Ο Οίκος των Δράκων (κεφάλαιο 29)

Ντέβαν

Ακόμα και στα πο τρελά του όνειρα ο Ντέβαν δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί μάγισσες και Ντρόγκομιρ να περπατούν δίπλα δίπλα, χωρίς να προσπαθούν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο. Ο Αίρυς και η Ραζιγιέ περπατούσαν μπροστά στην ίδια ευθεία, όχι επειδή είχαν κηρύξει κάποιου είδους προσωρινή ανακωχή, αλλά επειδή κανείς από τους δυύο δε δεχόταν να παραχωρήσει στον άλλον την αρχηγία και να προχωρήσει δεύτερος. Ο Γκρέγορ μαζί με τους γιους του περπατούσαν στα δεξιά πίσω από τον Αίρυς με τον βηματισμό τους να θυμίζει στρατιώτες, ενώ η Κάλικ είχε ξεμακρύνει ελαφρώς και είχε πλησιάσει τις μάγισσες, με τα γαλανά μάτια της γεμάτα περιέργεια για αυτά τα συναρπαστικά πλάσματα που λίγες μόνο λέξεις τους μπορούσαν να υποτάξουν τα στοιχεία της φύσης. Και πολλά περισσότερα.

Τουλάχιστον τριάντα μάγοι και μάγισσες βημάτιζαν πίσω από τη Ραζιγιέ, αλλά δεν πρέπει να ήταν ολόκληρη η Σύναξη, αφού ανάμεσά τους δεν υπήρχαν νεαροί ή ηλικιωμένοι, απ' ότι μπορούσε να δει ο Ντέβαν. Κράτα το μυαλό σου απασχολημένο με τις μικρές λεπτομέρειες, ψιθύρισε η φωνή μέσα στο κεφάλι του. Για κάθε έναν ξανθό μάγο που έβλεπε υπήρχαν τουλάχιστον τρεις μελαχρινοί. Οι πύρινες μπούκλες της μάγισσας που είχε σταθεί δίπλα στη Ραζιγιέ, όταν είχαν κάνει το ξόρκι εντοπισμού, έλαμπαν κάτω από το πρωινό φως του ήλιου. Ένα ζευγάρι κοιτούσε πλάγια την Κάλικ σιγομουρμουρίζοντας. Ο Έντγκαρ είχε συγκεντρώσει τα βλέμματα αρκετών νεαρών μαγισσών που απέστρεφαν γρήγορα τις ματιές τους, αλλά η προσοχή τους πάντα επέστρεφε στον νεαρό Ντρόγκομιρ. Και οι αρσενικοί μάγοι τον κοιτούσαν, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους. Συνέχισε έτσι, τον ενθάρρυνε η φωνή. Μη σκέφτεσαι την Κίρα.

Τα δίδυμα και η Νερίσσα είχαν πάρει ανθρώπινη μορφή, όπως και οι υπόλοιποι Ντρόγκομιρ. Δεν ξέρουν πως η κατάρα έσπασε, σκέφτηκε ο Ντέβαν. Το περπάτημα ήταν πολύ πιο γρήγορο απ' ότι το πέταγμα μέσα στο δάσος. Ήταν πολύ μεγάλοι και ήταν δύσκολο να αποφύγουν τα πυκνοφυτεμένα δέντρα. Η Κίρα λάτρευε το πέταγμα κι ας μην το είχε παραδεχθεί ανοιχτά. Μια σουβλιά πόνου διαπέρασε το στήθος του Ντέβαν στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η καρδιά του. Πλέον υπήρχε μόνο μια κενή τρύπα. Μπορούσε να τη νιώσει ακόμα μέσα στα χέρια του. Η μυρωδιά της τον τύλιγε… Η εικόνας της ανεξίτηλη. Έμοιαζε σαν να κοιμόταν, σαν να μπορούσε να ξυπνήσει από στιγμή σε στιγμή...

Μην τη σκέφτεσαι, διέταξε το εαυτό του. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό τώρα.

Η Κάλικ ήταν η πρώτη που τους αντιλήφθηκε.

«Ορόρα!» φώναξε και έτρεξε προς το μέρος τους, κερδίζοντας ένα βλέμμα αποδοκιμασίας από τον πατέρα της. «Τι βρήκατε;» τους ρώτησε σταματώντας μπροστά τους. «Ήταν παγίδα της Νιλάι;»

«Η κατάρα έσπασε» ήταν το μόνο που είπε το αγόρι, νιώθοντας έναν κόμπο να σχηματίζεται στον λαιμό του αλλά τον κατάπιε.

«Τι;» ψέλλισε σοκαρισμένη η Κάλικ. Μάγισσες και Ντρόγκομιρ στράφηκαν ταυτόχρονα προς το μέρος τους, έχοντας την ίδια σαστισμένη έκφραση με την κοκκινομάλλα «Μα... Υποτίθεται πως το μωρό δε θα γεννιόταν μέχρι το μεθεπόμενο φεγγάρι». Άρχισε να κοιτάζει ανήσυχα τριγύρω σαν να έψαχνε κάτι ανάμεσα στα δέντρα. «Πού είναι η Κίρα;»

Την προσπέρασε και προχώρησε στο σημείο που στεκόντουσαν ο πατέρας του και η Ραζιγιέ.

«Πρέπει να προχωρήσουμε» είπε στη μάγισσα, με τη φωνή του να ακούγεται ξένη στα αυτιά του. Κενή. Δεν μπορούσε να κοιτάξει τον πατέρα του, να συναντήσει τα ψυχρά γαλάζια μάτια του ή την αδιάφορη έκφρασή του για τον χαμό της Κίρα. Γιατί να νοιαστεί άλλωστε; Πριν από μερικούς μήνες είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει ο ίδιος.

Κάτι πέρασε μέσα από τα καστανά μάτια της Ραζιγιέ. Συμπάθεια;

«Πρέπει να προχωρήσουμε» επανέλαβε. Δεν ήθελε τον οίκτο της. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρει το παιδί του.

