Ο Οίκος των Δράκων (Bonus 1)

Κεφάλαιο 1 (Ντέβαν)

Ο μαύρος δράκος μπορούσε να νιώσει την παρουσία της, πριν καν προσγειωθεί στο μεγάλο, πέτρινο μπαλκόνι. Το ασημένιο φως του φεγγαριού αντανακλούσε πάνω στην γκρίζα πέτρα, κάνοντας τη να μοιάζει σαν να εξέπεμπε ένα αχνό λευκό φως, σε αντίθεση με τον δράκο που είχε γίνει ένα με τη μαύρη νύχτα. Μπορούσες να κοιτάξεις ψηλά και όμως δε θα τον έβλεπες. Οι μαύρες φολίδες του, σκληρές και λαμπερές σαν όνυχας, αναμιγνύονταν με το νυχτερινό στερέωμα του ουρανού.

Μπορούσε να ακούσει την αναπνοή της κοπέλας μέσα από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες του δωματίου της. Όλες οι αισθήσεις του δράκου ήταν οξυμένες, όραση που του επέτρεπε να βλέπει τέλεια μέσα στο απόλυτό σκοτάδι, όσφρηση που τον βοηθούσε να βρίσκει εύκολα το θήραμά του, ακοή που έπιανε ήχους μίλια μακριά. Μπορούσε να μυρίσει το άρωμά της, που πάντα του θύμιζε γλυκό γιασεμί να πλανιέται στον αέρα, μια μυρωδιά που θα μπορούσε να αναγνωρίσει ακόμα και μέσα σε ένα πλήθος εκατοντάδων ανθρώπων. Μπορούσε να ακούσει την καρδιά της να χτυπάει ρυθμικά μέσα στο στήθος της.

Η κοπέλα καθόταν μπροστά στον καθρέφτη της, με την πλάτη της γυρισμένη στις ανοιχτές μπαλκονόπορτες και στο πλάσμα που είχε προσγειωθεί εκεί, και χτένιζε τα μαλλιά της. Ο δράκος ξέκλεψε μερικές στιγμές και παρατήρησε αυτή την απλή αργή κίνηση που έκανε με τη βούρτσα, τον τρόπο που τα λεπτά της δάχτυλα έπιαναν μια μια τις καστανές μπούκλες των μαλλιών της και γλιστρούσαν μέσα τους καθώς τις χτένιζε. Έπιασε τα μαλλιά της και τα έφερε όλα πάνω στον δεξί της ώμο αποκαλύπτοντας τον λεπτοκαμωμένο, λευκό λαιμό της. Το μεταξωτό νυχτικό της έφερε στο μυαλό του τις ιστορίες με τις νεράιδες που του έλεγε η μητέρα του όταν ήταν μικρός, αλλά αυτό ήταν πολύ καιρό πριν.

Το ήξερε πως ήταν λάθος να σκέφτεται έτσι, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό του. Δεν έπρεπε να σκέφτεται πόσο όμορφη ήταν ή το πόσο ήθελε να περάσει τα δάχτυλά του μέσα από τις μπούκλες των μαλλιών της, για να δει αν ήταν τόσο απαλές όσο φαίνονταν. Ήταν απαγορευμένο να σκέφτεται αυτά τα πράγματα. Ωστόσο, σαν υπνωτισμένος, έκανε ένα βήμα προς το μέρος της λαχταρώντας να βρεθεί έστω και λίγο πιο κοντά της, λες και κάποιο αόρατο σκοινί τον τραβούσε προς το μέρος της.

Τα νύχια του δράκου έτριξαν πάνω στην πέτρα και η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Άφησε τη βούρτσα της πάνω στο τραπέζι μπροστά από τον καθρέφτη της και σηκώθηκε από τη θέση της αναστενάζοντας σιγανά. Πόσοι άνθρωποι θα έβλεπαν έναν δράκο έξω από το δωμάτιό τους και απλά θα αναστέναζαν, αντί να αρχίσουν να ουρλιάζουν τρομοκρατημένοι; Τι παράξενο πλάσμα που ήταν.

