Ο Μάικλ πηγαινοερχόταν στο σαλόνι του σπιτιού του. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχαν κάνει ανακωχή με τους Σκοτεινούς.
Έχω αυτό το προαίσθημα πως δε θα μας βγει σε καλό η ανακωχή, σκεφτόταν συνέχεια.
«Κάναμε ανακωχή μαζί τους και εδώ και τρεις μέρες δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα, για να μας βοηθήσουν» είπε και κάθισε στον καναπέ.
«Μάικ, χαλάρωσε. Δεν είναι τόσο εύκολο να βρεις κάποιον που κρύβεται καλά» είπε ο Άλεξ.
«Εσείς τη βρήκατε».
«Εμείς τη βρήκαμε γιατί κρυβόταν σε προφανές μέρος. Ένας Θεός ξέρει που είναι τώρα» του απάντησε η Ντέμυ.
Το σταθερό χτύπησε και ο πατέρας του εμφανίστηκε από το πουθενά αρπάζοντάς το από τη βάση του.
«Ναι» είπε επιτακτικά.
«Τη βρήκαμε!» είπε ξερά η Αμάντα Σίμονς.
«Πού είναι;»
Ο Μάικλ πετάχτηκε από τον καναπέ και πήγε κοντά στον πατέρα του.
Ο Κρίστοφερ πάτησε την ανοιχτή ακρόαση.
«Την εντοπίσαμε από το αυτοκίνητο που έκλεψε πριν λίγες μέρες. Βρίσκεται σε ένα ξενοδοχείο στη διπλανή πόλη» είπε η Αμάντα.
«Ευχαριστούμε πολύ» είπε ο Κρίστοφερ και πήγε να το κλείσει.
«Μη βιάζεσαι τόσο πολύ, Ντάνιελς. Δε σας βοηθάμε τόσες μέρες, για να την πιάσετε μόνοι σας. Μαζί θα την πιάσουμε».
«Εντάξει» είπε ενοχλημένος ο Κρίστοφερ.
«Σε μισή ώρα στη διασταύρωση πριν τον περιφερειακό» είπε απότομα η Αμάντα και το έκλεισε.
«Πάμε να ετοιμαστούμε» είπε ο Μάικλ και πήγε να φύγει.
«Εσείς δε θα πάτε πουθενά» είπε ο Κρίστοφερ.
«Τι;» ρώτησε έκπληκτος ο Μάικλ.
«Αυτό που άκουσες. Είναι επικίνδυνη. Δεν πρόκειται να σας βάλω ξανά σε τέτοιο κίνδυνο».
«Μπορεί να φανούμε χρήσιμοι» επέμεινε ο Μάικλ.
«Νομίζεις πως θα μπορέσεις να τη σταματήσεις; Μπόρεσες να το κάνεις τόσες μέρες που σε κρατούσε; Θα μείνετε εδώ και αυτό... είναι διαταγή» είπε και έφυγε.
«Ποτέ δεν έχω υπακούσει σε διαταγή σου» ψιθύρισε ο Μάικλ μόλις βγήκε από το σπίτι.
Πήγε και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.
«Μάικλ, τι κάνεις;» ρώτησε ο Άλεξ.
«Εσύ τι λες; Θα πάμε μαζί τους» απάντησε ο Μάικλ.
«Μα μας διέταξε να μην πάμε» είπε η Ντέμυ.
«Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ ποτέ δεν έχω υπακούσει σε διαταγή του... Και ειδικά όταν είναι παράλογη. Ώρα να το κάνετε και εσείς» είπε ο Μάικλ και πήγε στην πόρτα. «Θα έρθετε ή όχι;»
Ο Άλεξ και η Ντέμυ κοιταχτήκαν.
Τι να κάνουν; Να υπακούσουν στη διαταγή του Αρχηγού τους ή να κάνουν το σωστό;
***
Ήταν επικίνδυνο να τρέχει τόσο γρήγορα μέσα στην πόλη αλλά έπρεπε να προλάβει.
«Μάικ, για όνομα του Θεού... Θέλουμε να βρούμε την Έμιλι, αλλά μην πεθάνουμε στον δρόμο... Δε νομίζεις πως έχω δίκιο;» ρώτησε ο Άλεξ καθηλωμένος στη θέση του δίπλα στην Ντέμυ.
«Εγώ νομίζω πως έχεις απόλυτο δίκιο. Θέλω να ζήσω» είπε η Ντέμυ.