 Ήταν πατέρας. Ακόμα δεν το είχε συνειδητοποιήσει τελείως, σαν να ήταν κάτι που είχε ακούσει για κάποιον άλλον. Είχε ένα παιδί και δεν ήξερε καν αν ήταν ένας γιος ή μια κόρη.

Η Ραζιγιέ τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα και τότε ο Ντέβαν συνειδητοποίησε τι υπήρχε στο βλέμμα της νεαρής μάγισσας: κατανόηση. Η Ραζιγιέ ήξερε ακριβώς πώς ένιωθε. Αναρωτήθηκε ποιον μπορεί να είχε χάσει αυτό το μικρό κορίτσι που είχε στους ώμους της το βάρος να διοικεί μια ολόκληρη Σύναξη, και όχι μόνο. Στράφηκε προς τους μάγους της και τους έκανε νόημα να προχωρήσουν.

Περπατούσαν σιωπηλά. Οι μόνοι ήχοι προέρχονταν από τα βήματά τους και το θρόισμα των μανδυών τους, καθώς σερνόντουσαν πάνω από τη χαμηλή βλάστηση και τα πεσμένα φύλλα. Ειλικρινά, ο Ντέβαν θα προτιμούσε μια τρομερή οχλαγωγία αντί της ησυχίας που άφηνε χώρο για σκέψεις που προσπαθούσε να κρατήσει μακριά. Η Ορόρα πλησίασε τον αδελφό της, αλλά εκείνος την αγνόησε. Δε χρειαζόταν λόγια παρηγοριάς εκείνη τη στιγμή. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να βρει τη Νιλάι και να την κάνει να υποφέρει με τρόπους που θα ζήλευε ακόμα και ο Κλάους.

«Πόσο θα μας πάρει μέχρι να φτάσουμε στην οροσειρά;» ρώτησε τη Ραζιγιέ σπάζοντας τη σιωπή. Ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει πόσο κενή ακουγόταν η φωνή του λες και η ικανότητά του να νιώθει ή να εκφράζει συναισθήματα είχε πεθάνει μαζί με την Κίρα. Τόση μαγεία γύρω τους, σκέφτηκε, και όλη ήταν άχρηστη. Άραγε αν είχαν φτάσει λίγο νωρίτερα η μητέρα του θα είχε καταφέρει να τη σώσει;

Μη σκέφτεσαι την Κίρα, επανέλαβε στον εαυτό του.

«Μέχρι το μεσημέρι. Όμως κράτα αυτό στο μυαλό σου, Ντέβαν Ντρόγκομιρ. Ο Ελεαζάρ δε θα δει με καθόλου καλό μάτι αυτή την εισβολή στα εδάφη του χωρίς την άδειά του. Στην καλύτερη περίπτωση θα απαιτήσει να γυρίσουμε πίσω, αλλά υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να...»

Η μπότα του Ντέβαν, που προηγούνταν ελάχιστα της Ραζιγιέ και του πατέρα του, ακούμπησε το χώμα και μια σειρά από ρούνους εμφανίστηκε από το πουθενά πάνω στο έδαφος, σχηματίζοντας μια ευθεία γραμμή μπροστά τους σαν να σχημάτιζαν έναν τοίχο ανάμεσα σε εκείνους και το υπόλοιπο δάσος. Τα σύμβολα έλαμπαν με ένα λαμπερό ασημένιο φως σαν να ήταν φτιαγμένα από το φεγγαρόφωτο.

«Η Νιλάι ξέρει πως την ακολουθούμε» είπε με επείγοντα τόνο η Ραζιγιέ, με τα μάτια της να τρέχουν πάνω στους ρούνους που είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν και να χάνονται. «Το υποπτευόταν και μόλις της το επιβεβαιώσαμε». Ο Ντέβαν στράφηκε γρήγορα προς το μέρος της Ορόρας.

«Αν ξέρει πως είμαστε στα ίχνη της θα βιαστεί να πάει πίσω στη Σύναξη της και να ολοκληρώσει την θυσία. Αν πετάξουμε μπορούμε να την προφτάσουμε».

«Όχι» τον διέκοψε απότομα η Ραζιγιέ. «Δεν έχει χρόνο, για να επιστρέψει στην οροσειρά. Θα προσπαθήσει να κάνει τη θυσία εδώ, στο δάσος»

«Μπορεί να την κάνει εδώ;» ρώτησε ο Αίρυς, απευθύνοντας για πρώτη φορά τον λόγο σε κάποια από τις μάγισσες.

«Μπορεί, αν βρει ιερό έδαφος ή κάπου που υπάρχει μια μεγάλη πηγή μαγείας» απάντησε το κορίτσι, με τη φωνή της πιο ψυχρή και από το χιόνι στην καρδιά του χειμώνα. Στράφηκε ξανά προς τον Ντέβαν, που ήταν ο Ντρόγκομιρ που αντιπαθούσε λιγότερο. «Υπάρχει ένα τέτοιο μέρος που οι μάγισσες αποκαλούν Ξέφωτο των Ρόδων ή Σπηλιές των Οστών. Το πρόβλημα είναι πως βρίσκεται πολύ κοντά, άρα η Νιλάι θα είναι ήδη εκεί».

«Ρόδα μέσα στο δάσος;» είπε ο Κάσρελ με τον ειρωνικό τόνο που χρησιμοποιούσε κάθε φορά που θεωρούσε πως κάποιος ήταν ανόητος. Η Ραζιγιέ του έριξε μια πλάγια απαξιωτική ματιά σαν να μην άξιζε ολόκληρη την προσοχή της.

«Αιώνες πριν ξέσπασε ένας πόλεμος ανάμεσα στις Συνάξεις. Η τελική μάχη δόθηκε κοντά στις σπηλιές. Όταν τελείωσε, μπλε τριαντάφυλλα φύτρωσαν στο σημείο και μένουν ανθισμένα ολόκληρο τον χρόνο, ακόμα και μέσα στο καταχείμωνο, επειδή τα τρέφει η μαγεία που υπάρχει μέσα στα οστά των μάγων που έπεσαν στη μάχη».