Πήγε στην ντουλάπα της και έκανε μια μικρή παύση, σαν να είχε δεύτερες σκέψεις για αυτό που επρόκειτο να κάνει. Οι ώμοι της χαμήλωσαν ηττημένοι και άνοιξε την ντουλάπα, ψαχούλεψε λίγο μέσα και πήρε στα χέρια της έναν μικρό μπόγο. Γύρισε για να τον αντικρίσει και ο μαύρος δράκος κράτησε την ανάσα του, αν οι δράκοι μπορούσαν να κρατήσουν την ανάσα τους δηλαδή. Κάθε φορά που την έβλεπε, δεν μπορούσε να μην τη θαυμάσει. Το πρόσωπό της ήταν σαν την αστροφεγγιά, τα χαρακτηριστικά της λεπτά και καλοσχηματισμένα σαν να τα είχε σμιλεύσει ο πιο σπουδαίος γλύπτης, τα μαλλιά της ένας πλούσιος καστανός καταρράκτης που έπεφτε μέχρι τη μέση της. Και τα μάτια της... Αυτά τα γκρίζα συννεφιασμένα μάτια που έλαμπαν από ζωή.

Κι εκείνος είχε έρθει για να τη σβήσει από μέσα τους.

Τον πλησίασε και άφησε τον μπόγο που κρατούσε στα μικρά της χέρια μπροστά του. Για μια στιγμή, τα γκρίζα μάτια της συνάντησαν τα χρυσά μάτια του πλάσματος που ήταν χωρισμένα στη μέση από μια κάθετη κόρη, πριν κάνει μεταβολή και επιστρέψει στο δωμάτιο ατάραχη σαν να είχε δει μονάχα ένα πουλί στο μπαλκόνι της και όχι ένα ιπτάμενο πλάσμα για το οποίο που οι γονείς έλεγαν ιστορίες, για να τρομάξουν τα παιδιά τους και να τα στείλουν για ύπνο.

Ο δράκος χαμήλωσε το κεφάλι του και κοίταξε τα ρούχα που του είχε αφήσει. Ήταν κάτι σαν τελετουργία που κρατούσαν χωρίς να το έχουν συνεννοηθεί εδώ και χρόνια. Κρατούσε πάντα ένα ζευγάρι αντρικά ρούχα κάπου κοντά σε περίπτωση που ο δράκος αποφάσιζε να εμφανιστεί. Και τους τελευταίους μήνες αυτό συνέβαινε όλο και πιο συχνά. Το ήξερε πως θα έπρεπε να την αφήσει ήσυχη, να της χαρίσει τουλάχιστον αυτές τις στιγμές γαλήνης, πριν κόψει το νήμα της ζωής της, αλλά ήταν λες και κάποια αόρατη αλλά ισχυρή δύναμη τον τραβούσε σε εκείνο το δωμάτιο.

Το φως των αστεριών τον έλουζε καθώς η μορφή του δράκου άρχισε να αλλάζει και να συρρικνώνεται. Εκεί που πριν υπήρχαν επιμηκυμένα άκρα τώρα υπήρχαν ανθρώπινα χέρια. Οι φολίδες χάθηκαν από το δέρμα του και ατίθασες τούφες μαλλιών, μαύρες σαν το μελάνι, έπεσαν πάνω στο μέτωπό του. Τα γαμψά νύχια είχαν δώσει τη θέση τους σε λεπτά μακριά δάχτυλα γεμάτα κάλους από την πολύωρη εξάσκηση με το σπαθί, ή από το μαχαίρι που χρησιμοποιούσε, για να σκαλίσει κομμάτια ξύλου σε περίτεχνες μινιατούρες, όταν δεν τον έβλεπε κανείς. Εκτός από την Ορόρα, φυσικά. Χθες είχε τελειώσει τα πιόνια της σκακιέρας που της ετοίμαζε και σκόπευε να της τα δώσει το απόγευμα, αλλά αυτό ήταν πριν τον καλέσει ο πατέρας του στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου.

