Ο Οίκος των Δράκων (Βonus 2)

(Ορόρα)

Η Ορόρα γνώριζε τα πάντα.

Μπορεί να ήταν μια Ντρογκομιρ και αρχόντισσα, να μπορούσε να παίρνει τη μορφή δράκου όποτε το επιθυμούσε, όμως επίσης ήταν και γυναίκα και οι περισσότεροι έκαναν το λάθος να την υποτιμούν, μένοντας μόνο σε αυτό και ξεχνώντας τα υπόλοιπα. Επειδή οι γυναίκες, όσο υψηλή κι αν ήταν η καταγωγή τους, θεωρούνταν πλάσματα αδύναμα και κατώτερα από τους άντρες. Οι γυναίκες δε διοικούσαν Οίκους ούτε διέταζαν στρατούς.

Οι γυναίκες δεν είχαν εξουσία.

Οπότε πώς αποκτούσες εξουσία πάνω σε κάποιον που δε σε αναγνώριζε ως ισότιμό του; Η Ορόρα είχε περάσει πολύ καιρό με το να σκέφτεται αυτή την ερώτηση όταν ήταν μικρή. Η απάντηση είχε έρθει από το πιο απρόσμενο μέρος, από τον μοναδικό άνθρωπο που πάντα την αντιμετώπιζε ως ίση και πάντα αναγνώριζε τις δυνατότητές της παρά το φύλο της. Τον δίδυμο αδελφό της.

Όταν ήταν μικρά, ακόμη και πολύ αργότερα, η Ορόρα και ο Ντέβαν ήταν αχώριστοι. Δε γινόταν να κάνει κάποια αταξία χωρίς να το μάθει η αδελφή του. Οι παρακλήσεις του κάθε φορά που τον απειλούσε πως θα έλεγε για τις ζαβολιές τους στον πατέρα τους -αν και ποτέ δεν το εννοούσε και ο Ντέβαν το γνώριζε- οι υποσχέσεις του πως θα έκανε ό,τι κι αν του ζητούσε προκειμένου να κρατήσει το μυστικό του, ο πανικός που εμφανιζόταν στο πίσω μέρος των χρυσών ματιών του όταν μερικές φορές πίστευε πως η αδελφή του θα τον πρόδιδε, είχαν δώσει στην Ορόρα την απάντηση στο ερώτημά της.

Πώς αποκτούσες εξουσία πάνω σε κάποιον που δε σε αναγνώριζε ως ισότιμό του;

Μάθαινες κάτι για αυτόν που ήθελε να κρατήσει κρυφό με κάθε κόστος.

Οπότε η Ορόρα είχε μάθει τον εαυτό της να βλέπει όσα προσπερνούσαν οι άλλοι ως ασήμαντα, να ακούει όσα αγνοούσαν. Το κάστρο μας είναι ζωντανό, της έλεγε η μητέρα της όταν ήταν μικρή. Ακουμπούσε προσεχτικά το αυτί της πάνω στους τοίχους με τις βελούδινες κόκκινες και μαύρες τραπεζαρίες, κάνοντας το μικρό κοριτσάκι να κρυφογελάει σαν να της είχε αποκαλύψει ένα μυστικό που κανείς ως τότε δεν είχε μάθει. Την έκανε να νιώθει ξεχωριστή. Αν δώσεις προσοχή, θα ακούσεις τους τοίχους να σου ψιθυρίζουν τα μυστικά τους.

Κι από τότε η Ορόρα έδινε μεγάλη προσοχή, ακόμα και στις μικρές λεπτομέρειες που φαινομενικά δεν είχαν καμία σημασία. Μια περίεργη λέξη, ένα ανήσυχο βλέμμα, μπορούσαν να σε βοηθήσουν να ανακαλύψεις τι πραγματικά υπήρχε μέσα στην καρδιά ενός ανθρώπου. Ή μερικές φορές ήταν απλά θέμα τύχης.

Ήξερε πως μια φορά τον μήνα, όταν οι πλανόδιοι έμποροι περνούσαν από τις πόλεις κοντά στο κάστρο, ο θείος Γκρέγκορ αγόραζε κρυφά ένα φίλτρο από έναν μάγο αλλά δεν ήξερε για ποιον σκοπό. Είχε προσπαθήσει να μάθει για ποιον λόγο ο θείος της συναναστρεφόταν με ένα μάγο που κανονικά θα έπρεπε να είχε εκτελέσει, επειδή είχε τολμήσει να έρθει στην ενδοχώρα, αλλά ο Γκρέγκορ ήξερε να κρύβει καλά τα μυστικά του, ή έστω λίγο καλύτερα απ' ότι θα τη βόλευε.