Χωρίς να περιμένει τους υπόλοιπους, ο Ντέβαν επιτάχυνε το βήμα του, με την Ορόρα να τρέχει πίσω του. Η Ραζιγιέ τον ακολούθησε με τους μάγους της να ακολουθούν τα βήματά της, σχεδόν σαν να μιμούνταν τις κινήσεις της. Αν ο Ντέβαν δεν ανησυχούσε τόσο για το αν θα προλάβαινε να βρει τη Νιλάι και το παιδί του εγκαίρως, θα εντυπωσιαζόταν από την πειθαρχεία που μπορούσε να επιβάλει στα μέλη της Σύναξής της.

Η απαλή μυρωδιά των τριαντάφυλλων πλανιόταν στον αέρα και γινόταν όλο και πιο έντονη, καθώς προχωρούσαν μέσα στο δάσος. Τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν προς τους πρόποδες των βουνών μέχρι που σχεδόν χάθηκαν. Μια έκταση ίση με μισό μίλι απλωνόταν ανάμεσα σε εκείνους και τις σπηλιές στη βάση του βουνού, οι είσοδοι των οποίων έχασκαν σαν ανοιχτά μαύρα στόματα πάνω στην τραχιά πέτρα. Ανάμεσα σε εκείνους και τις σπηλιές υπήρχε ένας κύκλος φτιαγμένος από λεπτές ψηλές πέτρες, που ξεπερνούσαν κατά πολύ το ύψος του Ντέβαν, σε ακανόνιστα σχήματα, και μια στρογγυλή πέτρα με επίπεδη επιφάνεια ήταν τοποθετημένη ανάμεσά τους. Γαλάζια τριαντάφυλλα με καταπράσινα αγκαθωτά κλίματα τυλίγονταν γύρω από τις πέτρες, τους κορμούς των λιγοστών δέντρων που ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί, και σκαρφάλωναν πάνω στην πέτρα στην είσοδο των σπηλιών.

Μια ντουζίνα μάγων με σκούρους μπλε μανδύες στεκόντουσαν γύρω από το τραπέζι. Ο Ντέβαν ξεχώρισε το ξανθό κεφάλι της Νιλάι. Κάποιος είχε αφήσει ένα μπλε κουβάρι πάνω στο πέτρινο τραπέζι. Ένα κουβάρι που κουνιόταν. Ο Ντέβαν έβλεπε τα στόματα των μάγων να ανοιγοκλείνουν καθώς έψελναν, αν και βρισκόταν πολύ μακριά, για να ακούσει τις λέξεις. Και όμως μπορούσε να ορκιστεί πως άκουγε το μωρό να κλαίει.

Η Νιλάι αντιλήφθηκε την παρουσία τους και σήκωσε το βλέμμα της, για να τους κοιτάξει.

Η Ραζιγιέ βγήκε μπροστά και στάθηκε δίπλα στον Ντέβαν. Τα βήματά της κροτάλιζαν πάνω στο άνισο έδαφος που ήταν σπαρμένο με αιχμηρά λευκά-κίτρινα βότσαλα καλυμμένα με σκόνη. Οστά, συνειδητοποίησε το αγόρι.

 «Υπερτερούμε αριθμητικά!» τους είπε με καθαρή και σταθερή φωνή. «Παραδώστε μας το παιδί και θα σας επιτρέψω να επιστρέψετε στην Οροσειρά. Δεν υπάρχει λόγος να χυθεί κι άλλο αίμα σε αυτόν τον τόπο».

Να μιλάς για τον εαυτό σου, σκέφτηκε ο Ντέβαν. Όλοι τους είχαν ευθύνη για τον θάνατο της Κίρα και κανείς τους δε θα έφευγε από εκεί ζωντανός.

Οι μάγοι της Νιλάι απομακρύνθηκαν από το τραπέζι. Βγήκαν έξω από τον πέτρινο κύκλο και παρατάχθηκαν σε μια ευθεία γραμμή. Με απόλυτα συγχρονισμένες κινήσεις σήκωσαν όλοι το δεξί τους χέρι προς το μέρος τους.

Ντρόγκομιρ και Ημισέληνοι έπεσαν στα γόνατα κρατώντας τα κεφάλια τους και μορφάζοντας από τον πόνο. Ένα μικρό μούγκρισμα κατάφερε να ξεφύγει μέσα από τα χείλη του Ντέβαν, καθώς ένα ξαφνικό κύμα πόνου σάρωσε το κρανίο του. Ήταν λες και το μυαλό του είχε πιάσει φωτιά. Έσφιξε τα δόντια του και σηκώθηκε όρθιος, αγνοώντας τα κύματα πόνου που συνέχιζαν να έρχονται. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να φανεί αδύναμος για δεύτερη φορά. Την προηγούμενη φορά είχε χάσει την Κίρα. Δε θα επέτρεπε να χάσει και το μωρό.

Το πρόσωπο της Ραζιγιέ παραμορφώθηκε από τον πόνο. Τινάχτηκε απότομα και τύλιξε το μικρό της χέρι γύρω από τον καρπό του Ντέβαν. Μια ευχάριστη αίσθηση απλώθηκε μέσα του από το σημείο που το δέρμα του ακουμπούσε πάνω στο δέρμα της μικρής μάγισσας, ζεστή αλλά και δροσερή ταυτόχρονα, παίρνοντας μακριά τον πόνο. Κοίταξε ξαφνιασμένος τη Ραζιγιέ που κοιτούσε τους Ορεσίβιους με μάτια που πετούσαν φλόγες. Αν κάποιος μπορούσε να σκοτώσει με ένα βλέμμα τότε σίγουρα οι μάγοι με τους μπλε μανδύες ήταν νεκροί.

«Νομίζεις ότι μπορείς να με πολεμήσεις;» φώναξε εξοργισμένη η Ραζιγιέ απευθυνόμενη στη Νιλάι, ενώ οι Ημισέληνοι και οι Ντρόγκομιρ σηκωνόντουσαν στα πόδια τους. «Εσύ διοικείς μια Σύναξη κι εγώ διοικώ πενήντα. Είμαι πιο δυνατή από εσένα!»

Χωρίς να αποθαρρυνθούν ούτε στο ελάχιστο, οι μάγοι της Νιλάι ένωσαν τα χέρια τους.

«Niax en at tem alach ti» έψαλαν οι μάγοι με τις φιδίσιες φωνές τους. «Niax en ta alach ti».

