενά, γυάλινα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή! Είχες δίκιο που είπες ότι δεν πέθανε μόνο η Στέλλα. Εγώ είμαι ακόμα ζωντανός, εσύ μπήκες στο φέρετρο μαζί της!

Η Λαμπρινή γύρισε το κεφάλι της αλλού, κλείνοντας τα αυτιά της.

-Σταμάτα! του φώναξε. Τα λες μόνο και μόνο για να με πληγώσεις!

-Σου τα λέω για να συνειδητοποιήσεις ότι τελειώσαμε!

Τον κοίταξε και τα μάτια της γέμισαν με φρίκη.

-Πώς τολμάς; του είπε.

-Εσύ πώς τολμάς να υπάρχεις ακόμα; Να έχεις το θράσος να αναπνέεις ακόμα;

Ο Θάνος ανάσαινε με δυσκολία ενώ η Λαμπρινή τον κοιτούσε χωρίς να πιστεύει στα αυτιά της.

-Τελειώσαμε, είπε αργά ο Θάνος με μια κίνηση των χεριών σαν να δήλωνε το τέλος ενός αγώνα.

Άρπαξε το μπουφάν του και έφυγε βροντώντας την πόρτα. Η Λαμπρινή έμεινε αποσβολωμένη, έχοντας ακόμα τα σκληρά του λόγια μέσα στα αυτιά της. Ένιωθε το κεφάλι της βαρύ, είχε πονοκέφαλο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν είχε κανέναν λόγο να το κάνει πια.

Σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι, έβγαλε ένα πλαστικό μπουκάλι με χάπια και κάθισε στο κρεβάτι. Πήρε το κινητό της, έβγαλε το χαρτί από την τσέπη της και άρχισε να πληκτρολογεί:

«Σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα. Τώρα, σας παρακαλώ, προσευχηθείτε για την ψυχή μου».

Άνοιξε το πλαστικό πώμα και άδειασε το περιεχόμενο στο στόμα της.

Ηλίας Στεργίου