Ήξερε πως ο Νάριαν είχε πάρει κρυφά το Βιβλίο των Καταμετρημένων Σκιών από τη βιβλιοθήκη του κάστρου. Οι Ντρόγκομιρ είχαν πάρει όλα τα βιβλία ισχυρής μαγείας από τις μάγισσες, ώστε να μην μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους εναντίον τους. Ο Νταίρον Ντρόγκομιρ τα είχε κρατήσει ως πολεμικά λάφυρα και όσοι τον διαδέχτηκαν απλώς τα ξέχασαν και τα άφησαν να σκονίζονται πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης. Ο πατέρας της είχε θελήσει να τα κάψει λίγο αφότου τον εγκατέλειψε η μητέρα της, αλλά η παρέμβαση του Τρίσταν και της Νάιρα τα είχαν σώσει. Ο Νάριαν είχε δώσει το βιβλίο στην αρχηγό μιας από τις Σύναξης του Δάσους των Ψιθύρων, κάτι που σήμαινε μονάχα ένα πράγμα: ο ξάδελφός της παζάρευε για μια θέση μέσα στη Σύναξη. Για να σχεδιάζει να τους εγκαταλείψει, κάποιο μεγάλο κακό κρεμόταν πάνω από τον Οίκο τους.

Πριν από λίγες βδομάδες είχε δει τυχαία μια φιγούρα καλυμμένη με έναν μανδύα να διασχίζει τους διαδρόμους του κάστρου μέσα στη νύχτα και να φεύγει. Ο τρόπος που κινούταν δεν της φάνηκε απειλητικός, οπότε είχε αποφασίσει να την ακολουθήσει, περισσότερο από περιέργεια. Δεν είχε ξαφνιαστεί όταν συνειδητοποίησε πως η φιγούρα ήταν ο Έντγκαρ, αλλά το γεγονός ότι δεν είχε μεταμορφωθεί, για να φύγει από το κάστρο της είχε προκαλέσει υποψίες. Τον είχε ακολουθήσει μέχρι το Κάρχολντ, όπου ο ξάδελφός της είχε χαθεί μέσα σε ένα μικρό, κακοφωτισμένο σπίτι. Για μέρες παρακολουθούσε το ίδιο μοτίβο, ο Έντγκαρ έφευγε κρυφά μέσα στη μέση της νύχτας, χωρίς να μεταμορφωθεί για να μην τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή πάνω του, και πάντα πήγαινε στο μικρό σπίτι στο Κάρχολντ. Η Ορόρα είχε ρωτήσει σε ποιον ανήκε αυτό το σπίτι και είχε μάθει πως ανήκε σε μια νεαρή, ορφανή ράφτρα. Είχε πάει κιόλας στην κοπέλα, χωρίς φυσικά να αποκαλύψει το πραγματικό της όνομα, με την πρόφαση πως ήθελε να ράψει μερικά καινούργια φορέματα. Απ' ότι είχε δει, η κοπέλα ήταν αρκετά συμπαθητική, ήσυχη και συνεσταλμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι παιχνίδι έπαιζε ο ξάδελφός της. Εφόσον ο Έντγκαρ και ο Κάσρελ παινευόντουσαν για τις κοπέλες που μπορούσαν να έχουν στο κρεβάτι τους, γιατί ο Έντγκαρ προσπαθούσε να κρατήσει κρυφή αυτή εδώ;

Το χειρότερο όμως ήταν πως η Ορόρα ήξερε πως ο Ντέβαν ήταν ερωτευμένος με το κορίτσι των Σέλτιγκαρ.

Ακούμπησε ελαφρά το χέρι της στο μπράτσο του αδελφού της που καθόταν δίπλα της στο τραπέζι. Ήταν συνήθεια των Ντρόγκομιρ να τρώνε όλοι μαζί το πρωινό και το δείπνο τους, παρόλο που οι μισοί αντιπαθούσαν τους άλλους μισούς.

«Τι συνέβη;» τον ρώτησε σιγανά, βέβαιη πως μόνο εκείνος είχε ακούσει την ερώτησή της.

Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει πως ο Ντέβαν είχε αναπτύξει αισθήματα για τη νεαρή Σέλτιγκαρ, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει πως ο αδελφός της είχε φερθεί τόσο απερίσκεπτα. Αρκούσε να τον ακούσει να μιλάει για εκείνη, Η Κίρα είπε αυτό.... Η Κίρα έκανε εκείνο... Δε θα πιστέψεις τι είπε η Κίρα για τον πατέρα... η λάμψη στα χρυσά του μάτια όταν έλεγε το όνομά της ή ο τρόπος που σταματούσε απότομα σαν να είχε αποκαλύψει πάρα πολλά. Μπορούσε να διακρίνει ενθουσιασμό και ταυτόχρονα θλίψη στο πρόσωπό του κάθε φορά που έφευγε για το φαράγγι, σαν να ήθελε απελπισμένα να πάει κοντά της αλλά ήξερε πως δεν έπρεπε. Κι αν όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να την πείσουν, το γεγονός ότι ο Ντέβαν είχε επιστρέψει χθες το βράδυ χωρίς να έχει εκτελέσει τις εντολές του πατέρα του ήταν αρκετή απόδειξη.

«Τίποτα» αποκρίθηκε το αγόρι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πατέρα τους που καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού. Ο Ντέβαν δεν είχε παρακούσει ούτε μια φορά στη ζωή του τον Αίρυς, έκανε ακριβώς ό,τι του έλεγε χωρίς να φέρει αντιρρήσεις ή να κάνει ερωτήσεις. Η Ορόρα ήξερε πως ο άρχοντας-πατέρας τους τον είχε διατάξει να φέρει την κοπέλα, για να ξεκινήσουν τη θυσία -τους είχε κρυφακούσει κρυμμένη σε μια γωνία της τεράστιας αίθουσας του θρόνου- και, παρόλο που ήξερε πως δεν ήταν στον χαρακτήρα του αδελφού της να σκοτώσει κάποιον εν ψυχρώ, είχε ξαφνιαστεί όταν ο Ντέβαν επέστρεψε μόνος. Για να τολμήσει να αγνοήσει τις επιθυμίες του πατέρα τους σήμαινε πως αυτή η κοπέλα σήμαινε κάτι για εκείνον.

«Αυτό είναι γελοίο» μουρμούρισε ο Κάρσελ που καθόταν ανάμεσα στον μικρότερο αδελφό του, Έντγκαρ, και στον Νάριαν. Έγειρε πίσω στη καρέκλα του και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του σε μια δυσαρεστημένη στάση.

«Μην αρχίζεις» τον προειδοποίησε η Νερίσσα. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά σαν ένα χρυσό στέμμα πάνω στο κεφάλι της. Η Νερίσσα δεν ήθελε να λυθεί η κατάρα και δε δίσταζε να το δείξει, αν και δεν ήταν τόσο ανόητη ώστε να το πει ευθέως μπροστά στον Αίρυς. Από κάποιο λάθος πιθανότατα του Μπράντον Σέλτιγκαρ, του δημιουργού της κατάρας, το ξόρκι που δέσμευε τις δυνάμεις τους κατά τη διάρκεια της μέρας δεν είχε περάσει στις γυναίκες της οικογένειας των Ντρόγκομιρ. Η Νερίσσα πίστευε πως οι άντρες είχαν τιμωρηθεί για την υπεροψία τους και πως τους άξιζε να ζουν με την κατάρα.

«Έχει δίκιο» επενέβη ο Έντγκαρ και σηκώθηκε απότομα κάνοντας τη βαριά ξύλινη καρέκλα του να τρίξει πάνω στο πάτωμα. Τα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν πάνω στον Ντέβαν γεμάτα δηλητήριο. «Καθόμαστε εδώ ενώ θα έπρεπε να ετοιμαζόμαστε για τη Θυσία. Γιατί καθυστερούμε τόσο καιρό;»

Η Ορόρα έπιασε το ασημένιο μαχαίρι της και έκανε πως παρατηρεί τα διακοσμητικά σχέδια που ήταν χαραγμένα πάνω στη λαβή.