Το χώμα άρχισε να σηκώνεται και να σχηματίζει ένα μικρό βουναλάκι μπροστά στα πόδια του κάθε μάγου ξεριζώνοντας τις λεπτές ρίζες των γαλάζιων τριανταφύλλων και συνέχισε να ψηλώνει λες και κάτι είχε παγιδευτεί από κάτω του και προσπαθούσε να βγει στην επιφάνεια. Ο Ντέβαν τράβηξε το σπαθί από το θηκάρι που κρεμόταν στη ζώνη του, κοιτάζοντας καχύποπτά τους σωρούς από χώμα που συνέχιζαν να μεγαλώνουν. Οι υπόλοιποι Ντρόγκομιρ ακολούθησαν το παράδειγμά του και αρκετοί Ημισέληνοι έβγαλαν όπλα μέσα από τους μανδύες τους, οι περισσότεροι κάτι μακριά μαχαίρια με κυρτή λεπίδα και παράξενα σχέδια σκαλισμένα πάνω στο ατσάλι.

Οι σωροί έφτασαν το ύψος των μάγων και άρχισαν να αλλάζουν σχήμα και να παίρνουν μια μορφή που σύντομα έγινε ξεκάθαρο πως έμοιαζε με άνθρωπο. Σπασμένα κομματάκια κιτρινισμένων οστών ήταν κολλημένα πάνω στα απρόσωπα κεφάλια τους. Τα άκρα των χωμάτινων στρατιωτών επιμηκύνθηκαν και πήραν το σχήμα λεπίδας, λες και αντί για χέρια είχαν σπαθιά. Οι Ορεσίβιοι έκαναν ένα βήμα πίσω και οι χωμάτινοι άνθρωποι όρμησαν μπροστά με ταχύτητα που σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανθρώπινη. Ο Ντέβαν και οι υπόλοιποι σήκωσαν τα όπλα τους περιμένοντας την επίθεση, όμως λίγα μέτρα πριν τους φτάσουν οι χωμάτινοι άνθρωποι κατέρρευσαν και γύρισαν μέσα στη γη απ' όπου είχαν έρθει.

Ο Ντέβαν κοίταξε μπερδεμένος γύρω του χωρίς να κατεβάζει το σπαθί του. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα της Ορόρας που κοιτούσε τριγύρω με την ίδια έκφραση. Πού είναι;

Από το πουθενά, ένας χωμάτινος άντρας πετάχτηκε μέσα από το χώμα ρίχνοντας την αδελφή του στο έδαφος. Κατέβασε την λεπίδα-χέρι του προς τα κάτω στοχεύοντας το κεφάλι της, αλλά η Ορόρα πρόλαβε να κυλήσει στο πλάι και η χωμάτινη λεπίδα καρφώθηκε στο χώμα δίπλα στο δεξί της μάγουλο. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε πάρει τη μορφή του γαλάζιου δράκου και με ένα δυνατό χτύπημα της ουράς της διέλυσε τον χωμάτινο άντρα σε μια έκρηξη από σβόλους και κομματάκια οστών.

Γύρω τους επικράτησε πανδαιμόνιο. Κάποιοι από τους μάγους προσπάθησαν να διαλύσουν τους χωμάτινους άντρες με μαγεία και κάποιοι με τα μαχαίρια, αλλά κάθε φορά που διέλυαν κάποιον, αυτός ξαναεμφανιζόταν μέσα από το χώμα. Οι Ορεσίβιοι εκμεταλλεύτηκαν την αναστάτωση και ξεκίνησαν ξανά τα ξόρκια. Ένας Ημισέληνος έπεσε στα γόνατα ουρλιάζοντας δίνοντας σε έναν από τους χωμάτινους άντρες την ευκαιρία να καρφώσει τη λεπίδα-χέρι του στο στήθος του. Ο μάγος έπεσε νεκρός στο έδαφος.

«Μπάσταρδοι» είπε η Ραζιγιέ μέσα από σφιγμένα δόντια και στράφηκε προς τις δυο μάγισσες που είχαν κάνει το ξόρκι. Σήκωσε το χέρι της σφίγγοντας τη γροθιά της και οι λαιμοί των δυο γυναικών γύρισαν απότομα με έναν ήχο σπασίματος λες και κάποιος τσάκιζε ξερά κλαδιά.

Η Κάλικ, που εν τω μεταξύ είχε μεταμορφωθεί, ξέφυγε από το σημείο της μάχης και άρπαξε έναν Ορεσίβιο από το πόδι. Ο άντρας έπεσε στο έδαφος και άρχισε να χτυπιέται, για να απελευθερωθεί, αλλά τα σαγόνια του κόκκινου δράκου είχαν βυθιστεί βαθιά μέσα στη σάρκα της γάμπας του. Άνοιξε το στόμα του, έτοιμος να πει κάποιο ξόρκι, όμως πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη η Κάλικ άφησε τη γάμπα του και επιτέθηκε στο κεφάλι του. Ζεστό κόκκινο αίμα πετάχτηκε πάνω στις ρουμπινένιες φολίδες της και η μεταλλική οσμή γέμισε τον αέρα.

Τρεις χωμάτινοι άντρες αναδύθηκαν μέσα από το χώμα γύρω από τον Ντέβαν περικυκλώνοντάς τον. Παρατήρησε στιγμιαία πως η λεπίδες του ενός δεν ήταν ίσιες όπως στα συνηθισμένα σπαθιά αλλά κυρτές. Σήκωσε το σπαθί του σε μια αμυντική στάση, με τα χρυσά μάτια του να τρέχουν από τη μια χωμάτινη φιγούρα στην άλλη.

Εκείνος με τις κυρτές λεπίδες επιτέθηκε πρώτος. Ο Ντέβαν άρχισε να αποκρούει με ταχύτητα τα χτυπήματα, όταν και μια δεύτερη φιγούρα έστρεψε το ξίφος του ενάντιων του. Ο Ντέβαν δυσκολευόταν να παλεύει και με τους δυο ταυτόχρονα, έδινε μεγαλύτερη βάση στην άμυνα παρά στην επίθεση. Ευχαρίστησε τους θεούς που δεν είχε φορέσει πανοπλία κι έτσι οι κινήσεις του ήταν γρήγορες και ευέλικτες ενώ οι επιτιθέμενοι ήταν αργοί, πιθανότατα επειδή δεν είχαν μυαλό, για να σκεφτούν κάποια στρατηγική επίθεσης.

