Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 17)

Μπαίνουμε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Αν δεν υπήρχε και αυτό το λιγοστό φως από τις χαραμάδες των πυλών στις γωνίες, δε θα μπορούσα να δω τίποτα. Ο γέροντας χάνεται από το οπτικό πεδίο μας και ένα γρύλισμα ακούγεται μερικά μέτρα μπροστά μας. Αμέσως μετά μια τεράστια φλόγα βγαίνει μέσα από τα επιβλητικά σαγόνια ενός κόκκινου δράκου και πέφτει μέσα σε ένα τζάκι τόσο μεγάλο που μπορώ να το συγκρίνω με την πύλη που διαβήκαμε πριν από λίγο. Ο κόσμος φωτίζεται από την υπέρτατη φλόγα. Μαζί της ανάβουν αυτόματα και πυρσοί σε όλο τον χώρο. Θαμπωμένος από το θέαμα κοιτάζω το δωμάτιο γύρω μας.

Είναι μια πολύ μεγάλη σπηλιά σκαμμένη βαθιά μέσα στη γη. Μπορώ να διακρίνω, στο βάθος της, καμάρες με σκάλες που κατεβαίνουν όλο και πιο πολύ μέσα στο σκοτάδι. Υπάρχει ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι μπροστά μας και γύρω του πάγκοι. Στο κέντρο του βρίσκεται ένας μεγαλοπρεπής θρόνος, φτιαγμένος από μάρμαρο και χρυσό. Οι δαίμονες λατρεύουν τον χρυσό. Όλα εδώ μέσα φαίνονται πραγματικά τεράστια και ο δράκος δε μου φαίνεται καθόλου παράταιρος -τουλάχιστον σε μέγεθος- με τον χώρο. Με πλησιάζει με τη μουσούδα του μουγκρίζοντας. Θέλει να με κάνει να φοβηθώ, αλλά τέτοια κόλπα δε με επηρεάζουν. Το θέμα είναι τι πρέπει να κάνω; Μήπως πρέπει να του δείξω ότι φοβάμαι; Τελευταία στιγμή, και ενώ έχει φτάσει σε απόσταση αναπνοής από δίπλα μου, αλλάζει μορφή ξανά. Γίνεται μια γλυκιά, ηλικιωμένη κυρία. Μου χαμογελάει γλυκά και με ακουμπάει στην πλάτη.

«Ελάτε, παιδιά μου, να φάτε μαζί μας». Μαζί σας; Τι θέλει να πεις με αυτό; Πόσοι είναι;

Καθώς με συνοδεύει με τους υπόλοιπους στο τραπέζι και μας δείχνει τις θέσεις μας, ξαφνικά το δωμάτιο γεμίζει με μουσικές και φωνές. Οι εικόνες αλλάζουν και από ένα μεγάλο, άδειο τραπέζι, μετατρέπεται σε μια τράπεζα γεμάτη ανθρώπους που γλεντούν και μιλούν μεταξύ τους. Αυτός ο δαίμονας δεν αλλάζει απλώς μορφές. Μπορεί να αλλάζει όλα όσα βλέπεις και αισθάνεσαι. Φαίνονται όλα τόσο αληθινά. Δεν είναι μόνο μια οφθαλμαπάτη. Μπορώ να τους μυρίσω, να τους ακούσω, ακόμα και να νιώσω τη ζεστασιά γύρω τους. Απίστευτο! Όσο χαζός ή όχι, εάν ένας τέτοιος δαίμονας ήταν εναντίον μας, ένας θεός ξέρει τι θα μπορούσε να μας κάνει. Θα πέφταμε κατευθείαν σε όποια παγίδα μας έστηνε.

Όμορφες κοπέλες μπαίνουν μέσα από μια πόρτα που δε θυμάμαι να είχα δει νωρίτερα και βαστούν στα χέρια τους δίσκους. Χρωματιστά και μυρωδάτα φαγητά γεμίζουν την τραπεζαρία και όλοι τρώνε με λύσσα. Ο Ale έχει χαθεί ξανά από το οπτικό μου πεδίο. Μπορεί μέχρι και να βρίσκεται δίπλα μου και να μην το καταλαβαίνω. Εάν τώρα άνοιγα τις αγγελικές μου δυνάμεις, θα μπορούσα έστω να τον εντοπίσω, αλλά σε αυτή την κατάσταση, μου είναι αδύνατον. Ψάχνω με το βλέμμα μου να βρω και τους υπόλοιπους. Τους βρίσκω όλους σε διαφορετικές γωνίες του τραπεζιού. Όλοι έχουν την ίδια στάση με εμένα. Παρόλο που πίνουν και διασκεδάζουν οι άνθρωποι γύρω μας, εμείς δεν έχουμε ακουμπήσει ούτε τα χέρια μας πάνω στο τραπέζι.