«Καλύτερα να καθίσεις κάτω, μικρέ ξάδελφε». Η φωνή της ήταν απατηλά γλυκιά και απαλή, ενώ όλη η προσοχή της ήταν στραμμένη στο μαχαίρι. «Αλλιώς αυτό θα βρεθεί καρφωμένο στην κόγχη του ματιού σου». Η εικόνα που σχηματίστηκε μέσα στο μυαλό της την έκανε να σουφρώσει με αηδία την ντελικάτη μύτη της. «Δε θα είναι ωραίο θέαμα». Ο Κάσρελ σηκώθηκε κι εκείνος, έτοιμος να υπερασπιστεί τον αδελφό του.

«Δε θα δεχθούμε απειλές από μια γυναίκα». Το κεφάλι της Νερίσσας γύρισε απότομα προς το μέρος τους.

«Είσαι σίγουρος πως θέλεις να το κάνεις αυτό, Κάσρελ;» τον προκάλεσε με συγκρατημένη οργή. «Ο ήλιος είναι ακόμα στον ουρανό. Είσαι σίγουρος πως θες να προσβάλεις τις γυναίκες σε αυτό το τραπέζι;»

Ο Κάσρελ έβγαλε έναν υποτιμητικό ήχο όμως ήξερε πολύ καλά πως κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν ανίσχυρος απέναντί της, ακόμα κι αν αυτό τον έκανε να βράζει από θυμό. Η Ορόρα μπορούσε να φανταστεί καπνούς να βγαίνουν μέσα από τα αυτιά του.

«Ελάτε τώρα, αγόρια» τους είπε η μικρότερη αδελφή τους στριφογυρίζοντας τα μάτια της από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Πάλι καλά που ο Κλάους λείπει» μουρμούρισε και σχεδόν αμέσως άρχισε να κοιτάει τριγύρω ψάχνοντάς τον, λες και μόλις είχε αντιληφθεί την απουσία του μεγαλύτερου αδελφού τους. «Αλήθεια, πού είναι;»

Αυτό είναι περίεργο, σκέφτηκε η Ορόρα. Ο άρχοντας-πατέρας της επέμενε στο να τρώνε όλοι μαζί, και ήταν πολύ σπάνιο να λείπει κάποιος. Βασικά, οι μόνες περιπτώσεις να χάσει κάποιος κάποιο γεύμα ήταν να είναι άρρωστος, αλλά η Ορόρα είχε δει τον Κλάους κοντά στις πολεμίστρες το βράδυ και της φάνηκε μια χαρά.

«Γιατί καθόμαστε και το συζητάμε;» φώναξε ο Κάσρελ. «Ας σκοτώσουμε τη Σέλτιγκαρ απόψε και ας τελειώνουμε με αυτό».

«Για να σε δω να κάνεις πως φεύγεις από το κάστρο» γρύλισε ο Ντέβαν. Ολόκληρο το σώμα του είχε σφιχτεί λες και κάποιος είχε αντικαταστήσει τη σπονδυλική του στήλη με μια σιδερένια ράβδο.

«Ποιος θα με εμποδίσει;» τον προκάλεσε ο Κάσρελ.

Κακή κίνηση ξάδελφε, σκέφτηκε η Ορόρα. Ο Ντέβαν μπορεί γενικά να έδειχνε ήσυχος, σχεδόν απαθής, αλλά υπήρχε μια πολύ λεπτή γραμμή που διαχώριζε αυτόν τον Ντέβαν από έναν άλλο πολύ διαφορετικό που μπορούσε να γίνει θανάσιμος αν απειλούσες εκείνον ή κάποιον που αγαπούσε. Και αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να σπάσει τα δόντια του Κάσρελ, χωρίς καν να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια.

Η προσοχή της Ορόρας στράφηκε στον πατέρα της και στον θείο της που καθόταν δίπλα του. Γιατί ήταν τόσο ήσυχος; Ο γιος του είχε αγνοήσει τις διαταγές του και η κόρη του και τα ανίψια του αντάλλασσαν απειλές. Ο Αίρυς ήταν θερμός υποστηρικτής της σιδηράς πειθαρχίας και μια τέτοια συμπεριφορά ήταν ανεπίτρεπτη. Η Ορόρα συνοφρυώθηκε προβληματισμένη. Η αδιαφορία δεν ήταν η αντίδραση που περίμενε από τον πατέρα της.

«Ησυχία» είπε τελικά ο Αίρυς. Δεν είχε υψώσει τον τόνο του αλλά όλοι σώπασαν.