Ο Ντέβαν έκανε ένα γρήγορο βήμα προς τα δεξιά αποφεύγοντας το κυρτό ξίφος και έσκυψε γρήγορα, καθώς το δεύτερο σπαθί περνούσε πάνω από το κεφάλι του σχίζοντας τον αέρα. Τινάχτηκε απότομα πάνω και κατέβασε το σπαθί του στον θώρακα του χωμάτινου άντρα, από τον ώμο μέχρι τον γοφό. Η φιγούρα διαλύθηκε μέσα σε μια έκρηξη από χώμα. Ο Ντέβαν αναρωτήθηκε πόσο χρόνο είχε μέχρι να ξαναεμφανιστεί.

Προτού το αγόρι προλάβει να αντιδράσει, η φιγούρα με τις κυρτές λεπίδες σήκωσε το χωμάτινο χέρι του από το κεφάλι του Ντέβαν και την κατέβασε με δύναμη προς το μέρος του. Ο Ντέβαν χρειάστηκε να κρατήσει τη λαβή του ξίφους του και με τα δυο χέρια, καθώς σήκωσε το σπαθί του, για να σταματήσει το χτύπημα. Προς έκπληξή του το χώμα ήταν συμπαγές σαν πέτρα. Το ατσάλι έβγαλε ένα στριγκό ήχο. Οι δυο άντρες πλησίασαν σε απόσταση ενός βήματος ο ένας από τον άλλο. Ο Ντέβαν μπορούσε να δει τα σπασμένα κόκαλα στα σημεία όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια του, βάζοντας όλη τους τη δύναμη στα ξίφη τους. Η πίεση ήταν τόσο μεγάλη που ο Ντέβαν πίστεψε πως ένα από τα δύο σπαθιά θα έσπαγε. Η αναπνοή του έβγαινε βαριά από την προσπάθεια.

Τα χέρια του ήταν απασχολημένα και δεν μπόρεσε να αμυνθεί όταν η τρίτη φιγούρα εμφανίστηκε στα δεξιά του και κατέβασε τη μια λεπίδα-χέρι του προς το μέρος του. Ο Ντέβαν προσπάθησε να αποφύγει άτσαλα το χτύπημα ενώ ταυτόχρονα κρατούσε το σπαθί. Η χωμάτινη λεπίδα απέφυγε το κεφάλι του αλλά βρήκε το μπράτσο του σχίζοντας το ύφασμα του γιλέκου και του πουκαμίσου του, όπως και τη μαλακή σάρκα από κάτω. Μια μικρή κραυγή βγήκε μέσα από τα δόντια του.

Ενώ η δεύτερη φιγούρα ετοιμαζόταν να χτυπήσει ξανά, ένας πράσινος δράκος τον άρπαξε από πίσω. Η φιγούρα διαλύθηκε μέσα στα σαγόνια του. Ο χωμάτινος άντρας που πάλευε με τον Ντέβαν έκανε το ίδιο, και το αγόρι είδε ξαφνιασμένο την κοκκινομάλλα μάγισσα να στέκεται λίγα βήματα πιο πέρα. Αντί να την ευχαριστήσει με λόγια που ήξερε πως δε θα ακουγόντουσαν περιορίστηκε σε ένα νεύμα. Η μάγισσα ένευσε με τη σειρά της και έφυγε, για να βοηθήσει σε κάποιο άλλο σημείο της μάχης.

Ο Κάσρελ έπιασε ένα μαχαίρι που είχε πέσει από κάποιον και το πέταξε προς τους Ορεσίβιους. Το στιλέτο καρφώθηκε στο στομάχι ενός ξανθού άντρα. Ο ξανθός μάγος κοίταξε σοκαρισμένος την κοιλιά του και έπεσε στα γόνατα.

«Ανόητοι» είπε εκνευρισμένη η Νιλάι και τράβηξε το τριγωνικό μαχαίρι μέσα από τον μανδύα της. Το κράτησε και με τα δυο χέρια πάνω από το μωρό που έκλαιγε κουνώντας τα μικρά χεράκια και ποδαράκια του μέσα στον σκούρο μπλε μανδύα που το τύλιγε. «Μεγάλη Μητέρα και Δημιουργέ των πάντων, προστάτευσέ μας. Δέξου αυτή τη θυσία που σου προσφέρουμε. Εξάγνισε αυτή τη νεαρή ψυχή και πάρε την κοντά στο φως σου...»

«Όχι!»

Η οικεία γυναικεία φωνή έσκισε στα δυο τους υπόλοιπους ήχους της μάχης. Ο Ντέβαν γύρισε σοκαρισμένος το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του ήχου και τα χρυσά μάτια του άνοιξαν διάπλατα.

Η Κίρα στεκόταν μερικά μέτρα μακριά από τον βωμό με την Ντεσμέρα και την Αιλίν να την ακολουθούν λίγο πιο πίσω.

Για μερικές στιγμές ήταν λες και ο χρόνος πάγωσε, ο θόρυβος της μάχης χάθηκε, και το μόνο που μπορούσε να δει ο Ντέβαν ήταν η Κίρα, η δική του Κίρα, ζωντανή. Το μυαλό του σταμάτησε, ανίκανο να επεξεργαστεί αυτό που έβλεπαν τα μάτια του. Την είχε κρατήσει στην αγκαλιά του καθώς ξεψυχούσε, η μητέρα του του είχε πει πως ήταν νεκρή. Πώς ήταν δυνατόν να βρίσκεται εκεί τώρα;

Η Κίρα έτρεξε προς το μέρος της Νιλάι και όρμησε στη μάγισσα. Τα σώματά τους συγκρούστηκαν με τέτοια σφοδρότητα που η μάγισσα έχασε την ισορροπία της και οι δυο γυναίκες έπεσαν στο έδαφος. Το μαχαίρι, που από θαύμα δεν είχε μαχαιρώσει κάποια από τις δύο, τινάχτηκε από το χέρι της Νιλάι και έπεσε λίγο πιο πέρα. Οι δυο γυναίκες κυλίστηκαν στο έδαφος, με το χώμα να λεκιάζει το ματωμένο και ήδη κατεστραμμένο φόρεμα της Κίρας. Η πόρπη του μπλε μανδύα της Νιλάι λύθηκε και το ρούχο έπεσε από τους ώμους της.