«Ήρθε η ώρα» του είχε ανακοινώσει ο Αίρυς με επίσημη, ψυχρή φωνή. «Απόψε πρέπει να κάνεις το καθήκον σου απέναντι στην οικογένειά σου. Το κορίτσι πρέπει να πεθάνει».

«Πατέρα, ας μην είμαστε βιαστικοί» του είχε απαντήσει, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αλλάξει μια απόφαση που είχε παρθεί γενιές πριν. «Είναι η τελευταία των Σέλτιγκαρ. Αν πεθάνει και η κατάρα επιστρέψει, όταν θα ξαναγεννηθεί ένας αρσενικός Ντρόγκομιρ, δε θα έχουμε κανέναν τρόπο να τη σπάσουμε».

«Ή ίσως απαλλαγούμε οριστικά από αυτή» είπε ο θείος του, Γκρέγκορ, που στεκόταν δίπλα στον θρόνο. «Οι Σέλτιγκαρ έριξαν την κατάρα στον Οίκο μας δεσμεύοντας τη δύναμή μας να μεταμορφωνόμαστε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ίσως αν το αίμα τους χαθεί μια για πάντα να χαθούν μαζί του και τα χυδαία μάγια τους».

Ο Αίρυς έγειρε ελαφρά το κεφάλι του προς τον αδελφό του και ένευσε καταφατικά, πριν στραφεί ξανά προς τον γιο του. «Θα κάνεις το καθήκον σου». Ο τόνος του ήταν ήρεμος αλλά κατηγορηματικός και δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις. «Μέχρι το ξημέρωμα το αίμα του κοριτσιού θα βάψει τι πλάκες της Αρχαίας Πόλης. Κάνε το χρέος σου, Ντέβαν, και να θυμάσαι πως οι Ντρόγκομιρ δεν ανέχονται την αποτυχία. Απόψε ο Οίκος μας θα πάρει πίσω τη δόξα που του ανήκει δικαιωματικά».

Σήκωσε τα ρούχα και άρχισε να ντύνεται με αργές κινήσεις, λες και αυτό θα καθυστερούσε το αναπόφευκτο. Πρέπει να το κάνω, επανέλαβε στον εαυτό του για χιλιοστή φορά από την ώρα που είχε ξεκινήσει. Έχω χρέος απέναντι στην οικογένειά μου. Όμως όσες φορές κι αν το έλεγε στον εαυτό του δεν μπορούσε να διώξει την αίσθηση ότι ετοιμαζόταν να κάνει ένα φρικτό λάθος. Ένιωθε λες και τα σωθικά του είχαν δεθεί κόμπος.

Τύψεις, ψιθύρισε μια μικρή χλευαστική φωνή μέσα στο μυαλό του. Ξέρεις πως αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις δεν είναι χρέος απέναντι στην οικογένειά σου. Είναι φόνος.

Γιατί δεν είχε κλειδώσει τις πόρτες της; Γιατί τις είχε αφήσει ανοιχτές, ενώ ήξερε πολύ καλά πως βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο;

Κινδύνευε από εκείνον.

«Σε έστειλαν για να με σκοτώσεις» είπε η κοπέλα γυρίζοντας, για να τον αντικρίσει. Η φράση της δεν ήταν ερώτηση.

«Ναι» αποκρίθηκε βαδίζοντας αργά προς το μέρος της. Τρέξε, ήθελε να της φωνάξει. Φώναξε τους φρουρούς. Κάνε κάτι! Αλλά εκείνη έμεινε στη θέση της, με το κεφάλι της ψηλά και με την πλάτη της ίσια. Μονάχα τα μάτια της πρόδιδαν τα συναισθήματά της, όχι φόβος όπως θα περίμεναν πολλοί, αλλά θλίψη.

Μη με αφήσεις να σε σκοτώσω, την ικέτεψε. Όχι πως υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να κάνει. Ο Ντέβαν ήταν Μεταμορφιστής, ένα είδος μάγου που μπορούσαν να πάρουν τη μορφή ζώων, και οι Ντρόγκομιρ είχαν την ικανότητα να μεταμορφώνονται σε δράκους. Ακόμα κι αν έφερνε ολόκληρη τη φρουρά του κάστρου μπροστά του, δε θα μπορούσαν να κάνουν και πολλά.