«Άρχοντά μου...» πήγε να διαμαρτυρηθεί ο Κάσρελ αλλά ο Νάριαν τον έπιασε από το μανίκι και τον τράβηξε κάτω, αναγκάζοντάς τον να καθίσει ξανά στη θέση του. Έγειρε ελαφρά στο αυτί του και ψιθύρισε.

«Αν ξαναμιλήσεις έτσι στην αδελφή μου, θα σε σκοτώσω». Ο Νάριαν μπορεί να μην ήταν Μεταμορφιστής, όπως οι αδελφή και οι συγγενείς του, καθώς δεν είχε μοιάσει στη μητέρα του που ήταν μια Ντρόγκομιρ, αλλά στον πατέρα του, όμως ήταν μάγος και μάλιστα πολύ ισχυρός. Μπορούσε να σε σκοτώσει στον ύπνο σου, με τρόπο τόσο βασανιστικό και επώδυνο που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορούσε να συλλάβει, ενώ δε θα μπορούσες να βγάλεις τον παραμικρό ήχο και κανείς δε θα καταλάβαινε τι συνέβαινε. Οι απειλές του δεν ήταν, για να παίρνονται ελαφρά.

Οι διπλές πόρτες της τραπεζαρίας άνοιξαν τραβώντας την προσοχή των πάντων. Μια μικρή κραυγή φρίκης ξέφυγε από την Κάλικ που αμέσως έκλεισε το στόμα της με το χέρι της. Ο Κλάους μπήκε μέσα στην αίθουσα τραβώντας μαζί του μια ημιλιπόθυμη κοπέλα, σαν να έσερνε μια άψυχη κούκλα. Το κεφάλι της έγερνε άτονα στο πλάι και τα καστανά μαλλιά της έπεφταν ανακατεμένα στην πλάτη και τους ώμους της. Το κάποτε λευκό φόρεμα της ήταν ένα κουρέλι που κρεμόταν πάνω στο σώμα της και το δέρμα της ήταν περισσότερο μαύρο και μπλε από τις μελανιές παρά λευκό. Όλοι κοίταξαν σαστισμένοι προς το μέρος τους, εκτός από τον Αίρυς που καθόταν ατάραχος λες και αυτό ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό.

Τα χρυσά μάτια του Ντέβαν είχαν ανοίξει διάπλατα από το σοκ.

«Κίρα» είπε σιγανά.

Μέσα σε μια στιγμή είχε σηκωθεί όρθιος, με την καρέκλα του να πέφτει με θόρυβο στο πάτωμα.

«Το παρατράβηξες, Κλάους» είπε η Ορόρα πηγαίνοντας δίπλα στον αδελφό της. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από την κοπέλα. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πως την είχαν ξυλοκοπήσει τόσο βίαια και με τέτοια αγριότητα, αγνοώντας τα όρια και τις αντοχές που είχε το ανθρώπινο σώμα.

«Εγώ απλά εκτελώ εντολές» αποκρίθηκε ο Κλάους με αρρωστημένη αδιαφορία και έσπρωξε την κοπέλα προς τα μπρος σαν να ήταν απλά ένα σακί. Το κορίτσι σωριάστηκε στη μέση του δωματίου χωρίς να κινείται.

Η Ορόρα αμφέβαλλε αν αυτές οι «εντολές» συμπεριλάμβαναν μια τόσο βάρβαρη μεταχείριση. Ο Κάσρελ ήταν σκληρός, ο Έντγκαρ βίαιος, αλλά ο Κλάους... Ο Κλάους ήταν σαδιστής. Απολάμβανε να προκαλεί πόνο στους άλλους λες και τρεφόταν από αυτό. Ήταν το είδος ανθρώπου που θα έβαζε φωτιά στα φτερά μιας πεταλούδας απλά και μόνο, για να τα δει να καίγονται καθώς πετούσε.

Ο Ντέβαν στράφηκε απότομα προς τον πατέρα του, με τα μάτια του να έχουν μετατραπεί σε δυο κεχριμπαρένιες φλόγες. «Ποιος έδωσε αυτή τη διαταγή;» φώναξε αν και γνώριζε ήδη την απάντηση. «Εσύ βρίσκεσαι πίσω από αυτό;» απαίτησε να μάθει.

«Είναι αυτό που πρέπει να γίνει» αποκρίθηκε ο Αίρυς, με το πρόσωπό του να μοιάζει με μια παγωμένη μάσκα. Η Ορόρα ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Πώς μπορούσε να είναι τόσο αδιάφορος μπροστά σε αυτό που είχε κάνει ο Κλάους στο κορίτσι; Μπορεί να την ήθελαν νεκρή όμως δεν υπήρχε δικαιολογία για τόση σκληρότητα.