Η Κίρα κατέληξε πάνω από τη Νιλάι που ήταν ακόμα πεσμένη πάνω στο χώμα. Τα μάγουλά της ήταν γεμάτα κόκκινες γρατζουνιές που είχαν δημιουργηθεί από τα αγκάθια των τριανταφύλλων όταν έπεσαν πάνω τους. Τα καστανά μαλλιά της ήταν μπερδεμένα και βρώμικα, τα γκρίζα μάτια της γυάλιζαν απειλητικά. Φαινόταν άγρια και επικίνδυνη. Κατέβασε τη γροθιά της με όλη της τη δύναμη στο πρόσωπο της Νιλάι. Η μάγισσα έγειρε στο πλάι και έφτυσε σάλιο και αίμα, ενώ και η μύτη της αιμορραγούσε, αλλά η Κίρα δεν την έδωσε χρόνο, για να συνέλθει. Τη χτύπησε ξανά αφήνοντας μια οργισμένη κραυγή, σαν να ήθελε να λιώσει το πρόσωπο της μάγισσας. Αυτή τη φορά η Νιλάι αντέδρασε και έπιασε τον λαιμό της Κίρας τυλίγοντας τα μακριά λεπτά της δάχτυλα γύρω του.

Η Κίρα έμεινε ακίνητη παίρνοντας μια ρουφηχτή ανάσα. Οι φλέβες γύρω από τον λαιμό της στο σημείο που την κρατούσε η Νιλάι άρχισαν να πρήζονται και να εμφανίζονται σχεδόν μαύρες κάτω από το λευκό δέρμα της. Η Νιλάι την άφησε και η κοπέλα κατέρρευσε προς τα αριστερά, με τα γκρίζα μάτια της διάπλατα ανοιχτά. Η ξανθιά μάγισσα σηκώθηκε και σκούπισε τη ματωμένη μύτη της με το μανίκι του φορέματός της,

«Ανόητο κορίτσι!» φώναξε ρίχνοντας μια εξοργισμένη ματιά στην Κίρα που κρατούσε τον λαιμό της πασχίζοντας να πάρει ανάσα και βήχοντας βίαια. Τα νύχια της βυθίστηκαν στο δέρμα της αφήνοντας πίσω ματωμένες χαρακιές λες και προσπαθούσε να ανοίξει μια τρύπα για να περάσει ο πολύτιμος αέρας που οι πνεύμονες της ζητούσαν τόσο απελπισμένα. Η Νιλάι έσκυψε και μάζεψε το μαχαίρι από το έδαφος. «Θα μπορούσες να είχες αποδεχθεί τη μοίρα σου. Θα μπορούσες να είχες ζήσει και να είχες κάνει άλλα παιδιά, αλλά άφησες τα συναισθήματα να σε τυφλώσουν και να σε οδηγήσουν σε ανόητες αποφάσεις». Στάθηκε πάνω από την Κίρα με τη λεπίδα του μαχαιριού να λάμπει στο χέρι της. «Και τώρα αυτές οι αποφάσεις θα σου στοιχήσουν τη ζωή σου».

Η αιχμηρή άκρη ενός ξίφους ξεπρόβαλε από το στήθος της και η Νιλάι πήρε μια απότομη ανάσα, κοιτάζοντας το μέταλλο που εξείχε από το κέντρο του στήθους της, με μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα να απλώνεται γύρω του. Τα δάχτυλά της άνοιξαν και το μαχαίρι γλίστρησε από μέσα τους. Οι μαύρες φλέβες στον λαιμό της Κίρας άρχισαν να εξαφανίζονται και η κοπέλα πήρε μια μεγάλη λαίμαργη ανάσα που είχε ως αποτέλεσμα μια κρίση βήχα που όμως υποχώρησε. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε σαστισμένη τον Αίρυς να στέκεται πίσω από τη μάγισσα. Υπήρχε μια μεγάλη κόκκινη χαρακιά στο μέτωπό του και αίμα έτρεχε πάνω στο δεξί γκρίζο φρύδι του. Χωρίς ίχνος συναισθήματος έπιασε τον ώμο της Νιλάι, για να την κρατήσει ακίνητη και με μια απότομη κίνηση βύθισε το ξίφος στην πλάτη της μέχρι τη λαβή. Αίμα έτρεξε μέσα από τα σχισμένα χείλη της και ο Αίρυς την άφησε. Η μάγισσα κατέρρευσε άψυχη στο έδαφος με την αιματοβαμμένη λεπίδα του ξίφους να ξεπροβάλει μέσα από τη σάρκα της και με τα πράσινα μάτια της να κοιτούν κενά τη φλεγόμενη ανατολή.

«Η αρχηγός σας είναι νεκρή!» φώναξε η Ραζιγιέ κάνοντας τους πάντες να παγώσουν. «Η Νιλάι είναι νεκρή».

Η Κίρα κοίταξε αβέβαια τον Αίρυς σαν να προσπαθούσε να υπολογίσει αν αποτελούσε απειλή, αλλά το σοκ διήρκεσε μόνο για μερικές στιγμές. Σηκώθηκε όρθια και έτρεξε προς τον βωμό, προσπερνώντας τον σαν να ήταν απλά ένας ασήμαντος ξένος. Δάκρυα ανακούφισης έτρεχαν πάνω στα μάγουλα της καθώς σήκωσε το μωρό της που ακόμα έκλαιγε από την κρύα πέτρα. Το κράτησε σφιχτά πάνω στο στήθος της λες και τώρα που το κρατούσε μπορούσε να αναπνεύσει ξανά.