«Και τι περιμένεις τότε;» τον ρώτησε.

Απέστρεψε το βλέμμα του, μην μπορώντας να συναντήσει τη ματιά της. Δεν είχε δικαίωμα να την κοιτάζει όταν και οι δυο ήξεραν τι είχε σταλεί να κάνει. Υποκριτή, τον κατηγόρησε η φωνή. Δεν έχεις δικαίωμα να ρίξεις τα μάτια σου επάνω της, αλλά έχεις το δικαίωμα να βάλεις το μαχαίρι σου στον λαιμό της;

Τρέξε, την ικέτεψε ξανά αλλά φυσικά εκείνη δεν τον άκουσε. Όχι πως η Κίρα ήταν από τους ανθρώπους που θα το έβαζαν στα πόδια.

«Γιατί είμαι ακόμα ζωντανή, Ντέβαν;» απαίτησε να μάθει χτυπώντας τον εκεί που πονούσε. «Γιατί δε με έχεις σκοτώσει ακόμα;»

«Ξέρεις γιατί» της είπε τολμώντας να σηκώσει το βλέμμα της, για να συναντήσει το δικό της. Για μια ακόμα φορά χάθηκε μέσα στο γκρίζο χρώμα τον ματιών της που του θύμιζαν τον ουρανό λίγο πριν την καταιγίδα. Όμως υπήρχαν κι άλλα χρώματα μέσα στις γκρίζες ίριδες της: γαλάζιες πιτσιλιές που έδιναν στα μάτια της ένα γκριζογάλανο χρώμα όταν χαμογελούσε, ή πιο σκούροι γκρίζοι τόνοι που έκαναν τα μάτια της ένα βαθύ σκούρο γκρι χρώμα κάθε φορά που ήταν οργισμένη.

Και τώρα τα μάτια της είχαν το χρώμα του ατσαλιού.

Πόσο γελοίος ήταν, σκέφτηκε καταπνίγοντας την παρόρμηση να γελάσει ειρωνικά με τον εαυτό του. Τον είχαν στείλει πριν από χρόνια ως δεσμοφύλακα, να την προσέχει μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να θυσιαστεί. Και εκείνος σαν ανόητος είχε επιτρέψει στον εαυτό του να αναπτύξει αισθήματα για τη μοναδική κοπέλα σε ολόκληρη τη Ναβίντια που ήταν απόλυτα απαγορευμένο να έχει. Στην αρχή πίστευε πως ήταν ένας απλός ενθουσιασμός, ίσως πόθος για μια όμορφη γυναίκα. Πίστεψε πως αν έστρεφε την προσοχή του κάπου αλλού θα ήταν θέμα χρόνου να περάσει. Όμως τα τελευταία τρία χρόνια όσες γυναίκες κι αν είχαν περάσει από τη ζωή του, δεν είχε σημασία πόσο όμορφες, έξυπνες ή ταλαντούχες ήταν, εκείνος πάντα έπιανε τον εαυτό του να επιστρέφει στο δωμάτιο της Κίρα. Σε μια γυναίκα που μισούσε με όλη της την ψυχή την οικογένειά του και που ήταν προορισμένος να σκοτώσει. Τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες είχε προσπαθήσει να μείνει μακριά της, ακόμα κι αν ένιωσε πως υπήρχε ένα αγκίστρι πιασμένο στο δέρμα του και τον τραβούσε σε εκείνη. Ίσως αν δεν την έβλεπε όλα όσα ένιωθε να μαραίνονταν και να εξαφανίζονταν. Όμως τώρα ήξερε πως αυτό δεν είχε αλλάξει τίποτα.

Τα μάτια της πήραν μια σκληρή όψη.

«Όχι, δεν ξέρω τίποτα!» του φώναξε γεμάτη θυμό. «Είσαι εδώ απόψε για να με πας σε αυτούς!»