Η Κάλικ, η γλυκιά Κάλικ που θα έβρισκε ένα λόγο να είναι γελαστή και αισιόδοξη ακόμα κι αν όλα φαίνονταν μαύρα και δεν έμοιαζε σε τίποτα με τους αδελφούς της, σηκώθηκε από το τραπέζι και έτρεξε προς την Κίρα αγνοώντας τον πατέρα της που της φώναζε να μείνει στη θέση της. Γονάτισε δίπλα στη νεαρή Σέλτιγκαρ και ακούμπησε τα λεπτά πετραδοστόλιστα δάχτυλα της στον λαιμό της.

«Είναι ζωντανή».

«Όχι για πολύ» είπε ο Κάσρελ με τις άκρες των χειλιών του να κυρτώνουν σε ένα αηδιαστικό χαμόγελο που έκανε την Ορόρα να θέλει να τον χαστουκίσει και να το εξαφανίσει από το πρόσωπό του.

Ο Κλάους έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του, με ανάγλυφα τελετουργικά σχέδια χαραγμένα πάνω στη γυαλιστερή λεπίδα και λαβή από δρακοκόκαλο. Έκανε ένα βήμα προς τα μπρος.

Η Νερίσσα και ο Νάριαν τινάχτηκαν ταυτόχρονα πάνω, λες και οι κινήσεις του ενός ήταν συγχρονισμένες με του άλλου.

«Μην τολμήσεις να την ακουμπήσεις!» φώναξε ο Ντέβαν, με τέτοιο θυμό και μίσος στη φωνή του που η Ορόρα δεν πίστευε ποτέ πως ο αδελφός της ήταν ικανός να νιώσει.

Κοίταξε παρακλητικά τον πατέρα της.

«Πατέρα, είναι μονάχα ένα παιδί»

«Ένα παιδί που είναι το κλειδί, για να ξαναβρεί ο Οίκος μας τη δόξα που δικαιωματικά του ανήκει» απάντησε παγερά ο Αίρυς. Δεν μπορούσε να δει πως ο γιος του υπέφερε;

«Και η κατάρα; Αν οι Σέλτιγκαρ εξαφανιστούν θα κολλήσουμε με αυτή».

«Ή θα την ξεφορτωθούμε μια για πάντα» επενέβη ο Γκρέγκορ.

Ο Ντέβαν δεν έδωσε σημασία στη συζήτησή τους. Η προσοχή του ήταν αποκλειστικά στραμμένη στον Κλάους και στο μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του.

«Μείνε μακριά της» τον προειδοποίησε ξανά μέσα από σφιγμένα δόντια.

«Δεν είναι για εκείνη» είπε ο Κλάους προσπερνώντας την Κίρα και την Κάλικ και συνεχίζοντας προς το μέρος του. «Είναι για εσένα».

Ολόκληρο το σώμα της Ορόρας τσιτώθηκε. Τα γαλανά μάτια της έγιναν δυο κάθετες σχισμές.

«Μείνε εκεί που είσαι». Τα λόγια ανέβηκαν σαν ένα γρύλισμα στον λαιμό της. Το δέρμα της έκαιγε και είχε πάρει μια τραχιά όψη σαν τα λέπια ενός φιδιού. Πώς τολμούσε αυτό το σκουπίδι να απειλεί τον αδελφό της, τον μελλοντικό του Άρχοντα; Κάθε νεύρο στο σώμα της φώναζε πως ήταν μια απειλή, και οι απειλές έπρεπε να εξουδετερώνονται.

«Θα πάρεις το μαχαίρι από το χέρι μου...» συνέχισε ο Κλάους αγνοώντας την, απευθυνόμενος προς τον Ντέβαν «... και θα της κόψεις τον λαιμό».

«Δε θα το κάνω» είπε ο Ντέβαν με φωνή που έκρυβε μέσα της ατσάλι.

«Θα σε αναγκάσω να το κάνεις. Δε με ενδιαφέρει σε τι κατάσταση θα βρίσκεσαι όταν τελειώσουμε, αλλά βαρέθηκα να ζω με την κατάρα επειδή σου έχει πάρει τα μυαλά η μικρή πόρνη».