«Vita, δεν πεινάς;» ακούω μια αντρική φωνή λίγα μέτρα μακριά μου και πίσω από μια γυναίκα ξεπροβάλει ένας άντρας με μακριά ξανθά μαλλιά, περιποιημένα γένια, ντυμένος με απλά ρούχα.

«Δεν είναι αυτό, άρχοντά μου. Δεν μπορώ να απολαύσω όλα αυτά τα αγαθά που μας προσφέρετε χωρίς εσείς ο ίδιος να έχετε ξεκινήσει τη δική σας απόλαυση» του απαντάει και η στάση της μου θυμίζει μικρή πριγκίπισσα ή δούκισσα.

Κάθεται με ίσιο κορμί μπροστά από το τραπέζι. Τα πόδια της είναι κλειστά και σε απόλυτη ευθεία με το σώμα της. Πάνω στα μπούτια της έχει ακουμπισμένες τις παλάμες της και οι ώμοι της είναι χαμηλωμένοι. Το κεφάλι της όμως φαίνεται αγέρωχο. Ξέρει πώς να δείξει τέλεια καλούς τρόπους. Ένα γέλιο ευχαρίστησης ακούγεται και ο Ale εξαφανίζεται ξανά, μαζί του και όλες οι φιγούρες του. Το τραπέζι είναι πάλι άδειο και για μια στιγμή ευχαριστώ πραγματικά την Τερψιχόρη που έδωσε τη σωστή απάντηση, καθώς τα πιάτα μπροστά μας είναι γεμάτα γλοιώδη σκουλήκια. Ένας ήχος αηδίας έρχεται από τη μεριά του Ηρακλή και τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου. Για μια στιγμή ζάρωσε από το απαίσιο αυτό θέαμα, αλλά γρήγορα συνήλθε. Είναι και εκείνος τελείως σοβαρός τώρα. Δε χωράνε λάθη σε αυτό το σημείο.

«Vita;» ακούω μια επιβλητική φωνή. Μια γυναίκα με ένα μακρύ μαύρο φόρεμα ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια για τον θρόνο της και κάθεται εκεί. «Θα μας κάνεις την τιμή;» λέει στην Τερψιχόρη και το βλέμμα όλων μας γυρνάει πάνω της. Νιώθω την ενέργειά της για μια στιγμή να ταράζεται. Νιώθει αμηχανία ή ακόμα και ντροπή. Αλλά δεν κράτησε πάρα μόνο δύο δευτερόλεπτα. Κατεβάζει το βλέμμα της χαμηλά και το σκέφτεται. Μετά από μερικές στιγμές χαμογελάει στη γυναίκα στον θρόνο.

«Φυσικά, άρχοντά μου. Θα με βοηθήσετε όμως;» τον ρωτάει και σηκώνεται όρθια. Το χαμόγελο της γυναίκας φαίνεται σαρδόνιο.

«Πώς μπορώ να σε βοηθήσω, καλή μου;» της λέει και της κάνει νόημα να έρθει κοντά. Σταθερά και με προσεκτικά βήματα η Τερψιχόρη την πλησιάζει. Καθώς φτάνει, εκείνη σκύβει για να της μιλήσει στο αυτί. Μόλις τελειώνουν, η μορφή της αλλάζει και γίνεται ένα μικρό κορίτσι, το πολύ τεσσάρων ετών. «Μου αρέσουν τα παιχνίδια! Ελπίζω ο πρίγκιπάς σου να σε ερωτευτεί μετά από αυτό!» λέει το κοριτσάκι χοροπηδώντας από τη χαρά του.

Η Τερψιχόρη γελάει ευγενικά και πάει προς το κέντρο της σπηλιάς, πίσω από τη μεγάλη τραπεζαρία. Ο φωτισμός του δωματίου σβήνει τελείως και μαζί με το τοπίο που εμφανίζεται παίρνει φως και ο χώρος. Ο αέρας παγώνει και οι ζεστές ανάσες μας κάνουν συννεφάκια καθώς βγαίνουν από το στόμα μας. Παρόλα αυτά δεν κρυώνω. Δεν τρέμω ούτε νιώθω άσχημα. Η Τερψιχόρη περπατάει πάνω στον πάγο χωρίς να γλιστράει. Πίσω μας εμφανίζεται ένας άντρας που παίζει βιολί. Όσο η Τερψιχόρη περπατάει με χορευτικό και αργό ρυθμό, τα ρούχα της αλλάζουν. Ένα λευκό αέρινο φόρεμα αντικαθιστά τα άγρια ρούχα της και οι λίγες κινήσεις της με μαγεύουν. Θα μας χορέψει. Ο άντρας με το βιολί είναι ο Ale και τη βοηθάει να κάνει την παράστασή της.

