Εξόριστοι (Κεφάλαιο 30)

Drite

Είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς, για την ακρίβεια δεν κοιμήθηκε καθόλου. Είχε ξεκινήσει με τα πόδια να πάει στη δουλειά, ήταν κακοδιάθετη, θυμωμένη. Ανοίγοντας το κινητό της, είδε την κλήση του Φάνη, κάτι που την εξόργισε ακόμα περισσότερο. Το ήξερε από την αρχή πως όλο αυτό ήταν λάθος, αναθεμάτιζε τον εαυτό της που αφέθηκε να παρασυρθεί σε αυτό το επικίνδυνο ερωτικό γαϊτανάκι.

Πονούσε. Όλη της η ζωή σχεδόν ήταν ένα μια ατέλειωτη σειρά από κακουχίες, μα της ήταν ευκολότερο να υπομένει τα γδαρμένα της πόδια, παρά μια ραγισμένη ψυχή. Θα ήθελε να μπορούσε απλά να αδιαφορήσει και να το προσπεράσει, μα δεν μπορούσε. Πλημύριζε από μίσος και ήξερε πως όταν μισούσε, χαραζόταν ανεξίτηλα η καρδιά της. Ένιωθε σαν να κρατούσε ένα κοφτερό μαχαίρι από τη λάμα του. Ένιωθε να παγιδεύεται από τα ίδια της τα συναισθήματα.

Το είχε πάρει απόφαση, θα έφευγε. Είχε φτάσει πια η ώρα, ήταν καιρός να πάψουν οι αναβολές. Είχε ήδη ένα μικρό κομπόδεμα, θα έβαζε σε έναν σάκο τα απολύτως απαραίτητα και θα ξεκινούσε. Θα περίμενε λίγες μέρες για να τακτοποιήσει τις όποιες εκκρεμότητές της και μετά θα εξαφανιζόταν, χωρίς να δώσει εξηγήσεις ή λογαριασμό σε κανέναν.

Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον ήλιο που άρχισε να ξεπροβάλλει δειλά από την ανατολή.

«Ακολούθα τον ήλιο» της είχε πει η μάνα της και αυτό σκόπευε να κάνει.

Μπήκε στο μαγαζί και πήγε κατευθείαν να αλλάξει. Αγνόησε τη Νατάσα που της έριξε ένα περιφρονητικό ύφος μόλις την είδε και έπιασε να σκουπίζει. Εκείνη όμως δεν είχε σκοπό να την αφήσει ήσυχη. Πήγε από πίσω της και τη σκούντησε με δύναμη.

Η Drite προσπάθησε με πολύ κόπο να συγκρατήσει την οργή της σφίγγοντας τα χείλη της και συνέχισε να κάνει τη δουλειά της. Η Νατάσα όμως επέμενε να ζορίζει την τύχη της εκείνη τη μέρα και την έσπρωξε ξανά. Γέλασε ειρωνικά.

Η Drite γύρισε απότομα και, πριν προλάβει να αρθρώσει κουβέντα, της κατάφερε μια γροθιά στο πρόσωπο, ξαπλώνοντάς την αιμόφυρτη στο πάτωμα. Η Νατάσα έβγαλε μια κραυγή πιάνοντας τη σπασμένη της μύτη, με μια έκφραση φρίκης. Στάθηκε από πάνω της κραδαίνοντας το χέρι της απειλητικά.

-Σου το είπα, μη μου κολλάς!

-Γαμημένη σκύλα! έκραξε. Θα μου το πληρώσεις αυτό!

-Εδώ θα είμαι και θα σε περιμένω, της είπε.

Έκανε μια απότομη κίνηση προς το μέρος της και εκείνη μαζεύτηκε σαν φοβισμένο κουτάβι στη γωνία.

Πήρε ξανά την σκούπα στα χέρια και συνέχισε να σκουπίζει. Ανάσανε βαριά. Είχε χάσει τον έλεγχο και θυμήθηκε τα λόγια του προπονητή της μέσα στο κεφάλι της καθώς έκλεινε τα μάτια. «Όποιος σε θυμώνει, σε ελέγχει».

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Παντελής, το αφεντικό τους, ασθμαίνοντας από τα εκατόν πενήντα κιλά του. Κοίταξε τις δύο κοπέλες και τα αίματα στο πάτωμα καχύποπτα.

-Τι έγινε εδώ; ρώτησε εξαγριωμένος.

Η Drite δε μίλησε, παρά μόνο συνέχισε τη δουλειά της. Γύρισε προς την Νατάσα η οποία απέφυγε το βλέμμα του.

-Έπεσα, είπε μέσα από τα δόντια της.

-Καθάρισε τα αμέσως, Drite, είπε αφρίζοντας. Σε λίγο θα πλακώσει κόσμος!

Ηλίας Στεργίου