Η απόσταση που τους χώριζε διαρκώς λιγόστευε, καθώς το αγόρι διέσχιζε το δωμάτιο πηγαίνοντας προς το μέρος της. Η πλάτη του ήταν στητή καθώς προχωρούσε και το βάδισμά του αρχοντικό και γεμάτο σιγουριά όπως του είχαν μάθει, αν και εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθε τίποτα τέτοιο.

«Γιατί περπατάς έτσι;» τον είχε ρωτήσει κάποτε η Κίρα κοιτώντας τον από πάνω μέχρι κάτω με ελαφρά στενευμένα μάτια, λίγο αφότου είχαν γνωριστεί. Αν υπέθεταν πως γνωριμία σήμαινε να εμφανιστεί μια μέρα ένας δράκος από το πουθενά στο μπαλκόνι σου. Ο Ντέβαν ήταν προετοιμασμένος να βρει ένα κοριτσάκι που μόλις έβλεπε το τέρας που είχε εμφανιστεί μπροστά της θα έβαζε τα κλάματα. Γι' αυτό είχε σοκαριστεί όταν αντί να το κάνει αυτό τον είχε κοιτάξει καχύποπτα και είχε απαιτήσει να μάθει ποιος ήταν, από πού είχε μπει, και «για ποιον αναθεματισμένο λόγο βρισκόταν στο δωμάτιό της».

«Πώς έτσι;» ρώτησε με απορία το αγόρι, κοιτάζοντας τον εαυτό του λες και θα μπορούσε να δει την απάντηση.

«Σαν πρίγκιπας» απάντησε η Κίρα σουφρώνοντας την ντελικάτη μύτη της. «Δεν είσαι πρίγκιπας». Ήταν ξαπλωμένη στην άκρη του κρεβατιού της, κρατώντας ένα βιβλίο που διάβαζε προτού εμφανιστεί το αγόρι. Συνέχισε να ξεφυλλίζει της σελίδες, ενώ ο Ντέβαν καθόταν σε ένα ανάκλιντρο στην απέναντι πλευρά του δωματίου κρατώντας μια απόσταση από εκείνη. Πάντα κρατούσαν μια απόσταση ο ένας από τον άλλο. Όμως η Κίρα δεν αισθανόταν απειλή, απόδειξη πως δεν είχε καλέσει ποτέ τους φρουρούς να συλλάβουν αυτόν τον «εισβολέα» παρόλο που ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν και ποιες ήταν οι προθέσεις του, και ο Ντέβαν ένιωθε κατά έναν περίεργο τρόπο να χαλαρώνει κάπως κοντά της.

«Οι Ντρόγκομιρ κυβερνούν τη Ναβίντια, αλλά δεν έχουν βασιλιά. Έχουν έναν Άρχοντα του Οίκου» συνέχισε η Κίρα, γυρίζοντας άλλη μια σελίδα. Τον είχε αφήσει να πάει κοντά της και να δει το βιβλίο όταν της είχε αναφέρει πως το εξώφυλλο τού φαινόταν γνωστό. Τελικά είχε αποδειχθεί πως όντως το γνώριζε, ήταν ένα βιβλίο για τη Ναβίντια και τις χώρες που συνόρευαν με αυτή, όπως η Νταχάρα και τα Γουέστλάντλς. Ως διάδοχος του Οίκου των Ντρόγκομιρ, ο Ντέβαν είχε καθηγητές που είχαν αναλάβει να του μάθουν επιστήμες και τέχνες πέρα της ξιφασκίας και των πολεμικών γνώσεων, όπως και γεωγραφία. Η Κίρα τον είχε παρακολουθήσει με ενδιαφέρον να της μιλάει για ώρες για όλα όσα είχε μάθει για εκείνους του μακρινούς τόπους ή όλα τα μέρη που είχε δει μέσα στη Ναβίντια. Για την Νταχάρα και το μακρινό Νιέζντιελ, και τους απέραντους ωκεανούς πέρα από αυτό ή τα ατελείωτα εδάφη των μαγισσών στην ανατολή που κανείς δεν τολμούσε να διαβεί. Και τότε ο Ντέβαν είχε συνειδητοποιήσει ότι απολάμβανε να της μιλάει.

