Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 15)

Βλέπω την πανέμορφη όψη της μερικά μέτρα μακριά μου κάτω από μια ροδιά. Φοράει το φόρεμα που η Spero της έφτιαξε λουσμένο με όλα τα άστρα του ουρανού να ακτινοβολεί στο φως που μας ζεσταίνει από ψηλά. Είναι πραγματικά αυτή; Δεν μπορεί... Τα κόκκινα μαλλιά της είναι λυτά και πέφτουν ανάλαφρα κάτω από τους ώμους της. Ο αέρας παρασέρνει το άρωμά της που ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω. Το βλέμμα της είναι γεμάτο συναισθήματα. Χαρά και λύπη μαζί. Τα πανέμορφα μάτια της είναι τόσο ζωντανά σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα μακριά τους. Το δέρμα της κατάλευκο και εύθραυστο με κάνει να θέλω να τυλιχτώ γύρω της. Πολύ αργά σηκώνει το χέρι της προς το μέρος μου. Τρέμει…Την πλησιάζω χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω μέσα από τα μάτια της. Όσο έρχομαι πιο κοντά της, τόσο πιο σίγουρος είμαι ότι αυτό που ζω είναι αλήθεια. Είναι η πραγματικότητα.

Απλώνω το χέρι μου, για να πιάσω το δικό της. Τα δάχτυλά μας μπλέκονται μεταξύ τους και ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Σηκώνω το άλλο μου χέρι και πλησιάζω το υπέροχο πρόσωπό της. Με την έξω μεριά των δαχτύλων μου χαϊδεύω το μάγουλό της και εκείνη κλείνει τα μάτια της, καθώς ένα δάκρυ κυλάει προς τα κάτω και πέφτει στη μητέρα της.

«Είσαι εσύ... Είσαι πραγματικά εσύ...» καταφέρνω να της πω και τότε καταρρέω και την αρπάζω μέσα στην αγκαλιά μου.

Τη σφίγγω δυνατά πάνω μου. Εάν μπορούσα δε θα την άφηνα ποτέ. Τη νιώθω που κουλουριάζεται ολόκληρη πάνω μου σαν να προσπαθεί να κρυφτεί μέσα μου. Τα δάκρυα δεν κρατιούνται ούτε δευτερόλεπτο και τρέχουν ποτάμι. Νιώθω τα πόδια μου να μη με βαστάνε. Τόσος πόνος. Δεν είχα καταλάβει ότι μπορεί ένα συναίσθημα να πονάει τόσο πολύ. Είναι σαν να σου τρυπάνε το στομάχι και να σε πιέζουν στην καρδιά. Νιώθεις ότι το μυαλό σου θα εκραγεί… Η βάση της σπονδυλικής σου στήλης θα σπάσει... Ο αέρας δεν είναι αρκετός, για να αναπνεύσεις και το φως δεν είναι αρκετό, για να δεις. Ελπίζεις μαζί με τα δάκρυα να φύγουν μακριά και όλα τα άλλα και το μόνο που σου έχει μείνει για να ξεσπάσεις από όλο αυτόν τον πόνο είναι η φωνή σου η οποία δεν μπορεί να ξεχυθεί όσο και εάν θες να φωνάξεις. Σαν θρήνος βγαίνει από μέσα σου αυτό το βάρος. Σαν να χάνεις κάτι.

Αλλά όλα αυτά τα αρνητικά στην πραγματικότητα είναι όλα όσα νιώθω επειδή είμαι χαρούμενος. Πιο χαρούμενος από ποτέ. Ένα ξέσπασμα. Νιώθω γεμάτος από ευγνωμοσύνη που την έχω κοντά μου. Περνάει αρκετή ώρα χωρίς να θέλουμε να αποχωριστούμε ο ένας την αγκαλιά του αλλού, αλλά θέλω να την κοιτάξω στα μάτια. Ναι, είμαι σίγουρος για μια ακόμα φορά ότι είναι αυτή και ότι δεν παίζει κάποιος ένα πολύ κακό παιχνίδι μαζί μου... Πιάνω το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια μου και εκείνη ντροπιασμένη, από τα κλάματα που την έχουν πιάσει, ξεσπάει σε γέλια ενώ προσπαθεί να σκουπίσει τα μάτια της. Δεν την αφήνω όμως να μου κρυφτεί. Δε με νοιάζει που τα μάτια σου είναι κόκκινα. Δε με νοιάζει που σε γνώρισα ως την πιο δυνατή γυναίκα και τώρα είσαι ευάλωτη. Δε με νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από το γεγονός ότι είσαι εδώ. Είσαι δίπλα μου. Είσαι μαζί μου. Χαϊδεύω τα βρεγμένα μάγουλά της καθώς εκείνη έχει πιαστεί από τους καρπούς μου.