«Παραδοθείτε τώρα και ορκίζομαι πως όλα τα εγκλήματα σας θα συγχωρεθούν και θα σας δοθεί μια θέση ανάμεσα στους Ημισελήνους» συνέχισε η Ραζιγιέ, με τη φωνή της δυνατή και επίσημη, που αποκάλυπτε πόση εξουσία είχε στην πραγματικότητα στα χέρια του αυτό το μικρό κορίτσι. «Αρνηθείτε και θα υποστείτε την οργή του Ελεαζάρ επειδή παρακούσατε τις εντολές του μόλις επιστρέψετε στην οροσειρά. Η απόφαση είναι δική σας».

Πρώτα ένας, και μετά άλλοι δυο, και σιγά σιγά όλοι οι μάγοι της Νιλάι έσκυψαν το κεφάλι τους. Οι Ημισέληνοι έκαναν ένα βήμα πίσω από τους Ορεσίβιους και η Ραζιγιέ τους κοίταξε με τα χείλη της να κυρτώνουν σε ένα μικρό ικανοποιημένο χαμόγελο.

Ο Ντέβαν άφησε το σπαθί να πέσει από το χέρι του και να χαθεί μέσα στα αγκαθωτά κλίματα των γαλάζιων τριαντάφυλλων.

Η μάχη είχε τελειώσει.

Το σώμα του πήρε τον έλεγχο και χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί να τρέχει προς το μέρος της Κίρα. Δεν έβλεπε τα πτώματα που κείτονταν άψυχα στο έδαφος, ή τους μάγους που επιθεωρούσαν τις πληγές των τραυματιών. Δεν άκουγε τις ζητωκραυγές για τη νίκη τους ή τις πονεμένες κραυγές επειδή είχαν χάσει κάποιον αγαπημένο. Το μόνο που έβλεπε ήταν η Κίρα, λες και ήταν το μοναδικό πράγμα στον κόσμο, ένα λαμπρό φως που είχε εμφανιστεί, για να φωτίσει το απύθμενο σκοτάδι που τον είχε τυλίξει τις τελευταίες ώρες.

Σταμάτησε λίγα βήματα μακριά της και επιβράδυνε το βήμα του, λες και μια απότομη κίνηση θα έκανε την κοπέλα να εξαφανιστεί, σαν να φοβόταν πως αν την έφτανε θα ανακάλυπτε πως ήταν ένας ίσκιος πλασμένος από τη φαντασία του σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει λίγο τον πόνο που κομμάτιαζε την καρδιά του. Πλησίασε διστακτικά, αλλά η Κίρα δε χάθηκε. Συνέχισε να κουνάει το μωρό για να το ηρεμήσει, χωρίς να αντιλαμβάνεται την παρουσία του παρόλο που πλέον στεκόταν σχεδόν πίσω της.

Με εξαιρετική προσοχή ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της. Είχε ανάγκη να τη νιώσει, να βεβαιωθεί πως ήταν αληθινή και όχι σημάδι πως είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. Το αριστερό μανίκι του φορέματός της ήταν κουρελιασμένο και μαύρο από το χώμα και το δεξί έλειπε τελείως. Το μελανιασμένο δέρμα της ήταν καυτό κάτω από τα δάχτυλά του και γεμάτο γρατζουνιές από την πάλη με τη Νιλάι. Μπορούσε να τη νιώσει.

Η Κίρα του ήταν ζωντανή.

«Πες μου ότι δεν είναι όνειρο» την ικέτεψε σιγανά. «Πες μου ότι είσαι στ' αλήθεια εδώ».

Η Κίρα δεν απάντησε λες και τα λόγια του δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά της. Η προσοχή της ήταν αποκλειστικά στραμμένη στο μωρό που κρατούσε στην αγκαλιά της. Σιωπηλά δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της σαν να μην είχε τη δύναμη για κάτι περισσότερο.

Η Ορόρα πήρε ξανά την ανθρώπινη μορφή της και έτρεξε προς τον αδελφό της και την Κίρα, με την Ντεσμέρα να την ακολουθεί. Η νεαρή Θεραπεύτρια που είχαν βρει στο δάσος ήταν μαζί της, σχεδόν κολλημένη πάνω της σαν να φοβόταν να μείνει μόνη με τους Ημισελήνους ή τους Ντρόγκομιρ, που ακόμα επιθεωρούσαν τις πληγές τους, αλλά κανένας δε φαινόταν να έχει τραυματιστεί σοβαρά.

Ξαφνικά τα γόνατα της Κίρας λύγησαν και ο Ντέβαν την έπιασε πριν πέσει στο έδαφος. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη λεπτή της μέση και την έβαλε να καθίσει πάνω στο χορτάρι, με τον κορμό της να στηρίζεται πάνω στο στήθος του. Η Ορόρα γονάτισε μπροστά τους, αδιαφορώντας για το κατεστραμμένο φόρεμά της, κοιτάζοντας σαστισμένη την Κίρα σαν να έβλεπε φάντασμα.

«Πώς;» ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει. Και ο Ντέβαν είχε την ίδια ερώτηση.

Η Ορόρα άπλωσε τα χέρια της, για να πάρει το μωρό από την Κίρα που φαινόταν έτοιμη να λιποθυμήσει, πιθανότατα επειδή φοβόταν πως θα της έπεφτε από τα χέρια. Μόλις πήγε να ακουμπήσει το μωρό, η Κίρα τινάχτηκε προς τα πίσω και το κράτησε πιο σφιχτά στην αγκαλιά της, γέρνοντας το σώμα της προς το πλάι σαν να προσπαθούσε να το κρύψει.

«Μην την αφήσεις να πάρει το μωρό μου» την άκουσε να λέει ο Ντέβαν.

Η Ορορα αντάλλαξε ένα ανήσυχο βλέμμα με τον αδελφό της αλλά έκανε πίσω. Ο Ντέβαν σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την Ντεσμέρα που στεκόταν πίσω από την κόρη της με την Αιλίν στο πλευρό της.

«Μου είπες ψέματα» την κατηγόρησε, νιώθοντας τον θυμό να μεγαλώνει μέσα του. «Πώς τόλμησες να με κοροϊδέψεις με αυτόν τον τρόπο;» απαίτησε να μάθει.