«Αυτό περιμένουν από εμένα» της είπε και σταμάτησε μπροστά της, διακόπτοντας την ονειροπόλησή του και επιστρέφοντας στην πραγματικότητα.

«Τότε καν' το!» του φώναξε και τον χτύπησε με όλη της τη δύναμη στο στήθος με τις μικρές γροθιές της. Το χτύπημα δεν ήταν κάτι σπουδαίο για εκείνον, κατά πάσα πιθανότητα εκείνη πόνεσε περισσότερο, αλλά δεν τη σταμάτησε. Τα μάτια της γυάλιζαν από δάκρυα που είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Η Κίρα το μισούσε όταν έκλαιγε. Το να είναι εκείνος αυτός που της το προκαλούσε τον τσάκιζε. Πότε είχε αποκτήσει αυτή η κοπέλα τέτοια δύναμη πάνω του; Τον χτύπησε ξανά και ξανά και ο Ντέβαν την άφησε, επειδή ήξερε πως είχε ανάγκη να ξεσπάσει, αν και αυτό δε θα έκανε καμία διαφορά. Η διαταγή του Αίρυς ήταν ξεκάθαρη.

«Είσαι ένας δειλός!» του φώναξε και ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει ξανά, αλλά αυτή τη φορά ο Ντέβαν έπιασε τους καρπούς της στον αέρα. Σχεδόν ποτέ, ποτέ, δεν την άγγιζε εκτός κι αν τύχαινε να ακουμπήσουν ο ένας τον άλλο κατά λάθος.

«Νομίζεις πως εγώ το θέλω;» της είπε νιώθοντας την αυτοσυγκράτησή του να τον εγκαταλείπει. «Όμως είναι η οικογένειά μου. Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω;»

«Εγώ δεν έχω οικογένεια εξαιτίας σας!» του φώναξε με κάθε λέξη να κόβει πιο βαθιά μέσα του, προσπαθώντας μάταια να ελευθερωθεί από την λαβή του. «Τι περιμένεις, λοιπόν;» τον προκάλεσε. «Σκότωσέ με τώρα ή εξαφανίσου και μη σε ξαναδώ ποτέ μπροστά μου!»

«Αυτό πιστεύεις για εμένα;» Τα χρυσά του μάτια πήραν μια πιο σκληρή όψη. Τρία χρόνια τώρα και ακόμα δεν είχε καταλάβει πως δε θα πείραζε ποτέ ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της; Και τότε το συνειδητοποίησε: δεν είχε σημασία τι τον είχε διατάξει ο πατέρας του να κάνει. «Το ξέρεις πως δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Δε θα σου έκανα ποτέ κακό».

«Μου κάνεις κακό κάθε μέρα που με άφηνες να νομίζω πως νοιάζεσαι!» του φώναξε, με τη φωνή της να σπάει λίγο στο τέλος. «Πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο σκληρός; Εδώ και τρία χρόνια είσαι πάντα κοντά, σαν να με προσέχεις. Μου μιλούσες και με έκανες να νιώθω πως η παρουσία σου ήταν κάτι φυσικό. Εσύ το μόνο που ήθελες ήταν να με κατασκοπεύεις, μέχρι να σου πουν πως ήρθε η στιγμή να με θυσιάσουν, για να σπάσει η κατάρα». Προσπάθησε ξανά να ελευθερωθεί, με τις άκρες των ματιών της να έχουν θολώσει. «Γιατί δεν μπορούσες απλώς να με σκοτώσεις;» ψιθύρισε με τη φωνή της να βγαίνει σπασμένη. «Αν το είχες κάνει, δε θα πονούσα όσο πονάω τώρα».