Αυτό ήταν που έκανε και τις τελευταίες σπίθες αυτοσυγκράτησης που είχαν απομείνει μέσα στην Ορόρα να σβήσουν. Δε θα επέτρεπε σε κανέναν να βλάψει τον αδελφό της, ακόμα κι αν ανήκε στην οικογένειά τους. Κανέναν.

Τα άκρα της επιμηκύνθηκαν και το αραχνοΰφαντο ύφασμα του φορέματός της μετατράπηκε σε μια λεπτή μεμβράνη που τα ένωνε με τον κορμό της, με σκούρες γαλάζιες φλέβες να διατρέχουν όλη την επιφάνειά τους. Λέπια στο μέγεθος παλάμης, γυαλιστερά και σκληρά σαν διαμάντι κάλυψαν ολόκληρο το σώμα της σαν πανοπλία. Αιχμηρά οστέινα καρφιά ξεφύτρωσαν κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της και τα τεράστια γαλάζια μάτια της χωρίστηκαν στα δυο από μια μαύρη κάθετη σχισμή. Μέσα σε ελάχιστες στιγμές η νεαρή γυναίκα είχε χαθεί και στη θέση της βρισκόταν ένας γαλάζιος δράκος.

«Ορόρα!» φώναξε ο Αίρυς, με τη φωνή του σκληρή και άκαμπτη σαν ατσάλι. «Γύρνα πίσω στην ανθρώπινη μορφή σου αμέσως!» διέταξε.

Ας την ανάγκαζε αν μπορούσε, σκέφτηκε και ο γαλάζιος δράκος βρυχήθηκε, ο τρομερός ήχος γέμισε την αίθουσα απ' άκρη σε άκρη

«Αυτό είναι προδοσία!» είπε ο Κλάους. «Πώς τολμάς να αψηφάς τις εντολές του Άρχοντα του Οίκου μας;»

Χρειάστηκε τόσο όσο ένα βλεφάρισμα των ματιών, για να διανύσει την απόσταση που τους χώριζε και να βρυχηθεί ξανά στο πρόσωπο του Κλάους αποκαλύπτοντας τα κοφτερά σαν στιλέτα δόντια της. Πόσο ήθελε να κλείσει τα σαγόνια της γύρω από τον λαιμό του και να μην ξανακούσει ποτέ τη φιδίσια φωνή του! Ο μεγαλύτερος Ντρόγκομιρ υποχώρησε απρόθυμα προς τα πίσω αλλά το βλέμμα του δήλωνε ξεκάθαρα πως αυτό δε θα τελείωνε εδώ.

Ο Ντέβαν προχώρησε μπροστά, σχεδόν αγνοώντας τους σαν να μην αντιλαμβανόταν την παρουσία τους, και γονάτισε δίπλα στην Κίρα. Η Ορόρα τον είδε να παραμερίζει απαλά τα μαλλιά της από το μελανιασμένο πρόσωπό της πριν τη σηκώσει στα χέρια του. Το κεφάλι της έπεσε άτονα προς τα πίσω και η Ορόρα αναρωτήθηκε αν είχε μείνει καθόλου ζωή μέσα της. Ο Ντέβαν κατευθύνθηκε προς την πόρτα της τραπεζαρίας.

«Γύρνα πίσω αμέσως!» διέταξε οργισμένα ο Αίρυς. «Μη διανοηθείς να περάσεις αυτή τη πόρτα!»

Ο Ντέβαν τον αγνόησε και βγήκε από την αίθουσα χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω του, παίρνοντας την Κίρα μαζί του.

«Πού φτάσαμε;» είπε ο Νάριαν. «Αίμα ενάντια στο αίμα, θα γίνουμε συγγενοκτόνοι; Τόσο χαμηλά ξέπεσε ο Οίκος των Ντρόγκομιρ;»

«Μην ανακατεύεσαι, μάγε» έφτυσε ο Έντγκαρ λες και ο Νάριαν ανήκε σε άλλη οικογένεια.

Χρυσά λέπια εμφανίστηκαν στιγμιαία πάνω στα ζυγωματικά της Νερίσσας.

«Αρκετά» γρύλισε κοιτάζοντας τον Έντγκαρ με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Σε ανέχτηκα αρκετά, αλλά μα τους Θεούς, ορκίζομαι πως αν ακούσω άλλη μια λέξη από το στόμα σου θα σου ξεριζώσω τη γλώσσα!» Ο Έντγκαρ άνοιξε τα χέρια του προσκαλώντας την.