Ο ήχος του βιολιού είναι ήρεμος και όμορφος. Η Τερψιχόρη αρχίζει να λικνίζεται, παρασυρμένη από τη ναίσθηση του χορού της. Οι κινήσεις της είναι ανάλαφρες και μοιάζει σαν να χορεύει πάνω σε ένα όνειρο. Τα μακριά μαλλιά της την κάνουν να φαίνεται σαν άγγελος του πάγου που παίζει με το χιόνι. Σε κάθε κίνηση του χεριού της ένα υπόλευκο φως βγαίνει, κάνοντας τον χορό μαγικό. Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο! Πραγματικά κάθε της κίνηση βγάζει ένα συναίσθημα. Με κάθε της κίνηση σε κάνει να ανατριχιάζεις. Και πριν καν το καταλάβεις το πανέμορφο θέαμα έχει τελειώσει. Ο μουσική σταματάει και η Τερψιχόρη κάνει υπόκλιση και τα φώτα σβήνουν ξανά.

Ο άντρας με το βιολί εξαφανίζεται και τα ρούχα της Τερψιχόρης αλλάζουν πάλι καθώς έρχεται και κάθεται ανάμεσα σε εμένα και τον Ηρακλή: ακριβώς απέναντι από την Kiyohime. Ο Ηρακλής χειροκροτεί και τον ακολουθώ και εγώ. Μαζί μας χειροκροτεί και ένας μεγαλόσωμος άντρας που πάει να καθίσει στον θρόνο του με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του. Η Kiyohime όμως δεν αντιδράει. Κοιτάζει σχεδόν με μίσος την Τερψιχόρη και τα μάγουλά της έχουν κοκκινίσει. Τι συμβαίνει ανάμεσά τους; Ένα δυνατό φτερούγισμα μού τραβάει την προσοχή και γυρίζω να κοιτάξω από πού έρχεται. Μέσα από μια μεγάλη καμάρα ξεπροβάλει ένας άσχημος γύπας. Με μερικά δυνατά φτερουγίσματα σταματάει και κάθεται πάνω στον ώμο του Ale.

«Κοίτα ποιος ήρθε να μας δει, Primus!» φωνάζει με δύναμη και δείχνει την Τερψιχόρη. Ο γύπας την κοιτάζει με την άκρη του ματιού του και πάει προς τα πάνω της. Πίσω του αφήνει ένα μαύρο νέφος. Είναι σκοτεινό πνεύμα.

«Γεια σου, Primus» λέει η Τερψιχόρη και τον χαϊδεύει στο κεφάλι. Εκείνος κλείνει τα μάτια του σαν γατάκι που ευχαριστιέται τα χάδια. Μετά από μερικές στιγμές επιστρέφει πίσω στον αφέντη του και σκύβει στο κεφάλι του σαν να του ψιθυρίζει κάτι. Ο Ale κουνάει θετικά το κεφάλι του σαν να του λέει ότι κατάλαβε τι του εξηγεί.

«Πολύ καλά. Θα δω τι μπορώ να κάνω. Σε ευχαριστώ πολύ» λέει ο Ale στο πτηνό και εκείνο φεύγει πάλι πίσω στις σκάλες από όπου ήρθε. Περνάνε μερικές στιγμές αμηχανίας.

«Άρχοντά μου... Ξέρετε, θέλω τη βοή-»

«Άστα αυτά τώρα! Δε σου έχουν λείψει οι φίλοι σου; Δε θες να τους δεις;» της φωνάζει γεμάτος χαρά, διακόπτοντας τα λόγια της.

«Ε... Εγώ...» Η Τερψιχόρη παίρνει μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Φυσικά, άρχοντά μου» του λέει καθώς βγάζει μια βαριά ανάσα από μέσα της.

«Χαίρομαι! Ακολουθήστε με, λοιπόν!» λέει ο Ale και μεταμορφώνεται σε μια νεαρή γυναίκα με αλογοουρά και στολή ιππασίας. Σηκώνεται όρθια και μας οδηγεί σε μια καμάρα πιο μικρή από όλες τις άλλες.

Κατεβαίνουμε τις σκάλες και καθώς προχωράμε δάδες ανάβουν στο πέρασμά μας και φωτίζουν τον δρόμο. Υπάρχει ησυχία˙ μόνο τα βήματά μας ακούγονται. Φτάνουμε σε ένα επίπεδο, μπροστά από μια ξύλινη πόρτα. Ο Ale ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε μέσα. Είναι ένα τετράγωνο, μεγάλο δωμάτιο. Είναι άδειο με εξαίρεση τις πλάκες χρυσού στον τοίχο. Όλες είναι μακρόστενες και έχουν διάφορα σχήματα πάνω τους, που δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Ο Ale βγάζει ένα χρυσό ραβδί από τη ζώνη του και πάει στην πρώτη πλάκα. Πίσω του ακολουθεί η Τερψιχόρη και μετά κάνω την κίνηση να ακολουθήσω και εγώ. Καθώς πλησιάζουμε και ερχόμαστε μπροστά από τις πλάκες, μπορώ να δω ότι έχουν πάνω τους σκαλισμένες τις μορφές ζώων.