Ο Ντέβαν την κοίταξε σαστισμένος. Κάθε λέξη της ήταν σαν μια μαχαιριά. Την έκανε να πονάει ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να ακούει πάντα το γέλιο της. Οι Θεοί έπαιζαν σκληρά παιχνίδια. Γιατί έπρεπε να ανήκουν σε δυο οικογένειες που ήταν ορκισμένοι εχθροί; Γιατί έπρεπε να είναι αυτός εκείνος που προκαλούσε αυτή την οδύνη που καθρεφτιζόταν στα μάτια της;

«Κίρα...»

«Όχι!» του φώναξε σταματώντας τον και πήγε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω αλλά το αγόρι ήταν πιο γρήγορο. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της και την κράτησαν ακίνητη πάνω στο σώμα του. Βρισκόταν τόσο κοντά του που μπορούσε να νιώσει την καρδιά της να βροντοχτυπάει μέσα στο στήθος της. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως έπρεπε να την κάνει να σταματήσει.

Τα κεχριμπαρένια μάτια του καρφώθηκαν στα γκρίζα δικά του.

«Άκουσέ με» της είπε σταθερά προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας την αποστολή που του είχε αναθέσει ο πατέρας του και δεν είχε νόημα να προσποιείται το αντίθετο. Ήθελε να της πει πως δεν είχε τίποτα να φοβάται από εκείνον. Ήθελε να της πει όλα όσα ένιωθε για εκείνη ακόμα κι αν οι ελπίδες του να βρει ανταπόκριση ήταν όσες και να βρει νερό στην έρημο.

«Δε θέλω να ακούσω τίποτα!» ούρλιαξε καθώς χτυπιόταν στην αγκαλιά του. «Θέλω να χαθείς, παλιό-»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της επειδή τα χείλη του Ντέβαν βρέθηκαν κολλημένα πάνω στα δικά της σταματώντας τα λόγια της. Το ήξερε πως αυτό ήταν λάθος, ήταν ενάντια σε όλα όσα τον είχαν διδάξει να πιστεύει για τους Σέλτιγκαρ και τους Ντρόγκομιρ, ενάντια τις επιθυμίες του άρχοντα-πατέρα του. Όμως γιατί το ένιωθε τόσο σωστό;

Η Κίρα προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά σύντομα τα χείλη της άνοιξαν κάτω από την πίεση των δικών του και το σώμα της χαλάρωσε. Τα χέρια του κατέβηκαν στην καμπύλη της μέσης της και την κόλλησαν πάνω στο σώμα του. Στην αρχή τα φιλιά ήταν απαλά και αβίαστα, ήξερε πως αυτό ήταν το πρώτο της φιλί -δεν μπορούσε καν να σκεφτεί την πιθανότητα πως κάποιος άλλος άντρας την είχε αγγίξει- και δεν ήθελε να την τρομάξει. Προς έκπληξή του, η Κίρα άνοιξε περισσότερο τα χείλη της, δίνοντας του μεγαλύτερη πρόσβαση. Το πήρε σαν σημάδι αποδοχής και ο Ντέβαν βάθυνε το φιλί. Το στόμα της είχε τη γεύση του μελιού. Πώς μπορούσε ένα κορίτσι να είναι τόσο γλυκό; Την ένιωσε να γίνεται ασταθής και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του για να στηριχτεί. Δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος του και ένας χαμηλός ήχος ανέβηκε στον λαιμό του.

Ήθελε να νιώσει περισσότερα. Ήταν ανόητο να προσποιηθεί πως δεν την ήθελε. Δεν είχε σημασία που ήταν ένας Ντρόγκομιρ και εκείνη μια Σέλτιγκαρ, ήταν απλά επίθετα, λέξεις χωρίς καμία σημασία. Το μόνο που μετρούσε ήταν η ικανότητά της να τον κάνει να χάνει την αυτοσυγκράτησή του, μια αρετή για την οποία ο Ντέβαν παινευόταν. Ήθελε να νιώσει πόσο απαλό ήταν το δέρμα της ή πώς θα ήταν να μπλέξει τα δάχτυλά του μέσα στις καστανές μπούκλες των μαλλιών της.