«Είσαι πανέμορφη» καταφέρνω να της πω μετά από αρκετή ώρα που δεν έχω βγάλει ούτε μια συλλαβή.

Για μια ακόμα φορά γελάει αμήχανα και γελάω και εγώ μαζί της. Τόσο ευτυχισμένος... Κλείνει τα μάτια της και παίρνει μια πολύ βαθιά ανάσα. Κρατάει τα μάτια της κλειστά για λίγη ώρα, μέχρι να ηρεμήσει, και μου φιλάει τις παλάμες που έχουν πιάσει τα μάγουλά της. Την παίρνω ξανά αγκαλιά αλλά αυτή τη φορά δεν τη σφίγγω. Δεν την πιέζω. Το μόνο που κάνω τώρα είναι να νιώθω. Νιώθω ήρεμος... Νιώθω πως ένα κενό που βρίσκεται βαθιά μέσα στο στέρνο μου έχει γεμίσει με ευχαρίστηση. Η Εχεκράτεια γυρνάει και με κοιτάει αυτή τη φορά θλιμμένη.

«Όχι, σε παρακαλώ...» Δε θέλω να φύγεις. Μη μου πεις ότι δεν μπορώ ακόμα να σε έχω...

«Μαξ... Mortem... Πρέπει να επιστρέψεις την αστραπή πίσω στους ουρανούς» μου λέει σοβαρή.

«Δεν με νοιάζει τίποτα αυτή τη στιγμή» της απαντάω και πάω να την πάρω ξανά στην αγκαλιά μου αλλά δε με αφήνει.

«Άκουσέ με... Μην αφήσεις όλες αυτές τις θυσίες να πάνε χαμένες... Βρες την αστραπή και γύρισέ την πίσω εκεί που ανήκει» επιμένει εκείνη.

«Θα το κάνω. Αλλά δεν καταλαβαίνω... Δεν έχεις εσύ την αστραπή;» τη ρωτάω μπερδεμένος. Εκείνη μου χαμογελάει θλιμμένη και σηκώνει το χέρι της, για να χαϊδέψει απαλά το πρόσωπό μου. Εξετάζει κάθε σπιθαμή του δέρματός μου σαν να γεμίζει τις αναμνήσεις της με αυτές.

«Mortem... Δεν είναι πραγματικότητα όλο αυτό... Μακάρι να ήταν...» μου λέει και νιώθω όλο τον εσωτερικό μου κόσμο να καταρρέει. Τι εννοεί ότι δεν είναι αληθινά όλα αυτά; Δηλαδή... Δεν είναι ζωντανή...

«Όχι... Σε παρακαλώ... Πες μου ότι είναι ψέματα» της λέω και πέφτω μέσα στην αγκαλιά της. Εκείνη συνεχίζει να με χαϊδεύει στα μαλλιά.

«Άκουσέ με... Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω... Μακάρι να είχα...» μου λέει και σηκώνει το πρόσωπό μου για να την κοιτάξω. «Το μόνο που έχει σημασία είναι η αστραπή και τίποτα άλλο» μου λέει γεμάτη θάρρος και αυτοπεποίθηση. Τόσο δυνατή. Τόσο γοητευτική...

«Δε θέλω να φύγεις...» καταφέρνω να της πω και εκείνη ξεσπάει σε γέλια.

«Μάλλον δεν έχεις καταλάβει κάτι... Ποτέ δεν έφυγα από δίπλα σου. Ήμουν πάντα εκεί και εδώ θα μείνω» μου λέει και ένα ακόμα δάκρυ πέφτει από τα πράσινα μάτια της.