«Φτάσαμε!» απάντησε ο Μάικλ σταματώντας απότομα. Βγήκε από το αυτοκίνητό του και πήγε στην πόρτα του γκαράζ το οποίο διέθετε το Αρχηγείο.
«Δεν έχουμε κλειδιά για το γκαράζ» είπε ο Άλεξ.
«Θες να πεις πως εσείς δεν έχετε κλειδιά για το γκαράζ. Εγώ πάλι…» είπε κάνοντας παύση και βάζοντας το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του. «Έχω αντικλείδι» είπε δείχνοντάς τους ένα μπρελόκ γεμάτο κλειδιά.
«Πώς τα βρήκες αυτά;» ρώτησε σοκαρισμένος ο Άλεξ.
«Ευκολάκι να βρεις τα κλειδιά ολόκληρου του Αρχηγείου όταν είσαι ο γιος του Αρχηγού» απάντησε ο Μάικλ.
«Δηλαδή θες να πεις πως ο πατέρας σου δεν έχει ιδέα για τα αντικλείδια;» ρώτησε η Ντέμυ.
Ο Μάικλ έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και γύρισε το κλειδί.
«Ακριβώς» είπε και άνοιξε την πόρτα.
Ο Άλεξ ακολούθησε τον Μάικλ μέσα στο μισοσκότεινο γκαράζ.
«Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο... Ο πατέρας σου νευριασμένος; Ή η Έμιλι Σκοτεινή;»
Ο Μάικλ γύρισε και τον κοίταξε με ξενερωμένο βλέμμα.
«Πιστεύεις ότι τίθεται σύγκριση; Φυσικά και ο πατέρας μου είναι χειρότερος».
«Γιατί ήρθαμε στο γκαράζ;» ρώτησε η Ντέμυ κοιτάζοντας τριγύρω της.
«Θα μπούμε κρυφά στο τζιπ με το οποίο θα φύγουν» της απάντησε ο Μάικλ πηγαίνοντας στο μοναδικό μαύρο τζιπ 4x4 που διέθετε το Αρχηγείο.
Ο Άλεξ κοίταξε το πόρτ παγκάζ του τζιπ. «Και πως είμαστε τόσο σίγουροι πως θα πάρουν το τζιπ;»
Ο Μάικλ τους κοίταξε και τους δυο εκνευρισμένος.
«Έχετε σκοπό να μπείτε ή θέλετε να μας πιάσουν;»
Η Ντέμυ μπήκε πρώτη και ξάπλωσε στο πορτ παγκάζ. Έπειτα ακολούθησε ο Άλεξ.
«Επιστρέφω» είπε ο Μάικλ και έφυγε για λίγα δευτερόλεπτα. Γύρισε κρατώντας ένα μακρύ μαύρο ύφασμα. Μπήκε μέσα και καλύφθηκαν όλοι τους. Δεν άργησε να ακουστεί φασαρία.
«Έρχονται» είπε ο Άλεξ.
«Ησυχία» ψιθύρισε απότομα ο Μάικλ.
«Πώς ξέρουμε ότι δε θα μας στήσουν παγίδα;» ρώτησε ένας Φωτεινός με το όνομα Ρόμπερτ.
«Δεν το ξέρουμε. Αλλά πρέπει να τους εμπιστευτούμε... Έστω και για μια φορά» απάντησε ο Κρίστοφερ.
«Ελπίζω να έχεις δίκιο» είπε ο Ρόμπερτ και άνοιξε την πόρτα.
Στο τζιπ μπήκαν ο πατέρας του Μάικλ, ο Ρόμπερτ και δυο ακόμα Φωτεινοί περίπου στην ηλικία του Κρίστοφερ.
***
Φτάνοντας στη διασταύρωση πριν τον περιφερειακό συνάντησαν ένα ίδιο τζιπ. Το τζάμι κατέβηκε πριν καν σταματήσουν και μέσα από το αυτοκίνητο φάνηκε η Αμάντα Σίμονς μαζί με άλλους τρεις Σκοτεινούς.
«Είμαστε έτοιμοι;» ρώτησε ο Κρίστοφερ με αυστηρό ύφος.
«Νομίζω πως μας έχει καταλάβει» είπε η Αμάντα παιχνιδιάρικα.
«Τι εννοείς;» ρώτησε μπερδεμένος ο Κρίστοφερ.