«Αν ήξερες ότι ήταν ζωντανή, και οι πιθανότητες να επιβιώσει ήταν ελάχιστες, θα είχες βρει την δύναμη να φύγεις από το πλευρό της, για να βρεις το παιδί;» αποκρίθηκε ήρεμα η Ντεσμέρα.

Ο Ντέβαν δεν είπε τίποτα, επειδή δεν είχε απάντηση για να δώσει. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερε αν θα μπορούσε να αφήσει την Κίρα ξέροντας πως πέθαινε αντί να κάνει τα πάντα, για να βρει έναν τρόπο να τη σώσει ή αν θα έφευγε, για να βρει το παιδί τους, ξέροντας πως ο χρόνος που του απέμενε ήταν λιγοστός. Ίσως η Ντεσμέρα είχε πράξει σωστά που τον είχε αναγκάσει να πάρει αυτή την απόφαση και να σώσει τουλάχιστον τον ένα αντί να χάσει και τους δυο πριν να είναι αργά, αλλά ο Ντέβαν δεν ήθελε να σκεφτεί λογικά και να δικαιολογήσει της πράξεις της μητέρας του. Το ψέμα της τον είχε κάνει να περάσει μια κόλαση, έστω και για λίγες μόνο ώρες, αλλά είχε ανάγκη να θυμώσει και να ξεσπάσει, για να το βγάλει όλο αυτό από μέσα του.

Έσφιξε τα χέρια του περισσότερο γύρω από την Κίρα και την κράτησε πάνω του σαν να φοβόταν πως αν την άφηνε θα γινόταν καπνός και θα χανόταν μέσα από τα δάχτυλά του. Ασυναίσθητα τα χέρια του έψαξαν για την φουσκωμένη καμπύλη της κοιλιάς της, να νιώσει το παιδί τους να κλοτσάει μέσα της, αλλά η μέση της ήταν λεπτή και επίπεδη. Κοίταξε το πλασματάκι που κρατούσε στα χέρια της. Ήταν λίγο μικρότερο από τα συνηθισμένα μωρά, αφού είχε γεννηθεί δυο φεγγάρια νωρίτερα από το κανονικό, με λεπτά μαύρα μαλλάκια να καλύπτουν το κεφάλι του και ροδαλό δέρμα. Η ζεστασιά της μητέρας του το είχε κάνει να ησυχάσει και να μισοκλείσει τα γκριζογάλανα μάτια του, σαν να μην είχε ούτε μια έγνοια στον κόσμο. Ο Ντέβαν άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το χεράκι του μωρού με τις άκρες των δαχτύλων του, διστακτικά σαν να ήταν φτιαγμένο από λεπτό γυαλί και οποιαδήποτε έντονη κίνηση θα μπορούσε να το βλάψει. Μόλις είχε γεννηθεί, όμως ο Ντέβαν ήδη αισθανόταν τη δύναμη που ασκούσε πάνω του. Ήξερε πως θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για αυτό το παιδί.

Η Ραζιγιέ πλησίασε στο σημείο όπου καθόντουσαν, παραμερίζοντας τους Ντρόγκομιρ που είχαν αρχίσει να μαζεύονται γύρω τους. Ο Ντέβαν κοίταξε τον πατέρα του.

«Σ' ευχαριστώ» είπε άηχα αλλά ήξερε πως ο Αίρυς το είχε καταλάβει. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν το μωρό, για να σπάσει η κατάρα και τώρα που είχε γεννηθεί η Κίρα του ήταν άχρηστη. Δεν είχε κανέναν λόγο να τη σώσει κι όμως το είχε κάνει.

Η νεαρή αρχηγός των Ημισελήνων γονάτισε μπροστά τους, εκεί όπου πριν από λίγο βρισκόταν η Ορόρα.

«Ντέβαν του Οίκου των Ντρόγκομιρ, κάποτε μου είχες πει πως επιθυμούσες να ξεκινήσουμε μια νέα εποχή ανάμεσα στον Οίκο σου και στις μάγισσες. Επίτρεψέ μου να κάνω την αρχή προσφέροντας σας ένα δώρο για τη γέννηση του παιδιού σας».

 Έπιασε μια λεπτή αλυσίδα που κρεμόταν από τον λαιμό της, κρυμμένη μέσα στο κλειστό μπούστο του φορέματός της και κάτω από τον μανδύα με τα κεντημένα ημισέληνα, και την τράβηξε πάνω από το κεφάλι της. Ένα μικρό στρογγυλό μενταγιόν με μια μαύρη πέτρα στο μέγεθος ενός νομίσματος κρεμόταν από την αλυσίδα. Το έκλεισε μέσα στις παλάμες της και σιγομουρμούρισε κάτι που κανένας δεν μπόρεσε να ακούσει. Ένα αχνό γαλαζωπό φως εμφανίστηκε μέσα από τα δάχτυλά της, αλλά χάθηκε σχεδόν αμέσως.

«Ένα φυλαχτό που δίνουμε στα παιδιά μας όταν γεννιούνται» τους είπε και κοίταξε την Κίρα ζητώντας της την άδεια να πλησιάσει. Διστακτικά, η Κίρα άνοιξε λίγο τα χέρια της επιτρέποντάς της να φορέσει το μενταγιόν στο μωρό που ανασάλεψε ενοχλημένο σαν να ετοιμαζόταν να κλάψει αλλά δεν το έκανε. «Μια ευλογία για προστασία και καλή τύχη. Από αυτή τη στιγμή και μέχρι το τέλος των ημερών ο γιος σου θα θεωρείται μέλος της Σύναξης των Ημισελήνων. Και εμείς φροντίζουμε τους δικούς μας».

«Σ' ευχαριστούμε για το δώρο σου» της είπε η Κίρα, περισσότερο για τους τύπους, χωρίς να κοιτάζει τη νεαρή μάγισσα. Ο Ντέβαν τη βοήθησε να σηκωθεί στα πόδια της, στηρίζοντας σχεδόν όλο το βάρος της πάνω του.

«Έλα» της είπε απαλά. Ήθελε να εξαφανιστούν από εκείνον τον καταραμένο τόπο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στο σπίτι».

Φαίη