«Για να σε δω να προσπαθείς, ξαδελφούλα»

«Αρκετά!» φώναξε ο Αίρυς και σηκώθηκε όρθιος, χτυπώντας το χέρι του πάνω στο βαρύ ξύλινο τραπέζι. Όλοι πάγωσαν, εκτός από την Ορόρα που συνέχισε να στέκεται στην πόρτα σαν φρουρός. Στο μυαλό της ήρθαν οι ιστορίες με τους δράκους που φύλαγαν την πριγκίπισσα μέσα στο κάστρο που της έλεγε η μητέρα της όταν ήταν μικρή. Κανείς όμως δεν της είχε πει κάποια ιστορία που ο δράκος κρατούσε τους κακούς μέσα στο κάστρο, για να βοηθήσει τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα να ξεφύγουν. Κάνε γρήγορα, αδελφέ, προσευχήθηκε. Μπορούσε να νιώσει την οργή να ξεχειλίζει μέσα από τον Αίρυς και δεν ήθελε ούτε να φανταστεί ποια θα ήταν η τιμωρία του αδελφού της για αυτό που είχε κάνει αν τον έπιανε.

Ο Αίρυς έκανε τον γύρω του τραπεζιού πηγαίνοντας με γρήγορα βήματα προς τον γαλάζιο δράκο.

«Νάριαν!» διέταξε σαν να φώναζε έναν σκύλο και του έκανε νόημα να προχωρήσει μπροστά.

Το ξανθό αγόρι υπάκουσε κοιτάζοντας την Ορόρα με θλιμμένα μάτια. «Συγγνώμη» της είπε σχεδόν άηχα και στάθηκε μπροστά της, σίγουρος πως ο δράκος δε θα τον έβλαπτε. Και ήταν αλήθεια, η Ορόρα δε θα έκανε ποτέ κακό στον Νάριαν.

«An et ne van ça le eu. Che ke ça le aun» έψαλε το αγόρι. «An et ne van ça le eu. Che ke ça le aun».

Η μορφή της Ορόρας άρχισε να αλλάζει παρόλο που εκείνη δεν είχε δώσει εντολή στο σώμα της να πάρει ξανά την ανθρώπινη μορφή της. Προσπάθησε να αντισταθεί στην αλλαγή αλλά το σώμα της δεν υπάκουγε. Έπεσε στα γόνατα βήχοντας, έχοντας γίνει ξανά άνθρωπος.

Ο Αίρυς έριξε μια σκληρή ματιά στην κόρη του.

«Θα επιστρέψεις στα διαμερίσματά σου και δε θα κουνηθείς από εκεί αν δε διατάξω το αντίθετο, έγινα κατανοητός;»

«Ναι, άρχοντά μου» είπε πικρά η Ορόρα αποστρέφοντας το βλέμμα της. Πώς μπορούσε ένας πατέρας να μεταχειρίζεται έτσι τα παιδιά του; Όχι πως θα έπρεπε να περιμένει κάτι καλύτερο, δεδομένου των γονιών που τους είχαν δώσει οι Θεοί. Έναν σκληρό πατέρα και μια μητέρα που τους είχε εγκαταλείψει χωρίς καν να κοιτάξει πίσω της.

Ο Αίρυς στράφηκε προς τον Γκρέγκορ.

«Μάζεψε τους φρουρούς. Δεν μπορεί να έχουν προλάβει να απομακρυνθούν πολύ».

Η Ορόρα κατέπνιξε την παρόρμηση να γελάσει. Ο Ντέβαν ήταν έξυπνος και ήξερε την περιοχή γύρω από το κάστρο και μίλια μακριά τόσο καλά όσο τη παλάμη του. Ο αδελφός της ήταν έξυπνος και ήξερε κάθε παράδρομο και κάθε κρυμμένο μονοπάτι. Αν είχε βγει από το κάστρο τότε δεν υπήρχε περίπτωση να τον βρουν. Προς το παρον, τουλάχιστον.

Ο Ντέβαν ήταν η μοναδική πραγματική οικογένεια που της είχε απομείνει, δεν μπορούσε να τον εγκαταλείψει. Το κρυφτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Έπρεπε να τον βρει πριν από τον πατέρα τους και τον Κλάους.

Φαίη