Εξόριστοι (Κεφάλαιο 29)

Φάνης

Ο Φάνης καθόταν ανάσκελα στο κρεβάτι, μα ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Ένιωθε να καίει από κάποιο κρυφό, εσωτερικό πυρετό που δεν έλεγε να καταλαγιάσει, μα ταυτόχρονα τον έπιανε ρίγος και έτρεμε ολόκληρος. Βασανίζονταν για επιλογές που δεν ήθελε να κάνει, για επιθυμίες που μισούσε. Γύρισε πλευρό και κοίταξε τη μούχλα που είχε δημιουργηθεί στον τοίχο από την υγρασία. Έπιασε το κεφάλι του απελπισμένος, ζοριζόταν να αναπνεύσει, νόμιζε πως θα σκάσει. Το μυαλό του ήταν θολό, μπερδεμένο.

Ο παγωμένος αέρας που ερχόταν από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έκανε τις λευκές κουρτίνες να κουνιούνται σπαρακτικά, σαν φαντάσματα. Ένα άρωμα πλημμύριζε το δωμάτιο, ο άνεμος κουβαλούσε μια μυρωδιά απροσδιόριστη, μα απαράμιλλη. Βυθιζόταν αργά, μα σταθερά, στην απόλυτη παράνοια, στην τρέλα. Στο βάθος, τη μαύρη επιφάνεια της λίμνης καθώς τη ρυτίδωνε το νυχτερινό αγέρι.

Η φαντασία άρχισε να του παίζει περίεργα παιχνίδια, έβλεπε την Drite να του απλώνει το χέρι. Να του χαμογελά και να της το ανταποδίδει. Όλο το κορμί ανατρίχιασε στο άγγιγμά της, έκλεισε τα μάτια και δέχτηκε με ευχαρίστηση τα ηδονικά της χάδια.

Το ξερό κροτάλισμα του τηλεφώνου τον επανέφερε απότομα στη μίζερη πραγματικότητα. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του.

Άπλωσε το χέρι και έπιασε τη συσκευή γεμάτος περιέργεια. Το ρολόι στον τοίχο απέναντί του έλεγε πως είναι περασμένα κατά πολύ τα μεσάνυχτα.

Ήταν η μάνα του, κάτι που του προξένησε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη.

-Εμπρός;

Το τηλέφωνο παρέμεινε βουβό.

-Παρακαλώ; επανέλαβε νευριασμένος.

-Φάνη;

 Η φωνή της, ξέπνοη και μεθυσμένη, ίσα που ακουγόταν. Προσπαθούσε να μην τραυλίσει, μα δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά.

-Δεν ήξερα πού αλλού να τηλεφωνήσω…

Σταμάτησε ξαφνικά και αντιλήφθηκε μικρούς λυγμούς στην άλλη άκρη της γραμμής.

-Έγινε κάτι; τη ρώτησε μα αντί για απάντηση άκουσε ασυνάρτητες λέξεις μέσα στα αναφιλητά της χωρίς νόημα.

-Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί…

Διαπίστωνε ότι η νύχτα ήταν ακόμα πιο κρύα, καθώς στεκόταν αναποφάσιστος στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κοιτούσε στον όροφο το φωτισμένο παράθυρο στο διαμέρισμα της μητέρας του. Πέταξε τη γόπα, ανέβηκε τις σκάλες και βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Κοίταξε μέσα και την είδε πλάι στο μικρό μπαράκι, να γεμίζει ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Με το ζόρι στεκόταν όρθια.

-Πέρνα μέσα, του είπε με πολύ κόπο.

-Συνέβη κάτι; Μου φάνηκες ταραγμένη…

Έκανε προσπάθεια να θυμηθεί, μα από ότι φαινόταν δεν τα κατάφερνε. Μόρφασε κάνοντας μια κίνηση με το χέρι της, σαν να ήθελε να διώξει κάτι από πάνω της.

-Παραλήρημα μιας μεθυσμένης.

Του έδειξε το ποτήρι της.

-Θα μου κάνεις παρέα;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

-Όπως αγαπάς, του είπε.

Την έπιασε υστερικό γέλιο. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και άρχισε να στριφογυρνά παραπατώντας. Τα έντονα βαμμένα μάτια, οι ρυτίδες και το νευρικό της ντελίριο την έκαναν να φαντάζει σχεδόν τρομακτική.

Τη φρενίτιδά της διέκοψε το τραπεζάκι στη γωνία. Το ποτήρι έγινε χίλια κομμάτια και εκείνη σωριάστηκε στο πάτωμα. Προσπάθησε να τη βοηθήσει μα τον έδιωξε. Την έπιασαν τα κλάματα.

-Γιατί σε εμένα; κλαψούρισε σιγά. Γιατί;

Δέχτηκε απρόθυμα να την πάει στο κρεβάτι της. Τη βοήθησε να ξαπλώσει και ηρέμησε κάπως. Τον χάιδεψε στο πρόσωπο με το χέρι της που έτρεμε.

-Είσαι καλό παιδί, του είπε. Είσαι γιος μου…

Τη σκέπασε προσεκτικά σαν να ήταν μωρό και εκείνη έκλεισε τα μάτια της. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Μάζεψε τα σπασμένα γυαλιά και σήκωσε το τραπεζάκι. Μέσα στα συντρίμμια ανακάλυψε μια φωτογραφία που δεν είχε προσέξει πριν. Μια φωτογραφία που θύμιζε άλλες εποχές, που δεν ήξερε καν πως υπήρχε. Ήταν δεν ήταν εφτά χρονών, οι τρεις τους, σαν οικογένεια. Αν υπήρξαν ποτέ αληθινή οικογένεια.

Κοίταξε από τη μισάνοιχτη πόρτα τη μητέρα του που κοιμόταν μακάρια με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα. Τον έπιασε ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν του έφταναν τα δικά του, είχε να κάνει και με τα καμώματα της μάνας του. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και άναψε τσιγάρο.

Έβγαλε το κινητό του και σχημάτισε τον αριθμό της Drite. Ήταν απενεργοποιημένο, μα ίσως να ήταν και καλύτερα. Δεν ήξερε τι να της πει, της είχε τηλεφωνήσει καθαρά από αντίδραση.

Βολεύτηκε όσο μπορούσε καλύτερα στην πολυθρόνα. Η ώρα ήταν ήδη περασμένη, δεν είχε καμιά όρεξη να γυρίσει στο σπίτι. Ο πατέρας του ούτως η άλλως δε θα αντιλαμβανόταν καν την απουσία του. Αν μάλιστα έπιανε και το μπουκάλι, ο Φάνης θα ήταν το τελευταίο που θα τον ενδιέφερε.

Ηλίας Στεργίου