Σχεδόν ανακουφισμένος παίρνω μια μεγάλη ανάσα. Δε με νοιάζει εάν είναι αλήθεια ή ψέματα. Θέλω να μείνω για πάντα εδώ. Δε θέλω να σε αφήσω να φύγεις... Την επόμενη στιγμή το βλέμμα της κοκαλώνει και τα μάτια της γουρλώνουν... Πιάνει το στήθος της και πασχίζει με δύναμη, για να πάρει μια ανάσα. Πνίγεται και πέφτει κάτω ανήμπορη να αναπνεύσει.

«Εχεκράτεια!» φωνάζω και την παίρνω στα χέρια μου. Προσπαθώ να της δώσω κουράγιο, για να κρατηθεί και πανικόβλητος προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται.
«Τι σου συμβαίνει;» τη ρωτάω σοκαρισμένος καθώς δεν ξέρω τι να κάνω.

«Πρέπει να κάνεις γρήγορα... Mortem... Προσπαθούν να την πάρουν...» μου λέει με το ζόρι και τρέμει ολόκληρη.

«Τι; Δεν καταλαβαίνω!» Είμαι σε κατάσταση πανικού και νιώθω την ύπαρξή της για μια ακόμα φορά να απομακρύνεται από κοντά μου.

Η Εχεκράτεια σβήνει και μαζί της σβήνει και όλη η εικόνα γύρω μας. Σαν καπνός εξαφανίστηκε μέσα από τα χέρια μου αφήνοντάς μου τη ζεστασιά της και τον πόνο της ανάμεσα στα χέρια μου. Για μια ακόμα φορά είμαι μόνος και το κενό σιγά σιγά παίρνει πάλι τη θέση του στο στήθος μου. Ένα κενό που όσες φορές και εάν το νιώσω κάθε φορά θα είναι σαν την πρώτη. Δε θα το συνηθίσω ποτέ. Είναι ένα συναίσθημα που σε σπάει σε μικρά κομμάτια και σε πετάει στο σκοτάδι και στη βρομιά. Μια απαίσια αίσθηση που σχεδόν κάνεις εμετό με το ποσό άσχημα κάνει το στομάχι σου να πονά. Ναι, ένα κενό τόσο μεγάλο μπορεί να σε τρελάνει και εάν το πολεμήσεις θα σε αποκομίσει και εκείνο πίσω. Και τελικά θα κερδίσει... Πάντα κερδίζει... Το κενό μέσα σου θα βρίσκεται για πάντα εκεί είτε το θες είτε όχι... Χωρίς την Εχεκράτεια αυτό το κενό είναι πολύ βαρύ. Τόσο βαρύ που νιώθω να με τραβά βαθιά μέσα στην κόλαση μαζί του.

Κρυώνω... Θεέ μου, γιατί κάνει τόσο κρύο εδώ; Νιώθω το σώμα μου να συσπάται από τον παγετό γύρω μου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Δε νιώθω κάτι οικείο με το μέρος. Πρώτη φορά αισθάνομαι αυτή την ενέργεια. Δεν μπορώ να δω καθαρά. Ανοίγω τα μάτια μου με το ζόρι και το κατάλευκο τοπίο με συνεπαίρνει. Βρίσκομαι μέσα σε μια παγωμένη έρημο. Δεν υπάρχει καμία ζωή τριγύρω. Μόνο πάγος και τσουχτερός αέρας που με κάθε του φύσημα με μαστιγώνει με δύναμη στο δέρμα. Προσπαθώ να ζεσταθώ αλλά δεν μπορώ να νικήσω αυτό το παράξενο φαινόμενο. Πού βρίσκομαι; Τι συμβαίνει εδώ πέρα;

«Εδώ είσαι επιτέλους;» ακούω μια γνώριμη φωνή και γυρνάω να δω από πού έρχεται. Ψάχνω να τη βρω με το βλέμμα μου μέχρι που τελικά εντοπίζω μερικά μέτρα μακριά μου, μέσα στη θύελλα, τη φιγούρα της να με πλησιάζει.