«Είχε κλείσει το δωμάτιό της στο ξενοδοχείο για πέντε μέρες και πριν πέντε λεπτά το ακύρωσε. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε κίνηση» είπε ο νεαρός που καθόταν στη θέση του συνοδηγού κρατώντας στα χέρια του ένα τάμπλετ.
Ο Κρίστοφερ έσφιξε δυνατά το τιμόνι.
«Πού κατευθύνεται;»
«Στον διαπολιτειακό» απάντησε ο νεαρός. «Και τρέχει αρκετά γρήγορα. Αν δεν φύγουμε τώρα θα τη χάσουμε».
Η Αμάντα κοίταξε επίμονα τον Κρίστοφερ.
«Τη θέλουμε ζωντανή».
«Εσείς τη θέλετε ζωντανή. Εμείς απλά θέλουμε να την πιάσουμε» απάντησε ο Κρίστοφερ κλείνοντας το παράθυρο.
Ο Μάικλ καθόταν αθόρυβα στο πορτ παγκάζ ακούγοντας τη συζήτηση που είχε ο πατέρας του με την Αμάντα Σίμονς. Για μια στιγμή ξέχασε ποιοι ήταν οι Φωτεινοί και ποιοι οι Σκοτεινοί. Τα λόγια του πατέρα του ήταν σκοτεινά και δυσοίωνα. Ήθελε να πιάσει την Έμιλι, αλλά δεν τον ένοιαζε αν θα ήταν ζωντανή. Δεν είχε καταλάβει πόσο θυμωμένος ήταν ώσπου μια βροντή κάλυψε όλους τους ήχους.
«Μάικ» ψιθύρισε ο Άλεξ και τον σκούντησε.
Ο Μάικλ γύρισε και κοίταξε τον Άλεξ με σφιγμένο στόμα. Τα μάτια του είχαν γίνει μπλε και εκείνος προσπαθούσε να ηρεμήσει.
Ο Κρίστοφερ είχε καλέσει την Αμάντα στο κινητό της και το είχε βάλει στην ανοιχτή ακρόαση.
«Πρέπει να επιταχύνουμε» είπε ο νεαρός με το τάμπλετ.
«Υπάρχουν κι άλλα αυτοκίνητα στον δρόμο μαζί της;» ρώτησε ο Ρόμπερτ.
«Όχι» απάντησε ο νεαρός.
«Είναι πολύ μακριά;» ρώτησε σφιγμένα ο Κρίστοφερ.
Ο νεαρός με το τάμπλετ τσέκαρε κάτι.
«Βρισκόμαστε μισό χιλιόμετρο μακριά».
«Σε τέσσερα χιλιόμετρα θα βγει στον διαπολιτειακό. Σανίδωσέ το και λίγο, Κρίστοφερ» είπε η Αμάντα πατώντας το γκάζι προσπερνώντας το τζιπ των Φωτεινών.
Ο Κρίστοφερ πήρε μια βαθιά ανάσα και πάτησε γκάζι.
Τα δυο τζιπ βρέθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο.
Η Αμάντα κοίταξε το τζιπ των Φωτεινών εκνευρισμένη.
«Να σου θυμίσω πως δεν κοντραριζόμαστε, έτσι;»
Ο Ρόμπερτ διέκρινε ένα μαύρο αυτοκίνητο μερικά μέτρα μακριά. «Μπροστά μας!» είπε απότομα.
Ο Μάικλ ήθελε να σηκωθεί, αλλά δεν το έκανε.
Ο Κρίστοφερ πήγε μπροστά από το αυτοκίνητο των Σκοτεινών.
«Ψεύτη!» φώναξε η Αμάντα από την άλλη γραμμή.
«Ορίστε;» αποκρίθηκε ο Κρίστοφερ.
Η Αμάντα ήταν έτοιμη να βάλει φωτιά στο τζιπ των Φωτεινών.
«Φέρατε ενισχύσεις ενώ συμφωνήσαμε να είμαστε τέσσερα άτομα από την κάθε μεριά».
«Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε έκπληκτος ο Κρίστοφερ. «Τηρήσαμε τη συμφωνία μας. Ήρθαμε μόνο τέσσερα άτομα. Ίσως εσύ να μας λες ψέματα και να έφερες ενισχύσεις».