Χωρίς να νοιάζεται για τους κανόνες της ηθικής και της ευπρέπειας την οδήγησε προς τα πίσω και την ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι. Ακόμα ζαλισμένη από το φιλί, η Κίρα δεν είπε τίποτα καθώς της άνοιξε τα γόνατα και βολεύτηκε ανάμεσα στα πόδια της. Τα σώματά τους ταίριαζαν τέλεια σαν να ήταν φτιαγμένα για να γίνουν ένα. Έπιασε τον ποδόγυρο του νυχτικού της και τον σήκωσε προς τα πάνω χαϊδεύοντας το κασμιρένιο δέρμα της. Την άκουσε να παίρνει μια μικρή κοφτή ανάσα και σήκωσε το βλέμμα του, για να την κοιτάξει. Το δέρμα της ήταν αναψοκοκκινισμένο και τα χείλη της πρησμένα και κόκκινα από το φιλί. Ήταν το πιο όμορφο θέαμα που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έπιασε τα γόνατά της και με μια απότομη κίνηση τα σήκωσε και τα έβαλε γύρω από τη μέση του πριν σκύψει για να τη φιλήσει ξανά.

Η Κίρα έπιασε την άκρη του πουκαμίσου του και το τράβηξε πάνω από το κεφάλι του, σπάζοντας για μια στιγμή του φιλί και το πέταξε μακριά. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα και η αναπνοή της ήταν βαριά, αλλά ο Ντέβαν ήταν εγωιστής και αντί να της δώσει λίγο χρόνο, για να ξαναβρεί την ανάσα της τα χείλη του διεκδίκησαν ξανά τα δικά της. Ανασηκώθηκε λίγο από πάνω της και άρχισε να λύνει τα κορδόνια στο μπροστινό μέρος του νυχτικού της. Πρώτη φορά ήθελε κάτι στη ζωή του τόσο όσο αυτή την κοπέλα.

Όμως δεν ήταν σωστό. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, ενώ η Κίρα πίστευε πως ήθελε να τη σκοτώσει. Όχι όταν η οικογένειά του σκόπευε να τη θυσιάσει, για να σπάσει μια κατάρα στην οποία η Κίρα δεν είχε καμία ανάμιξη. Όχι όταν δεν της είχε δείξει ποια ήταν στην πραγματικότητα τα αισθήματά του για εκείνη, κάτι περισσότερο και πιο βαθύ από πόθο και λαγνεία.

«Δεν είναι σωστό» μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του παρά στην κοπέλα και σηκώθηκε από πάνω της.

Η Κίρα ανακάθισε και ίσιωσε βιαστικά το φόρεμά της, με τα μάγουλά της να καίνε κατακόκκινα.

«Εσύ με φίλησες πρώτος» είπε αμυντικά, και ο Ντέβαν μπόρεσε να διακρίνει την ντροπή και τον πόνο της απόρριψης στη φωνή της.

«Δεν το εννοούσα έτσι» της είπε τρυφερά και έκανε να ακουμπήσει το πρόσωπό της, αλλά η Κίρα έσπρωξε το χέρι του μακριά.

Προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευσή του επειδή δεν τον είχε αφήσει να την αγγίξει, επειδή μόνο οι Θεοί ήξεραν πόσο ήθελε να το κάνει. Όμως έπρεπε να φανεί σωστός απέναντί της.

«Θα βρω μια λύση» της είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πλέον του ήταν ξεκάθαρο πως όχι μόνο δεν μπορούσε να την πειράξει, αλλά δε θα επέτρεπε και σε κανέναν άλλο να το κάνει.

Κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι. Λίγο πριν βγει έξω γύρισε και την κοίταξε.

«Κανείς δε θα σε πειράξει, δε θα το επιτρέψω. Σου δίνω τον λόγο μου».

Δεν ήξερε πώς -ακόμα- αλλά θα κρατούσε την υπόσχεσή του. Κανείς δε θα την άγγιζε ακόμα κι αν χρειαζόταν να πάει ενάντια σε ολόκληρο τον Οίκο του, για να την κρατήσει ασφαλή.

Ακόμα κι αν χρειαζόταν να εναντιωθεί στον πατέρα του.

Φαίη