«Τερψιχόρη;» προσπαθώ να πω μέσα από τα δόντια μου που τρίζουν από το κρύο. Εκείνη φτάνει δίπλα μου και κανένας άνεμος δε μας χτυπά πια. Μια ζεστασιά αναβλύζει από μέσα της.

«Πώς κατάφερες να χαθείς, μου λες; Ήταν τόσο απλό να ακολουθήσεις τη γέφυρα... Δε φαντάζεσαι πόσο τυχερός είσαι που σε βρήκα...» μου λέει φανερά εκνευρισμένη και, πραγματικά σας λέω, θα ορκιζόμουν ότι φάνηκε ανακουφισμένη που με βρήκε.

«Τι εννοείς;» Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί ότι χάθηκα. Δε νιώθω ότι χάθηκα. Εκείνη απεγνωσμένη κοιτάζει προς τον ουρανό.

«Πάμε να φύγουμε. Μας περιμένει η Kiyohime» μου λέει καθώς πάει να με αρπάξει από την μπλούζα. Μόλις με ακουμπάει τρομοκρατημένη πετάγεται μακριά μου και μαζεύει το χέρι της.

«Τι έπαθες;» τη ρωτάω φανερά απορημένος με τη στάση της. Τι την έπιασε έτσι ξαφνικά;

«Πού ήσουν;» Τι εννοεί; Πριν από λίγο έβλεπα την Εχεκράτεια. Δεν ξέρω εάν εννοεί αυτό. Με πλησιάζει πιο δυναμικά. «Πού τη βρήκες αυτή τη δύναμη;» με ρωτάει απότομα καθώς με εξετάζει με τα μάτια της.

«Ποια δύναμη;»

«Μην το παίζεις τρελός! Δεν το νιώθεις;» μου φωνάζει εκνευρισμένη. Η αλήθεια τώρα που το λέει νιώθω κάτι σαν ηλεκτρισμό να ρέει στη σπονδυλική μου στήλη.

«Όχι και πολύ...» της απαντάω ειλικρινά και φαίνεται να εκνευρίζεται όλο και περισσότερο.

«Πρέπει να φύγουμε. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ένας άγγελος χάθηκε!» επαναλαμβάνει καθώς προσπερνάει το συγκεκριμένο θέμα.

Κάτι όμως μου λέει ότι δε θα τη γλυτώσω έτσι εύκολα. Επίσης κάτι ακόμα μου λέει ότι πρέπει να βιαστώ, για να βρω την Εχεκράτεια. Εάν ήταν πραγματικότητα όλα αυτά που είδα. Ή μήπως και όχι; Η Τερψιχόρη με πιάνει με δισταγμό από την μπλούζα και ένας οξύς πονοκέφαλος έρχεται κατευθείαν μέσα από τα μάτια μου. Το φως χάνεται και το λευκό τοπίο γίνεται κατάμαυρο. Δε βλέπω τίποτα γύρω μου και πάλι. Νιώθω ότι βρίσκομαι ξαπλωμένος κάπου και ακουμπάω το κεφάλι μου με το χέρι μου.

«Vita... Αυτός είναι πολύ πιο όμορφος από κοντά... Μμμμ...» ακούω μια γυναικεία φωνή από πάνω μου.

«Σου έχω πει να μη με λες έτσι!» της φωνάζει η ίδια γνωστή φωνή που με τράβηξε πριν. Η Τερψιχόρη.

«Καλά. Ποιος νοιάζεται... Έλα, όμορφε... Ξύπνα...» Σε εμένα απευθύνεται; Νιώθω ένα χέρι να με ακουμπάει στο στέρνο.

«Kiyohime, δεν είναι για τη γλώσσα σου αυτός» της λέει επιβλητικά η Τερψιχόρη.

Τελικά καταφέρνω μετά από λίγη ώρα να ανοίξω τα μάτια μου και βλέπω σε απόσταση είκοσι εκατοστών από το κεφάλι μου το πρόσωπό της Kiyohime να με κοιτάζει με τα όμορφα σκιστά μάτια της και από πάνω της με σταυρωμένα τα χέρια και υπεροπτικό ύφος την Τερψιχόρη.

Ή εάν άκουσα καλά τη Vita...

Τη ζωή...

Παρασκευή Γκύζη