«Επειδή είμαστε Σκοτεινοί δε σημαίνει και πως είμαστε ψεύτες. Ορκίζομαι πως δε φέραμε ενισχύσεις» είπε αναστατωμένη η Αμάντα.
Ο Κρίστοφερ είδε ένα τζιπ να τους προσπερνάει αστραπιαία. Τι συμβαίνει εδώ; αναρωτήθηκε.
Ο Ρόμπερτ κοίταξε τον Κρίστοφερ.
«Αν το τζιπ δεν είναι μαζί μας αλλά ούτε και μαζί τους τότε... με ποιον είναι;»
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ντέμυ.
«Δεν έχω ιδέα» απάντησε ο Άλεξ.
Ο Κρίστοφερ και η Αμάντα επιτάχυναν ταυτοχρόνως. Ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει το στοιχείο του, όταν το αυτοκίνητο της Έμιλι αναποδογύρισε από μόνο του.
«Τι στον διάολο;» είπε σοκαρισμένη η Αμάντα από την άλλη γραμμή.
Το άγνωστο αυτοκίνητο έκανε ελιγμό περνώντας δίπλα από το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν η Έμιλι.
«Θεέ μου» είπε ξέπνοα ο Κρίστοφερ. «Πήρε φωτιά. Σβήστε τη». Σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκε έξω.
Η Αμάντα βγήκε από το τζιπ των Σκοτεινών.
«Δεν έχουμε μαζί μας κάποιον που να χειρίζεται το νερό».
Ο Ρόμπερτ κοίταξε τον Κρίστοφερ τρομαγμένος. «Ούτε κι εμείς».
«Σοβαρά τώρα; Δεν έχετε φέρει κανέναν που να χειρίζεται το στοιχείο του νερού;» φώναξε η Αμάντα.
Ο Κρίστοφερ γύρισε και ψιθύρισε στον Ρόμπερτ.
«Κάλεσε την πυροσβεστική».
Ο Μάικλ, ο Άλεξ και η Ντέμυ βγήκαν από την κρυψώνα τους.
«Έμιλι, όχι!» είπε ο Μάικλ κοιτάζοντας το αυτοκίνητο που είχε αρχίσει να παίρνει φωτιά. Γύρισε και άνοιξε την πόρτα του πορτ παγκάζ.
Ο Άλεξ έπιασε το μπράτσο του Μάικλ.
«Μάικ, που πας;»
«Πάω να τη σώσω» του είπε.
«Ο πατέρας σου θα μας τιμωρήσει» του αντιγύρισε.
«Θα πεθάνει» του φώναξε.
Τα μάτια του άστραψαν μπλε και βγήκε τρέχοντας.
«Έμιλι!» φώναξε.
Η βροχή έπεσε καταρρακτώδης γύρω του. Πέρασε δίπλα από τον πατέρα του αγνοώντας την κραυγή του που του έλεγε να σταματήσει.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο είδε πως η πόρτα δεν άνοιγε. Γύρισε προς τους άλλους. «Άλεξ!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Αμέσως από το αυτοκίνητο ξεπρόβαλαν η Ντέμυ μαζί με τον Άλεξ, οι οποίοι τρέχοντας βρέθηκαν δίπλα στον Κρίστοφερ και στην Αμάντα.
Ο Άλεξ αμέσως χρησιμοποίησε το στοιχείο του εκτοξεύοντας λίγα μέτρα μακριά την πόρτα.
Ήταν κρεμασμένη από τη ζώνη της, αναίσθητη, ήσυχη. Ήρεμη σαν άγγελος. Ο Μάικλ την έβγαλε προσεκτικά από το αυτοκίνητο.
«Έμιλι;»
Δεν πήρε καμία απάντηση. Ήταν αναίσθητη. Ανήμπορη. Για μια στιγμή ξέχασε πως ήταν Σκοτεινή. Την ξάπλωσε στην άσφαλτο.
«Έμι» είπε κουνώντας την. «Έμιλι» της φώναξε.
Έβαλε το χέρι του στον καρπό της, για να ελέγξει τον παλμό της. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Είναι ζωντανή, σκέφτηκε ανακουφισμένος.
Δεν τον απασχολούσε τι θα έφερνε η
επόμενη μέρα. Δεν τον απασχολούσε τι θα έκανε η Έμιλι ή τι θα έλεγε ο πατέρας
του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πως εκείνη ήταν ζωντανή.
Rene Rafael