Η πρώτη πλάκα απεικονίζει ένα όρνιο. Την προσπερνάμε και συνεχίζουμε. Η δεύτερη έχει πάνω της μια λεοπάρδαλη. Με το χρυσό ραβδί χτυπάει απαλά την πλάκα και από μέσα της βγαίνει ένα πνεύμα λεοπάρδαλη και επιτίθεται κατευθείαν στην Τερψιχόρη. Πέφτει κάτω αιφνιδιασμένη και ο Ηρακλής σπεύδει για να την αρπάξει από πάνω της. Γέλια ακούγονται καθώς η λεοπάρδαλη τρίβεται πάνω στο πρόσωπο της Τερψιχόρης.

«Γεια σου, Satis» λέει η Τερψιχόρη και προσπαθεί να την τραβήξει από πάνω της. Ο Ale γελάει και συνεχίζει τον δρόμο του.

Αυτές οι πλάκες έχουν μέσα πνεύματα! Απίστευτο! Και όλα τα φυλάει εκείνος. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι τα προστατεύει. Κάτι τέτοιες ψυχές οι δαίμονες τις βασανίζουν και τις τρώνε γιατί τους αντιστέκονται. Είναι μεγάλοι εχθροί του κακού και οι δαίμονες αρέσκονται πολύ όταν τις κατακτούν. Αλλά αυτός εδώ τις φροντίζει. Δεν τις βασανίζει. Με κάθε χτύπημα του ραβδιού του βγαίνει και ένα πνεύμα από μέσα. Την πρώτη πλάκα δεν την άνοιξε γιατί ήταν ήδη ανοικτή. Ήταν η πλάκα του γύπα που είδαμε πριν. Ήταν ήδη έξω. Μια γάτα. Ένα λιοντάρι. Ένας αετός και μια νυφίτσα. Ένα φίδι και μια αλεπού βγαίνουν μέσα από τον χρυσό και όλα μαζί καλωσορίζουν τη φίλη τους. Η Τερψιχόρη φαίνεται τόσο ευτυχισμένη και χαρούμενη που τους βλέπει όλους. Δε θα μπορούσα να τη φανταστώ να χαμογελάει έτσι ποτέ μου. Ο Ale φτάνει στην τελευταία πλάκα και για μια στιγμή διστάζει. Τελικά βάζει το ραβδί μέσα χωρίς να ελευθερώσει το τελευταίο πνεύμα. Τι συμβαίνει;

«Αυτός ποιος είναι;» ρωτάει γελώντας η Τερψιχόρη δείχνοντας ένα μικρό χελιδόνι.

«Αυτός είναι ο Felix. Τον βρήκα πριν από δέκα χρόνια» λέει ο Ale και η Τερψιχόρη κάνει μια ευγενική υπόκλιση στο πνεύμα. Εκείνο γεμάτο ευγνωμοσύνη της τραγουδάει με την όμορφη φωνή του.

«Και αυτός εκεί;» ρωτάει η Τερψιχόρη και δείχνει την τελευταία πλάκα.

«Αυτός είναι ο Audax. Συγγνώμη που δε σας συστήνω, αλλά την τελευταία περίοδο είναι πολύ ανήσυχος και πριν πέντε ώρες πήγε να το σκάσει. Τον βρήκα πριν από τρία χρόνια περίπου» της απαντάει και πάω μπροστά από την πλάκα.

Την επεξεργάζομαι και απλώνω το χέρι μου για να την ακουμπήσω. Ο Ale με κοιτάζει αλλά δε φαίνεται να μου δίνει ιδιαίτερη σημασία. Δεν τον πειράζει κάτι. Βγάζει έναν αναστεναγμό και με πλησιάζει

«Ίσως εσένα σε ακούσει. Εσένα πάντα σε ακούνε» λέει ο Ale και χτυπάει τον χρυσό.

Το πνεύμα εμφανίζεται και είναι πολύ μεγάλο. Μέσα από το σύννεφο που σχηματίζει ακούγεται ένα γρύλισμα. Είναι επιθετικό και κάτι το ανησυχεί πολύ. Η εμφάνισή του σιγά σιγά καθαρίζει και βλέπω μπροστά μου έναν λευκό λύκο με γκρι λεπτομέρειες στη γούνα του. Δεν πιστεύω στα μάτια μου...

Nebula;